Βλέπετε τις εγγραφές : 51 - 100, σε σύνολο 12265
Συντομογραφία: ADME
Όρος: Absorption, distribution, metabolism, and excretion
Συντομογραφία: ABS
Όρος: Absorption
Όρος: Abuse
Μετάφραση: Κατάχρηση (π.χ. ουσιών) / κακοποίηση, κακομεταχείρηση
Όρος: Acceptability criteria
Μετάφραση: Κριτήρια αποδοχής
Όρος: Acceptable cells for analysis
Μετάφραση: Αποδεκτά για εξέταση κύτταρα
Συντομογραφία: ADI
Όρος: Acceptable daily intake
Μετάφραση: Αποδεκτή ημερήσια πρόσληψη για τον άνθρωπο
Συντομογραφία: AECs
Όρος: Acceptable Exposure Concentrations
Συντομογραφία: AEL
Όρος: Acceptable exposure level
Συντομογραφία: AOEL
Όρος: Acceptable Operator Exposure Level
Μετάφραση: Αποδεκτό επίπεδο έκθεσης του χρήστη
Όρος: Acceptance criteria
Μετάφραση: Κριτήρια αποδοχής
Όρος: Accepted methods
Μετάφραση: Αποδεκτές μέθοδοι
Όρος: Access control
Μετάφραση: Έλεγχος πρόσβασης
Όρος: Access to employment
Μετάφραση: Πρόσβαση στην απασχόληση
Όρος: Access to justice
Μετάφραση: Πρόσβαση στη δικαιοσύνη
Όρος: Accident at work
Μετάφραση: Εργατικό ατύχημα
Όρος: Accident gravity scales
Μετάφραση: Κλίμακες σοβαρότητας ατυχημάτων
Όρος: Accident investigation
Μετάφραση: Διερεύνηση ατυχήματος
Όρος: Accident models
Μετάφραση: Τύποι ατυχημάτων, μοντέλα ατυχημάτων
Όρος: Accident prevention
Μετάφραση: Πρόληψη ατυχημάτος
Όρος: Accident proneness
Μετάφραση: Ροπή προς ατυχήματα
Όρος: Accident statistics
Μετάφραση: Στατιστικές ατυχημάτων
Όρος: Accidental discharges
Μετάφραση: Ατυχηματικές απορρίψεις
Όρος: Accidental release measures
Μετάφραση: Μέτρα για την αντιμετώπιση τυχαίας έκλυσης
Συντομογραφία: ADR
Όρος: Accord Dangerous Routier
Μετάφραση: Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τις διεθνείς οδικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων
Όρος: Accounting estimate
Μετάφραση: Λογιστική εκτίμηση
Όρος: Accounting system
Μετάφραση: Λογιστικό σύστημα
Όρος: Accreditation body
Μετάφραση: Φορέας διαπίστευσης
Όρος: Accredited body
Μετάφραση: Διαπιστευμένος φορέας
Όρος: Accuracy
Μετάφραση: Ορθότητα Ακρίβεια
Όρος: Acentric chromosome fragments
Μετάφραση: Άκεντρα τμήματα χρωμοσώματος
Όρος: Acetaldehyde oxime or acetaldoxime
Μετάφραση: Οξίμη της ακεταλδεΰδης ή ακεταλδοξίμη
Όρος: Acetaldehyde, ethanal, acetic aldehyde
Όρος: Acetaldol or 3-hydroxybutanal
Μετάφραση: Ακεταλδόλη ή 3-υδροξυβουτανάλη
Όρος: Acetaldoxime see acetaldehyde oxime
Όρος: Acetamide see ethanamide
Όρος: acetaminophenol 4- see paracetamol
Όρος: acetate, ethanoate
Μετάφραση: Οξικό, αιθανοϊκό
Όρος: Acetic acid glacial
Μετάφραση: Πυκνό οξικό οξύ
Όρος: Acetic acid see ethanoic acid