Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 2629 - 2664 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Διπεντένιο ή λιμονένιο
Αγγλικός όρος:
Dipentene or limonene
Μετάφραση:
Dipentene or limonene
Ελληνικός όρος:
Διπλασιάζω
Αγγλικός όρος:
Duplicate
Μετάφραση:
Duplicate
Ελληνικός όρος:
Διπλή έλικα (του DNA)
Αγγλικός όρος:
Double helix
Μετάφραση:
Double helix
Ελληνικός όρος:
Διπλή μέτρηση
Αγγλικός όρος:
Duplicate measurement
Μετάφραση:
Duplicate measurement
Ελληνικός όρος:
Διπλό δείγμα
Αγγλικός όρος:
Duplicate sample
Μετάφραση:
Duplicate sample
Ελληνικός όρος:
Διπλό τυφλό
Αγγλικός όρος:
Double blind
Μετάφραση:
Double blind
Ελληνικός όρος:
Διπλωτήρια
Αγγλικός όρος:
Folders
Μετάφραση:
Folders
Ελληνικός όρος:
Διπροπυλοκετόνη
Αγγλικός όρος:
Dipropyl ketone
Μετάφραση:
Dipropyl ketone
Ελληνικός όρος:
Δις (4-κυκλοεξυλο-ισοκυανικό) μεθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Methylene bis(4-cyclo-hexylisocyanate)
Μετάφραση:
Methylene bis(4-cyclo-hexylisocyanate)
Ελληνικός όρος:
Δις(2-διμεθυλοαμινοαιθυλ)αιθέρας
Αγγλικός όρος:
Bis(2-dimethylaminoethyl)ether, DMAEE
Μετάφραση:
Bis(2-dimethylaminoethyl)ether, DMAEE
Ελληνικός όρος:
Δισακχαρίτης
Αγγλικός όρος:
Disaccharide
Μετάφραση:
Disaccharide
Ελληνικός όρος:
Δισδιάστατη χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Two-Dimensional Paper Chromatography
Μετάφραση:
Two-Dimensional Paper Chromatography
Ελληνικός όρος:
Δισκοπάθεια
Αγγλικός όρος:
Disc-related disease
Μετάφραση:
Disc-related disease
Ελληνικός όρος:
Δισκοπάθειες της ραχιαίας και οσφυϊκής σπονδυλικής στήλης, προκαλούμενες από επανειλημμένες κατακόρυφες δονήσεις ολόκληρου του σώματος
Αγγλικός όρος:
Disc-related diseases of the lumbar vertebral column caused by the repeated vertical effects of whole-body vibration
Μετάφραση:
Disc-related diseases of the lumbar vertebral column caused by the repeated vertical effects of whole-body vibration
Ελληνικός όρος:
Δισκοπρίονο
Αγγλικός όρος:
Circular sawing machine
Μετάφραση:
Circular sawing machine
Ελληνικός όρος:
Δίσκος
Αγγλικός όρος:
Tray
Μετάφραση:
Tray
Ελληνικός όρος:
Δισουλφίδιο του άνθρακα
Αγγλικός όρος:
Carbon disulfide, carbon bisulfide
Μετάφραση:
Carbon disulfide, carbon bisulfide
Ελληνικός όρος:
Δισουλφιράμ
Αγγλικός όρος:
Disulfiram
Μετάφραση:
Disulfiram
Ελληνικός όρος:
Δισουλφονικός δωδεκυλοδιφαινυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Dodecyl diphenyl ether disulphonate
Μετάφραση:
Dodecyl diphenyl ether disulphonate
Ελληνικός όρος:
Δισούλφοτον
Αγγλικός όρος:
Disulfoton
Μετάφραση:
Disulfoton
Ελληνικός όρος:
Διττανθρακικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium bicarbonate
Μετάφραση:
Ammonium bicarbonate
Ελληνικός όρος:
Διυδρο-4Η-πυράνιο 2,3-
Αγγλικός όρος:
2,3-dihydro-4H-pyran, DHP
Μετάφραση:
2,3-dihydro-4H-pyran, DHP
Ελληνικός όρος:
Διυδρομυρσένιο
Αγγλικός όρος:
Dihydromyrcene
Μετάφραση:
Dihydromyrcene
Ελληνικός όρος:
Διυδροναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Dihydronaphthalene
Μετάφραση:
Dihydronaphthalene
Ελληνικός όρος:
Διυδροξυβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Dihydroxybenzene, hydroquinone
Μετάφραση:
Dihydroxybenzene, hydroquinone
Ελληνικός όρος:
Διυδροξυβενζόλιο 1,2-
Αγγλικός όρος:
1,2-dihydroxybenzene, pyrocatechol
Μετάφραση:
1,2-dihydroxybenzene, pyrocatechol
Ελληνικός όρος:
Διυδροξυπροπανάλη 2,3-
Αγγλικός όρος:
Glyceraldehyde, 2,3-dihydroxypropanal
Μετάφραση:
Glyceraldehyde, 2,3-dihydroxypropanal
Ελληνικός όρος:
Διυδροχλωριούχος πιπεραζίνη
Αγγλικός όρος:
Piperazine dihydrochloride
Μετάφραση:
Piperazine dihydrochloride
Ελληνικός όρος:
Διυλιστήριο πετρελαίου
Αγγλικός όρος:
Oil refinery
Μετάφραση:
Oil refinery
Ελληνικός όρος:
Διφαινθρίνη
Αγγλικός όρος:
Bifenthrin
Μετάφραση:
Bifenthrin
Ελληνικός όρος:
Διφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Bisphenol
Μετάφραση:
Bisphenol
Ελληνικός όρος:
Διφαινολικός εστέρας του κρεζυλικού οξέος
Αγγλικός όρος:
Cresylic acid dιphenolized
Μετάφραση:
Cresylic acid dιphenolized
Ελληνικός όρος:
Διφαινυλ-4-αμίνη
Αγγλικός όρος:
Biphenyl-4-amine, aminobiphenyl 4-
Μετάφραση:
Biphenyl-4-amine, aminobiphenyl 4-
Ελληνικός όρος:
Διφαινυλαιθέρας ή φαινυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Diphenyl ether, phenyl ether
Μετάφραση:
Diphenyl ether, phenyl ether
Ελληνικός όρος:
Διφαινυλαμίνη ή 4-αμινοδιφαινύλιο ή ξενυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Biphenylamine, diphenylamine, 4-aminobiphenyl, xenylamine
Μετάφραση:
Biphenylamine, diphenylamine, 4-aminobiphenyl, xenylamine
Ελληνικός όρος:
Διφαινύλιο
Αγγλικός όρος:
Diphenyl, biphenyl
Μετάφραση:
Diphenyl, biphenyl
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
70
Page
71
Page
72
Page
73
Current page
74
Page
75
Page
76
Page
77
Page
78
…
Next page
››
Last page
τελευταία »