Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 48Α_2025 | 1.92 MB |
1. Στην περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2518/1997 (Α’ 164), περί των προϋποθέσεων λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, ο αριθμός «7» αντικαθίσταται από τον αριθμό «8» και η περ. δ) διαμορφώνεται ως εξής:
«δ. δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα σε στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι (6) μηνών για έγκλημα του άρθρου 8 αυτού του νόμου και για κάθε έγκλημα που τελέστηκε με δόλο,».
2. Στο άρθρο 2 του ν. 2518/1997 προστίθενται παρ. 1Α και 1Β ως εξής:
«1Α. Η επιτροπή της παρ. 1 συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Με την απόφαση του πρώτου εδαφίου δύνανται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα λειτουργίας της επιτροπής της παρ. 1.
1Β. Σε περίπτωση καταδίκης με χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής για τα εγκλήματα της περ. δ’ της παρ. 1, η άδεια λειτουργίας χορηγείται μετά από την παρέλευση πέντε (5) ετών από τη λήξη του χρόνου της αναστολής.»
Στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2518/1997 (Α’ 164), περί των υποχρεώσεων των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) οι περ. γ’ και ια’ αντικαθίστανται,
β) προστίθεται περ. ιε’ και η παρ. 1, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας υποχρεούνται:
α. Να φέρουν στην επωνυμία τους τη φράση «ιδιωτική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας» και στα έγγραφά τους τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους,
β. να μην χρησιμοποιούν στην επωνυμία, στο διακριτικό τίτλο, στα έγγραφα, στις διαφημίσεις και γενικά κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους λέξεις ή φράσεις, της ελληνικής ή άλλης γλώσσας, ικανές να παραπλανήσουν το κοινό ότι αντιπροσωπεύουν δημόσια αρχή και ιδιαίτερα αστυνομική,
γ. να εφοδιάζουν το προσωπικό ασφαλείας με την προβλεπόμενη στην παρ. 5 του άρθρου 2 στολή, εφόσον η χρήση της στολής ορίζεται στην άδεια λειτουργίας τους. Σε περίπτωση μη χρήσης της στολής, οι επιχειρήσεις χορηγούν σχετική ατομική βεβαίωση στο προσωπικό που απασχολούν, στην οποία εμφαίνονται τα στοιχεία της επιχείρησης, τα στοιχεία του υπαλλήλου, ο αριθμός άδειας εργασίας αυτού και ο χώρος διάθεσής του,
δ. να εκπαιδεύουν το απασχολούμενο προσωπικό ασφαλείας, ανάλογα με τα καθήκοντα που του ανατίθενται,
ε. να μην χρησιμοποιούν, ιδίως στα αυτοκίνητα και τις μοτοσικλέτες, σήματα, αυτοκόλλητες ή μη ταινίες ή χρωματισμό, που καθιστούν την εξωτερική τους εμφάνιση όμοια ή παρεμφερή με εκείνη των μέσων που χρησιμοποιούν τα σώματα ασφαλείας και να μην φέρουν συσκευές ηχητικής ή φωτεινής προειδοποίησης (σειρήνες, φάρους). Τα αυτοκίνητα που συνοδεύουν τα οχήματα της περ. στ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, τα οποία μεταφέρουν ογκώδη ή βαρέα αντικείμενα, πρέπει να φέρουν στοιχεία αναγνώρισης και επισήμανσης, για την ειδοποίηση των οδηγών ακολουθούντων οχημάτων,
στ. να μην θίγουν, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, τα κάθε είδους συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών,
ζ. να μην χρησιμοποιούν μέσα και μεθόδους που μπορούν να προκαλέσουν ζημία, βλάβη, ενόχληση σε τρίτους ή να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών. Η χρήση σκύλων σε δημόσιους και γενικά προσιτούς στο κοινό χώρους, απαγορεύεται. Η χρήση αυτών επιτρέπεται μόνο στο εσωτερικό των φυλασσόμενων κτιρίων και ιδιοκτησιών ή σε περίκλειστους χώρους,
η. να χρησιμοποιούν τεθωρακισμένο όχημα για την άσκηση της αναφερόμενης στην περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 δραστηριότητας,
θ. να εφοδιάζουν το προσωπικό ασφαλείας με αλεξίσφαιρο γιλέκο όταν σε αυτό ανατίθεται η δραστηριότητα της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 1 και με αλεξίσφαιρο γιλέκο και προστατευτικό κράνος όταν στο προσωπικό αυτό ανατίθεται η δραστηριότητα της περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 1,
ι. να γνωστοποιούν, εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών, στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας κάθε μεταβολή των αρχικών προϋποθέσεων χορήγησης της σχετικής άδειας, καθώς και κάθε μεταβολή στα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 2,
ια. να υποβάλλουν έως την τελευταία ημέρα κάθε μήνα στις κατά τόπους αστυνομικές αρχές κατάσταση του προσωπικού που θα απασχολήσουν στην περιοχή δικαιοδοσίας τους κατά τον αμέσως επόμενο μήνα, για τις δραστηριότητες που μνημονεύονται στις περ. α’, β’, γ’, δ’, ε’, στ’, ζ’ και ι’ της παρ. 1 του άρθρου 1, στην οποία εμφαίνονται ο αριθμός της άδειας εργασίας του προσωπικού, οι χώροι διάθεσής του καθώς και η χρήση ή μη της στολής που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 2. Σε περίπτωση ανάθεσης δραστηριότητας εντός του τρέχοντος μηνός, καθώς και σε περίπτωση οποιασδήποτε μεταβολής των υποβληθεισών καταστάσεων, η ενημέρωση πραγματοποιείται πριν από την ανάληψη της άσκησης της δραστηριότητας,
ιβ. να μην παραδίδουν τα όπλα που κατέχουν σε τρίτα πρόσωπα ή σε προσωπικό ασφαλείας εφόσον συντρέχουν οι απαγορεύσεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 5,
ιγ. να γνωστοποιούν αμέσως στην οικεία αστυνομική αρχή κάθε περίπτωση μη έγκαιρης παράδοσης όπλου από το προσωπικό τους,
ιδ. να μην απασχολούν προσωπικό που δεν κατέχει την κατά περίπτωση απαιτούμενη άδεια εργασίας,
ιε. να μην ασκούν δραστηριότητες της παρ. 1 του άρθρου 1 χωρίς την προβλεπόμενη άδεια.»
1. Η παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 2518/1997 (Α’ 164), περί των διοικητικών κυρώσεων, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Στην επιχείρηση που παραβαίνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στον παρόντα νόμο επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις ως εξής:
α. Στην επιχείρηση που παραβαίνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις περ. γ’, ι’, και ια’ της παρ. 1 του άρθρου 4, και στις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, επιβάλλεται, με απόφαση του προϊσταμένου της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Αν εντός τριετίας βεβαιωθεί δεύτερη παράβαση, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο από τριάντα χιλιάδες (30.000) έως τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ, ενώ από την τρίτη παράβαση και για κάθε επόμενη παράβαση εντός της τριετίας επιβάλλεται πρόστιμο από σαράντα χιλιάδες (40.000) έως τριακόσιες πενήντα χιλιάδες (350.000) ευρώ.
β. Στην επιχείρηση που παραβαίνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις λοιπές περιπτώσεις της παρ. 1 του άρθρου 4, καθώς και στα άρθρα 5, 6 και 7, και στις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, επιβάλλεται, με απόφαση του προϊσταμένου της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Αν εντός τριετίας βεβαιωθεί δεύτερη παράβαση, επιβάλλεται, πέραν του διοικητικού προστίμου, και το διοικητικό μέτρο της αφαίρεσης της άδειας λειτουργίας από είκοσι (20) ημέρες έως έξι (6) μήνες, ενώ στην περίπτωση βεβαίωσης τρίτης και τέταρτης παράβασης εντός της τριετίας επιβάλλεται, πέραν του διοικητικού προστίμου, και το διοικητικό μέτρο της αφαίρεσης της άδειας λειτουργίας από έξι (6) έως δώδεκα (12) μήνες. Σε περίπτωση βεβαίωσης πέντε παραβάσεων εντός της τριετίας, επιβάλλεται, πέραν του διοικητικού προστίμου, και το διοικητικό μέτρο της οριστικής αφαίρεσης της άδειας.
γ. Στην επιχείρηση που προσλαμβάνει ή αναθέτει τις δραστηριότητες της παρ. 1 του άρθρου 1 σε πρόσωπα τα οποία υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις ή τα σώματα ασφαλείας ή σε άλλους φορείς του Δημοσίου, που κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προβλέπεται να οπλοφορούν, επιβάλλεται, με την πρώτη παράβαση των περ. α’ και β’ της παρούσας παραγράφου, πέραν του ως άνω διοικητικού προστίμου, και οριστική αφαίρεση της άδειας λειτουργίας.»
2. Μετά από την παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 2518/1997 προστίθεται παρ. 7 ως εξής:
«7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται το ύψος του διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται για κάθε παράβαση, η διαδικασία και τα αρμόδια για την επιβολή και είσπραξή του όργανα, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος. Με όμοια απόφαση μπορούν να αναπροσαρμόζονται τα διοικητικά πρόστιμα που προβλέπονται στην παρ. 2.»
3. Η περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 2518/1997 (Α’ 164), περί διοικητικών κυρώσεων, όπως τροποποιείται με την παρ. 1 του παρόντος, καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς διαδικασίες επιβολής προστίμου ή αφαίρεσης αδειών λειτουργίας.
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του παρόντος. Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 21 Μαρτίου 2025
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΝ. ΤΑΣΟΥΛΑΣ