Ορισμός 1: Kαύσιμο ευρέως κλάσματος απόσταξης, για χρήση στους αεριοστροβίλους των αεροπλάνων. Το AVTAG είναι προϊόν μέσης τάσης ατμών και ξεχωρίζει από την κεροζίνη που χρησιμοποιείται για τον ίδιο σκοπό, και η οποία έχει χαμηλή τάση ατμών. (Σχετικό επίσης JP4, JET Β).
Ορισμός 1: Tο χρονικό διάστημα στο οποίο η συγκέντρωση της ουσίας δοκιμής μειώνεται κατά 50%. Διαφέρει από το χρόνο ημίσειας ζωής t0,5 όταν η μετατροπή δεν ακολουθεί κινητική αντιδράσεως πρώτης τάξεως.
Ορισμός 1: Εκείνες οι ELV άνω των οποίων οι εργαζόμενοι ενδέχεται να παρουσιάσουν παροδικές διαταραχές στις αισθητηριακές αντιλήψεις και μικρές μεταβολές των εγκεφαλικών λειτουργιών.
Ορισμός 1: Εκείνες οι ELV άνω των οποίων ενδέχεται να υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των εργαζομένων, όπως η θέρμανση ή η διέγερση του νευρικού και μυϊκού ιστού.
Ορισμός 1: Παγκόσμιο Εναρμονισμένο Σύστημα Ταξινόμησης για τις χημικές ουσίες και τα μίγματά τους. Πρόκειται για κοινή πρωτοβουλία του ΟΟΣΑ (υγεία του ανθρώπου και περιβάλλον), της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τις Μεταφορές Επικίνδυνων Εμπορευμάτων του ΟΗΕ (φυσικές και χημικές ιδιότητες) και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ανακοίνωση κινδύνων), με συντονιστή το Πρόγραμμα Διεθνών Οργανισμών για την ορθή Διαχείριση των Χημικών Προϊόντων (IOMC).
Ορισμός 1: Παράγοντες που περιγράφουν με μια καθυστέρηση την πραγματικότητα. Καταγράφουν συνήθως τα αρνητικά αποτελέσματα ενός παλαιότερου συστήματος ΥΑΕ, όπως είναι τα ατυχήματα, τα προβλήματα υγείας, κα.
Ορισμός 1: H στατιστικά λαμβανόμενη τιμή εφάπαξ δόσης μιας ουσίας που αναμένεται να προκαλέσει το θάνατο του 50% των πειραματόζωων, όταν χορηγηθεί από το στόμα. Η τιμή LD50 εκφράζεται σε βάρος ελεγχόμενης ουσίας ανά μονάδα βάρους του πειραματόζωου (mg/kg).
Ορισμός 1: Παράγοντες που έχουν προβλεπτική αξία της αποτελεσματικότητας ενός συστήματος όπως είναι οι αυτοψίες, η εκπαίδευση, η δέσμευση της διοίκησης, κ.α.
Ορισμός 1: Eπίπεδο μη παρατήρησης δυσμενών επιδράσεων. Είναι η μέγιστη δόση ή επίπεδο έκθεσης όπου δεν παρατηρούνται δυσμενή ευρήματα σχετικά με την αγωγή.
Ορισμός 1: - τα πολυχλωροδιφαινύλια
- τα πολυχλωροτριφαινύλια
- το μονομεθύλο-τετραχλωροδιφαινύλο-μεθάνιο, το μονομεθύλο- διχλωροδιφαινύλο-μεθάνιο, το μονομεθύλο-διβρωμοδιφαίνυλο-μεθάνιο,
- κάθε μείγμα συσσωρευμένης περιεκτικότητας στις προαναφερθείσες ουσίες μεγαλύτερης του 0,005% κατά βάρος.
Ορισμός 1: Ξενόγλωσσοι όροι που απαντώνται στη διεθνή βιβλιογραφία και αρθρογραφία για να δηλώσουν, την κατάσταση ασφάλειας από κίνδυνο στην πρώτη περίπτωση και το σύνολο των μέτρων για την προστασία κάποιου προσώπου, αγαθού ή μέρους, στη δεύτερη περίπτωση. Και οι δύο όροι προσιδιάζουν και προσδιορίζουν την εξατομικευμένη ασφάλεια με σκοπό την προστασία της ζωής, της υγεία των ανθρώπων και των περιουσιών της αθλητικής εγκατάστασης, αλλά διαφέρουν στο ότι ο όρος «security» αναφέρεται σε δόλιες ανθρωπογενείς ενέργειες από εξωτερικούς κινδύνους, ενώ το «safety» αναφέρεται στην ασφάλεια και υγιεινή του προσωπικού από κινδύνους που παράγονται κατά τη διάρκεια της εργασίας τους.
Ορισμός 1: Τα πρόσωπα που ασκούν αγροτική απασχόληση και βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων υπάγονται στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ, με εξαίρεση τους εκμεταλλευτές φωτοβολταϊκών συστημάτων, τους εργάτες γης που αμείβονται με εργόσημο, τους επαγγελματοβιοτέχνες που υπάγονται στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ με εισοδηματικά – πληθυσμιακά κριτήρια και τους ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων.
Ορισμός 1: Ένα έγγραφο που εκδίδεται από εξουσιοδοτημένο άτομο ή άτομα, επιτρέποντας την εκτέλεση εργασίας σε καθορισμένη περιοχή. (Σχετικό Παράρτημα Γ «Τυπικό υπόδειγμα άδειας εργασίας»).
Ορισμός 1: Είναι η διοικητική πράξη που εκδίδεται κατά τη διάρκεια του χρόνου ισχύος της οικοδομικής αδείας, για οποιαδήποτε οικοδομική εργασία, όπως προσθήκη ή τροποποίηση μελετών αυτής, είτε για παράταση ισχύος αυτής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 του παρόντος.
Άδεια Εγκατάστασης σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.) και Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού - Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (Σ.Η.Θ.Υ.Α.) ή/και σταθμών αποθήκευσης ή Άδεια Εγκατάστασης
Ορισμός 1: Η άδεια η οποία απαιτείται για την εγκατάσταση σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α ή/και σταθμού αποθήκευσης, σύμφωνα με τo άρθρο 17
Άδεια Λειτουργίας σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης ή Άδεια Λειτουργίας
Ορισμός 1: Η άδεια η οποία απαιτείται για τη λειτουργία σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης, σύμφωνα με τo άρθρο 28.
Ορισμός 1: Άδεια από την εργασία για τους εργαζόμενους, ώστε να παρέχουν προσωπική φροντίδα ή υποστήριξη σε συγγενή ή πρόσωπο, που κατοικεί στο ίδιο νοικοκυριό με τον εργαζόμενο και που έχει ανάγκη σημαντικής φροντίδας ή υποστήριξης για σοβαρό ιατρικό λόγο, όπως ορίζεται στο άρθρο 29 (Άδεια φροντιστή).
Ορισμός 1: Η αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση της απαιτούμενης από την κείμενη νομοθεσία άδειας εγκατάστασης ή/και λειτουργίας της εγκατάστασης ή μονάδας ή για την έκδοση άδειας εκμετάλλευσης άλλως, σε κάθε άλλη περίπτωση, για την έκδοση κάθε άλλης άδειας, έγκρισης ή βεβαίωσης για τη νόμιμη άσκηση του έργου ή της δραστηριότητας.
Ορισμός 2: Σημαίνει τη δημόσια αρχή, η οποία είναι αρμόδια για τη χορήγηση αδειών ή την παρακολούθηση της εκτέλεσης αδειών κατά τα προβλεπόμενα στους νόμους 2289/1995 και 4001/2011.
Αδειοδοτούσα αρχή Άδειας Εγκατάστασης και Άδειας Λειτουργίας ή αδειοδοτούσα αρχή
Ορισμός 1: Οι υπηρεσίες οι οποίες είναι αρμόδιες για την έκδοση Αδειών Εγκατάστασης και Λειτουργίας, ήτοι:
α) Η Διεύθυνση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εναλλακτικών Καυσίμων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για έργα τα οποία κατατάσσονται κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για χορήγηση άδειας εγκατάστασης, στην κατηγορία περιβαλλοντικής κατάταξης Α1, του άρθρου 1 του ν. 4014/2011 (Α΄ 209) και στην κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα κανονιστική πράξη, καθώς και για υδροηλεκτρικούς σταθμούς με συνολική ισχύ μεγαλύτερη των δεκαπέντε μεγαβάτ (15 MW), ανεξαρτήτως περιβαλλοντικής κατάταξης.
β) Οι οικείες Διευθύνσεις Τεχνικού Ελέγχου των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων για έργα, τα οποία κατατάσσονται, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για χορήγηση άδειας εγκατάστασης, στις Α2 και Β΄ κατηγορίες περιβαλλοντικής κατάταξης του άρθρου 1 του ν. 4014/2011 και στην κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα κανονιστική πράξη.
γ) Η Γενική Διεύθυνση Στρατηγικών Επενδύσεων της Γενικής Γραμματείας Ιδιωτικών Επενδύσεων και Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων για τις άδειες ή εγκρίσεις εγκατάστασης ή λειτουργίας στρατηγικών επενδύσεων των ν. 3894/2010 (Α΄ 204), 4608/2019 (Α΄ 66) και 4864/2021 (Α΄ 237), σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 4864/2021.
Ορισμός 1: Ο πτυχιούχος Χημικός ή ο διπλωματούχος Χημικός Μηχανικός αναγνωρισμένης Ανώτατης Σχολής όπως ορίζεται στους ειδικούς κανονισμούς λιμένα που ρυθμίζουν θέματα φόρτωσης - εκφόρτωσης επικινδύνων φορτίων.
Ορισμός 1: Όλες οι αμειβόμενες δραστηριότητες που είναι νόμιμες ως προς τη φύση τους αλλά δεν δηλώνονται στις δημόσιες αρχές, κατά παράβαση των ισχυουσών διατάξεων.
Ορισμός 1: Χαρακτηρίζεται μία κοινόχρηστη περιοχή κύριας χρήσης του ορόφου-επιπέδου (όπως διάδρομος) από κάθε σημείο της οποίας η διαφυγή μπορεί να γίνει μόνο προς μία (1) κατεύθυνση.
Ορισμός 2: Κοινόχρηστος διάδρομος (ή περιοχή ενός ορόφου) ο οποίος δεν οδηγεί σε έξοδο κινδύνου, με αποτέλεσμα ο χρήστης να πρέπει να διατρέξει αυτή τη διαδρομή προς την αντίθετη κατεύθυνση προκειμένου να διαφύγει.
Ορισμός 1: Τα απόβλητα που δεν υφίστανται καμία σημαντική φυσική, χημική ή βιολογική μετατροπή. Τα αδρανή απόβλητα δεν διαλύονται, δεν καίγονται ούτε συμμετέχουν σε άλλες φυσικές ή χημικές αντιδράσεις, δεν βιοδιασπώνται ούτε επιδρούν δυσμενώς σε άλλα υλικά με τα οποία έρχονται σε επαφή κατά τρόπο ικανό να προκαλέσει ρύπανση του περιβάλλοντος ή να βλάψει την υγεία του ανθρώπου. Η συνολική αποπλυσιμότητα και περιεκτικότητα σε ρύπους των αποβλήτων και η οικοτοξικότητα των στραγγισμάτων πρέπει να είναι αμελητέες, και ειδικότερα να μη θέτει σε κίνδυνο την ποιότητα των επιφανειακών ή/και υπογείων υδάτων.
Ορισμός 1: Οι χώροι που έχουν αδρανοποιηθεί µε αδρανή αέρια (π.χ. διοξείδιο του άνθρακα, άζωτο, καυσαέρια) και η συγκέντρωση του οξυγόνου είναι μικρότερη ή ίση του 8% κατ' όγκο.
Ορισμός 1: Η χρησιμοποίηση ενός αδρανούς αερίου που θα καταστήσει την ατμόσφαιρα μιας δεξαμενής ή δοχείου ουσιαστικά ελεύθερη από οξυγόνο ή που θα μειώσει το οξυγόνο που περιέχει σε σημείο που να μην μπορεί να γίνει καύση.
Ορισμός 1: Το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), το μεθάνιο (CH4), το υποξείδιο του αζώτου (N2O), οι υδροφθοράνθρακες (HFCs), οι υπερφθοράνθρακες (PFCs), το εξαφθοριούχο θείο (SF6) και άλλα αέρια συστατικά της ατμόσφαιρας, τόσο φυσικά, όσο και ανθρωπογενή, τα οποία απορροφούν και επανεκπέμπουν υπέρυθρη ακτινοβολία.
Ορισμός 1: Μια ουσία η οποία:
α) στους 50 0C έχει τάση ατμών μεγαλύτερη από 300 kPa (3 bar) ή
β) είναι εντελώς αέρια στους 20 0C υπό κανονική πίεση 101,3 kPa.
Ορισμός 1: Κάθε μη επαναγεμιζόμενο δοχείο από μέταλλο, γυαλί ή πλαστικό, το οποίο περιέχει υπό πίεση ένα αέριο ή ένα μείγμα αερίων, με ή χωρίς ένα στερεό, πολτό ή σκόνη και με ενσωματωμένη συσκευή απελευθέρωσης που επιτρέπει την εκτίναξη των περιεχομένων του ως στερεά ή υγρά σωματίδια σε εναιώρηση σε αέριο, ως αφρός, πολτός ή σκόνη ή σε υγρή ή αέρια κατάσταση. (βλέπε δοχείο αερολύματος).
Ορισμός 1: Κάθε μηχάνημα προς χρήση με εναλλάξιμο εξοπλισμό, που συμπιέζει αέρα, αέρια ή ατμούς σε πίεση υψηλότερη της πίεσης εισαγωγής. O αεροσυμπιεστής περιλαμβάνει τον καθεαυτό συμπιεστή, την κινητήρια μηχανή και κάθε παρεχόμενο στοιχείο ή διάταξη που συνοδεύει, και είναι απαραίτητο για την ασφαλή λειτουργία του αεροσυμπιεστή.
Εξαιρούνται οι ακόλουθες κατηγορίες:
- ανεμιστήρες, δηλαδή συσκευές που προκαλούν την κυκλοφορία του αέρα υπό υπερπίεση όχι μεγαλύτερη από 110000 pa,
- αντλίες κενού, δηλαδή διατάξεις ή συσκευές για την εξαγωγή αέρα από περίκλειστο χώρο και υπό πίεση που δεν υπερβαίνει την ατμοσφαιρική,
- αεριοστρόβιλοι.
Ορισμός 1: Τα ΑΗΗΕ (απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού) που προέρχονται από νοικοκυριά, ιδρύματα, εμπορικές, βιομηχανικές και άλλες πηγές, η φύση και η ποσότητα των οποίων είναι παρόμοιες με των προερχόμενων από νοικοκυριά.