Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 7381 - 7416 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Σκελετός
Αγγλικός όρος:
Skeleton
Μετάφραση:
Skeleton
Ελληνικός όρος:
Σκληρό ξύλο
Αγγλικός όρος:
Hard wood
Μετάφραση:
Hard wood
Ελληνικός όρος:
Σκληρότητα
Αγγλικός όρος:
Hardness
Μετάφραση:
Hardness
Ελληνικός όρος:
Σκληρυντικά έλαια
Αγγλικός όρος:
Hardening oils
Μετάφραση:
Hardening oils
Ελληνικός όρος:
Σκόνη
Αγγλικός όρος:
Dust, powder
Μετάφραση:
Dust, powder
Ελληνικός όρος:
Σκόνη αλευριού
Αγγλικός όρος:
Flour dust
Μετάφραση:
Flour dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη από ανόργανες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Inorganic dusts
Μετάφραση:
Inorganic dusts
Ελληνικός όρος:
Σκόνη από οργανικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Organic dusts
Μετάφραση:
Organic dusts
Ελληνικός όρος:
Σκόνη από σκληρό ξύλο
Αγγλικός όρος:
Hard wood dust
Μετάφραση:
Hard wood dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη βαμβακιού
Αγγλικός όρος:
Cotton dust
Μετάφραση:
Cotton dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη βελανιδιάς
Αγγλικός όρος:
Oak dust
Μετάφραση:
Oak dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη καυσαερίων
Αγγλικός όρος:
Flue-gas dust
Μετάφραση:
Flue-gas dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη κόκκων
Αγγλικός όρος:
Grain dust
Μετάφραση:
Grain dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη σιδηροβαναδίου
Αγγλικός όρος:
Ferrovanadium dust
Μετάφραση:
Ferrovanadium dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη χαλαζία
Αγγλικός όρος:
Quarz dust
Μετάφραση:
Quarz dust
Ελληνικός όρος:
Σκόνη ψευδαργύρου
Αγγλικός όρος:
Zinc powder
Μετάφραση:
Zinc powder
Ελληνικός όρος:
Σκόπιμο εκρηκτικό
Αγγλικός όρος:
Intentional explosive
Μετάφραση:
Intentional explosive
Ελληνικός όρος:
Σκοπός
Αγγλικός όρος:
Aim, purpose
Μετάφραση:
Aim, purpose
Ελληνικός όρος:
Σκουαλένιο
Αγγλικός όρος:
Squalene (C30H50)
Μετάφραση:
Squalene (C30H50)
Ελληνικός όρος:
Σκούπισμα
Αγγλικός όρος:
Wiping
Μετάφραση:
Wiping
Ελληνικός όρος:
Σκουπίστε τη χυμένη ποσότητα για να προλάβετε υλικές ζημιές
Αγγλικός όρος:
Absorb spillage to prevent material damage
Μετάφραση:
Absorb spillage to prevent material damage
Ελληνικός όρος:
Σκυρόδεμα
Αγγλικός όρος:
Concrete
Μετάφραση:
Concrete
Ελληνικός όρος:
Σκυροδέτηση
Αγγλικός όρος:
Concreting
Μετάφραση:
Concreting
Ελληνικός όρος:
Σκωρία
Αγγλικός όρος:
Rust. slag
Μετάφραση:
Rust. slag
Ελληνικός όρος:
Σκωρία μετάλλου
Αγγλικός όρος:
Furnace slag
Μετάφραση:
Furnace slag
Ελληνικός όρος:
Σκωρίες εξέλασης
Αγγλικός όρος:
Mill scales
Μετάφραση:
Mill scales
Ελληνικός όρος:
Σμηκτίς γη
Αγγλικός όρος:
Fuller’s Earth
Μετάφραση:
Fuller’s Earth
Ελληνικός όρος:
Σμίλες
Αγγλικός όρος:
Chisels
Μετάφραση:
Chisels
Ελληνικός όρος:
Σμιλεύσεις
Αγγλικός όρος:
Carved work
Μετάφραση:
Carved work
Ελληνικός όρος:
Σμίλευση
Αγγλικός όρος:
Chipping or chiselling
Μετάφραση:
Chipping or chiselling
Ελληνικός όρος:
Σμυριδόπετρα ή σμύριδα
Αγγλικός όρος:
Emery
Μετάφραση:
Emery
Ελληνικός όρος:
Σοβαρή οφθαλμική βλάβη
Αγγλικός όρος:
Serious eye damage
Μετάφραση:
Serious eye damage
Ελληνικός όρος:
Σοβαρός κίνδυνος εκτόξευσης
Αγγλικός όρος:
Severe projection hazard
Μετάφραση:
Severe projection hazard
Ελληνικός όρος:
Σοβαρότητα των ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Severity of accidents
Μετάφραση:
Severity of accidents
Ελληνικός όρος:
Σογιέλαιο
Αγγλικός όρος:
Soybean oil
Μετάφραση:
Soybean oil
Ελληνικός όρος:
Σοκ
Αγγλικός όρος:
Shock
Μετάφραση:
Shock
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
202
Page
203
Page
204
Page
205
Current page
206
Page
207
Page
208
Page
209
Page
210
…
Next page
››
Last page
τελευταία »