Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 2053 - 2088 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Γυαλί
Αγγλικός όρος:
Glass
Μετάφραση:
Glass
Ελληνικός όρος:
Γυαλιά ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety glasses
Μετάφραση:
Safety glasses
Ελληνικός όρος:
Γυαλιστικά πατωμάτων
Αγγλικός όρος:
Floor polishes
Μετάφραση:
Floor polishes
Ελληνικός όρος:
Γυναίκες στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Women at work
Μετάφραση:
Women at work
Ελληνικός όρος:
Γυροπυξίδα
Αγγλικός όρος:
Gyrocompass
Μετάφραση:
Gyrocompass
Ελληνικός όρος:
Γύψος
Αγγλικός όρος:
Gypsum
Μετάφραση:
Gypsum
Ελληνικός όρος:
Δακρυγόνοι παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Lacrimating agents
Μετάφραση:
Lacrimating agents
Ελληνικός όρος:
Δακτύλιος
Αγγλικός όρος:
Ring
Μετάφραση:
Ring
Ελληνικός όρος:
Δάκτυλο
Αγγλικός όρος:
Finger
Μετάφραση:
Finger
Ελληνικός όρος:
Δάκτυλο ποδιού
Αγγλικός όρος:
Toe
Μετάφραση:
Toe
Ελληνικός όρος:
Δάπεδο
Αγγλικός όρος:
Floor
Μετάφραση:
Floor
Ελληνικός όρος:
Δασοκομικά μηχανήματα
Αγγλικός όρος:
Forestry machinery
Μετάφραση:
Forestry machinery
Ελληνικός όρος:
Διχλωροαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Ethylene dichloride, dichloroethylene, dichloroethane
Μετάφραση:
Ethylene dichloride, dichloroethylene, dichloroethane
Ελληνικός όρος:
Δείγμα
Αγγλικός όρος:
Sample
Μετάφραση:
Sample
Ελληνικός όρος:
Δείγμα δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Test sample
Μετάφραση:
Test sample
Ελληνικός όρος:
Δείγμα ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Control sample
Μετάφραση:
Control sample
Ελληνικός όρος:
Δειγματολήπτης
Αγγλικός όρος:
Sampler
Μετάφραση:
Sampler
Ελληνικός όρος:
Δειγματολήπτης διάχυσης
Αγγλικός όρος:
Diffusive sampler
Μετάφραση:
Diffusive sampler
Ελληνικός όρος:
Δειγματοληπτική γραμμή
Αγγλικός όρος:
Sampling line
Μετάφραση:
Sampling line
Ελληνικός όρος:
Δειγματοληψία
Αγγλικός όρος:
Sampling
Μετάφραση:
Sampling
Ελληνικός όρος:
Δειγματοληψία σωρού ή χονδρική δειγματοληψία
Αγγλικός όρος:
Bulk sampling
Μετάφραση:
Bulk sampling
Ελληνικός όρος:
Δείκτες Βιολογικής Έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Biological Exposure Indices, BEIs
Μετάφραση:
Biological Exposure Indices, BEIs
Ελληνικός όρος:
Δείκτες επίδοσης
Αγγλικός όρος:
Performance indicators
Μετάφραση:
Performance indicators
Ελληνικός όρος:
Δείκτης
Αγγλικός όρος:
Indicator, index
Μετάφραση:
Indicator, index
Ελληνικός όρος:
Δείκτης Wobbe
Αγγλικός όρος:
Wobbe Index
Μετάφραση:
Wobbe Index
Ελληνικός όρος:
Δείκτης αισθητής θερμοκρασίας
Αγγλικός όρος:
Effective temperature index (ET)
Μετάφραση:
Effective temperature index (ET)
Ελληνικός όρος:
Δείκτης απόσβεσης ήχου (για ωτοασπίδες)
Αγγλικός όρος:
Noise reduction rating, NRR
Μετάφραση:
Noise reduction rating, NRR
Ελληνικός όρος:
Δείκτης ασφάλειας κρισιμότητας
Αγγλικός όρος:
Critically safety index, CSI
Μετάφραση:
Critically safety index, CSI
Ελληνικός όρος:
Δείκτης βαρύτητας
Αγγλικός όρος:
Severity rate
Μετάφραση:
Severity rate
Ελληνικός όρος:
Δείκτης δυσλειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Malfunction indicator, MI
Μετάφραση:
Malfunction indicator, MI
Ελληνικός όρος:
Δείκτης εξασθένισης του ήχου
Αγγλικός όρος:
Sound reduction index
Μετάφραση:
Sound reduction index
Ελληνικός όρος:
Δείκτης επικινδυνότητας
Αγγλικός όρος:
Risk index
Μετάφραση:
Risk index
Ελληνικός όρος:
Δείκτης επιπέδου λεπτομερειών
Αγγλικός όρος:
Detail level indicator
Μετάφραση:
Detail level indicator
Ελληνικός όρος:
Δείκτης επίπτωσης
Αγγλικός όρος:
Incidence rate
Μετάφραση:
Incidence rate
Ελληνικός όρος:
Δείκτης θερμικής καταπόνησης
Αγγλικός όρος:
Heat stress index, HIS
Μετάφραση:
Heat stress index, HIS
Ελληνικός όρος:
Δείκτης μεταφοράς
Αγγλικός όρος:
Transport index (TI)
Μετάφραση:
Transport index (TI)
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
54
Page
55
Page
56
Page
57
Current page
58
Page
59
Page
60
Page
61
Page
62
…
Next page
››
Last page
τελευταία »