Ορισμός 1: Οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνονται για την αντιμετώπιση γεγονότος, πράξεως ή παραλείψεως που δημιουργεί άμεση απειλή περιβαλλοντικής ζημίας, ούτως ώστε να προληφθεί ή να ελαχιστοποιηθεί η εν λόγω ζημία.
Ορισμός 1: Το σύνολο των διατάξεων ή μέτρων που λαμβάνονται ή προβλέπονται καθ’ όλα τα στάδια της δραστηριότητας της επιχείρησης, με στόχο την αποφυγή ή τη μείωση των επαγγελματικών κινδύνων.
Ορισμός 2: Τα μέτρα που αποσκοπούν στη μείωση της παραγόμενης ποσότητας των αποβλήτων που προέρχονται από εκσκαφές, κατεδαφίσεις, οικοδομικές εργασίες και τεχνικά έργα, καθώς και των υλικών και των ουσιών που περιέχουν και στον περιορισμό των κινδύνων που συνεπάγονται για το περιβάλλον.
Ορισμός 3: Το σύνολο των δράσεων και μέτρων που στοχεύουν στην απόλυτη αποφυγή των δυνητικών επιπτώσεων των κινδύνων και στην ελαχιστοποίηση των φυσικών, τεχνολογικών καταστροφών και λοιπών απειλών.
Ορισμός 4: Όλα τα βήματα ή τα μέτρα που λαμβάνονται ή σχεδιάζεται να εφαρμοστούν σε όλα τα στάδια της εργασίας εντός της επιχείρησης, για την εξάλειψη ή τη μείωση των επαγγελματικών κινδύνων.
Ορισμός 5: Τα μέτρα, τα οποία λαμβάνονται προτού μία ουσία, υλικό ή προϊόν καταστούν απόβλητα, και τα οποία μειώνουν:
α) την ποσότητα των αποβλήτων, μέσω επαναχρησιμοποίησης ή παράτασης της διάρκειας ζωής των προϊόντων,
β) τις αρνητικές συνέπειες των παραγόμενων αποβλήτων στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία ή
γ) την περιεκτικότητα των υλικών και προϊόντων σε επικίνδυνες ουσίες.
Ορισμός 1: Η χρήση για την οποία προορίζεται ο εξοπλισμός προς χρήση σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει ο κατασκευαστής στην επισήμανση, τις οδηγίες χρήσεως ή/και το διαφημιστικό υλικό.
Ορισμός 1: Η προσαρμογή των φυσικών και ανθρωπογενών συστημάτων στα σημερινά ή στα αναμενόμενα κλιματικά φαινόμενα ή στις επιπτώσεις τους, η οποία μετριάζει τις ζημιές ή εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες.
Ορισμός 1: Κάθε σειρά αλληλεξαρτώμενων και αλληλοσυμπληρούμενων παρεμβάσεων, που διασφαλίζουν την αυτονομία, άνεση και ασφάλεια κίνησης των ατόμων με αναπηρία και γενικότερα των εμποδιζόμενων ατόμων, χωρίς ασυνέχειες. Βασικός στόχος κάθε σχεδιασμού πρέπει να είναι η δημιουργία «προσβάσιμης αλυσίδας».
Ορισμός 1: Η συντομότερη, συνεχής, ασφαλής και χωρίς εμπόδια πορεία, κατάλληλου πλάτους και υλικού επικάλυψης που ακολουθεί ένα άτομο με αναπηρία ή/και εμποδιζόμενο άτομο για τη μετάβασή του από ένα σημείο σε ένα άλλο. Περιλαμβάνει ισόπεδες διαδρομές, ράμπες κατάλληλης κλίσης ή/και ανυψωτικούς μηχανισμούς καθώς και την κατάλληλη σήμανση σε μορφές προσβάσιμες στα άτομα με αναπηρία (ηχητική, φωτεινή και ανάγλυφη).
Ορισμός 1: Το χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος, που επιτρέπει σε όλα τα άτομα - χωρίς διακρίσεις φύλου, ηλικίας και λοιπών χαρακτηριστικών, όπως σωματική διάπλαση, δύναμη, αντίληψη, εθνικότητα - να έχουν πρόσβαση σε αυτό, δηλαδή να μπορούν αυτόνομα, με ασφάλεια και με άνεση να προσεγγίσουν και να χρησιμοποιήσουν τις υποδομές, αλλά και τις υπηρεσίες (συμβατικές και ηλεκτρονικές) και τα αγαθά που διατίθενται στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Η προσβασιμότητα στο δομημένο περιβάλλον εξασφαλίζεται μέσω του προσβάσιμου σχεδιασμού, δηλαδή μια διαδικασία σχεδιασμού κατά την οποία οι ανάγκες των ατόμων με αναπηρίες εξετάζονται ειδικά, με στόχο τα προϊόντα, τις υπηρεσίες και τις υποδομές ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν, κατά το δυνατόν, αυτόνομα από άτομα με διάφορες αναπηρίες.
Ορισμός 1: Κάθε πινακίδα που χρησιμοποιείται μαζί με μια από τις πινακίδες που αναφέρονται στη §ζ (Πινακίδα) και η οποία παρέχει συμπληρωματικές ενδείξεις.
Προστατευμένος προσβάσιμος χώρος σε περίπτωση εκτάκτων αναγκών
Ορισμός 1: Ο ανοικτός χώρος αναμονής ενός ή δύο αναπηρικών αμαξιδίων (0.80μ. Χ 1.30μ. ανά αμαξίδιο) ανάλογα με τον πληθυσμό, ο οποίος - δεν προσμετράται στον συντελεστή δόμησης - βρίσκεται εντός του πυροδιαμερίσματος του κοινόχρηστου κλιμακοστασίου και δεν παρεμποδίζει την όδευση διαφυγής, όπως αυτή προβλέπεται από τον ισχύοντα κανονισμό πυροπροστασίας.
Ορισμός 1: Ο εργαζόμενος ο οποίος έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας με επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης, προκειμένου να τοποθετηθεί σε έμμεσο εργοδότη για να εργασθεί προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή του.
Ορισμός 1: Η εργασία, η οποία παρέχεται σε άλλον εργοδότη (έμμεσος εργοδότης) για περιορισμένο χρονικό διάστημα από μισθωτό, ο οποίος συνδέεται με τον εργοδότη του (άμεσος εργοδότης) με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου.
Ορισμός 1: Η ηλέκτριση του διασυνδετικού δικτύου Mέσης Tάσης αρμοδιότητας παραγωγού και των βοηθητικών διατάξεων των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής σταθμού Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α., με σκοπό την πραγματοποίηση δοκιμών και τη διασφάλιση της ασφάλειας του εξοπλισμού προ της θέσης του σταθμού σε λειτουργία, σύμφωνα με το άρθρο 26.
Ορισμός 1: Τα πρότυπα δοκιμών για τον εξοπλισμό πλοίων που ορίζονται από:
— τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΔΝΟ),
— τον Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης (ISO),
— τη Διεθνή Ηλεκτροτεχνική Επιτροπή (IEC),
— την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN),
— την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ηλεκτροτεχνικής Τυποποίησης (Cenelec),
— τη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ITU),
— το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τυποποίησης στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών (ETSI),
— την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 8 και το άρθρο 27 παράγραφος 6 της παρούσας απόφασης,
— τις ρυθμιστικές αρχές που αναγνωρίζονται στις συμφωνίες αμοιβαίας αναγνώρισης, στις οποίες η Ένωση είναι μέρος.
Ορισμός 1: Η τεχνική προδιαγραφή που έχει εγκριθεί από αναγνωρισμένο φορέα τυποποίησης, για επανειλημμένη ή διαρκή εφαρμογή, των οποίων η τήρηση δεν είναι υποχρεωτική και οι οποίες υπάγονται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες: διεθνές πρότυπο, ευρωπαϊκό πρότυπο, εναρμονισμένο πρότυπο, εθνικό πρότυπο.
Ορισμός 2: Τεχνική προδιαγραφή που έχει εγκριθεί από αναγνωρισμένο φορέα τυποποίησης για επαναλαμβανόμενη ή διαρκή εφαρμογή, η τήρηση του οποίου δεν είναι υποχρεωτική, εκτός εάν η εφαρμογή του επιβάλλεται νομοθετικά.
Ορισμός 1: Η μέγιστη συνολική ποσότητα των εκπομπών που επιτρέπεται να εκλυθεί σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο σε εθνικό επίπεδο στο πλαίσιο επίτευξης των στόχων του παρόντος.
Ορισμός 1: Το αυτοπροωθούμενο τροχοφόρο ή ερπυστριοφόρο μηχάνημα που χρησιμοποιείται για να ασκεί ωστική ή ελκτική δύναμη μέσω προσαρμοσμένου εξοπλισμού.
Ορισμός 1: Όλες οι οργανικές ενώσεις ανθρωπογενούς φύσης, εκτός του μεθανίου, που είναι ικανές να παράγουν φωτοχημικά οξειδωτικά μέσω αντιδράσεων με οξείδια του αζώτου παρουσία ηλιακού φωτός.
Ορισμός 2: Οργανικές ενώσεις ανθρωπογενούς και βιογενούς προέλευσης, εκτός από το μεθάνιο, που είναι ικανές να παράγουν φωτοχημικά οξειδωτικά μέσω αντιδράσεων με οξείδια του αζώτου παρουσία ηλιακού φωτός.
Πυκνότητα ισχύος (S) ή ηλεκτρομαγνητική πυκνότητα ροής ισχύος
Ορισμός 1: Ισχύς ανά μονάδα επιφάνειας κάθετη στη διεύθυνση της διάδοσης ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος εκφράζεται σε βατ ανά τετραγωνικό μέτρο (W/m2). Γενικά δίνεται από την σχέση: S = | Ε χ Η | όπου, η ένταση ηλεκτρικού πεδίου (Ε) και η ένταση μαγνητικού πεδίου (Η) εκφράζονται αντιστοίχως σε V/m και A/m και η πυκνότητα ισχύος (S) σε W/m2.
Ορισμός 1: Η ικανότητα μιας κατασκευής ή ενός δομικού στοιχείου ν’ αντιστέκεται για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα, που ονομάζεται δείκτης πυραντίστασης, στα θερμικά αποτελέσματα μιας φωτιάς, χωρίς απώλεια της ευστάθειας, της ακεραιότητας και της αντίστασης στη δίοδο της θερμότητας.
Ορισμός 1: Αυτοκλειόμενο κούφωμα, που δοκιμαζόμενο μαζί με τις διατάξεις στήριξής του και τα απαραίτητα εξαρτήματα λειτουργίας του, σε δοκιμασία ακεραιότητας και αντίστασης στη δίοδο της θερμότητας παρουσιάζει έναν δείκτη πυραντίστασης. Δύναται να διαθέτει μηχανισμό συγκράτησης θυρών, υπό την προϋπόθεση ότι σε περίπτωση πυρκαγιάς τα θυρόφυλλα αποδεσμεύονται αυτομάτως με εντολή των αυτόματων συστημάτων πυρανίχνευσης και πυρόσβεσης.
Ορισμός 1: Περιστρεφόμενος περί σταθερό σημείο γερανός με κεραία τοποθετημένη στην κορυφή πύργου, ο οποίος παραμένει σχεδόν κατακόρυφος στη θέση εργασίας. Αυτό το μηχανοκίνητο συγκρότημα είναι εξοπλισμένο με μέσα ανύψωσης και καθόδου ανηρτημένων φορτίων και κίνησης των φορτίων αυτών με τη μεταβολή της ακτίνας ανύψωσης φορτίου, με την περιστροφή και τη μετακίνηση ολόκληρου του πυργογερανού. Ορισμένα είδη πυργογερανών εκτελούν αρκετές αλλά όχι απαραίτητα όλες αυτές τις κινήσεις. Ο πυργογερανός εγκαθίσταται σε μόνιμη θέση ή είναι εξοπλισμένος με μέσα μετακίνησης ή αναρρίχησης.
Ορισμός 1: Είναι το τμήμα κτιρίου ή και ολόκληρο το κτίριο που περικλείεται ερμητικά (σε περίπτωση πυρκαγιάς) από δομικά στοιχεία με προκαθορισμένο, κατά περίπτωση, δείκτη πυραντίστασης.
Ορισμός 1: Τμήμα κτιρίου ή και ολόκληρο κτίριο που περικλείεται ερμητικά (σε περίπτωση πυρκαγιάς) από δομικά στοιχεία με προκαθοριζόμενο, κατά περίπτωση, δείκτη πυραντίστασης. Το εμβαδόν και ο όγκος του πυροδιαμερίσματος υπολογίζονται από τις εσωτερικές διαστάσεις του.
Ορισμός 1: Το ποσό της θερμότητας που εκλύεται από την καύση όλων των υλικών που περιέχονται σε κάποιο χώρο. Η έννοια του φορτίου στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρεται σε ενέργεια και μετριέται σε kJ.
Ορισμός 2: Τα πάσης φύσεως εφόδια βολής, ιδίως τα φυσίγγια πολεμικών τυφεκίων, αυτομάτων. πολυβόλων, πιστολιών και περιστρόφων, τα βλήματα βαρέων όπλων και πυροβολικού, καθώς και τα συστήματα, που αποτελούνται από εκρηκτικές ύλες. εκρηκτικούς μηχανισμούς ή συνδυασμούς αυτών, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως είναι ή να βληθούν µε όπλα ευθυτενούς ή καμπύλης τροχιάς. Στην έννοια των πυρομαχικών περιλαμβάνονται και τα ενεργά επί μέρους στοιχεία αυτών (καψύλια, κάλυκες, βολίδες, βραδύκαυστα υλικά κ.λπ.), καθώς και τα φυσίγγια βλαπτικών χημικών ουσιών.
Ορισμός 1: Ο βαθμός προσβολής μιας περιοχής, που υπολογίζεται βάσει των παλαιότερων συμβάντων και των επιπτώσεών τους (πλήθος, καμένες εκτάσεις και ποσοστό αυτών ανά νομό).
Ορισμός 1: Είναι το τμήμα της όδευσης (όπως κλιμακοστάσιο, διάδρομος, προθάλαμος) που περικλείεται από πυράντοχα δομικά στοιχεία με προκαθορισμένο δείκτη πυραντίστασης.
Ορισμός 1: Διαχωριστικό στοιχείο από άκαυστα ή χαμηλού βαθμού αναφλεξιμότητας υλικά, που αποκόπτει οικοδομικό διάκενο ή σωλήνα ή γεμίζει αρμούς και χάσματα δομικών στοιχείων, ώστε να εμποδίζεται η διέλευση καπνού και φλογών μέσα απ’ αυτά.