Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 2017 - 2052 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Γνώση
Αγγλικός όρος:
Knowledge
Μετάφραση:
Knowledge
Ελληνικός όρος:
Γνωστοποίηση χημικών ουσιών
Αγγλικός όρος:
Notification of chemical substances
Μετάφραση:
Notification of chemical substances
Ελληνικός όρος:
Γόμωση
Αγγλικός όρος:
Charge
Μετάφραση:
Charge
Ελληνικός όρος:
Γονατιστή θέση
Αγγλικός όρος:
Kneeling position
Μετάφραση:
Kneeling position
Ελληνικός όρος:
Γόνατο
Αγγλικός όρος:
Knee
Μετάφραση:
Knee
Ελληνικός όρος:
Γονίδια
Αγγλικός όρος:
Genes
Μετάφραση:
Genes
Ελληνικός όρος:
Γονιδιοτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Genotoxicity
Μετάφραση:
Genotoxicity
Ελληνικός όρος:
Γονιμότητα
Αγγλικός όρος:
Fertility
Μετάφραση:
Fertility
Ελληνικός όρος:
Γονοταξική δυναμικότητα
Αγγλικός όρος:
Genotoxic potential
Μετάφραση:
Genotoxic potential
Ελληνικός όρος:
Γονοτοξικές επιδράσεις
Αγγλικός όρος:
Genotoxic effects
Μετάφραση:
Genotoxic effects
Ελληνικός όρος:
Γουαζατίνη
Αγγλικός όρος:
Guazatine
Μετάφραση:
Guazatine
Ελληνικός όρος:
Γουαϊακόλη
Αγγλικός όρος:
Guaiacol, o-hydroxyanisole
Μετάφραση:
Guaiacol, o-hydroxyanisole
Ελληνικός όρος:
Γουανίνη
Αγγλικός όρος:
Guanine (G)
Μετάφραση:
Guanine (G)
Ελληνικός όρος:
Γουβακίνη
Αγγλικός όρος:
Guvacine
Μετάφραση:
Guvacine
Ελληνικός όρος:
Γουλόζη
Αγγλικός όρος:
Gulose
Μετάφραση:
Gulose
Ελληνικός όρος:
Γουλοπυρανόζη
Αγγλικός όρος:
Gulopyranose
Μετάφραση:
Gulopyranose
Ελληνικός όρος:
Γοφός
Αγγλικός όρος:
Hip
Μετάφραση:
Hip
Ελληνικός όρος:
Γραμισιδίνη
Αγγλικός όρος:
Gramicidin
Μετάφραση:
Gramicidin
Ελληνικός όρος:
Γραμμές τροφοδοσίας
Αγγλικός όρος:
Power lines
Μετάφραση:
Power lines
Ελληνικός όρος:
Γραμμή βάσης
Αγγλικός όρος:
Baseline
Μετάφραση:
Baseline
Ελληνικός όρος:
Γραμμή πλύσεως σε σήραγγα
Αγγλικός όρος:
Washing tunnel line
Μετάφραση:
Washing tunnel line
Ελληνικός όρος:
Γραμμή συναρμολόγησης
Αγγλικός όρος:
Assembly line
Μετάφραση:
Assembly line
Ελληνικός όρος:
Γραμμική δυναμική περιοχή
Αγγλικός όρος:
Linear dynamic range
Μετάφραση:
Linear dynamic range
Ελληνικός όρος:
Γραμμική συμμεταβολή
Αγγλικός όρος:
Linear regression
Μετάφραση:
Linear regression
Ελληνικός όρος:
Γραμμικό κύκλωμα
Αγγλικός όρος:
Linear circuit
Μετάφραση:
Linear circuit
Ελληνικός όρος:
Γραμμικός συνδυασμός
Αγγλικός όρος:
Linear combination
Μετάφραση:
Linear combination
Ελληνικός όρος:
Γραμμικότητα
Αγγλικός όρος:
Linearity
Μετάφραση:
Linearity
Ελληνικός όρος:
Γραπτή εξέταση
Αγγλικός όρος:
Written examination
Μετάφραση:
Written examination
Ελληνικός όρος:
Γράσσο
Αγγλικός όρος:
Grease
Μετάφραση:
Grease
Ελληνικός όρος:
Γραφείο
Αγγλικός όρος:
Office
Μετάφραση:
Office
Ελληνικός όρος:
Γραφείο εναρμόνισης της Εσωτερικής Αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα), με έδρα το Alicante (Ισπανία)
Αγγλικός όρος:
Office for Harmonisation in the Internal Market (Trade Marks and Designs), with its headquarters in Alicante (Spain)
Μετάφραση:
Office for Harmonisation in the Internal Market (Trade Marks and Designs), with its headquarters in Alicante (Spain)
Ελληνικός όρος:
Γραφείο στήριξης
Αγγλικός όρος:
Helpdesk
Μετάφραση:
Helpdesk
Ελληνικός όρος:
Γραφικά στοιχεία πληροφοριών
Αγγλικός όρος:
Graphic information elements
Μετάφραση:
Graphic information elements
Ελληνικός όρος:
Γραφίτης
Αγγλικός όρος:
Graphite
Μετάφραση:
Graphite
Ελληνικός όρος:
Γρύλλοι
Αγγλικός όρος:
Jacks
Μετάφραση:
Jacks
Ελληνικός όρος:
Γυαλάδα
Αγγλικός όρος:
Gloss
Μετάφραση:
Gloss
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
53
Page
54
Page
55
Page
56
Current page
57
Page
58
Page
59
Page
60
Page
61
…
Next page
››
Last page
τελευταία »