Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 8245 - 8280 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Τυλικτήρας σωλήνων
Αγγλικός όρος:
Hose reel
Μετάφραση:
Hose reel
Ελληνικός όρος:
Τύμπανο
Αγγλικός όρος:
Drum
Μετάφραση:
Drum
Ελληνικός όρος:
Τυπική απόκλιση
Αγγλικός όρος:
Standard deviation
Μετάφραση:
Standard deviation
Ελληνικός όρος:
Τυπικό σφάλμα
Αγγλικός όρος:
Standard error
Μετάφραση:
Standard error
Ελληνικός όρος:
Τύποι τραυματισμών
Αγγλικός όρος:
Type of injuries
Μετάφραση:
Type of injuries
Ελληνικός όρος:
Τυποποίηση
Αγγλικός όρος:
Standardization, formulation
Μετάφραση:
Standardization, formulation
Ελληνικός όρος:
Τυποποιητής
Αγγλικός όρος:
Formulator
Μετάφραση:
Formulator
Ελληνικός όρος:
Τυποποιητικός φορέας
Αγγλικός όρος:
Standardizing body
Μετάφραση:
Standardizing body
Ελληνικός όρος:
Τύπος αποτελεσμάτων μελέτης
Αγγλικός όρος:
Study result type
Μετάφραση:
Study result type
Ελληνικός όρος:
Τύπος προστασίας από ανάφλεξη
Αγγλικός όρος:
Ignition protection type
Μετάφραση:
Ignition protection type
Ελληνικός όρος:
Τύπου πλέγματος
Αγγλικός όρος:
Mesh type
Μετάφραση:
Mesh type
Ελληνικός όρος:
Τυροσίνη
Αγγλικός όρος:
Tyrosine, Tyr, Y
Μετάφραση:
Tyrosine, Tyr, Y
Ελληνικός όρος:
Τύρφη
Αγγλικός όρος:
Peat
Μετάφραση:
Peat
Ελληνικός όρος:
Τυφλό (π.χ. στη χημική ανάλυση)
Αγγλικός όρος:
Blank
Μετάφραση:
Blank
Ελληνικός όρος:
Τυφλό αντιδραστηρίου
Αγγλικός όρος:
Reagent blank
Μετάφραση:
Reagent blank
Ελληνικός όρος:
Τυφλό δείγμα
Αγγλικός όρος:
Blind sample
Μετάφραση:
Blind sample
Ελληνικός όρος:
Τυφλό πεδίου
Αγγλικός όρος:
Field blank
Μετάφραση:
Field blank
Ελληνικός όρος:
Τυφλός προσδιορισμός δείγματος
Αγγλικός όρος:
Sample blank determination
Μετάφραση:
Sample blank determination
Ελληνικός όρος:
Τυφοειδής πυρετός
Αγγλικός όρος:
Typhoid fever
Μετάφραση:
Typhoid fever
Ελληνικός όρος:
Τυχαίο δείγμα
Αγγλικός όρος:
Random sample
Μετάφραση:
Random sample
Ελληνικός όρος:
Τυχαίο σφάλμα μέτρησης
Αγγλικός όρος:
Random measurement error
Μετάφραση:
Random measurement error
Ελληνικός όρος:
Τυχαιοποιημένες μελέτες
Αγγλικός όρος:
Randomized studies
Μετάφραση:
Randomized studies
Ελληνικός όρος:
Υαλοβάμβακας
Αγγλικός όρος:
Fiberglass
Μετάφραση:
Fiberglass
Ελληνικός όρος:
Υαλοπίνακες
Αγγλικός όρος:
Glazing work
Μετάφραση:
Glazing work
Ελληνικός όρος:
Υαλοποιημένα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Vitrified waste
Μετάφραση:
Vitrified waste
Ελληνικός όρος:
Υβριδικά μείγματα
Αγγλικός όρος:
Hybrid mixtures
Μετάφραση:
Hybrid mixtures
Ελληνικός όρος:
Υβριδισμός
Αγγλικός όρος:
Hybridization
Μετάφραση:
Hybridization
Ελληνικός όρος:
Υγεία και ασφάλεια στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Occupational health and safety, OSH
Μετάφραση:
Occupational health and safety, OSH
Ελληνικός όρος:
Υγειονομικές διαδικασίες
Αγγλικός όρος:
Sanitary procedures
Μετάφραση:
Sanitary procedures
Ελληνικός όρος:
Υγειονομική αντιμετώπιση
Αγγλικός όρος:
Public health response
Μετάφραση:
Public health response
Ελληνικός όρος:
Υγειονομική ταφή αδρανών αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
Inert-waste landfill
Μετάφραση:
Inert-waste landfill
Ελληνικός όρος:
Υγιεινή
Αγγλικός όρος:
Hygiene
Μετάφραση:
Hygiene
Ελληνικός όρος:
Υγιεινολόγος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational hygienist
Μετάφραση:
Occupational hygienist
Ελληνικός όρος:
Υγιεινός
Αγγλικός όρος:
Hygienic
Μετάφραση:
Hygienic
Ελληνικός όρος:
Υγιής
Αγγλικός όρος:
Healthy
Μετάφραση:
Healthy
Ελληνικός όρος:
Υγρά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Liquid waste
Μετάφραση:
Liquid waste
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
226
Page
227
Page
228
Page
229
Current page
230
Page
231
Page
232
Page
233
Page
234
…
Next page
››
Last page
τελευταία »