Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1585 - 1620 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βαρίτωση (πνευμονοκονίωση οφειλόμενη σε εισπνοή βαρίτη)
Αγγλικός όρος:
Baritosis
Μετάφραση:
Baritosis
Ελληνικός όρος:
Βάρος
Αγγλικός όρος:
Weight
Μετάφραση:
Weight
Ελληνικός όρος:
Βάρος απόδειξης
Αγγλικός όρος:
Weight of evidence
Μετάφραση:
Weight of evidence
Ελληνικός όρος:
Βάρος διαλυμένης ουσίας προς το συνολικό βάρος
Αγγλικός όρος:
Weight per weight
Μετάφραση:
Weight per weight
Ελληνικός όρος:
Βάρος διαλυμένης ουσίας προς το συνολικό όγκο
Αγγλικός όρος:
Weight per volume
Μετάφραση:
Weight per volume
Ελληνικός όρος:
Βαρούλκα
Αγγλικός όρος:
Winches
Μετάφραση:
Winches
Ελληνικός όρος:
Βαρύ ισότοπο
Αγγλικός όρος:
Heavy isotope
Μετάφραση:
Heavy isotope
Ελληνικός όρος:
Βαρύ μαζούτ
Αγγλικός όρος:
Heavy fuel oil
Μετάφραση:
Heavy fuel oil
Ελληνικός όρος:
Βαρύ υδρογόνο
Αγγλικός όρος:
Deuterium
Μετάφραση:
Deuterium
Ελληνικός όρος:
Βασενικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Vaccenic acid
Μετάφραση:
Vaccenic acid
Ελληνικός όρος:
Βάση
Αγγλικός όρος:
Base
Μετάφραση:
Base
Ελληνικός όρος:
Βασικεντρικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Basicentric system
Μετάφραση:
Basicentric system
Ελληνικός όρος:
Βασικές απαιτήσεις ασφάλειας και υγείας
Αγγλικός όρος:
Essential Health and Safety Requirements, EHSRs
Μετάφραση:
Essential Health and Safety Requirements, EHSRs
Ελληνικός όρος:
Βασική μελέτη
Αγγλικός όρος:
Key study
Μετάφραση:
Key study
Ελληνικός όρος:
Βασική τιμή για την αξιολόγηση χημικής ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Key value for chemical safety assessment
Μετάφραση:
Key value for chemical safety assessment
Ελληνικός όρος:
Βασικό έγγραφο
Αγγλικός όρος:
Base document
Μετάφραση:
Base document
Ελληνικός όρος:
Βασιλικό νερό
Αγγλικός όρος:
Aqua regia
Μετάφραση:
Aqua regia
Ελληνικός όρος:
Βαττόμετρο
Αγγλικός όρος:
Watt meter
Μετάφραση:
Watt meter
Ελληνικός όρος:
Βαφές
Αγγλικός όρος:
Dyes
Μετάφραση:
Dyes
Ελληνικός όρος:
Βαφή
Αγγλικός όρος:
Dyeing, painting
Μετάφραση:
Dyeing, painting
Ελληνικός όρος:
Βαφή πούδρας (επίπαση)
Αγγλικός όρος:
Powder coating
Μετάφραση:
Powder coating
Ελληνικός όρος:
Βάψιμο με ψεκασμό
Αγγλικός όρος:
Spray painting
Μετάφραση:
Spray painting
Ελληνικός όρος:
Βγάλτε τα μολυσμένα ρούχα και πλύνετέ τα πριν τα ξαναχρησιμοποιήσετε
Αγγλικός όρος:
Take off contaminated clothing and wash before reuse
Μετάφραση:
Take off contaminated clothing and wash before reuse
Ελληνικός όρος:
Βελγικό Ινστιτούτο Τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
Institut Belge de Normalisation
Μετάφραση:
Institut Belge de Normalisation
Ελληνικός όρος:
Βελόνες
Αγγλικός όρος:
Needles
Μετάφραση:
Needles
Ελληνικός όρος:
Βέλτιστη απόκριση
Αγγλικός όρος:
Optimum function
Μετάφραση:
Optimum function
Ελληνικός όρος:
Βέλτιστη διαθέσιμη τεχνική
Αγγλικός όρος:
Best Available Technique, BAT
Μετάφραση:
Best Available Technique, BAT
Ελληνικός όρος:
Βέλτιστη ταχύτητα
Αγγλικός όρος:
Optimum velocity
Μετάφραση:
Optimum velocity
Ελληνικός όρος:
Βελτιστοποίηση (μεθόδου)
Αγγλικός όρος:
Optimization
Μετάφραση:
Optimization
Ελληνικός όρος:
Βελτίωση ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality improvement, QI
Μετάφραση:
Quality improvement, QI
Ελληνικός όρος:
Βενζ[a]ανθρακένιο
Αγγλικός όρος:
Benz[a]anthracene
Μετάφραση:
Benz[a]anthracene
Ελληνικός όρος:
Βενζαλακετόνη
Αγγλικός όρος:
Benzalacetone, 4-phenyl-3-buten-2-one
Μετάφραση:
Benzalacetone, 4-phenyl-3-buten-2-one
Ελληνικός όρος:
Βενζαλακετοφαινόνη 2-
Αγγλικός όρος:
Chalcone, 2-benzalacetophenone, 1,3-diphenyl-1-propen-3-one
Μετάφραση:
Chalcone, 2-benzalacetophenone, 1,3-diphenyl-1-propen-3-one
Ελληνικός όρος:
Βενζαλαλογονίδιο
Αγγλικός όρος:
Benzal halide
Μετάφραση:
Benzal halide
Ελληνικός όρος:
Βενζαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Benzaldehyde, benzenecarbaldehyde, benzoic aldehyde, phenylmethanal
Μετάφραση:
Benzaldehyde, benzenecarbaldehyde, benzoic aldehyde, phenylmethanal
Ελληνικός όρος:
Βενζαλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Benzal chloride
Μετάφραση:
Benzal chloride
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
41
Page
42
Page
43
Page
44
Current page
45
Page
46
Page
47
Page
48
Page
49
…
Next page
››
Last page
τελευταία »