Σχετικό έγγραφο:
Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 303Α_1981 | 1.57 MB |
Οι όροι και αι προϋποθέσεις ιδρύσεως και λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίµων κειµένων εντός εγκεκριµένων σχεδίων πόλεων ή κωµών ή εγκεκριµένων οικισµών ή εν γένει κατοικηµένων περιοχών χαρακτηρισθεισών ως τοιούτων δια σχετικών αποφάσεων, ρυθµίζονται υπό των κατωτέρω διατάξεων.
∆ια την εφαρµογήν των διατάξεων του παρόντος ως πρατήρια εν γένει, νοούνται εγκαταστάσεις, µέσω των οποίων, δια των εκάστοτε ισχυόντων µέσων µετρήσεως, και υπό τους όρους του παρόντος, παρέχονται υγρά καύσιµα και ορυκτέλαια, εις οδικά οχήµατα.
1. Αναλόγως του είδους των χρησιµοποιουµένων αντλιών παροχής καυσίµου, τα πρατήρια διακρίνονται εις:
α) Πρατήρια δια µονίµων αντλιών, ηλεκτρικών ή χειροκινήτων.
β) Πρατήρια δια φορητών αντλιών και
γ) Πρατήρια δια µονίµων και φορητών αντλιών.
2. Αναλόγως της συνυπάρξεως ή µη ετέρας συναφούς εγκαταστάσεως τα πρατήρια δικαρίνονται εις:
α) Πρατήρια απλά, τα χρησιµοποιούµενα µόνον προς ανεφοδιασµόν των οδικών οχηµάτων δια υγρών καυσίµων και
β) Πρατήρια σταθµών εξυπηρετήσεως οδικών οχηµάτων, τα διαθέτοντα και εγκαταστάσεις πλύσεως και λιπάνσεως οχηµάτων και άλλως αποκαλούµενα SERVICE – STATION. Εν προκειµένω έχουν εφαρµογή και αι διατάξεις αι σχετικαί µε την ίδρυση πλυντηρίων εντός Σταθµών αυτοκινήτων.
3. Αναλόγως της χρήσεώς των, τα πρατήρια διακρίνονται εις:
α) Πρατήρια ιδιωτικής χρήσεως, τα χρησιµοποιούµενα δι’ εξυπηρέτησιν οδικών οχηµάτων, ανηκόντων εις τον υπερ ου η άδεια λειτουργίας του πρατηρίου και
β) Πρατήρια δηµοσίας χρήσεως, τα χρησιµοποιούµενα δι’ εξυπηρέτησιν οχηµάτων ανηκόντων εις οιονδήποτε.
1. Αι, περί πόλεων πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων, ειδικαί διατάξεις του παρόντος αι αφορώσαι εις τα γεωµετρικά στοιχεία των ακινήτων, δεν εφαρµόζονται προκειµένου περί:
α) Νήσων ολικού πραγµατικού πληθυσµού έως πεντήκοντα χιλιάδων (50.000) κατοίκων κατά την τελευταίαν απογραφήν .
β) Κωµοπόλεων ή χωρίων ή οικισµών ή κατωκηµένων περιοχών υπαγόµενων διοικητικώς εις πόλεις πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων.
Εις τας ανωτέρω περιπτώσεις εφαρµογήν έχουν αι διατάξεις αι οποίαι αναφέρονται εις τα γεωµετρικά στοιχεία των λοιπών περιοχών.
2. Ειδικώς προκειµένου περί των κοινοτήτων ή λοιπών κατωκηµένων περιοχών, των περιλαµβανοµένων εντός των αστικών περιοχών Αθηνών-Πειραιώς-Περιχώριον ακτίνος είκοσι (20) χιλιοµέτρων από πλατείας Οµονοίας, εξαιρουµένης της νήσου Σαλαµίνος και Θεσαλλονίκης ακτίνος δέκα (10) χιλιοµέτρων από του Λευκού Πύργου, εφαρµόζονται αι ειδικαί περί πόλεων πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων διατάξεις του παρόντος.
1. Η ίδρυσις πρατηρίου επιτρέπεται εις θέσεις κειµένας εκτός των περιοχών των περιλαµβανοµένων, υπό των καθορισθεισών, µέχρι της δηµοσιεύσεως του παρόντος, περιµετρικών ζωνών ή των καθορισθησοµένων τοιούτων βάσει των συνθηκών κυκλοφορίας και περιβάλλοντος των πόλεων, δι’ αποφάσεως του οικείου νοµάρχου, δηµοσιευθησοµένης δια της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως.
2. Η ίδρυσις πρατηρίου εκτός των κατά την προηγούµενην παράγραφον περιµετρικών ζωνών, επιτρέπεται εις µεν τας πόλεις του πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων, εφ’ όσον το πλάτος του οδοστρώµατος της προ αυτών οδού είναι µεγαλύτερον των πέντε (6) µέτρων, εις δε τας λοιπάς περιοχάς µεγαλύτερον των πέντε (5) µέτρων, και εφ’ όσον η θέσις δεν ευρίσκεται εις απόστασιν µικροτέραν :
α) Των τριάκοντα (30) µέτρων από στάσεων λεωφορείων ή ετέρων συγκοινωνιακών µέσων, µη δυναµένων να µετατοπισθούν. Η απόστασις εν τη περιπτώσει ταύτη ή εξόδου του πρατηρίου. Εις περίπτωσιν διαµορφουµένης εσοχής στάσεως η απόστασις µετράται από του πλησιεστέρου προς το πρατήριον άκρον της εσοχής.
β) Των είκοσι (20) µέτρων από αποθηκών ευφλέκτων ή εκρηκτικών υλών. Η απόστασις εν τη περιπτώσει ταύτη µετράται µεταξύ του κέντρου της νησίδος των αντλιών ή του φρεατίου των δεξαµενών ή της προβολής του στοµίου του σωλήνος εξαερώσεως και του περιµετρικού
τοίχου του κτιρίου της αποθήκης.
γ) Των πεντήκοντα (50) µέτρων από του πλησιέστερου σηµείου του κτιρίου εκκλησιών, νοσοκοµείων, κλινικών, ασύλων ανιάτων, γηροκοµείων, οίκων ευγηρίας, µετρουµένην προς πάσαν κατεύθυνσιν (ακτινικώς) από του κέντρου της (επί της οριζοντίου επιπέδου προβολής)
της νησίδος των αντλιών ή του φρεατίου της δεξαµενής καυσίµου ή της προβολής του στοµίου του σωλήνος εξαερώσεως.
δ) Των εκατόν (100) µέτρων εις πόλεις πληθυσµού άνω των τριάκοντα χιλιάδων (30.000) κατοίκων, κατά την τελευταίαν απογραφήν, και των πεντήκοντα (50) µέτρων εις λοιπάς περιοχάς, από ετέρου νοµίµως ιδρυθέντος ή υπό ίδρυσιν πρατηρίου. Η απόσταση αύτη µετράται επί της αυτής πλευράς της οδού και παραλλήλως προς τον άξονα και µεταξύ των πλησιεστέρων σηµείων εισόδου ή εξόδου του υπό ίδρυσιν πρατηρίου.
ε) Των εκατό (100) µέτρων από του περιγράµµατος ορατών αρχαιολογικών χώρων. Η απόστασις εν προκειµένω µετράται µεταξύ των πλησιεστέρων σηµείων του ως άνω περιγράµµατος και του περιγράµµατος της κυρίας εκτάσεως του πρατηρίου. Η ίδρυσις πρατηρίου δύναται να επιτραπή και εις µικροτέραν απόστασιν, εφ’ όσον ήθελεν εγκρίνει ταύτην η Αρχαιολογική Υπηρεσία.
3. Ωσαύτως, η ίδρυσις πρατηρίων επιτρέπεται και:
α) Εις θέσεις κειµένας επί καµπυλότητος ή αναστροφής κλίσεως των οδών, εφ’ όσον υφίστανται ορατότης από αποστάσεως εκατόν (100) µέτρων κατ’ ευθείαν γραµµήν από του πλησιεστέρου σηµείου της εισόδου και της εξόδου του πρατηρίου.
β) Επί των περιγραφουσών πλατείας ή συγκοινωνιακούς κόµβους οδών µικρού κυκλοφοριακού φόρτου. Ως κόµβος νοείται η συµβολή πέντε (5) τουλάχιστον τµηµάτων οδών.
Αν ο κόµβος σηµατοδοτήται, το πλησιέστερον, σηµείον εισόδου – εξόδου του πρατηρίου από του σηµατοδότου απέχει τριάκοντα (30) µέτρα τουλάχιστον.
γ) Εις κτίρια µεθ’ υπερκειµένων ή υποκειµένων ορόφων ένθα ευρίσκονται βιοτεχνικά ή άλλα εργαστήρια µετά χρήσεως εστίας πυρός, εφ’ όσον λόγω της κτιριακής συγκροτήσεως της προσόψεως δεν δύνανται ν’ αποτελέσουν κίνδυνον πυρκαϊάς των εγκαταστάσεων των πρατηρίων.
δ) Εις κτίριον ένθα στεγάζεται σταθµός αυτοκινήτων, εφ’ όσον η είσοδος ή έξοδος του σταθµού και η είσοδος και έξοδος του πρατηρίου δεν ευρίσκονται επί της αυτής πλευράς της οδού.
ε) Εις θέσεις ένθα υφίστανται εγκαταστάσεις µετά χρήσεως εστίας φλογός (ως ηλεκτροσυγκόλλησις, οξυγονοκόλλησις, χρήσις ξυλανδθράκων), όταν το κέντρον των αντλιών, τα φρεάτια των δεξαµενών και η προβολή των στοµίων εξαερώσεως απέχουν απόστασιν
µεγαλυτέραν των είκοσι (20) µέτρων από της εστίας. Αν αι εστίαι πυρός ευρίσκονται εντός κτίσµατος, η απόστασις αύτη ορίζεται εις δέκα πέντε (15) µέτρα, µετράται δε από το κέντρον των αντλιών, φρεατίων δεξαµενών και της προβολής των στοµίων εξαερώσεως µέχρι των πλησιέστερων σηµείων των ανοιγµάτων αυτού (ως θυρών, παραθύρων). Η προϋπόθεσις αύτη της αποστάσεως των δέκα πέντε (15) µέτρων δεν είναι υποχρεωτική προκειµένου περί εστιών εστιατορίων, κλιβάνων αρτοποιείων και λεβητοστασίων κεντρικών θερµάνσεων εφ’ όσον αύται εγκαθίστανται εντός ιδιαιτέρου διαµερίσµατος µη έχοντος άµεσον επικοινωνίαν µετά του προ του πρατηρίου χώρου εγκαταστάσεως των αντλιών και δεξαµενών καυσίµων.
4. Επίσης, η ίδρυσις και λειτουργία πρατηρίου επιτρέπεται εφ’ όσον το κέντρον της νησίδος των αντλιών ή του φρεατίου της δεξαµενής καυσίµου ή της προβολής του στοµίου του σωλήνος εξαεριώσεως ταύτης απέχει προς πάσαν κατεύθυνσιν από του κτιρίου εκπαιδευτηρίου ή κινηµατογράφου απόστασιν τουλάχιστον είκοσι (20) µέτρων.
Επίσης, η ίδρυσις και λειτουργία πρατηρίου επιτρέπεται εφ’ όσον το κέντρον της νησίδος των αντλιών ή του φρεατίου της δεξαµενής καυσίµου ή της προβολής του στοµίου του σωλήνος εξαεριώσεως ταύτης απέχει προς πάσαν κατεύθυνσιν από του κτιρίου εκπαιδευτηρίου ή κινηµατογράφου απόστασιν τουλάχιστον είκοσι (20) µέτρων.
1. Επιτρέπεται η χορήγησις αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας πρατηρίου µετά µονίµων ή φορητών αντλιών καυσίµων, εφ’ όσον υφίσταται ιδιωτική, προ του πρατηρίου ή όπισθεν τούτου έκτασις, δυνάµενη να χρησιµοποιηθεί ως οδόστρωµα προσπελάσεως και προσωρινής σταθµεύσεως των προς ανεφοδιασµόν αυτοκινήτων.
2. Η δια των εφ’ εξής ιδρυοµένων πρατηρίων, παροχή καυσίµου εις σταθµεύοντα οχήµατα επί του καταστρώµατος της προ αυτών οδού ή επί του πεζοδροµίου ταύτης, έχει ως συνέπειαν την προσωρινήν ή οριστικήν αφαίρεσιν της αδείας λειτουργίας.
3. Επιτρέπεται η ίδρυσις και λειτουργία πρατηρίων εφ’ όσον το κέντρον των αντλιών, τα φρεάτια των δεξαµενών και τα επιστόµια εξαερώσεως απέχουν απόστασιν µεγαλυτέραν των τεσσαράκοντα (40) µέτρων από του άξονος του διαδρόµου δουλείας διελεύσεως εναερίων γραµµών µεταφοράς ηλεκτρικής ενεργείας τάσεως εξήκοντα εξ χιλιάδων (66.000) βόλτ και άνω.
4. Εις τας περιοχάς, εις ας δεν έχουν εφαρµογήν αι περί πόλεων πληθυσµού άνω των πέντε χιλάδων (5.000) κατοίκων διατάξεις του παρόντος, επιτρέπεται η ίδρυσις και λειτουργία πρατηρίου µετ’ αντλιών επί πεζοδροµίου δι’ αποτµήσεως λωρίδος αυτού εις βάρος ενός (1) µέτρου και µήκος οκτώ (8) µέτρων υπό την προϋπόθεσιν ότι το πλάτος του πεζοδροµίου είναι δύο και ήµισυ (2,50) µέτρα τουλάχιστον.
5. Εις περίπτωσιν καθ’ ην το πλάτος του διαµορφωµένου ή προβλεποµένου πεζοδροµίου είναι εις µέν τας πόλεις πληθυσµού άνω των πέντρ χιλιάδων (5.000) κατοίκων µεγαλύτερον των πέντε (5) µέτρων, εις δε τας λοιπάς περιοχάς µεγαλύτερον των τεσσάρων (4) µέτρων, επιτρέπεται η ίδρυσις και λειτουργία πρατηρίου δι’ εσωτερικής αποτµήσεως του πεζοδροµίου δια το πέραν των πέντε (5) ή τεσσάρων (4) µέτρων αντιστοίχως τµήµα του πεζοδροµίου. Η απότµησις του πεζοδροµίου και η εν γένει χρήσις αυτού λαµβάνει χώραν κατόπιν αδείας των αρµοδίων προς τούτο αρχών.
6. Επιφυλασσοµένων των περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους διατάξεων, επιτρέπεται η εγκατάστασις πρατηρίου εις ισόγεια διαµερίσµατα πολυκατοικιών εφ’ όσον ταύτα διαµορφωθούν ως οδοστρώµατα προσπελάσεως και υπό τους κάτωθι περιορισµούς:
α) Να µη υφίστανται ανοίγµατα επτρέποντα την δια τούτων κάθοδον ατµών βενζίνης προς τυχόν υφιστάµενον υπόγειον χώρον.
β) Να µη υφίστανται ανοίγµατα προς άπαντας τους περιβάλλοντας το πρατήριον χώρους και
γ) Να υφίστανται εις το ύψος της οροφής του πρατηρίου µόνιµον προστέγασµα (µαρκίζα) εις το µέγιστον επιτρεπόµενον πλάτος.
7. Η εγκατάστασις και λειτουργία πρατηρίου δι’ αντλίας πετρελαίου, επιτρέπεται εφεξής, της εγκαταστάσεως ταύτης υποκειµένης εις τας διατάξεις του παρόντος και θεωρουµένης οµοίως ως πρατηρίου.
8. Κυρούνται τα συνοδεύοντα το παρόν σχεδιαγράµµατα διαµορφώσεως πρατηρίων συνταχθέντα ως υποδείγµατα από αριθµόν 1 έως 10, εφαρµοζόµενα ως κάτωθι:
α) Μεσαία οικόπεδα. Υποδείγµατα ένα (1) έως τρία (3): ∆ια πρατήρια διαµορφούµενα επί µεσαίων οικοπέδων χαρακτηριζοµένων ως τοιούτων κατά τας διατάξεις του Γενικού Οικοδοµικού Κανονισµού (ΓΟΚ).
Εις ταύτα αι διαστάσεις ορίζονται ως έπεται: Το µήκος της επί του πεζοδροµίου διαµορφουµένης νησίδος, µετρούµενον επί της ρυµοτοµικής γραµµής, εις εξ (6) µέτρα τουλάχιστον δια πρατήρια εντός πόλεων πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων και πέντε (5) µέτρα δια τας λοιπάς περιοχάς, το δε ύψος ταύτης από του καταστρώµατος της οδού, ως τούτο ορίζεται υπό των αρµοδίων υπηρεσιών. Το εγκαρσίως προς τον άξονα εισόδου – εξόδου πλάτος του οδοστρώµατος τέσσαρα (4) έως οκτώ (8) µέτρα. Αι γωνίαι στροφής των εισόδων – εξόδων ως προς την οδό δεν υπερβαίνουν τας 45ο. Η απόστασις του πλησιεστέρου σηµείου της νησίδος των αντλιών και µηχανισµών αέρος και ύδατος από της ρυµοτοµικής γραµµής και από του κρασπέδου του πεζοδροµίου του κτιρίου, εις περίπτωσιν διπλής προσπελάσεως εντός της κυρίας εκτάσεως του πρατηρίου τρία και ήµσιυ (3,50) µέτρα τουλάχιστον. Η απόστασις των αντλιών από του µέσου της εισόδου – εξόδου επί της ρυµοτοµικής γραµµής πέντε (5) µέτρα τουλάχιστον δια πρατήρια εντός πόλεων πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων και τέσσαρα (4) µέτρα δια τας λοιπάς περιοχάς.
β) Γωνιακά Οικόπεδα:
αα) Υποδείγµατα τέσσαρα (4) και πέντε (5): ∆ια πρατήρια διαµορφούµενα επί γωνιακών οικοπέδων. Εις ταύτα αι διαστάσεις ορίζονται ως έπεται: Το µήκος της διαµορφούµενης νησίδος επί εκατέρας των οδών, επί µέν της ρυµοτοµικής γραµµής είναι πέντε (5) µέτρα τουλάχιστον δια τας περιπτώσεις πρατηρίων εντός πόλεων πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων και τέσσαρα (4) µέτρα δια τας λοιπάς περιοχάς, επί δε της κρασπεδικής γραµµής επτά (7) µέτρα τουλάχιστον ή πέντε (5) µέτρα αντιστοίχως. Το ύψος της νησίδος, ως τούτο ορίζεται υπό των αρµοδίων υπηρεσιών. Το εγκαρσίωςς προς τον άξονα εισόδου – εξόδου πλάτος του οδοστρώµατος τέσσαρα (4) έως οκτώ (8) µέτρα (4-8). Αι γωνίαι στροφής των εισόδων – εξόδων ως προς την οδόν δεν υπερβαίνουν τας τεσσαράκοντα πέντε µοίρας (45ο). Η απόστασις των αντλιών από του µέσου της εισόδου – εξόδου επί της ρυµοτοµικής γραµµής πέντε (5) µέτρα τουλάχιστον διας τας περιπτώσεις πρατηρίων εντός πόλεων πληθυσµού άνω των 5.000 κατοίκων και τέσσερα (4) µέτρα δια τας λοιπάς περιοχάς. Η απόστασις του πλησιεστέρου σηµείου της νησίδος των αντλιών ή µηχανισµών αέρος και ύδατος από της νοητής γραµµής, της συνδεούσης τα πλησιέστερα προς την γωνίαν σηµεία επί των ρυµοτοµικών γραµµών εισόδου – εξόδου και από του κρασπέδου του πεζοδροµίου του κτιρίου εις περίπτωσιν διπλής προσπελάσεως εντός της κυρίας εκτάσεως πρατηρίου τρία (3) µέτρα τουλάχιστον.
ββ) Υπόδειγµα έξ (6): Εις το υπόδειγµα τούτο το µήκος της νησίδος του πεζοδροµίου του παραλλήλου προς την τοιαύτην των αντλιών, επί µεν της ρυµοτοµικής γραµµής είναι δέκα (10) µέτρα τουλάχιστον δια τας περιπτώσεις πρατηρίων εντός πόλεων πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων και οκτώ (8) µέτρα δια τας λοιπάς περιοχάς,πεί δε της κρασπεδικής γραµµής δώδεκα (12) µέτρα τουλάχιστον ή εννέα (9) µέτρα αντιστοίχως. Το εγκαρσίως προς τον άξον της εισόδου – εξόδου πλάτος του οδοστρώµατος τέσσαρα (4) έως οκτώ (8) µέτρα (4-8).
Η απόστασις των αντλιών από του µέσου της εισόδου – εξόδου επί της ρυµοτοµικής γραµµής εξ (6) µέτρα τουλάχιστον δια τας περιπτώσεις πρατηρίων εντός πόλεων πληθυσµού άνω των πέντε (5.000) κατοίκων και πέντε (5) µέτρα δια τας λοιπάς περιοχάς.
Η απόστασις του πλησιεστέρου σηµείου της νησίδος των αντλιών ή µηχανισµών αέρος και ύδατος από των ρυµοτοµικών γραµµών και από του κρασπέδου του πεζοδροµίου του κτιρίου του πρατηρίου τρία και ήµισυ (3,50) µέτρα τουλάχιστον.
γγ) Υπόδειγµα επτά (7): Εις το υπόδειγµα τούτο το µήκος της νησίδος του πεζοδροµίου του παραλλήλου προς την νησίδα των αντλιών επί µεν της ρυµοτοµικής γραµµής είναι δέκα (10) µέτρα τουλάχιστον δια τας περιπτώσεις πρατηρίων εντός πόλεων πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων και οκτώ (8) µέτρα δια τας λοιπάς περιοχάς, επί δε της κρασπεδικής γραµµής δώδεκα (12) µέτρα τουλάχιστον ή εννέα (9) αντιστοίχως. Το εγκαρσίως προς τον άξονα της εισόδου πλάτος του οδοστρώµατος τέσσαρα (4) έως οκτώ (8) µέτρα (4-8µ.) της δε εξόδου εξ (6) έως οκτώ (8) µέτρα (6-8µ.). Η απόστασις των αντλιών από του µέσου της εισόδου – εξόδου επί της ρυµοτοµικής γραµµής πέντε και ήµισυ (5,50) µέτρα τουλάχιστον δια τας περιπτώσεις πρατηρίων εντός πόλεων πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων και τέσσαρα και ήµισυ (4,50) µέτρα δια τας λοιπάς περιοχάς. Η απόστασις του πλησιεστέρου σηµείου της νησίδος των αντλιών ή των µηχανισµών αέρος και ύδατος από της νοητής γραµµής της συνδεούσης τα πλησιέστερα προς την γωνίαν σηµεία των ρυµοτοµικών γραµµών της εισόδου – εξόδου και από του κρασπέδου του πεζοδροµίου του κτιρίου του πρατηρίου εις περίπτωσιν διπλής προσπελάσεως τρία (3) µέτρα και τρία και ήµισυ (3,50) µέτρα τουλάχιστον αντιστοίχως.
γ) Υπόδειγµα οκτώ (8): ∆ια πρατήρια λοιπών περιοχών (δια πόλεις πληθυσµού κάτω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων), διαµορφούµενα επί πεζοδροµίων, εφ’ όσον το πλάτος του πεζοδροµίου είναι τουλάχιστον δύο και ήµισυ (2,50) µ. το δε πλάτος του οδοστρώµατος είναι τουλάχιστον πέντε (5) µέτρα. Εις τούτο αι διαστάσεις ορίζονται ως έπεται: Το µήκος της νέας δι’ αποτµήσεως έµπροσθεν του πρατηρίου διαµορφούµενης κρασπεδικής γραµµής οκτώ (8) µέτρα τουλάχιστον. Αι γωνίαι στροφής της αποτµήσεως τεσσαράκοντα πέντε (45Ο) µοίραι. Το βάθος της αποτµήσεως επί του πεζοδροµίου εν (1) µέτρον τουλάχιστον.
δ) Υπόδειγµα εννέα (9): ∆ια πρατήρια διαµορφούµενα δι’ εσωτερικής αποτµήσεως πεζοδροµίου και εφ’ όσον το πλάτος του πεζοδροµίου εις µεν τας πόλεις πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων είναι ίσον ή µεγαλύτερον των πέντε (5) µέτρων, εις δε τας λοιπάς περιοχάς ίσον ή µεγαλύτερον των τεσσάρων (4) µέτρων το δε πλάτος του οδοστρώµατος είναι τουλάχιστον εξ (6) µέτρα και πέντε (5) µέτρα αντιστοίχως. Εις τα πρατήρια ταύτα αι διαστάσεις ορίζονται ως έπεται: Το µήκος της άνω βάσεως της επί του πεζοδροµίου, διαµορφούµενης τραπεζοειδούς νησίδος µετρούµενον επί της παραλλήλου προς το κράσπεδον του πεζοδροµίου της οδού γραµµής απεχούσης (της παραλλήλου) από του κρασπέδου απόστασιν δια µεν τας πόλεις πληθυσµού άνω των πέντε (5.000) κατοίκων τουλάχιστον πέντε (5) µέτρα δια δε τας λοιπάς περιοχάς τέσσαρα (4) µέτρα, είναι εξ (6) µέτρα τουλάχισοτν δια πρατήρια εντός πόλεων πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων και πέντε (5) µέτρα δια τας λοιπάς περιοχάς, το δε ύψος ταύτης από του καταστρώµατος της οδού, ως τούτο ορίζεται υπό των αρµοδίων υπηρεσιών. Το εγκαρσίως προς τον άξονα εισόδου – εξόδου πλάτος του οδοστρώµατος τέσσαρα (4) µέτρα έως οκτώ (8) µέτρα. Αι γωνίαι στροφής των εισόδων – εξόδων ως προς την οδόν δεν υπερβαίνουν τας 45ο. Η απόστασις του πλησιέστερου σηµείου της νησίδος των αντλιών ή µηχανισµών αέρος και ύδατος από της µικράς βάσεως της τραπεζοειδούς νησίδος και από του κρασπέδου του πεζοδροµίου του κτηρίου του πρατηρίου εις περίπτωσιν διπλής προσπελάσεως εντός της κυρίας εκτάσεως του πρατηρίου τρία και ήµισυ (3,50) µέτρα τουλάχιστον. Η απόστασις των αντλιών από του µέσου εισόδου – εξόδου επί της παραλλήλου προς το κράσπεδον γραµµής, ήτις ορίζεται κατ’ επέκτασιν της µικράς πλευράς της τραπεζοειδούς νησίδος πέντε (5) µέτρα τουλάχιστον δια πρατήρια εντός πόλεων πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων και τέσσαρα (4) µέτρα δια τας λοιπάς περιοχάς.
ε) Υπόδειγµα δέκα (10): Καθορίζονται ως έπεται ελάχιστοι αποστάσεις µη γωνιακών πρατηρίων από διασταυρώσεων οδών :
αα) ∆ια τας περιπτώσεις εφαρµογής των σχεδιαγραµµάτων ένα (1), δύο (2), τρία (3) και εννέα (9): Η απόστασις µεταξύ του πλησιέστερου προς την διασταύρωσιν σηµείου της εισόδου ή εξόδου, κειµένου επί της ρυµοτοµικής γραµµής, από του σηµείου τοµής των ρυµοτοµικών γραµµών, ορίζεται πέντε (5) µέτρα, δια τα πρατήρια εντός πόλεων πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων και τέσσαρα (4) µέτρα δια τας λοιπάς περιοχάς. Η απόστασις του πλησιεστέρου σηµείου προς διασταύρωσιν της εισόδου ή εξόδου κειµένου επί της κρασπεδικής γραµµής από του σηµείου τοµής της ρυµοτοµικής γραµµής και της αντιθέτου κρασπεδικής τοιαύτης, ορίζεται εις τέσσερα (4) µέτρα τουλάχιστον δια τας περιπτώσεις πρατηρίων εντός πόλεων πληθυσµού άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων και τρία (3) µέτρα δια τας λοιπάς περιοχάς.
ββ) ∆ια την εφαρµογήν του σχεδιαγράµµατος οκτώ (8) ορίζεται ελαχίστη απόστασις του σηµείου τοµής της ρυµοτοµικής γραµµής και κρασπεδικής τοιαύτης από του πλησιεστέρου σηµείου αποτµήσεως επί της κρασπεδικής γραµµής τρία (3) µέτρα.
γγ) Εις περιπτώσεις καθ’ ας η παράπλευρος οδός τυγχάνει αδιαµόρφωτος δύνατια να εφαρµόζωνται αναλόγως τα υποδείγµατα ένα (1), δύο (2), τρία (3), και οκτώ (8). Μετά την διάνοιξιν της οδού υποχρεωτική καθίστααι η διαµόρρωσις του πρατηρίου µε τας ελαχίστας αποστάσεις ΙΙ΄ και ΙΙ του υποδείγµατος δέκα (10).
9. Εξ των εν τοις ως άνω σχεδίοις εµφαινοµένων, η θέσις του κτιρίου του πρατηρίου ως και η θέσις και ο αριθµός των δυνάµενων επί της διατιθεµένης κυρίας εκτάσεως (οριζοµένης υπό των σηµείων Α, Β, Γ και ∆) να τοποθετηθούν νησίδων αντλιών καυσίµων είναι ενδεικτικοί.
Αι νησίδαι δεν δύνανται να εγκαθίστανται προ καταστηµάτων µη συναφών προς το πρατήριον, Εις περιπτώσεις καθ’ ας ολόκληρος η έκτασις διατίθεται δια την χρήσιν του πρατηρίου (υποδείγµατα 3 και 6) απαραιτήτως υφίσταται πέριξ του κτιρίου του πρατηρίου πεζοδροµίου πλάτους εβδοµήντα πέντε εκατοστών του µέτρου (0,75 µ.) τουλάχιστον. Η κλίσις του δαπέδου σταθµεύσεως των ανεφοδιαζοµένων δια καυσίµων αυτοκινήτων, προς πάσαν κατεύθυνσιν, δεν υπερβαίνει το επτά τοις εκατόν (7%).
10. Εις περίπτωσιν πολυγωνικών διαµπερών κ.λ.π. οικοπέδων προοριζοµένων δι’ ίδρυσιν πρατηρίων, εφ’ ων καθίσταται ανέφικτος η ακριβής εφαρµογή των εγκεκριµένων σχεδιαγραµµάτων είναι δυνατή η διαµόρφωσις των προσπελάσεων και των χώρων σταθµεύσεως των πρατηρίων δια συνδυασµού των εγκεκριµένων υπό του παρόντος σχεδιαγραµµάτων τηρουµένων των ελαχίστων αποστάσεων.
11. Εις περιπτώσεις καθ’ ας εις προτεινοµένας δι’ ίδρυσιν πρατηρίων θέσεις υφίστανται ή προβλέπονται υποχρεωτικαί επί των προσόψεων ακινήτων παρόδιοι στοαί εφαρµόζονται τα αυτά υποδείγµατα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, και 10 λαµβανοµένης ως οικοδοµικής γραµµής της διαχωριστικής γραµµής του υπό την στοάν δηµοσίου χώρου και του ιδιωτικού τοιούτου.
12. Εάν εις προτεινοµένας δι’ ίδρυσιν πρατηρίων θέσεις δεν έχουν διαµορφωθεί εισέτι πεζοδρόµια ούτε και ορίζεται το πλάτος αυτών, τούτου βεβαιουµένου υπό της αρµοδίας αρχής δια την διαµόρφωσιν του πρατηρίου, εφαρµόζονται τα εγκεκριµένα σχεδιαγράµµατα, ως ταύτα
προκύπτουν µε πλάτος πεζοδροµίου µηδενικόν.
Εις περιπτώσεις δε καθ’ ας δεν είναι σαφώς καθωρισµένη ή ρυµοτοµική γραµµή, αύτη δέον όπως καθορίζηται κατά τας κειµένας διατάξεις υπό της πολεοδοµικής αρχής.
13. Μετατόπισις αντλιών ή δεξαµενών λειτουργούντος πρατηρίου επιτρέπεται µόνον κατόπιν εγκρίσεως της αρµοδίας υπηρεσίας, εκδιδοµένης άνευ ετέρας διαδικασίας τη υποβολή των εν άρθρω 17 παρ. 4 περίπτ. α΄ β΄ γ΄ και δ΄ δικαιολογητικών. ∆ια την αντικατάστασιν των αντλιών ή δεξαµενών εις την αυτήν θέσιν δεν απαιτείται έγκρισις της υπηρεσίας εάν αι τοποθετούµεναι αντλίαι ή δεξαµεναί πληρούν τους όρους του παρόντος.
14. Εις γωνιακά πρατήρια (υποδείγµατα 4, 5, 6 και 7) επιβάλλεται κατά την κρίσιν της υπηρεσίας, αναλόγως των συνθηκών της περιοχής η κατασκευή τοίχου (στηθαίον) ύψους τουλάχιστον 50 cm επί της ρυµοτοµικής ή οικοδοµικής γραµµής και καθ’ όλον το µήκος των υπό στοιχεία Ζ΄ διαστάσεων.
1. Το οδόστρωµα προσπελάσεως (είσοδος – έξοδος και επιφάνεια σταθµεύσεως προ της νησίδος) επιστρώνεται δι’ ασφαλτοστρώσεως ή ετέρας αντιολισθητικής επιστρώσεως.
2. Ο υποβιβασµός της κατά τας εισόδους εξόδους στάθµης του πεζοδροµίου συντελείται κατόπιν αδείας της αρµοδίας αρχής καθοριζούσης το βάθος του υποβιβασµού, σαφώς διακρινοµένου και οµαλώς κατά τας ακραίας θέσεις επιτυγχανοµένου.
3. Το εγκαρσίως προς τον άξονα εισόδου εξόδου πλάτος του οδοστρώµατος κυµαίνεται µεταξύ τεσσάρων (4) και οκτώ (8) µέτρων.
4. Το οδόστρωµα προσπελάσεως παρουσιάζει τας καταλλήλους κλίσεις αίτινες µέσω ειδικών οχετών επιτρέπουν την απαγωγήν των οµβρίων υδάτων.
1. Υποχρεωτική καθίσταται η επί νησίδων τοποθέτησις των αντλιών. Οι συναφείς προς παροχήν ύδατος και αέρος µηχανισµοί ή εγκαταστάσεις τοποθετώνται είτε επί των αυτών µετά των αντλιών νησίδων, είτε επί ετέρων τοιούτων.
2. Το ελάχιστον επιτρεπόµενον πλάτος της νησίδος είναι ένα (1) µέτρον το µέγιστον από του οδοδστρώµατος σταθµεύσεως ύψος ταύτης δέκα πέντε εκατοστά του µέτρου (0,15 µ.)το δε µήκος ταύτης δύναται να ποικίλη αναλόγως προς καλυτέραν εξυπηρέτησιν.
3. Η θέσις και η διάταξις των νησίδων ρυθµίζεται αναλόγως και επί σκοπώ της καλυτέρας εξυπηρετήσεως της εγκαταστάσεως από λειτουργικής απόψεως, είναι δε αύτη σύµφωνος µε τας διατάξεις του ΓΟΚ και του από 21 Αυγούστου 1975 Π. ∆/τος «περί της τοποθετήσεως δεξαµενών υγρών καυσίµων κλπ. υπό τας παροδίους στοάς και προκήπια ΦΕΚ 206/∆/12.9.175.
4. Επί της νησίδος είναι δυνατή η ύπαρξις των καλυµµάτων των φρεατίων επιθεωρήσεως των υπογείων δεξαµενών καυσίµων.
5. Η νησίς των αντλιών δύναται να καλύπτεται δια στεγάστρου αναλόγου εµφανίσεως και κατόπιν αδείας της αρµοδίας υπηρεσίας της Πολεοδοµίας.
6. Η επίστρωσις των νησίδων είναι αντιολισθητική.
1. Το κτίσµα ή διαµέρισµα του πρατηρίου έχει εσωτερικήν ωφέλιµον επιφάνειαν δέκα τετραγωνικά µέτρα (10 τ.µ.) τουλάχιστον, µη εξεταζοµένου του πλάτους της προσόψεως. Η επιφάνεια αύτη δύναται να µειωθή εφ’ όσον υφίσταται αντίστοιχος αναπλήρωσίς της υπό ετέρου χώρου εξυπηρετούντος το πρατήριον δια της εν αυτώ εναποθηκεύσεως ελαίων, τιλµάτων και συναφών προς τους σκοπούς του πρατηρίου ειδών.
2. Το κτίριον του πρατηρίου χρησιµοποιείται αποκλειστικώς ως γραφείον και ως κατάστηαµ δια την πώλησιν ορυκτελαίων και συναφών προς τα αυτοκίνητα και την οδήγησιν αυτών ειδών, απαγορευοµένης της χρήσεως τούτου ως καταστήµατος πωλήσεως άλλων ειδών, επί ποινή προσωρινής ή οριστικής αφαιρέσεως της αδείας λειτουργίας του πρατηρίου.
Απαγορεύεται ή µέσω θύρας ή ετέρου ανοίγµατος επικοινωνία του διαµερίσµατος του πρατηρίου προς ετέρους χώρους µη εξυπηρετούντος αυτήν ταύτην την εγκατάστασιν και τον σκοπόν αυτού.
3. Η θέσις του κτιρίου είναι τοιαύτη ώστε να εξυπηρετείται πλήρως ο σκοπός της εγκαταστάσεως παραλλήλως δε να µη υφίσταται αύτη από του ΓΟΚ ή συναφών εν ισχύϊ διατάξεων.
4. Τα κτίρια των πρατηρίων υγρών καυσίµων πληρούν γενικώς τους υπό των σχετικών οικοδοµικών κανονισµών προβλεποµένους τεχνικούς όρους, η δε αρχιτεκτονική εµφάνισις αυτών είναι άρτια και σύµφωνος προς το περιβάλλον. Τα κτίρια ταύτα έχουν οροφήν, δάπεδα και τοιχοποιίαν εξ υλικού ακαύστου απαγορευοµένης της υπάρξεως διαχωρισµάτων ξυλίνης
κατασκευής. Εις τα κτίρια των πρατηρίων υφίστανται ανοίγµατα δια τον επαρκή αερισµόν του χώρου αυτών. Είναι δυνατή η χρήσις µεταλλικών περιπτέρων αρτίας κατασκευής και εµφανίσεως προς εγκατάστασιν πρατηρίου.
5. Εν τω πρατηρίω υφίσταται ειδικόν διαµέρισµα υγιεινής περιλαµβάνον αποχωρητήριον και νιπτήρας, του αριθµού τούτων εξαρτωµένου εκ του µεγέθους της εγκαταστάσεως.
6. Η ηλεκτρική εγκατάστασις του κτιρίου του πρατηρίου είναι εξ ολοκλήρου στεγανή σύµφωνος δε προς τους εν ισχύϊ κανονισµούς ηλεκτρικών εγκαταστάσεων. Εντός του πρατηρίου υφίσταται κιβώτιον φαρµάκων πρώτων βοηθειών.
1. Αι εξυπηρετούσαι την εγκατάστασιν υπόγειοι δεξαµεναί εναποθηκεύσεως καυσίµων και τα µετ’ αυτών συνδεόµενα στοιχεία πληρούν τους κάτωθι όρους :
α) Εις ό,τι αφορά τας λεπτοµερείας κατασκευής των ως άνω δεξαµενών τηρώνται τα ακόλουθα:
αα) Αύται είναι σιδηραί κυκλικής ή ελλειπτικής διατοµής απαγορευοµένης της χρήσεως δεξαµενών εξ επιπέδων τοιχωµάτων της υποχρεώσεως ταύτης µη απαραιτήτου δια την προσαρµογήν λειτουργούντος πρατηρίου προς της εκδόσεως του Α.Ν. 77/67 « περί άρσεως απαγορεύσεως χορηγήσεως αδειών εγκαταστάσεις αντλιών διαθέσεως υγρών καυσίµων και πρατηρίων και εις σταθµούς αυτοκινήτων».
ββ) Άπαντα τα στοιχεία αυτών εν γένει συνδέονται προς άλληλα µέσω ηλεκτροσυγκολλήσεως συντελουµένης συµφώνως προς τους κανόνας της τέχνης, απαγορευοµένης της χρήσεως των δι’ ηλώσεων δεξαµενών. Το µόνιµον κάλυµµα της ανθρωποθυρίδος προσαρµόζεται µέσω κοχλιών, ώστε να είναι ευχερής η αποσυναρµολόγησις, προς επιθεώρησιν ταύτης.
γγ) Το ελάχιστον πάχος των σιδηρών τοιχωµάτων ορίζεται αναλόγως της διαµέτρου ως κάτωθι:
δδ) Αι δεξαµεναί φέρουν πινακίδιον προσαρµοζόµενον επί του µονίµου καλύµµατος τούτων, εις ο αναγράφηται το εργοστάσιον κατασκευής, το έτος κατασκευής, αι διαστάσεις και η χωρητικότης αυτών.
εε) Αύται επαλείφονται εξωτερικώς δι’ αντιδιαβρωτικού υλικού ή περιβάλλονται δι’ αδιαβρόχου µανδύα εµπεποτισµένου αναλόγως εντός αντιδιαβρωτικού υλικού προς προστασίαν των εκ των κινδύνων οξειδώσεως.
β) Εις ότι αφορά τα στοιχεία των σωληνώσεων των εξυπηρετουσών τας δεξαµενάς τηρώνται τα ακόλουθα:
αα) Άπαντες οι µετά της δεξαµενής συνδεόµενοι σωλήνες είναι γαλβανισµένοι απαγορευοµένης της χρήσεως µαύρων σωλήνων, οίτινες είναι επιρρεπείς εις οξειδώσεις.
ββ) Τα χρησιµοποιούµενα ως στοιχεία συνδέσεως των σωλήνων εξαρτήµατα είναι καλής κατασκευής και αρίστης ποιότητος, απαγορευοµένης της χρήσεως τούτων φερόντων πόρους.
γγ) Τα πώµατα των σωλήνων πληρώσεως και µετρήσεως στάθµης είναι κατασκευασµένα εξ ορειχάλκου ή εξ αλουµινίου ή ετέρου αναλόγων ιδιοτήτων υλικού, ώστε να µη είναι δυνατή η πρόκλησις σπινθηρισµού εκ τυχόν κρούσεως αυτών µετ’ άλλων σιδηρών στοιχείων και να µη υπόκεινται εις διαβρώσεις συνεπεία επιδράσεως των στοιχείων του καυσίµου.
δδ) Τα πώµατα ταύτα, κοχλιούνται επί των αντιστοίχων σωλήνων µέσω κλειδός ή προσαρµόζονται αεροστεγώς επί τούτων µέσω µηχανισµού ταχείας συνδέσεως, απαγορευοµένης της κρούσεως δια σφύρας δια την τοποθέτησιν ή αφαίρεσίν του.
γ) Ως προς την τοποθέτησιν των δεξαµενών τηρώνται τ’ ακόλουθα:
αα) Αι εξυπηρετούσαι τας αντλίας του πρατηρίου δεξαµεναί τοποθετούνται υπογείως εντός του εδάφους και εις βάθος τοιούτον ώστε το ανώτερον σηµείον του καλύµµατος του στοµίου των να κείται τουλάχιστον πεντήκοντα εκατοστά του µέτρου (0,50 µ.) υπό την επιφάνειαν του άνωθεν ταύτης καταστρώµατος.
ββ) Αύτη τοποθετείται εξ ολοκλήρου εντός ετέρας δεξαµενής εκ σκυροδέµατος ανοικτής άνωθεν και εδραζοµένης επί ξηρολιθοδοµής πάχους τουλάχιστον τεσσαράκοντα εκατοστά του µέτρου (0,40 µ.) του εδράνου τούτου µη απαιτουµένου εφ’ όσον ο πυθµήν της δεξαµενής κατασκευάζεται εκ σκυροδέµατος ωπλισµένου, δι’ αναλόγου σιδηράς εσχάρας. Αι πλευραί της εκ σκυροδέµατος δεξαµενής ταύτης έχουν πάχος τουλάχιστον είκοσι εκατοστά του µέτρου (0,20 µ.) ή δέκα πέντε εκατοστά του µέτρου (0,15 µ.) εις περίπτωσιν κατασκευής εκ σκυροδέµατος ανωτέρας αντοχής. Επί του πυθµένος ταύτης δύναται να υπάρχουν τέσσαρες οπαί διαµέτρου τριάκοντα εκατοστά του µέτρου (0,30 µ.). Η προς την οικοδοµικήν γραµµήν του κτιρίου της εγκαταστάσεως εξωτερική παρειά της εκ σκυροδέµατος δεξαµενής απέχει τουλάχιστον ένα (1) µέτρον ή πεντήκοντα εκατοστά του µέτρου (0,50 µ.) αναλόγως της υπάρξεως ή µη υπογείου αντιστοίχως υπό το πρατήριον δια τας περιπτώσεις µόνον κτιρίων µε
θεµέλια εκ λιθοδοµής.
γγ) Ο µεταξύ των παρειών της εκ σκυροδέµατος δεξαµενής και της σιδηράς τοιαύτης ελεύθερος χώρος πλάτους τουλάχιστον δέκα εκατοστών του µέτρου (0,10 µ.) πληρούνται δια ξηράς άµµου ο δε άνωθεν της δεξαµενής χώρος µέχρι της επιφανείας του εδάφους δια χωµάτων επαρκώς συµπιεζοµένων εν συνεχεία δε καλυπτοµένων δια πλακός εκ σκυροκονιάµατος πάχους δέκα πέντε εκατοστών του µέτρου (0,15 µ.) µέχρι της τελικής επιφανείας.
Εις περιπτώσεις καθ’ ας είναι δυνατή η διέλευσις οχηµάτων άνωθεν της δεξαµενής η εκ σκυροδέµατος δεξαµενή καλύπτεται µόνον δια πλακός εξ οµοίου υλικού ωπλισµένης και υπολογιζοµένης εις φόρτισιν µε συγκεντρωµένον φορτίον δέκα πέντε (15) τόννων τουλάχιστον.
δδ) Αι πλευραί της εκ σκυροδέµατος δεξαµενής και του φρεατίου αυτής (εξωτερικώς) δέον να απέχουν των εντός του εδάφους σωλήνων αερίου ύδατος, αποχετεύσεως ηλεκτρικών καλωδίων, κλπ. τουλάχιστον είκοσι εκατοστών του µέτρου (0,20 µ.) µη επιτρεποµένης της µεταθέσεως τούτων ει µη µόνον υπό της αρµοδίας Εταιρείας.
εε) Άνωθεν των δεξαµενών τούτων κατασκευάζεται φρεάτιον εκ σκυροδέµατος εντός του οποίου περικλείονται το στόµιον πληρώσεως και τα λοιπά εξαρτήµατα της θυρίδος επιθεωρήσεως της σιδηράς δεξαµενής και το οποίον καλύπτεται δια διπλών σιδηρών ή χυτοσιδηρών καλυµµάτων απεχόντων αλλήλων δέκα εκατοστών του µέτρου (0,10 µ.) του εξωτερικού κατασκευής τοιαύτης ώστε να υποδέχεται το βάρος ύπερθεν διερχοµένων οχηµάτων, του δε ετέρου (εσωτερικού) ασφαλιζοµένου δια κλείθρου ασφαλείας.
στστ) Η σιδηρά δεξαµενή εδράζεται επί δύο βάθρων εκ µπετόν κατασκευαζοµένων επί του πυθµένος της εκ µπετόν δεξαµενής πάχους τουλάχιστον τριάκοντα εκατοστών του µέτρου (0,30 µ.) εκάστου ωπλισµένων αναλόγως προς παραλαβήν του αναλογούντος εκ της πλήρους δεξαµενής φορτίου.
ζζ) Απαγορεύεται η εγκατάστασις υπογείου δεξαµενής εντός του κτιρίου πρατηρίου ταύτης επιτρεποµένης µόνον εις ακάλυπτον χώρον ή κάτωθεν πεζοδροµίου συµφώνως προς τας ισχυούσας διατάξεις του ΓΟΚ ή υπό την επιφάνεια υφισταµένων προκηπίων (πρασιών) συµφώνως προς τας διατάξεις του παό 21 Αυγούστου 1975 Π. ∆./τος «περί τοποθετήσεως δεξαµενών υγρών καυσίµων κλπ. εις τας παροδίους στοάς και προκήπια (ΦΕΚ 206/∆/75). Αι δεξαµεναί δύνανται να τοποθετώνται εντός ισογείου εστεγασµένου ιδιωτικού χώρου ανοικτού κατά τας τρεις τουλάχιστον πλευράς και εις βάθος µέχρι πέντε (5) µέτρα από της προβολής των ακραίων σηµείων της περιµέτρου της οροφής επικαλύψεως τούτου.
ηη) Το εσωτερικόν της σιδηράς δεξαµενής εξαερίζεται απολύτως τούτου επιτυγχανοµένου µέσω σωλήνος εξαερισµού όστις είναι διαµέτρου 1, 1/2 τουλάχιστον καταλήγει δε, ανυψούµενος και υποχρεωτικώς εφαπτόµενος εξωτερικής παρειάς τοίχου του κτιρίου του πρατηρίου ή υπό το στέγαστρον των αντλιών, εις ελευθέραν κάτωθεν της στέγης και µακράν πάσης εστίας σπινθηρισµού, επιφάνειαν του ακραίου στοµίου αυτού, προστατευοµένου δια µεταλλικού πλέγµατος.
θθ) Η προσαρµογή απάντων των σωλήνων της σιδηράς δεξαµενής και του µηχανισµού της αντλίας, έχει απόλυτον στεγανότητα εις τρόπον ώστε να καθίσταται αδύνατος πάσα εκφυγή καυσµίµου, η δε πλήρωσις της δεξαµενής και η τροφοδότησις των οχηµάτων τελείται κατά τρόπον ώστε να µη διαρρέει καύσιµον επί του εδάφους.
ιι) Σιδηραί δεξαµεναί τοποθετούµεναι εντός της αυτής τάφροου δέον ν’ απέχουν απ’ αλλήλων τουλάχιστον τεσσαράκοντα εκατοστά του µέτρου (0,40), παρεµβαλλοµένου υποχρεωτικώς µεταξύ αυτών τοίχου εκ µπετόν πάχος είκοσι εκατοστών του µέτρου (0,20).
Τούτο δεν απαιτείται εις περιπτώσεις καθ’ ας η ολική χωρητικότης των εν λόγω δεξαµενών δεν υπερβαίνει τα δέκα κυβικά µέτρα (10 κ.µ.)
ιαια) Αι σιδηραί δεξαµεναί υποβάλλονται υποχρεωτικώς εις επιθεώρησιν προς διαπίστωσιν της στεγανότητος αυτών υπ’ ευθύνη των εταιρειών πετρελαιοειδών και των εκµεταλλευτών των πρατηρίων.
ιβιβ) Αι δεξαµεναί απαραιτήτως γειούνται προ της καλύψεώς των δι’ αντιδιαβρωτικού υλικού.
δ) Η µεγίστη επιτρεποµένη χωρητικότης εκάστης υπογείου δεξαµενής ορίζεται εις δέκα κυβικά µέτρα (10 κ.µ.) µη συµπεριλαµβανοµένου του αναγκαιούντος κενού εκ πέντε επί τοις εκατόν (5 %). Η συνολικώς δι’ εκάστην εγκατάστασιν µεγίστη επιτρεποµένη χωρητικότης υπογείων δεξαµενών καθορίζεται εις τριάκοντα κυβικά µέτρα (30 κ.µ.) δια βενζίνην και 30 κ.µ.
δια πετρέλαιον.
Η εγκατάστασις και χρήσις υπέργειων δεξαµενών πετρελαίου δια την εξυπηρέτησιν αντλιών επιτρέπεται εις πόλεις κάτω των τριών χιλιάδων κατοίκων (3.000) υπό τους κάτωθι όρους:
α) Η θέσις της δεξαµενής ορίζεται εις ακάλυπτον χώρον και εις ικανήν απόστασιν από υφισταµένης προς της εγκαταστάσεως οδικής αρτηρίας, πάντως δε έσωθεν της οικοδοµικής γραµµής κατά τρία (3) µέτρα τουλάχιστον.
β) Η δεξαµενή είναι µεταλλική, κυκλικής ή ελλειπτικής διατοµής, πάχους τοιχωµάτων ως εν παρ. 1 περ. α΄ υπο- περιπτ. γγ΄ του προηγουµένου άρθρου ορίζεται και τοποθετείται επί βάθρου αναλόγου αντοχής, κατασκευαζοµένου εκ σκυροδέµατος ή εκ µεταλλικών στοιχείων (σιδηροκατασκευή).
γ) Η τοποθέτησις αύτη συντελείται µε το διαµήκη άξονα υπό κλίσιν προς τον κρουνόν απαγωγής των στερεών καταλοίπων τουλάχιστον τριών επί τοις εκατόν (3%) ως προς το οριζόντιον επίπεδον.
δ) Η δεξαµενή φέρει:
αα) Κρουνόν εκροής του πετρελαίου εις τον έναντι εν σχέσει προς τον κρουνόν εκκενώσεως πυθµέναν της δεξαµενής. Το κέντρον της αντιστοίχου οπής υπέρκειται του κατωτάτου σηµείου του αντιστοίχου πυθµένος τουλάχιστον κατά ενενήκοντα (90) χιλιοστόµετρα.
ββ) Σωλήνα πληρώσεως.
γγ) Σωλήνα εξαερισµού µε το ως άνω άκρον καµπυλούµενον προς τα κάτω και φέρον επιστόµιον εκ µεταλλικού πλέγµατος, εξ ανοξειδώου µετάλλου των τεσσαράκοντα (40) MESH ανά τετραγωνικήν ίντσαν.
δδ) ∆είκτην ελέγχου στάθµης.
εε) Οπήν µεθ’ οδηγού σωλήνος δια την καταµέτρησιν του περιεχοµένου.
στστ) Η δεξαµενή προστατεύεται δια διατάξεως γειώσεως (της αντιστάσωες γειώσεως ούσης µικροτέρας των επτά (7) ΟΗΜ συνολικώς), του µεταλλικού αυτής κελύφους εις ην γεφρούνται άπαντα µη συγκεκολληµένα µέρη αυτής ως και της εν γένει σιδηράς κατασκευής της, κατά τους ισχύοντες εκάστοτε περί γειώσεων κανονισµούς.
ζζ) Η προσαρµογή των διαφόρων εξαρτηµάτων (σωληνώσεων, κρουνών κ.λπ.) επί της δεξαµενής είναι επιµεληµένη, εξασφαλιζοµένης απολύτως της στεγανότητας εις τα σηµεία προσαρµογής.
ηη) Τα χρησιµοποιούµενα δια την εγκατάστασιν της δεξαµενής εξαρτήµατα ανθίστανται εις την εξ οξειδώσεως προσβολήν.
ε) Αι σωληνώσεις µεταγγίσεως του καυσίµου από της υπεργείου δεξαµενής εις την ή τας υπογείους τοιαύτας διέρχονται υπογείως, απαγορευοµένης της χρήσεως σωληνώσεως υπέρ το έδαφος.
στ) Η µεγίστη επιτρεποµένη χωρητικότης εκάστης υπεργείου ορίζεται εις επτά κυβικά µέτρα (7 κ.µ.), µη συµπεριλαµβανοµένου του αναγκαιούντος κενού εκ πέντε τοις εκατόν (5%).
Η συνολικώς δι’ εκάστην εγκατάστασιν µεγίστη επιτρεποµένη χωρητικότης υπεργείων δεξαµενών καθορίζεται εις δέκα τέσσερα κυβικά µέτρα (14 κ.µ.).
1. Απαγορεύεται η εγκατάστασις και χρήσις αντλιών µη πληρουσών τους κάτωθι όρους :
α) Η παροχή γίνεται συµφώνως προς την ισχύουσαν µονάδα µετρήσεως ελεγχοµένης υπό γνώµονος, εξαιρουµένης της περιπτώσεως αντλιών µεθ’ υαλίνων δοχείων µετρήσεως.
β) Η παροχή ανταποκρίνεται προς την καταγραφοµένην υπό του γνώµονος της αντλίας ένδειξην, το δε σφάλµα µετρήσεως ευρίσκεται εντός των επιτρεποµένων ορίων, ως ταύτα καθορίζονται υπό της αρµοδίας Υπηρεσίας Μέτρων και Σταθµών του Υπουργείου Εµπορίου.
γ) Η προσαρµογή των σχετικών µηχανισµών εξασφαλίζει απόλυτον στεγανότητα, ώστε να αποκλείεται πάσα περίπτωσις διαρροής καυσίµου.
δ) Ο ηλεκτρικός κινητήρ της αντλίας είναι απολύτως στεγανού τύπου µετά βραχυκλωµένου δροµέως.
ε) Η ηλεκτρική εγκατάστασις της αντλίας είναι απολύτως στεγανή καθ’ όλα τα στοιχεία ταύτης, ώστε να αποκλείεται περίπτωσις εισόδου εντός των στοιχείων αυτής αερίου εκ του παρεχοµένου καυσίµου.
στ) Να υφίσταται δείκτης ροής του καυσίµου, όστις είναι πλήρης προ και µετά την παροχήν, τούτου σηµειουµένου απαραιτήτως επί παρ’ αυτόν τοποθετουµένου πινακιδίου.
ζ) Να είναι αύτη εφοδιασµένη δια βαλβίδος αντεπιστροφής.
η) Να είναι εφωδιασµένη δια καταλλήλου µηχανισµού, µη επιτρεποµέντος την παροχήν άνευ µηδενισµού των ενδείξεων προηγούµενης παροχής.
θ) Το επιστόµιον παροχής λειτουργεί δια διπλής βαλβίδος (χειρισµού και πιέσεως).
ι) Η υποδοχή του επιστοµίου εκβάλλει οπωσδήποτε εκτός του κελύφους της αντλίας τυχόν αποµένουσαν ποσότητα καυσίµου, ήτοι να είναι κλειστή ως προς τον εσωτερικόν του κελύφους χώρον, ένθα ο µηχανισµός αντλήσεως.
ια) Υφίσταται σύστηµα φυσικού αερισµού του εσωτερικού του κελύφους χώρου.
ιβ) Υφίσταται δυνατότης εξασφαλίσεως της αντλίας από απόψεως ακριβούς παροχής µέσω ειδικών µολυβδοσφαγίδων, διατηρουµένων ανεπάφων επί ποινή αφαιρέσεως της αδείας λειτουργίας του πρατηρίου.
ιγ) Η αντλία φέρει υποχρεωτικώς ίδιον φωτισµόν προς παρακολούθησιν των ενδείξεων.
ιδ) Η αντλία συνοδεύεται υποχρεωτικώς υπό πινακιδίου προσηρµοσµένου επί ταύτης και αναγράφοντος το εργοστάσιον κατασκευής, τον τύπον και τον αριθµόν σειράς αυτής.
ιε) Ο όλος µηχανισµός της αντλίας περικλείεται εντός κελύφους µεταλλικής κατασκευής, εξαιρουµένων των χειροκινήτων αντλιών.
2. Η έγκρισις του τύπου των αντλιών παρέχεται υπό του Υπουργείου Εµπορίου, κατά τας εκάστοτε ισχύουσας διατάξεις.
3. Εγκατάστασις αντλιών οροφής επιτρέπεται υπό τους εν τοις προηγουµένοις παραγράφοις του παρόντος άρθρου προβλεποµένους όρους πλην του τοιούτου της περίπτ. ι΄ παρ. 1 και υπό τους κατωτέρω προσθέτους τοιούτους :
α) Το κύριον συγκρότηµα του µηχανισµού αντλήσεως τοποθετείται επί νησίδος διαστάσεων αναλόγων προς τας απαιτουµένας δια την εγκατάστασιν τούτου. Η νησίς αύτη τοποθετείται εντός της κυρίας κτήσεως του πρατηρίου και εις θέσιν µη παρακωλύουσαν την κίνησιν των ανεφοδιαζοµένων αυτοκινήτων.
β) Ο µετρητής τοποθετείται εις θέσιν ορατήν υπό των οδηγών ανεφοδιαζοµένων δια καυσίµων αυτοκινήτων.
γ) Αι σωληνώσεις είναι απολύτως στεγαναί, λαµβανοµένων απάντων των µέτρων ασφαλείας, ώστε ν’ αποκλείηται η διαρροή καυσίµων.
1. Η ίδρυσις πρατηρίων δια φορητών αντλιών επιτρέπεται εις κωµοπόλεις ή χωρία µε πληθυσµόν κάτω των τριών χιλιάδων (3.000) κατοίκων κατά την τελευταίαν απογραφήν, εφ’ όσον δεν υφίσταται έτερον πρατήριον δια µονίµων αντλιών.
2. Εις τα πρατήρια ταύτα αι φορηταί αντλίαι φυλάσσονται κατά τας ώρας µη λειτουργίας του πρατηρίου εντός ειδικού διαµερίσµατος κατασκευαζοµένου εντός του κτιρίου του πρατηρίου, τηρουµένων των κάτωθι όρων όσον αφορά το ειδικόν τούτο διαµέρισµα :
α) Να είναι κατασκευασµένον καθ’ ολοκληρίαν εξ υλικού ακαύστου µε επικάλυψιν δια πλακός, εκ σιδηροπαγούς σκυροδέµατος.
β) Να φέρη εν µόνον άνοιγµα δια την επικοινωνίαν του µετά του χώρου του πρατηρίου εις την µεγαλυτέραν πλευράν αυτού, κλειόµενον καλώς δια σιδηράς θύρας.
γ) Να αερίζηται επαρκώς, του εξαερισµού επιτυγχανοµένου δια φυσικού ελκυσµού, ήτοι δι’ ειδικής, καλυπτοµένης, δια πυκνού συρµατοπλέγµατος, οπής διαµέτρου δέκα (10) περίπου εκατοστών επί µιας των πλευρών του και εις ύψος από του δαπέδου δέκα πέντε (15) εκατοστών, εφ’ ής να είναι προσηρµοσµένος σωλήν αερισµού της αυτής διαµέτρου εξερχόµενος του κτιρίου υπό συνεχή κλίσιν τουλάχιστον δύο επί τοις εκατόν (2%) και δι’ οµοίας οπής επί της οροφής του διαµερίσµατος, εφ’ ής να είναι προσηρµοσµµένος σωλήν αερισµού της αυτής διαµέτρου εξικνούµενος υπό την στέγην της οικοδοµής .Το άνω στόµιον του σωλήνος τούτου είναι κεκαλυµµένον δια πυκνού συρµατοπλέγµατος.
δ) Εντός του πρατηρίου απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπον εναποθήκευσις κενών ή πλήρων δοχείων ή βαρελίων καυσίµων.
3. Όσον αφορά εις το κτίριον του παρατηρίου τηρούνται οι κάτωθι όροι πλέον των καθοριζοµένων δια τα πρατήρια µετά µονίµων αντλιών :
α) Απαγορεύεται η ύπαρξις υπογείου, κάτωθεν του κτιρίου, εις το πρατήριον.
β) Απαγορεύεται η ύπερθεν του πρατηρίου ύπαρξις ορόφου.
4. Επιτρέπεται η εις άπαντα τα πρατήρια χρήσις φορητών χειροκινήτων αντλιών παροχής µίγµατος βενζίνης µετ’ ορυκτελαίου, µόνον εφ’ όσον αύται εξυπηρετούνται εξ υπογείων δεξαµενών και κατόπιν αδείας χορηγουµένης υπό της αρµοδίας υπηρεσίας επί τη υποβολή αιτήσεως και του βάσει του άρθρου 20 του Ν.∆. 3334/55 γραµµατίου καταθέσεως εις το ∆ηµόσιον Ταµείον δρχ. τριακοσίων (300). Η δια της ως άνω αντλίας ύπαρξις φυλακίου τοποθετήσεώς των δεν είναι υποχρεωτική.
5. Λειτουργούντα ή λειτουργήσαντα πρατήρια δια φοητών αντλιών, από 15ετίας τουλάχιστον, τούτου βεβαιουµένου υπό οιασδήποτε δηµοσίας ή δηµοτικής ή αστυνοµικής αρχής, εις χωρία ή κωµοπόλεις κάτω των τριών χιλιάδων (3.000) κατοίκων κατά την τελευταία απογραφή, µετά ή άνευ αδείας λειτουργίας και δυνάµενα να προσαµόζονται σύµφωνα µε τας διατάξεις του παρόντος, επιτρέπεται η τοιαύτη προσαρµογή και η χορήγηση αδείας λειτουργίας υπό την νέα διαµόφρωση, εφ’ όσον τα πλησιέστερα σηµεία εισόδου – εξόδου αυτού, από τοιούτων ετέρων νοµίµως ιδρυθέντων ή υπό ίδρυση πρατηρίων, απέχουν απόστασιν µετρουµένην επί της αυτής πλευράς και παραλλήλως προς τον άξονα της προς αυτών οδού, τουλάχιστον τριάκοντα (30) µέτρων, τηρουµένων πάντων των λοιπών όρων και προϋποθέσεων των προβλεποµένων υπό των διατάξεων του παρόντος. Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου ισχύουν επί εν έτος, από της δηµοσιεύσεως του παρόντος δια της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως.
1. Τα ληπτέα µέτρα έναντι κινδύνου πυρκαϊάς, άτινα κρίνονται αναγκαία δια την λειτουργίαν του πρατηρίου είναι τα κάτωθι:
α) Έκαστον πρατήριον είναι εφωδιασµέον δια δύο τουλάχιστον πυροσβεστήρων κόνεως έχον έκαστος βάρος περιεχοµένου εξ (6) χιλιόγραµµα ή χωρητικότητα δέκα (10) λίτρων, ή ισαρίθµων πυροσβεστήρων εχόντων άλλον κατασβεστικόν υλικόν εγκεκριµένον υπό της αρµοδίας πυροσβεστικής υπηρεσίας και ανάλογον βάρος περιεχοµένου, ευρισκοµένων εν παντί εις εµφανείς θέσεις και εις κατάστασιν λειτουργίας, ως και δια δύο τουλάχιστον κάδων πλήρων άµµου συνοδευοµένων δι’ ισαρίθµων πτύων.
β) Εις εµφανή θέσιν υφίσταται πινακίς αναγράφουσα την φράσιν «απαγορεύεται το κάπνισµα ως και πάσα χρήσις πυρός», ως και τον αριθµόν τηλεφώνου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
γ) Απαγορεύεται η εναποθήκευσις οιασδήποτε µορφής ευφλέκτων υλών εντός του πρατηρίου, των τιλµάτων φυλασσοµένων εντός σιδηρών δοχείων ή εν συσκευασία επί φορειαµών µεταλλικής κατασκευής.
δ) Απαγορεύεται η εντός του πρατηρίου εναποθήκευσις δοχείων µετά καυσίµου ή κενών τοιούτων.
ε) Απαγορεύεται η χρήσις θερµαστρών πετρελαίου ή τοιούτων δι’ ηλεκτρικής πυρακτώσεως ή δια φλογός εν γένει προς θέρµανσιν του πρατηρίου.
2. Η πλήρωσις των δεξαµενών καυσίµων συντελείται επί παρουσία του πρατηριούχου ή εντεταλµένου υπαλλήλου και υπ’ ευθύνη αυτού και του µεταφορέως, υποχρεουµένων όπως έχουν εν ετοιµότητι τους πρυσοβεστήρες του βυτιοφόρου και πρατηρίου παρά το φρεάτιον, δι’ου συντελείται η πλήρωσις της δεξαµενής δια καυσίµου. Καθ’ όλο το χρονικό διάστηµα πληρώσεως των δεξαµενών του πρατηρίου δέον να τοποθετείται προς της εισόδου αυτού εµπόδιον φέρον πινακίδα πλάτους 1.00 Χ 0,50 µ. επί της οποίας θα υπάρχει η ακόλουθος επιγραφή : «ΚΙΝ∆ΥΝΟΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟ∆ΟΣ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΜΕΧΡΙ ΠΕΡΑΤΟΣ ΑΝΕΦΟ∆ΙΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΡΑΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΚΑΥΣΙΜΑ». Εις περιπτώσεις διαπιστώσεως της µη τρηρήσεως των ανωτέρω µέτρων, αφαιρείται προσωρινώς ή οριστικών η άδεια λειτουργίας του πρατηρίου.
3. Απαγορεύεται η ύπαρξις ως ανοιγµάτων, αεραγωγώνοδηγούντων πρςο υπογείους των πρατηρίων χώρους εις απόαστασιν µικροτέραν των πέντε (5) µέτρων από της πλησιεστέρας αντλίας καυσίµου.
4. Το προσωπικόν του πρατηρίου γνωρίζει την χρήσιν των πυροσβεστήρων.
Άρθρον 15.
∆ικαιούµενα αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας.
1. Άδειαι ιδρύσεως πρατηρίων καυσίµων δηµοσίας χρήσεως χορηγούνται ελευθέρως και απεριορίστως εις παν φυσικόν ή νοµικόν πρόσωπον.
2. Τα φυσικά πρόσωπα προκειµένου να τύχουν αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίµων δηµοσίας χρήσεως, δέον να έχουν συµπληρώσει το 21ον έτος της ηλικίας των και να είναι Έλλληνες υπήκοοι. Η προϋπόθεσις του προηγουµένου εδαφίου της υπηκοότητος απαιτείται, όπως συντρέχη προκειµένου και περί µελών προσωπικών Εταιρειών και Ε.Π.Ε. Κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται η βάσει των διατάξεων του παρόντος χορήγησις αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίµων δηµοσίας χρήσεως εις οµογενείς εκ Ρωσίας, Β. Ηπείρου, Κύπρου, Ρουµανίας, Τουρκίας, Αιγύπτου, ως και εις γεννηθέντα τέκνα τοιούτων προσώπων. Οι εκ Τουρκίας οµογενείς κατά την υποβολήν των δικαιολογητικών επιδεικνύουν επί πλέον εν ισχύϊ δελτίον παραµονής του Κέντρου Αλλοδαπών αναγραφοµένου επί της αιτήσεως του αριθµού µητρώου του ανωτέρου δελτίου. Επί Ανωνύµων Εταιρειών, εχουσών την έδρα των εν τη ηµεδαπή και επί Εταιρείων πετρελαιοειδών οµοίως λειτουργουσών εν Ελλάδι δεν εξετάζεται η υπηκοότης των µετόχων.
3. Έκαστον φυσικόν ή νοµικόν πρόσωπον δικαιούται να τύχη µιας µόνον αδείας λειτουργίας πρατηρίου υγρών καυσίµων δηµοσίας χρήσεως καθ’ άπασαν την Επικράτειαν, υπό την προϋπόθεσιν ότι δεν είναι κάτοχοι τοιαύτης αδείας ετέρου πρατηρίου. Ο περιορισµός του προηγουµένου εδαφίου δεν έχει εφαρµογήν προκειµένου δια πρατήρια ιδρυθέντα ή λειτουργούντα προ της δηµοσιεύσεως της αποφάσεως του Υπουργού Συγκοινωνιών υπ’ αριθ. ΣΤ. 204250/1967 «περί καθορισµού όρων και προϋποθέσεων εγκαταστάσεως και λειτουργίας αντλιών καυσίµων προ πρατηρίων και εις σταθµούς αυτοκινήτων» - Φ.Ε.Κ. 677/Β/21/11/1967, ως επίσης και δια τους κληρονόµους τοιούτων πρατηρίων.
4. Η χορήγησις αδειών λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίµων εις εταιρίας πετρελαιοειδών απαγορεύεται, εκτός αν τούτο προβλέπεται εξ ειδικής µετά του ∆ηµοσίου συµβάσεως και µέχρι του υπ’ αυτής οριζοµένου αριθµού πρατηρίων.
5. Άδειαι ιδρύσεως και λειτουργίας πρατηρίων, δύναται να χορηγούνται εις γεωργικούς συνεταιρισµούς και εις τας ενώσεις αυτών, προς εφοδιασµόν των αυτοκινήτων και των γεωργικών µηχανηµάτων των µελών αυτών.
Άρθρον 16.
Αρµόδιαι δια την χορήγησιν των αδειών υπηρεσίαι.
Αι άδειαι ιδρύσεως και λειτουργίας των πρατηρίων υγρών καυσίµων χορηγούνται υπό των κατά τόπους νοµαρχιών.
Άρθρον 17.
∆ιαδικασία χορηγήσως αδειών ιδρύσεως.
1. ∆ια την χορήγησιν αδείας ιδρύσεως πρατηρίου υποβάλλονται εις την αρµοδίαν υπηρεσίαν τα κάτωθι δικαιολογητικά:
α) Αίτησις του ενδιαφεροµένου.
β) Τοπογραφικόν σχεδιάγραµµα της περιοχής εις τετραπλούν από κλίµακα ένα πος πεντακόσια (1:500) εις ακτίνα εκατόν πενήντα µέτρων (150), εις ο σηµειούται, δι’ ερυθρού χρώµατος, η οικοδοµική και ρυµοτοµική γραµµή, η θέσις του πρατηρίου µε τα πλάτη των οδών (πεζοδροµίων και οδοστρωµάτων) ως και τα είδη των γειτονικών κτισµάτων. Ιδιαιτέρως σηµειούνται αι ακριβείς θέσεις τυχόν υπαρχόντων νοσηλευτικών ιδρυµάτων, αρχαιολογικών χώρων, εργοστασίων ή αποθηκών ευφλέκτων ή εκρηκτικών υλών, εκπαιδευτηρίων, κινηµατογράφων ή θεάτρων, εγκαταστάσεων, ων η λειτουργία προϋποθέτει χρήσιν φλογός, αγωγών υψηλής τάσεως της ∆ΕΗ.
γ) Γραµµάτιον καταθέσεως εις δηµόσιον ταµείον δραχµών πεντακοσίων (500).
δ) Υπεύθυνος δήλωσις του αιτούντος, κατά τας διατάξεις του Ν.∆. 105/69 «περί της ατοµικής ευθύνης του δηλούντος» ότι τυγχάνει ιδιοκτήτης του ακινήτου, ή εφ’ όσον το ακίνητον δεν ανήκει εις αυτόν, υπεύθυνος δήλωσις του ιδιοκτήτου του ακινήτου ή του έχοντος δικαίωµα χρησιµοποιήσεως του ακινήτου, συντασσοµένη συµφώνως προς τας διατάξεις τους Ν.∆. 105/69, εις ην θα δηλούται ότι συναινεί δια την ίδρυσιν του πρατηρίου υπό του αιτούντος. Εις περίπτωσιν ιδρύσεως πρατηρίου εις ιδιωτικόν κοινόχρηστον χώρον οικοπέδου (προκήπιον κλπ.) πολυκατοικίας, αντί της ανωτέρω υπευθύνου δηλώσεως θα υποβάλλεται αντίγραφο του κανονισµού εκ του οποίου δέον να προκύπτει η δυνατότης ιδρύσεως πρατηρίου έµπροσθεν
ταύτης και υπεύθυνος δήλσις του Ν.∆. 105/69 δι’ ης ο αιτών θα δηλοί ότι έχει νόµιµον δικαίωµα χρήσεως του απαιτούµενου προς τούτο χώρου.
ε) Υπεύθυνος δήλωσις, κατά τας διατάξεις του Ν.∆. 105/69, εν η ο αιτών δηλοί ότι δεν κατεδικάσθη επί λιποταξία ή ανυποταξία και ότι δεν υπόκειται εις τας υπό των άρθρων 82 και 83 του Ν.∆ 720/70, «περί στρατολογίας», ως ούτος, εκάστοτε ισχύει, απαγγελλοµένας στερήσεις και ανικανότητας και δεν κατεδικάσθη κατά την τελευταίαν πενταετία δια νοθείαν καύσιµων.
στ) Επίδειξις εκλογικού βιβλιαρίου ή υποβολή βεβαιώσεως περί καταθέσεως δικαιολογητικών δια την έκδοσιν αυτού.
2. Μετά την υποβολήν των κατά την προηγουµένην παράγραφον δικαιολογητικών, διενεργείται αυτοψία υπό δύο ή περισσοτέρων µηχανικών ή υποµηχανικών οριζοµένων υπό του οικείου νοµάρχου, προς γνωµοδότησιν δια την ίδρυσιν εκάστης εγκαταστάσεως και υποβάλλεται σχετική έκθεσις.
3. Εις περιπτώσεις καθ’ ας προκύπτει εκ των υποβαλλοµένων τοπογραφικών σχεδίων ή ακαταλληλότης της προτεινόµενης θέσεως ιδρύσεως πρατηρίων, είτε εκ λόγων αναφεροµένων εις τας διαστάσεις του διατιθεµένου οικοπέδου, είτε εξ άλλων τοιούτων (ως θέσις, γειτνιάζουσαι εγκαταστάσεις) παρέλκει η διενέργεια αυτοψίας.
4. Εφ’ όσον η προτεινόµενη θέσις κρίνεται κατάλληλος δια την ίδρυσιν πρατηρίου, ο ενδιαφερόµενος ειδοποιείται εγγράφως περί τούτου, υποχρεούµενος άµα όπως, εντός εξαµήνου από της επιδόσεως της εν προκειµένου εγγράφου ειδοποιήσεως, ανατρεπτικής προθεσµίας, υποβάλη συµπληρωµατικώς τα κάτωθι δικαιολογητικά:
α) Σχεδιάγραµµα υπό κλίµακα ενός προς πεντήκοντα (1:50) ή προς εκατόν (1:100), εν κατόψει και τοµή, εµφαίνον το κτίριον το οποίον θα χρησιµοποιηθή ως πρατήριον, τας ακριβείς διαστάσεις αυτού, το είδος της κατασκευής των τοίχων, δαπέδων οροφής και των τυχόν
υπάρχοντα διαχωρισµάτων, την θέσιν των εγκατασταθησόµενων αντλιών και δεξαµενών, ως και την µεταξύ αυτών σύνδεσιν, το πλάτος του προ του πρατηρίου ελευθέρου χώρου, την διαµόρφωσιν αυτού, ως και τας λεπτοµερείας συνδέσεώς του µετά της ή των οδών.
β) Σχεδιάγραµµα υπό κλίµακα ένα προς είκσοι (1:20) ή ένα προς πεντήκοντα (1:50) εµφαίνον τας διαστάσεις των δεξαµενών, τον τρόπον εγκαταστάσεως αυτών, τας λεπτοµερείας υδραυλικής συνδέσεώς των µετά των αντλιών, ως και την εν γένει διάταξιν της ηλεκτρικής εγκαταστάσεως.
γ) Τεχνική έκθεσις επί των µηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, εις τριπλούν, δια την προµήθειαν, εγκατάστασιν των αντλιών και δεξαµενών αναλυτικώς ως και απασών των λοιπών µηχανολογικών ή ηλεκτρολογικών εκγαταστάσεων, συντεταγµένος και υπογεγραµµένος υπό του κατά νόµον µηχανικού ή υποµηχανικού.
δ) Προϋπολογισµός της δαπάνης, εις τριπλούν, δια την προµήθειαν, εγκατάστασιν των αντλιών και δεξαµενών αναλυτικώς ως και απασών των λοιπών µηχανολογικών ή ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, συντεταγµένος και υπογεγραµµένος υπό του κατά νόµον µηχανικού ή υποµηχανικού.
ε) Γραµµάτιον καταθέσεως εις δηµόσιον ταµείον δραχµών πεντακοσίων (500) δι’ εκάστην αντλίαν, συνυπολογιζοµένου και του αρχικώς κατατεθέντος τοιούτου και δρχ. 300 δι’ εκάστην φορητήν αντλίαν. Προκειµένου περί τοποθετήσεως αντλίας παρεχούσης κεχωρισµένων ή εν αναµίξει διάφορα είδη καυσίµων υποβάλλεται και δεύτερον γραµµάτιον καταθέσεως εις δηµόσιον ταµείον δραχµών πεντακοσίων (500). Ισόποσον γραµµάτιον υποβάλλεται και εν περιπτώσει εγκαταστάσεως πλυντηρίου – λιπαντηρίου.
Τα κατά τας περιπτ. α΄ και β΄ σχεδιαγράµµατα υποβάλλονται εις τετραπλούν επί τυποποιηµένου χάρτου κατά DIN 476 (594 Χ 841 ή 420 Χ 594 ή 297 Χ 420 ή 210 Χ 297 χιλ.), φέρουν την υπογραφήν του συντάξαντος ταύτα κατά νόµον διπλωµατούχου µηχανικού ή υποµηχανικού και του ενδιαφεροµένου, έχουν δε σηµανθή δεόντως. ∆εξιά και κάτωθι των σχεδιαγραµµάτων συντάσσεται υπόµνηµα φέρον τεχνικάς λεπτοµερείας της κατασκευής ως και τα στοιχεία του αιτούντος. Το κατά την εισαγωγικήν διάταξιν της παρούσας παραγράφου έγγραφον περί καταλληλότητος θέσεως µετά τοπογραφικού σχεδιαγράµµατος κοινοποιείται εις την αρµοδία υπηρεσία του Υπουργείου Βιοµηχανίας και Ενεργείας και εις την αστυνοµικήν αρχήν της περιοχής ένθα προβλέπεται η ίδρυσις του πρατηρίου.
5. Μετά την υποβολήν των κατά την προηγουµένην παράγραφον συµπληρωµατικών δικαιολογητικών, η αρµοδία υπηρεσία προβαίνει εις τον έλεγχον αυτών και εφ’ όσον ταύτα πληρούν τους δια του παρόντος καθοριζοµένου όρους, χορηγεί την άδειαν ιδρύσεως του πρατηρίου υπό την προϋπόθεσιν της προγενεστέρας υποβολής των κάτωθι αποδεικτικών:
α) Αποδεικτικού καταθέσεως εις Τεχνικόν Επιµελητηρίου της Ελλάδος (ΤΕΕ) ή εις τα παραρτήµατα αυτού ή την εξουσιοδοτηµένην υπό του ΕΕ Τράπεζα της αµοιβής του συντάξαντος την µελέτην του κατά νόµον µηχανικού ή υποµηχανικού κατά την διαδικασίαν την οριζοµένην υπό του από 30.5.1956 – 31.5.1956 Β. ∆/τος, «περί κανονισµού του τρόπου καταβολής της αµοιβής των µηχανικών εν γένει».
Και των µεταγενεστέρων αυτού τροποποιήσεων.
β) Αποδεικτικού καταθέσεως :
αα) Επί της αµοιβής του µηχανικού δια την εκπόνησι της τεχνικής µελέτης και την επίβλεψιν των πάσης φύσεως µηχανολογικών εγκαταστάσεων του ιδρυθέντος πρατηρίου του υπό του Α.Ν. 2326/40, «περί Ταµείου Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών ∆ηµοσίων Έργων» και Ν. 546/43, περί των εσόδων της περιουσίας του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου» οριζοµένου ποσοστού εις δύο επί τοις εκατόν (2%) υπέρ του Ταµείου Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών ∆ηµοσίων Έργων (ΤΣΜΕ∆Ε) και ένα επί τοις εκατόν (1%) υπέρ του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ) και ββ) Επί του προϋπολογισµού της κατά την προηγουµένην υποπερίπτωσιν δαπάνης των µηχανολογικών εγκαταστάσεων ποσοστού ενός επί τους χιλίοις (1 ο/οο) υπέρ του ΤΣΜΕ∆Ε και ηµίσεος της µονάδος επί τοις χιλίοις (0,50 ο/οο), υπέρ του ΕΜΠ.
γ) Αποδεικτικού προκαταβληθέντος εις δηµόσιον ταµείον φόρου επί της αµοιβής του κατά τα ανωτέρω διπλωµατούχου µηχανικού η υποµηχανικού δια την µελέτην των εγκαταστάσεων του πρατηρίου.
Αρµόδια δια την κατά την παρούσαν παράγραφον θεώρησιν των σχετικών πινακιδίων αµοιβής των µηχανικών ως και δια την έκδοσιν των σχετικών εντολών καταβολής κρατήσεων υπέρ του δηµοσίου ή υπέρ τρίτων είναι δια µεν την περιοχήν του νοµού Αττικής, το ΤΕΕ, δια δε τας λοιπάς περιοχάς αι διευθύνσεις τεχνικών υπηρεσιών των νοµών, όπου εν υφίστανται παραρτήµατα του ΤΕΕ.
6. Επιτρέπεται η δια της αυτής αποφάσεως χορήγησις αδείας ιδρύσεως πρατηρίου, εφοδιασµένου δια πλειόνων της µιας αντλιών ή τοιούτου περιλαµβάνοντος πλυντήριον – λιπαντήριον.
7. Η άδεια ιδρύσεως, µετά πλήρους σειράς εγκεκριµένων σχεδιαγραµµάτων κοινοποιείται απαραιτήτως εις το αρµόδιο δια την χορήγησιν της αδείας οικοδοµικής πολεοδοµικόν γραφείον, εις τον ενδιαφερόµενο και εις την αρµοδία δια την οδόν υπηρεσία του Υπουργείου ∆ηµοσίων Έργων. Επίσης η άδεια ιδρύσεως κοινοποιείται και ει την οικείαν αστυνοµιήν αρχήν.
8. Η άδεια ιδρύσεως είναι διαρκείας ενός έτους, δυναµένη να παραταθή επί εν εισέτι έτος, εφ’ όσον υποβληθή σχετική αίτησις προ της λήξεως αυτή και διαπιστωθή ότι δεν επερατώθησαν αι εργασίαι κατασκεής της οικοδοµής ή διαµορφώσεως του προς του πρατηρίου χώρου. Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις δύναται να παρέχεται τριών (3) µηνών το πολύ προθεσµία, µετά την λήξιν της παρατάσεως, δια την συµπλήρωσιν τυχόν γενοµένων παραλείψεων της εγκαταστάσεως του παρατηρίου. Αίτησις παρατάσεως της αδείας ιδρύσεως υποβαλλοµένη µετά την λήξιν αυτής ή της παρατάσεώς της θεωρείται ως νέα αίτησις δια την εξ υπαρχής έρευναν χορηγήσεως αδείας ιδρύσεως, υποβαλλοµένων όλων των δικαιολογητικών τα οποία προβλέπονται υπό του παρόντος άρθρου, εκτός των αναφερόµενων εις τας περιπτ. γ΄ και δ΄ της παρ. 4 και α΄, β΄, γ΄ της παρ 5 του παρόντος άρθρου δια τας περιπτώσεις καθ’ ας άπασα η
εγκατάσταση δεν µεταβάλλεται και τα επανυποβαλλόµενα σχεδιαγράµµατα υπογράφονται υπό
του ιδίου µηχανικού.
Άρθρον 18.
∆ιαδικασία χορηγήσως αδειών λειτουργίας.
1. ∆ια την χορήγησιν αδείας λειτουργίας πρατηρίων, προ της λήξεως της ισχύος της αδείας ιδρύσεως αυτού, υποβάλλονται εις την αρµοδίαν υπηρεσίαν τα κάτωθι δικαιολογητικά:
α) Αίτησις του υπέρ ου εξεδόθη η άδεια ιδρύσεως του πρατηρίου.
β) Υπεύθυνος δήλωσις του αιτούντος συντασσοµένη συµφώνως προς τας διατάξεις του Ν.∆. 105/69, ότι ούτος δεν είναι κάτοχος αδείας λειτουργίας ετέρου πρατηρίου η ιδανικών µεριδίων καθ’ άπασαν την επικράτειαν και ότι δεν κατεδικάσθη κατά την τελευταίαν
πενταετίαν δια νοθείαν καυσίµων.
γ) Υπεύθυνος δήλωσις του επιβλέψαντος, κατά νόµον την εκτέλεσιν των µηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, ως και των εργασιών διαµορφώσεως και κατασκευής του πρατηρίου κατά νόµον µηχανικού ή υποµηχανικού συµφώνως προς τας διατάξεις του Ν.∆. 105/69, εν τη οποία δηλούται ότι άπασαι αι εγκαταστάσεις εξετελέσθησαν συµφώνως προς τα εγκριθέντα σχεδιαγράµµατα, τηρηθέντων κατά την εκτέλεσιν των όρων των περιεχοµένων εν τη αδεία ιδρύσεως και τω παρόντι.
β) Βεβαίωσις της αρµοδίας δια την οδόν υπηρεσίας, του Υπουργείου ∆ηµοσίων Έργων ή της οικείας νοµαρχίας, κατά περίπτωσιν ότι η κυκλοφοριακή σύνδεσις του πρατηρίου µετά των οδών εξετελέσθη καλώς και ελήφθη πρόνοια αποχετεύσεως των υδάτων του χώρου αυτού.
2. Εις περίπτωσιν µεταβιβάσεως ή µισθώσεως ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον παραχωρήσεως της εκµεταλλεύσεως πρατηρίου τινος, τυχόντος αδείας ιδρύσεως, η άδεια λειτουργίας χορηγείται επ’ ονόµατι του εις ον παραχωρείται η εκµετάλλευσις επί τη δι’ αιτήσεώς του, υποβολή των κατά τας περιπτώσεις β΄, γ και δ΄ της προηγούµενης παραγράφου δικαιολογητικών ως και των ακολούθων συµπληρωµατικών τοιούτων :
α) Γραµµατίου καταθέσεως εις δηµόσιον ταµείον του προβλεποµένου υπό της παρ. 4 του προηγουµένου άρθρου.
β) Υπευθύνου δηλώσεως του αιτούντος την άδειαν λειτουργίας, συντασσοµένης κατά τας διατάξεις του Ν.∆. 105/69, ότι δεν κατεδικάσθη επί λιποταξία ή ανυποταξία και ότι δεν υπόκειται εις τας υπό των άρθρων 32 και 83 του Ν.∆. 720/70, ως ούτως εκάστοτε ισχύει απαγγελοµµένας στερήσεις και ανικανότητας.
γ) Υπευθύνου δηλώσεως κατά τας διατάξεις του Ν.∆. 105/69 του αιτούντος, ότι έχει νόµινον δικαίωµα εκµεταλλεύσεως του πρατηρίου.
δ) Επίδειξις εκλογικού βιβλιαρίου ή υποβολή βεβαιώσεως περί καταθέσεως δικαιολογητικών δια την έκδοσιν τούτου.
3. Μετά την υποβολήν των ως άνω δικαιολογητικών χορηγείται η άδεια λειουργίας αορίστου διαρκείας.
4. Εις περίπτωσιν καθ’ ην έλαβε χώραν µεταβολή τις των στοιχείων της εγκαταστάσεως του πρατηρίου, µετά την χορήγησιν της αδείας λειτουργίας χορηγείται νέα άδεια λειτουργίας, υπό την προϋπόθεσιν εγκρίσεως των νέων απαιτητών κατά περίπτωσιν σχεδίων, τα οποία δέον να υποβληθούν εις την αρµοδίαν υπηρεσία Συγκοινωνιών δι’ αιτήσεως του ενδιαφεροµένου, εντός ευλόγου προθεσµία από της επελθούσης µεταβολής της εγκαταστάσεως του πρατηρίου. Τα νέα σχέδια συνοδεύονται υπό της απαραιτήτου τεχνικής εκθέσεως της επελθούσης µεταβολής, ως και τυχόν απαιτητών κατά περίπτωσιν παραβόλων και προϋπολογισµού.
5. Εφ’ όσον ήθελον προκύψει στοιχεία συνιστώντα αδυναµίαν περαιτέρω λειτουργίας του πρατηρίου, εκ λόγων αναφεροµένων εις τας εν τω µεταξύ τυχόν δηµιουργηθείσας κυκλοφοριακάς και λοιπάς συνθήκας, δύναται η ∆ιοίκησις να απαγορεύση την συνέχιση της λειτουργίας του πρατηρίου.
6. Η χορηγούµενη άδεια λειτουργίας ουδέν δηµιουργεί δικαίωµα υπέρ ου αύτη ή υπέρ τρίτου, ουδέ τυχόν δισ το πρατήριον δύναται δε, εφ’ όσον διαπιστωθή οποτεδήποτε ότι έπαυσαν υφιστάµεναι αι προϋποθέσεις υφ’ ας εχορηγήθη, να αφαιρεθή προσωρινώς ή οριστικώς δι ητιολογηµένης ειδικής αποφάσεως της χορηγησάσης ταύτην αρχής.
Άρθρον 19.
Αλλαγή δικαιούχων αδείας λειτουργίας.
Εις περίπτωσιν παραχωρήσεως της χρήσεως ή της εκµεταλλεύσεως, εν όλων ή εν µέρει, νοµίµως κατά τας διατάξεις του παρόντος λειτουργούντος πρατηρίου εις τρίτον πρόσωπον, η νέα άδεια λειτουργίας της εγκαταστάσεως, επ’ ονόµατι του τρίτου τούτου προσώπου, εκδίδεται τη υποβολή των κάτωθι δικαιολογητικών:
α) Αιτήσεως του νέου εκµεταλλευτού του πρατηρίου.
β) Υπευθύνου δηλώσεως του νέου εκµεταλλευτού, συντασσοµένη συµφώνως προς τας διατάξεις του Ν.∆. 105/69, κατά τα εν τη περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 17 του παρόντος λεπτοµερώς οριζόµενα και ότι ουδεµία αλλαγή του πρατηρίου επήλθεν.
γ) Γραµµατίου καταθέσεως εις δηµόσιον ταµείον δραχµών πεντακοσίων (500) δι’ εκάστην µόνιµον αντλίαν, δραχµών τριακοσίων (300) δι’ εκάστην φορητήν αντλίαν και δραχµών πεντακοσίων (500) δι’ έκαστον πλυντήριον – λιπαντήριον.
δ) Υπευθύνου δηλώσεως του αιτούντος, συντασσοµένης κατά τας διατάξεις του Ν.∆. 105/69, ότι έχει δικαίωµα εκµεταλλεύσεως του πρατηρίου και ότι ούτος δεν είναι κάτοχος αδείας λειτουργίας ετέρου πρατηρίου ή ιδανικών µεριδίων καθ’ άπασαν την Επικράτειαν.
ε) Επίδειξις εκλογικού βιβλιαρίου ή υποβολή βεβαιώσεως περί καταθέσεως δικαιολογητικών δια την έκδοσιν τούτου.
Άρθρον 20.
Επιθεωρήσεις πρατηρίων.
Αι εγκαταστάσεις των πρατηρίων υπόκεινται εις επιθεώρησιν υπό των αρµοδίων περιφερειακών υπηρεσιών, προς διαπίστωσιν της καλής και συµφώνως προς τους όρους του παρόντος λειτουργίας των. Αι επιθεωρήσεις αύται λαµβάνουν χώρα κατά την κρίσιν της αρµόδιας περιφερειακής υπηρεσίας και εις χρόνον µη δυνάµενον να υπερβή την δεκαετίαν από της προηγούµενης επιθεωρήσεως.
Άρθρον 21.
Αµφισβήτησις δικαιώµατος χρησιµοποιήσεως του ακινήτου ή εκµεταλλεύσεως του πρατηρίου.
1. Εις περιπτώσεις αµφισβητήσεως του δικαιώµατος χρησιµοποιήσεως του ακινήτου:
α) Προ της χορηγήσεως της αδείας ιδρύσεως, αναστέλλεται η χορήγησις ταύτης µέχρι προσκοµίσεως τελεσίδικου εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως επιλυούσης την διαφοράν ή υπευθύνου δηλώσεως κατά τας διατάξεις του Ν.∆.. 105/69 των αµφισβητούντων το δικαίωµα, περί αναγνωρίσεως του σχετικού δικαιώµατος των αιτούντων.
β) Μετά την χορήγησιν της αδείας ιδρύσεως το αίτηµα προωθείται µέχρι του τελικού σταδίου (µέχρι της χορηγήσεως αδείας λειτουργίας) επ’ ονόµατι του τυχόντος της αδείας ιδρύσεως ή του υπ αυτού υποδεικνυοµένου.
2. Εις περιπτώσεις αµφισβητήσεως του δικαιώµατος εκµεταλλεύσεως του πρατηρίου δεν ανακαλείται η χορηγηθείσα άδεια λειτουργίας µέχρι προσκοµίσεως τελεσίδικου εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως.
Άρθρον 22.
Πρατήρια ιδιωτικής χρήσεως.
1. Ως ιδιωτικής χρήσεως πρατήρια, χαρακτηρίζονται εν γένει τα προς εξυπηρέτησιν οχηµάτων ανηκόντων εις την περί ης εξεδόθη η άδεια λειτουργίας ατοµικήν ή µη επιχείρησιν ή νοµικόν πρότυπον δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Τα εν λόγω πρατήρια ιδρύονται εντός του ιδιοκτήτου ή µεµισθωµένου χώρου (περιβόλου) των εγκαταστάσεων των ως άνω επιχειρήσεων.
2. Η εγκατάστασις των ιδιωτικής χρήσεως πρατηρίων πληρούν µόνον τους εν άρθροις 5 παρ. 2 περίπτ. β., ε, παρ. 3 περίπτ. γ΄, ε΄, 6 παρ. 3, 10, 11, 12 και 14 αναφεροµένους εις θέµατα ασφαλείας όρους του παρόντος, των σχετικών αδειών χορηγουµένων τη υποβολή εις την αρµοδίαν υπηρεσίαν απάντων των εν άρθροις 17, 18 και 19 απαιτητών, κατά περίπτωσιν, δικαιολογητικών εκτός αν δι’ ειδικών διατάξεων άλλως ορίζεται, πλην της προβλεποµένης υπό των ανωτέρω άρθρων υπευθύνου δηλώσεως, ότι δεν κατεδικάσθη επί λιποταξία ή ανυποταξία και ότι δεν υπόκειται εις τας υπό των άρθρων 82 και 83 του Ν.∆. 720/1970 περιορισµούς και ότι δεν κατεδικάσθη κατά την τελευταίαν πενταετίαν δια νοθείαν καυσίµων.
3. Εις τον χώρον των πρατηρίων της κατηγορίας ταύτης, και εις εµφανές σηµείον θα υφίσταται, επί ποινή προσωρινής ή οριστικής ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας, πινακίς, διαστάσεων τουλάχιστον 1.00 Χ 0,50 µ. και επί της οποίας θα αναγράφεται η ένδειξις:
«ΠΡΑΤΗΡΙΟΝ Ι∆ΙΩΤΙΚΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΙΣ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΤΗΣ ………….. (αναγράφεται η επιχείρισις) ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ».
Άρθρον 23.
Πρατήρια ιδρυθέντα κατά το παρελθόν.
1. Αιτήσεις δια την ίδρυσιν πρατηρίου υποβληθείσαι µέχρι της 2 Ιανουαρίου 1981 προωθούνται µέχρι του τελικού σταδίου (έκδοσις αδείας λειτουργίας απεριορίστου ισχύος) συµφώνως προς τας προϊσχυσάσας διατάξεις. Αιτήσεις υποβληθείσαι µετά την 2 Ιανουαρίου 1981 θα εξετάζονται µε τας διατάξεις του παρόντος Π. ∆/τος.
2. Πρατήρια ιδρυθέντα βάσει των αποφάσεων του Υπουργού Συγκοινωνιών της υπ’ αριθ. ΣΤ. 204250/1967 και ΣΤ 175800/1968 και του Β. ∆/τος 464/70 «περί όρων και προϋποθέσεων εγκαταστάσεως και λειτουργίας αντλιών καυσίµων προ πρατηρίων, κειµένων εντός εγκεκριµένων σχεδίων πόλων και κωµών ή εντός κατωκηµένων εν γένει περιοχών», δύναται να συνεχίσουν την λειτουργία των, ως έχουν διαµορφωθεί βάσει των εγκεκριµένων υπό των αρµοδίων υπηρεσιών σχεδιαγραµµάτων. Μετά την λήξιν της αδείας λειτουργίας των πρατηρίων των ανωτέρω κατηγοριών, χορηγείται νέα τοιαύτη απεριορίστου διαρκείας τη υποβολή των κάτωθι δικαιολογητικών:
α) Αίτησις του ενδιαφεροµένου.
β) Γραµµάτιον καταθέσεως εις δηµόσιον ταµείον δραχµών τριακοσίων (300) δι’ εκάστην µόνιµον αντλίαν, δραχµών εκατόν (100) δι’ εκάστην φορητήν και δραχµών τριακοσίων (300) δια το πλυντήριον – λιπαντήριον.
γ) Υπεύθυνος δήλωσις του αιτούντος συντασσοµένη συµφώνως προς τας διατάξεις του Ν.∆. 105/69, ότι ουδεµία αλλαγή του πρατηρίου επήλθεν και ότι δεν κατεδικάσθη κατά την τελευταίαν πενταετίαν δια νοθείαν καυσίµων, ως και επί λιποταξία ή ανυποταξία και ότι δεν
υπόκειται εις τας υπό των άρθρων 82 και 83 του Ν.∆. 720/1970, ως ούτος εκάστοτε ισχύει, επαγγελοµένας στερήσεις και ανικανότητας.
Εις τας διατάξεις της παρούσης παραγράφου υπάγονται και τα πρατήρια τα ιδρυθέντα προ της ενάρξεως, ισχύος της ΣΤ 204250/1967 αποφάσεως του Υπουργείου Συγκοινωνιών και τυχόντα νέας αδείας λειτουργίας κατόπιν προσαρµογής των βάσει των διατάξεων των αναφεροµένων εις την παρούσαν παράγραφον.
3.α.) ∆ι’ άπαντα τα λειτουργούνται είτε βάσει αδείας ιδρύσεως, είτε βάσει αδείας λειτουργίας πρατήρια υγρών καυσίµων προ της εκδόσεως της υπ’ αριθ. ΣΤ/204250/67 αποφάσεως του Υπουργού Συγκοινωνιών και µη εφοδιασθέντα εισέτι δια νέας αδείας λειτουργίας (ως προσαρµοζόµενα ή µη προσαρµοζόµενα) µέχρις ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, υποβάλλονται εις την αρµοδίαν υπηρεσίαν, υπό των αδειούχων, εντός προθεσµίας οριζοµένης υπό των κατά τόπους υπηρεσιών συγκοινωνιών, δια τον εφοδιασµόν τούτων δι’ αδείας λειτουργίας, τα κάτωθι δικαιολογητικά :
αα) Αίτησις.
ββ) Γραµµάτιον καταθέσεως εις δηµόσιον ταµείον δραχµών τριακοσίων (300), δι’ εκάστην νοµίµως εγκατεστηµένην µόνιµον αντλίαν και δραχµών εκατόν (100) δι’ εκάστην φορητήν τοιαύτην.
γγ) Υπεύθυνος δήλωσις κατά τας διατάξεις του Ν.∆. 105/69 εις ην δηλούται ότι ο κάτοχος της αδείας δεν κατεδικάσθη επί λιποταξία ή ανυποταξία και ότι δεν υπόκειται εις τας υπό των άρθρων 82 και 83 του Ν.∆. 720/70, ως ούτος εκάστοτε ισχύει, επαγγελλοµένας στερήσεις και ανικανότητας και ότι δεν κατεδικάσθη κατά την τελευταίαν πενταετίαν δια νοθείαν καυσίµων.
β) Μετά την υποβολήν και τον έλεγχον των κατά την προηγουµένην παράγραφον δικαιολογητικών διενεργεί αυτοψία υπό επιτροπής αποτελουµένης εξ:
αα) ενός µηχανικού ή υποµηχανικού της οικείας υπηρεσίας συγκοινωνιών ή εν ελλείψει τούτου ενός µηχανικού ή υποµηχανικού της διευθύνσεως τεχνικών υπηρεσιών του νοµού,
ββ) ενός µηχανικού ή υποµηχανικού του οικείου πολεοδοµικού γραφείου,
γγ) ενός εκπροσώπου της οικείας οργανώσεως των πρατηριούχων,
γ) Η επιτροπή συγκροτείται δι’ αποφάσεως του οικείου νοµάρχου και έχει ως έργον την γνωµοδότησιν επί της δυνατότητος ή µη συνεχίσεως της λειτουργία του πρατηρίου. Κατά την αυτοψία υπό της επιτροπής εξετάζονται:
αα) Εάν αι υφιστάµεναι κυκλοφοριακαί συνθήκαι περί την θέσιν του πρατηρίου επιτρέπουν την λειτουργίαν αυτού άνευ σοβαρών δυσχερειών της κυκλοφορίας των οχηµάτων και πεζών εις την περί της το πρατήριον οδού. Η Επιτροπή αύτη αποφαίνεται περί της µη δυνατότητος της συνεχίσεως της λειτουργίας του πρατηρίου, µετά την στάθµιση των πραγµατικών δεδοµένων και µε πλήρη αιτιολόγηση ότι η συνέχιση της λειτουργίας του πρατηρίου θέτε σε κίνδυνο την ασφάλεια τόσον του πρατηρίου όσον και στης κυκλοφορίας στην περιοχή αυτού. Τα κυκλοφοριακά στοιχεία της παρούσης περιπτώσεως των περιοχών τα οποία κυρίως σταθµίζονται προς τούτο είναι τα κάτωθι:
ααα) Το επιτρεπόµενον όριο ταχύτητος.
βββ) Η ύπαρξις ή µη απαγορευτικής πινακίδος σταθµεύσεως αυτοκινήτων εις την διερχοµένην προ του πρατηρίου οδόν.
γγγ) Το πλάτος της οδού και του πεζοδροµίου.
δδδ) Η διέλευσις ή µη πολλών λεωφορειακών γραµµών δια πυκνών δροµολογίων και γενικώς ο κυκλοφοριακός φόρτος της οδού.
εεε) Η υπάρχουσα ορατότης.
στστστ) Η ύπαρξις ή µη εις το πρατήριον ιδιωτικού χώρου εκτός του πεζοδροµίου σταθµεύσεώς των προς ανεφοδιασµόν αυτοκινήτων.
ζζζ) Η ύπαρξις µιας ή περισσοτέρων λωρίδων κυκλοφορίας.
ββ) Εάν πληρούνται οι όροι των άρθρων 5 παρ. 2 περίπτ. β΄ και 6 παρ. 3 του παρόντος.
γγ) Εάν πλησίον του πρατηρίου υφίσταται εστία πυρός δηµιουργούσα κινδύνους δια την λειτουργίαν αυτού.
δδ) Η δυνατότης διαµορφώσεως του χώρου του πρατηρίου συµφώνως προς τα εγκεκριµένα δια του παρόντος σχεδιαγράµµατα. Εις ας περιπτώσεις τούτο καθίσταται δυνατόν η επιτροπή υποδεικνύει την διαµόρφωσιν ως άνω, εις τας λοπάς δε περιπτώσεις τας δυνατάς βελτιώσεις. Η υποβολή νέων στοιχείων ως σχεδιαγραµµάτων, τεχνικών εκθέσεων, προϋπολογισµών αποδεικτικών καταθέσεων είναι υποχρεωτική εις περίπτωσιν καθ’ ήν το πρατήριον, κατά τας υποδείξεις της επιτροπής, διαµορφούται προς τα εγκεκριµένα σχεδιαγράµµατα ή επέρχονται εις τούτο βελτιώσεις.
δ) Εφ’ όσον η θέσις του πρατηρίου κριθή κατάλληλος, δια την συνέχισιν της λειτουργίας του πρατηρίου, ειδοποιείται ο ενδιαφερόµενος περί τούτου εγγράφως, τάσσεται δε δια του εγγράφου τούτου εύλογος προθεσµία υπό των αρµοδίων κατά τόπους υπηρεσιών συγκοινωνιών δια την διαµόρφωσιν ή βελτίωσιν του χώρου του πρατηρίου και την υποβολήν των κατά τας προηγουµένας περιπτώσεις αναφεροµένων δικαιολογητικών, όπου απαιτείται άδεια λειτουργίας αορίστου διαρκείας. Η άδεια αυτή τελεί υπό τας προϋποθέσεις της παρ. 6 του άρθρου 18 του παρόντος. Πρατήρια µη προσαρµοζόµενα, τα οποία έχουν τύχει ανανεώσεως αδείας λειτουργίας µε τας προϊσχυσάσας διατάξεις µετά την λήξιν της αδείας λειτουργίας των, εξετάζονται συµφώνως προς τας διατάξεις της παρ. 3 του παρόντος άρθρου.
ε) Εις περίπτωσιν καθ’ ην η θέσις του πρατηρίου δεν κρίνεται υπό της επιτροπής κατάλληλος δια την συνέχισιν της λειτουργίας του πρατηρίου, εκ του λόγου ότι δεν πληρούνται οι όροι οι αναφερόµενοι εις την παρ. 3 περίπτ. γ΄ υποπερίπ. ββ΄ του παρόντος άρθρου, η άδεια αυτού δεν ανανεούται και εκδίδεται απόφασις περί σφραγίσεως της εγκαταστάσεως.
στ) Η ως άνω άδεια λειτουργίας του πρατηρίου χορηγείται επ’ ονόµατι του ή των φεροµένων ως δικαιούχων εις την εν ισχύει τελευταίαν άδειαν. Η άδεια αυτή δύναται ωσαύτως να χορηγηθή και επ’ ονόµατι κληρονόµων ή ετέρων φυσικών προσώπων, υπό την προϋπόθεσιν όπως εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν, της αµετακλήτου από της αδείας παραιτήσεως του αδειούχου εκδηλουµένης κατά τας διατάξεις του Ν.∆. 105/69.
ζ) Εις ην περίπτωσιν η Επιτροπή αποφαίνεται περί της µη δυνατότητος συνεχίσεως της λειτουργίας του πρατηρίου δια λόγους κυκλοφοριακούς ή γειτνιάσεως προς εστίαν πυρός, ειδοποιείται προς τούτο δι’ εγγράφου επί αποδείξει, ο ενδιαφερόµενος. Εντός µηνός από της επιδόσεως του εν λόγω εγγράφου δύναται ο ενδιαφερόµενος να ζητήση την επανεξέτασιν του πρατηρίου αυτού, δι’ αιτήσεως, υπό δευτεροβαθµίου επιτροπή, ήτις συγκροτείται δι’ αποφάσεως του οικείου νοµάρχου και αποτελείται εκ των κάτωθι:
αα) του διευθυντού των τεχνικών υπηρεσιών του νοµού ή του νοµίµου αναπληρωτού αυτού,
ββ) του οικείου προϊσταµένου της υπηρεσίας συγκοινωνιών του νοµού και γγ) και ενός εκπροσώπου της οικείας οργανώσεως των πρατηριούχων.
Η επιτροπή διενεργεί επιτόπιον αυτοψίαν και µετ’ εκτίµησιν των πραγµατικών δεδοµένων (πλάτους οδού, πυκνότητος κυκλοφορίας, θέσις πρατηρίου), γνωµοδοτεί δια πλήρους και ητιολογηµένης εκθέσεως περί της δυνατότητος συνεχίσεως ή ου της λειτουργίας του πρατηρίου.
η) Αντικατάστασις των αντλιών ή δεξαµενών των πρατηρίων περί ων το παρόν άρθρον κατά τον χρόνον ισχύος της χορηγηθείσης αδείας λειτουργίας, επιτρέπεται εντός της κυρίας εκτάσεως του χώρου του πρατηρίου. Ωσαύτως επιτρέπεται εις πρατήρια πεζοδροµίου η προσθήκη αντλιών υπό τον όρον ότι δεν θα υπερβαίνουν αύται τας τρεις (3) συνολικώς, της διδύµου λογιζοµένης ως διπλής. Εις περίπτωσιν καθ’ ην υφίσταται επαρκής ιδιωτικός χώρος σταθµεύσεως επιτρέπεται η προσθήκη πλειόνων των τριών αντλιών, εφ’ όσον, κατά την κρίσιν της υπηρεσίας επιτρέπουν ταύτην αι κυκλοφοριακαί συνθήκαι.
Άρθρον 24.
Παλαιά πρατήρια ων ανεκλήθη η άδεια.
1. Πρατήρια µη προσαρµοζόµενα κατά τας προϊσχυσάσας διατάξεις των οποίων ανεκλήθη η άδεια ιδρύσεως ή λειτουργίας δια κυκλοφοριακούς λόγους και δια τα οποία δεν έχει πραγµατοποιηθή η σφράγισίς των ή έχει πραγµατοποιηθή η σφράγισίς των από της 1ης Ιανουαρίου 1978 και εντεύθεν, επανεξετάζονται συµφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 23 του παρόντος.
2. Πρατήρια, µη προσαρµοζόµενα κατά τας προϊσχυσάσας διατάξεις των οποίων ανεκλήθη η άδεια λειτουργίας ή εσφραγίσθηκαν εκ του λόγου ότι δεν ήτο δυνατή η διατήρησις της αδείας λειτουργίας επ’ ονόµατι ετέρου προσώπου, τηρουµένης της διαδικασίας του άρθρου 23 του παρόντος.
Άρθρον 25.
Επαναλειτουργία σφραγισθέντων πρατηρίων.
Εις πρατηριούχους, των οποίων τα πρατήρια εσφραγίσθησαν ή πρόκειται να σφραγισθούν δια λόγους ανεξαρτήτους της θελήσεως αυτών, δύναται να επιτραπεί κατ’ εξαίρεση η ίδρυση και λειτουργία νέου πρατηρίου περιοχήν του αυτού δήµου ή κοινότητος ή οικισµού ή κατωκηµένης περιοχής, τηρουµένων των διατάξεων του παρόντος, πλην των διατάξεων του άρθρου 5 (αρ. 2 περίπτ. ∆΄) αι οποίαι αφορούν την απαιτουµένην απόστασιν υπό ετέρου νοµίµως ιδρυθέντος ή υπό ίδρυσιν πρατηρίου. Εις την περίπτωσιν ταύτην επιτρέπεται η ίδρυσις του νέου πρατηρίου εφ’ όσον τα πλησιέστερα σηµεία εισόδου ή εξόδου αυτού, υπό ετέρου νοµίµως ιδρυθέντος ή υπό ίδρυσιν περί της αυτής πλευράς τη οδού απέχουν απόστασιν µετρουµένη παραλλήλως προς τον άξονα της προς αυτών οδού ίσην ή µεγαλυτέρα των πεντήκοντα (50) µέτρων.
Άρθρον 26.
Εγκαταστάσεις εναποθηκεύσεως εκρηκτικών ή ευφλέκτων υλών.
1. Απαγορεύεται η ίδρυσις και η λειτουργία εγκαταστάσεων εντός των οποίων λαµβάνει χώρα χρήσις φλογός ή εναποθήκευσις εκρηκτικών ή ευφλέκτων υλών, ευρισκοµένων εις απόστασιν µικροτέραν της προβλεποµένης υπό των διατάξεών της παρ. 3 περίπτ. ε΄ και παρ. 2 περίπτ. β΄ του άρθρου 5 του παρόντος.
2. Εις περίπτωσιν υπάρξεως τοιούτων εγκαταστάσεων εις απόστασιν µικροτέραν των προβλεποµένων υπό του παρόντος από εγκατάστασιν λειτουργούντος ή υπό ίδρυσιν πρατηρίου, διατάσσεται η διακοπή λειτουργίας της εγκαταστάσεως αύτης η οποία ιδρύθη µεταγενεστέρως.
Άρθρον 27.
Πρατήρια λειτουργούντα µετά την ισχύν της 204250/1970 αποφάσεως.
Πρατήρια ιδρυθέντα και λειτουργούντα µετά την έναρξιν ισχύος της υπ’ αριθ. Στ. 204250/1970 κανονιστικής αποφάσεως του Υπουργείου Συγκοινωνιών ή ιδρυθησόµενα µε τας διατάξεις του παρόντος Π. ∆/τος και δια τα οποία έπαυσαν υφιστάµεναι αι προϋποθέσεις αι αναφερόµεναι εις τα γεωµετρικά µεγέθη των εγκεκριµένων σχεδιαγραµµάτων διαµορφώσεώς των, δια λόγους ανεξαρτήτους της θελήσεως των ιδιοκτητών αυτών (π.χ. διαπλάτυνσης οδών, µείωσις πλάτους πεζοδροµίου κ.λ.π) θα εξετάζονται σύµφωνα µε τας διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 23 του παρόντος Π. ∆/τος.