Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 2593 - 2628 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Διογκωμένο ελαστικό
Αγγλικός όρος:
Expanded rubber
Μετάφραση:
Expanded rubber
Ελληνικός όρος:
Διογκωμένο πολυβινυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Expanded polyvinyl chloride
Μετάφραση:
Expanded polyvinyl chloride
Ελληνικός όρος:
Διογκωμένος περλίτης
Αγγλικός όρος:
Expanded perlite
Μετάφραση:
Expanded perlite
Ελληνικός όρος:
Δίοδος και συσσώρευση εύφλεκτων στοιχείων
Αγγλικός όρος:
Passage and collection of flammables
Μετάφραση:
Passage and collection of flammables
Ελληνικός όρος:
Διοίκηση ανά στόχο
Αγγλικός όρος:
Management by objective
Μετάφραση:
Management by objective
Ελληνικός όρος:
Διοίκηση ολικής ποιότητας (ΔΟΠ)
Αγγλικός όρος:
Total quality management, TQM
Μετάφραση:
Total quality management, TQM
Ελληνικός όρος:
Διοίκηση ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality Management, QM
Μετάφραση:
Quality Management, QM
Ελληνικός όρος:
Διοικητικά στοιχεία
Αγγλικός όρος:
Administrative data
Μετάφραση:
Administrative data
Ελληνικός όρος:
Διοικητική αλλαγή
Αγγλικός όρος:
Administrative change
Μετάφραση:
Administrative change
Ελληνικός όρος:
Διοικητική δομή
Αγγλικός όρος:
Administrative structure
Μετάφραση:
Administrative structure
Ελληνικός όρος:
Διοικητικό προσωπικό
Αγγλικός όρος:
Administrative personnel
Μετάφραση:
Administrative personnel
Ελληνικός όρος:
Διοικητικό συμβούλιο
Αγγλικός όρος:
Administrative board, Board of governors, Board of directors, Management Board, MB
Μετάφραση:
Administrative board, Board of governors, Board of directors, Management Board, MB
Ελληνικός όρος:
Διοξάθειον
Αγγλικός όρος:
Dioxathion
Μετάφραση:
Dioxathion
Ελληνικός όρος:
Διοξαλανόνη
Αγγλικός όρος:
Dioxalanone
Μετάφραση:
Dioxalanone
Ελληνικός όρος:
Διοξάνιο
Αγγλικός όρος:
Dioxane
Μετάφραση:
Dioxane
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του αζώτου
Αγγλικός όρος:
Nitrogen dioxide
Μετάφραση:
Nitrogen dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του άνθρακα
Αγγλικός όρος:
Carbon dioxide
Μετάφραση:
Carbon dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του βινυλοκυκλοεξενίου
Αγγλικός όρος:
Vinyl cyclohexene dioxide
Μετάφραση:
Vinyl cyclohexene dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του δεκυλοξυτετραϋδροθειοφαινίου
Αγγλικός όρος:
Decyloxytetra-hydrothiophene dioxide
Μετάφραση:
Decyloxytetra-hydrothiophene dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του θείου
Αγγλικός όρος:
Sulfur dioxide
Μετάφραση:
Sulfur dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του μολύβδου
Αγγλικός όρος:
Lead dioxide
Μετάφραση:
Lead dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του τιτανίου
Αγγλικός όρος:
Titanium dioxide
Μετάφραση:
Titanium dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του χλωρίου
Αγγλικός όρος:
Chlorine dioxide
Μετάφραση:
Chlorine dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξείδιο του χρωμίου
Αγγλικός όρος:
Chromium dioxide
Μετάφραση:
Chromium dioxide
Ελληνικός όρος:
Διοξικό ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium diacetate
Μετάφραση:
Calcium diacetate
Ελληνικός όρος:
Διοξικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl acetoacetate, diacetic ester, acetoacetic ester, ethyl acetylacetonate
Μετάφραση:
Ethyl acetoacetate, diacetic ester, acetoacetic ester, ethyl acetylacetonate
Ελληνικός όρος:
Διοξικός εστέρας της αιθυλενογλυκόλης
Αγγλικός όρος:
Ethylene glycol diacetate
Μετάφραση:
Ethylene glycol diacetate
Ελληνικός όρος:
Διοξολάνη
Αγγλικός όρος:
Dioxolane
Μετάφραση:
Dioxolane
Ελληνικός όρος:
Διορθωμένη Αποτελεσματική Θερμοκρασία
Αγγλικός όρος:
Corrective Effective Temperature, CET
Μετάφραση:
Corrective Effective Temperature, CET
Ελληνικός όρος:
Διορθωμένη Ενεργός Θερμοκρασία
Αγγλικός όρος:
Corrective Effective Temperature, CET
Μετάφραση:
Corrective Effective Temperature, CET
Ελληνικός όρος:
Διορθωμένος (ανηγμένος) όγκος συγκράτησης
Αγγλικός όρος:
Adjusted retention volume, VR
Μετάφραση:
Adjusted retention volume, VR
Ελληνικός όρος:
Διορθωτική ενέργεια
Αγγλικός όρος:
Corrective action, remedial measure
Μετάφραση:
Corrective action, remedial measure
Ελληνικός όρος:
Διούρηση
Αγγλικός όρος:
Diuresis
Μετάφραση:
Diuresis
Ελληνικός όρος:
Διουρητικά
Αγγλικός όρος:
Diuretics
Μετάφραση:
Diuretics
Ελληνικός όρος:
Δίουρον
Αγγλικός όρος:
Diuron
Μετάφραση:
Diuron
Ελληνικός όρος:
Διοχέτευση
Αγγλικός όρος:
Channelling
Μετάφραση:
Channelling
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
69
Page
70
Page
71
Page
72
Current page
73
Page
74
Page
75
Page
76
Page
77
…
Next page
››
Last page
τελευταία »