Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 2485 - 2520 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Διεργασία πιστοποίησης
Αγγλικός όρος:
Certification process
Μετάφραση:
Certification process
Ελληνικός όρος:
Διεργασίες γαλβανισμού
Αγγλικός όρος:
Galvanic processes
Μετάφραση:
Galvanic processes
Ελληνικός όρος:
Διεργασίες επιψευδαργύρωσης
Αγγλικός όρος:
Zinc coating processes
Μετάφραση:
Zinc coating processes
Ελληνικός όρος:
Διεργασίες παραγωγής
Αγγλικός όρος:
Work processes
Μετάφραση:
Work processes
Ελληνικός όρος:
Διεργαστηριακά δεδομένα
Αγγλικός όρος:
Interlaboratory round robin data
Μετάφραση:
Interlaboratory round robin data
Ελληνικός όρος:
Διεργαστηριακή δοκιμασία
Αγγλικός όρος:
Interlaboratory trial
Μετάφραση:
Interlaboratory trial
Ελληνικός όρος:
Διεργαστηριακή δοκιμή
Αγγλικός όρος:
Interlaboratory test, Round robin test
Μετάφραση:
Interlaboratory test, Round robin test
Ελληνικός όρος:
Διεργαστηριακή μελέτη (σύγκριση)
Αγγλικός όρος:
Interlaboratory study (comparison)
Μετάφραση:
Interlaboratory study (comparison)
Ελληνικός όρος:
Διεργαστηριακή σύγκριση
Αγγλικός όρος:
Interlaboratory comparison
Μετάφραση:
Interlaboratory comparison
Ελληνικός όρος:
Διερεύνηση
Αγγλικός όρος:
Inquiry
Μετάφραση:
Inquiry
Ελληνικός όρος:
Διερεύνηση ατυχήματος
Αγγλικός όρος:
Accident investigation
Μετάφραση:
Accident investigation
Ελληνικός όρος:
Διευθετήσεις αναγνώρισης
Αγγλικός όρος:
Recognition arrangements
Μετάφραση:
Recognition arrangements
Ελληνικός όρος:
Διευθυντής (π.χ. υπηρεσίας, τομέα)
Αγγλικός όρος:
Director
Μετάφραση:
Director
Ελληνικός όρος:
Διευκόλυνση
Αγγλικός όρος:
Facilitation
Μετάφραση:
Facilitation
Ελληνικός όρος:
Διεύρυνση
Αγγλικός όρος:
Broadening
Μετάφραση:
Broadening
Ελληνικός όρος:
Διήθηση ή φιλτράρισμα
Αγγλικός όρος:
Filtration
Μετάφραση:
Filtration
Ελληνικός όρος:
Διθειάνθρακας
Αγγλικός όρος:
Carbon disulfide, carbon bisulfide
Μετάφραση:
Carbon disulfide, carbon bisulfide
Ελληνικός όρος:
Διθειούχο μολυβδαίνιο
Αγγλικός όρος:
Molybdenum disulfide
Μετάφραση:
Molybdenum disulfide
Ελληνικός όρος:
Διθειοφωσφορικά άλατα ψευδαργύρου
Αγγλικός όρος:
Zinc dithiophosphates, ZDDPs
Μετάφραση:
Zinc dithiophosphates, ZDDPs
Ελληνικός όρος:
Διθειώδες νάτριο ή όξινο θειώδες νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium bisulfite, sodium hydrogen sulfide, sodium mercaptan
Μετάφραση:
Sodium bisulfite, sodium hydrogen sulfide, sodium mercaptan
Ελληνικός όρος:
Διισοβουτυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Diisobutylamine
Μετάφραση:
Diisobutylamine
Ελληνικός όρος:
Διισοβουτυλένιο
Αγγλικός όρος:
Diisobutylene
Μετάφραση:
Diisobutylene
Ελληνικός όρος:
Διισοβουτυλοκετόνη
Αγγλικός όρος:
Diisobutyl ketone
Μετάφραση:
Diisobutyl ketone
Ελληνικός όρος:
Διισοκυανικό εξαμεθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Hexamethylene diisocyanate, HMDI
Μετάφραση:
Hexamethylene diisocyanate, HMDI
Ελληνικός όρος:
Διισοκυανικό τολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Toluene diisocyanate
Μετάφραση:
Toluene diisocyanate
Ελληνικός όρος:
Διισοκυανικός εστέρας της ισοφορόνης
Αγγλικός όρος:
Isophorone diisocyanate, IPDI
Μετάφραση:
Isophorone diisocyanate, IPDI
Ελληνικός όρος:
Διισοκυανικός εστέρας του ναφθαλινίου
Αγγλικός όρος:
Naphthalene diisocyanate
Μετάφραση:
Naphthalene diisocyanate
Ελληνικός όρος:
Διισοπροπανολαμίνη
Αγγλικός όρος:
Diisopropanylamine
Μετάφραση:
Diisopropanylamine
Ελληνικός όρος:
Διισοπροπυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Diisopropyl ether
Μετάφραση:
Diisopropyl ether
Ελληνικός όρος:
Διισοπροπυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Diisopropylamine
Μετάφραση:
Diisopropylamine
Ελληνικός όρος:
Διισοπροπυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Diisopropylbenzene
Μετάφραση:
Diisopropylbenzene
Ελληνικός όρος:
Διιωδοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Diiodobenzene
Μετάφραση:
Diiodobenzene
Ελληνικός όρος:
Δικαιώματα τραυματισμένων εργαζομένων
Αγγλικός όρος:
Injured workers' rights
Μετάφραση:
Injured workers' rights
Ελληνικός όρος:
Δικαρβοξυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Dicarboxylic acid, oxalic acid, ethanedioic acid
Μετάφραση:
Dicarboxylic acid, oxalic acid, ethanedioic acid
Ελληνικός όρος:
Δικετοπιπεραζίνη
Αγγλικός όρος:
Diketopiperazine
Μετάφραση:
Diketopiperazine
Ελληνικός όρος:
Δικόρυφη κατανομή
Αγγλικός όρος:
Bimodular distribution
Μετάφραση:
Bimodular distribution
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
66
Page
67
Page
68
Page
69
Current page
70
Page
71
Page
72
Page
73
Page
74
…
Next page
››
Last page
τελευταία »