Καταργήθηκε από:
Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 20Β_1981 | 933.3 KB |
Εν Αθήναις σήµερον την 8ην του µηνός Οκτωβρίου του έτους 1980, ηµέραν της εβδοµάδος Τετάρτη ηµείς, ο Αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώµατος Παναγιώτης Ποτουρίδης του ∆ηµοσθένους, αποσκοπούντες εις τον προσδιορισµόν των βασικών µέτρων Πυροπροστασίας εις αιθούσας συγκεντρώσεως κοινού, δια την πρόληψιν πυρκαϊών, ατυχηµάτων, διάσωσιν ατόµων και υλικών αγαθών, τα οποία ευρίσκονται ή διακινούνται εντός αυτών και λαβόντες υπ’ όψιν τας διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 616/1977 «περί εκδόσεως Πυροσβεστικών Διατάξεων», ορίζοµεν:
1.Aίθουσαι συγκεντρώσεως κοινού είς τας οποίας εφαρµόζεται η παρούσα διάταξις είναι ίδια αι κάτωθι:
α) θέατρον, β) κινηµατογράφον, γ) εστιάσεως και ψυχαγωγίας, δ) εκθέσεων, ε) διαλέξεων, στ) ∆ικαστηρίων, ζ) Συµβουλίων, η) Εντευκτηρίων, θ) Λεσχών και ι) Χορού.
2. Είς κτίρια των οποίων Τµήµα ή Τµήµατα χρησιµοποιούνται ως αίθουσαι συγκέντρωσης κοινού , η παρούσα έχει εφαρµογήν µόνο επί του Τµήµατος ή των Τµηµάτων τούτων και ούχι εφ’ολοκλήρων των κτιρίων.
3. Ιδιοκτήται. Μισθωταί ή οι καθ’οιονδήποτε τρόπον εκµεταλλευόµενοι την χρήσιν αιθουσών συγκέντρωσης κοινού, υπαγοµένων είς τας διατάξεις των Α.Ν. 445/37 και 446/37 ως συνεπληρώθησαν µεταγενεστέρως δια του Β.∆. 15/17-3-1976, υποχρεούνται να λαµβάνουν τα υπό των Νόµων τούτων και της παρούσης ∆ιατάξεως καθοριζόµενα προληπτικά και καταστασλτικά µέτρα και µέσα Πυρασφάλειας.
4.- Ιδιοκτήται. Μισθωτές ή οι καθ’οποιονδήποτε τρόπον εκµεταλλευόµενοι την χρήσιν αιθουσών συγκέντρωσης κοινού, αι οποίαι δεν εµπίπτουν είς τας διατάξεις των ανωτέρω Νόµων, υποχρεούται να εξασφαλίζουν αποτελεσµατικήν προστασίαν προσωπικού και κοινού κατά των κινδύνων του πυρός και άλλων κινδύνων συµφώνως προς την παρούσαν διάταξιν.
Αι αίθουσαι συγκεντρώσεως κοινού, αναλόγως της χωρητικότητος ατόµων, κατατάσσονται είς τας ακολούθως (3) κατηγορίας :
α) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ‘’Α’’ χωρητικότητας από 50 µέχριµέχρι 200 ατόµων.
β) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ‘’Β’’ χωρητικότητας από 201 µέχρι 1000 ατόµων.
γ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ‘’Γ’’ χωρητικότητας από 1001 και άνω.
1. Εις κτίρια πυραντόχου κατασκευής, υπό την έννοιαν των αναφεροµένων πυριµάχων κατασκευών του άρθρου 4 του κανονισµού θεάτρων κλπ., επιτρέπεται η χρησιµοποίησις χώρων, ως αιθουσών συγκεντρώσεως κοινού, που υπάρχουν εις ορόφους κειµένους εις το ύψος των κυρίων εξόδων και τους υπερκείµενους τούτων ορόφους. Είναι δε όροφος των κυρίων εξόδων του κτιρίου, δια την έννοιαν της παρούσης διατάξεως, ο όροφος εις τον οποίον ευρίσκεται η κύρια είσοδος του κτιρίου.
2. Αίθουσαι συγκεντρώσεως κοινού δύνανται να λειτουργήσουν εις ορόφους, πυραντόχων κτιρίων, υποκειµένους των ορόφων των κυρίων εξόδων µόνον εφ’ όσον αι αίθουσαι αύται και αι εξ αυτών οδεύσεις διαφυγής, µέχρι της κυρίας εξόδου του κτιρίου, διαθέτουν πλήρες αυτόµατον σύστηµα καταιονισµού ύδατος “SPRINKLER” εκτός εάν αι αίθουσαι αύται επικοινωνούν απ’ ευθείας µε ελεύθερον χώρον προσφέροντα ασφαλή διαφυγήν εις το κοινό.
3.Eις κτίρια µη πυραντόχου κατασκευής, επιτρέπεται η χρησιµοποίησις χώρων ως αιθουσών συγκεντρώσεως κοινού των κατηγοριών Α΄και Β΄, µόνον εις τον όροφον των κυρίων εξόδων των.
4.Αι αίθουσαι συγκεντρώσεως κοινού επιβάλλεται να χωρίζονται, των λοιπών χώρων του κτιρίου, δια πυραντόχου κατασκευής, αντοχής κατ΄ελάχιστον, δύο (2) ωρών εις πυρκαϊάν.
1. Ο αριθµός των επιτρεπόµενων ατόµων είς αιθούσεις συγκεντρώσεως κοινού µε καθίσµατα µη µονίµως στερεωµένα επί του δαπέδου ή άνευ καθισµάτων, υπολογίζεται δια διαιρέσεως της επιφάνειας του χρησιµοποιούµενου δαπέδου µε τον αναλογούντα χώρον, ανά άτοµον, ως ακολούθως:
α) Είς πολυσυχνάστους χώρους 0,65 µ2.
β)Είς χώρους µικροτέρου συνοστισµού, όπως αιθούσας εστιάσεως και αναψυχής και εκθέσεων 1.40 µ2 και
γ) Είς αιθούσας αναµονής ή χώρους ορθίων 0,35 µ2
2. Είς εκάστην αίθουσαν είς την οποίαν , είς την οποίαν δεν ευρίσκονται µονίµως στερεωµένα καθίσµατα επί του δαπέδου, πρέπει να αναρτάται είς εµφανές σηµείον, πλησίον
της εισόδου ταύτης, πινάκις εµφαίνουσα το ανώτατων επιτρεπόµενον όριον ατόµων.
Υπέυθυνος δια την ανάρτησιν και διατήρησιν της πινάκιδος αυτής είναι ο εκµεταλευόµενος την αίθουσαν.
3. Είς αιθούσας συγκεντρώσεως κοινού µε καθίσµατα µονίµως στερεωµένα επί του δαπέδου θα υπολογίζεται ανεξαρτήτως των διαδρόµων, επιφάνεια 0,45 µ2 ανά άτοµον είς δε τα θεωρεία επιφάνεια 0,80 µ2 ανά άτοµων.
1.- ∆ια του όρου ‘’ΕΞΟ∆ΟΙ ΚΙΝ∆ΥΝΟΥ’’, κατά την έννοιαν της παρούσης διατάξεως, νοούνται θύραι αι οποίαι οδηγούν απ’ αυθείας έξω του κτιρίου εις ασφαλή ελεύθερον χώρον ή κοινόχρηστον οδόν ή εις οιανδήποτε προστατευοµένην οδόν διαφυγής.
2.- ∆ια του όρου ‘’Ο∆ΕΥΣΙΣ ∆ΙΑΦΥΓΗΣ’’ νοείται µια συνεχής, ασφαλής και άνευ εµποδίων πορεία προς την έξοδον εξ οιουδήποτε σηµείου κτιρίου προς µίαν κοινόχρηστον οδόν ή ασφαλή χώρον. Εις τας οδεύσεις διαφυγής περιλαµβάνονται περάσµατα, προθάλαµοι, κλιµακοστάσια και κυλιόµενες κλίµακες συµφώνως προς το Παράρτηµα “ΣΤ” της παρούσης.
3.- Ανελκυστήρες δεν λογίζονται ως έξοδοι.
4.- Η απόστασις οιουδήποτε σηµείου του κτιρίου ή αιθούσης συγκεντρώσεως εκ της πλησιεστέρας εξόδου πρέπει να µην υπερβαίνη τα 45 µέτρα και εις περίπτωσιν κατά την οποίαν υφίσταται πλήρης κάλυψις δι’ αυτοµάτου συστήµατος καταιονισµού δι’ ύδατος “SPRINKLER” τα 60 µέτρα.
5.- ΄Απαντα τα κλιµακοστάσια και τα κατακόρυφα ανοίγµατα εις κτίρια εις τα οποία
υπάρχουν αίθουσαι συγκεντρώσεως κοινού πρέπει να είναι πυραντόχου κατασκευής και
διαχωρισµένα εκ των υπολοίπων χώρων του κτιρίου µε διαχωρίσµατα πυράντοχα, κατ’
ελάχιστον δύο (2) ωρών. Αι θύραι επί των διαχωρισµάτων να είναι της αυτής πυραντοχής.
6.- Κλιµακοστάσια µεταξύ κυρίως ορόφου και εξώστου εις θέατρα και αιθούσας διαλέξεων
επιτρέπεται να είναι ανοικτά.
1.- O προσδιορισµός του πλάτους των εξόδων κινδύνου καθορίζεται µε βάσιν την µονάδα πλάτους εξόδου, η οποία είναι 55 εκατοστά του µέτρου. Είναι δε µονάς πλάτους το απαιτούµενον πλάτος δια την διέλευσιν ενός ατόµου.
2.- Τα ανοίγµατα των εξόδων κινδύνου, εις µονάδας πλάτους, πρέπει να είναι:
α) ∆ι’ απάσας τας θύρας αι οποίαι οδηγούν εκ του ισογείου εις το εξωτερικόν του κτιρίου, µε διαφοράν δαπέδου µέχρι τρεις (3) βαθµίδας, µία (1) µονάς πλάτους δια κάθε εκατόν(100) άτοµα.
β) ∆ι’ απάσας τας εσωτερικάς, εξωτερικάς και κυλιόµενας κλίµακας µία (1) µονάς πλάτους δια κάθε εξήκοντα (60) άτοµα.
γ) ∆ι’ άπαντας τους άλλους τύπους εξόδων, µία (1) µονάς πλάτους δια κάθε εβδοµήκοντα πέντε (75) άτοµα.
δ) Ανεξαρτήτως των ανωτέρω υπολογισµών, το ελάχιστον πλάτος µιας εξόδου κινδύνου, δι’ αιθούσας συγκεντρώσεως κοινού της Κατηγορίας ‘’Α’’ πρέπει να είναι εν (1) µέτρον και δέκα (10) εκατοστά (1,10), ήτοι δύο (2) µονάδες πλάτους.
1.- Εκάστη αίθουσα συγκεντρώσεως κοινού Κατηγορίας ‘’Α’’ (50-200) πρέπει να διαθέτη δύο (2) εξόδους κινδύνου προς κοινόχρηστον οδόν ή θύρας προς διάδροµον ή ετέρους χώρους αι οποίαι να οδηγούν εκ διαφορετικών κατευθύνσεων εις δύο ανεξαρτήτους οδούς διαφυγής.
2.- Eκάστη αίθουσα συγκεντρώσεως κοινού Κατηγορίας ‘’Β’’ (201-1000 άτοµα) πρέπει να διαθέτη δύο (2) εξόδους κινδύνου ευρισκοµένης της µιας µακράν της άλλης και εφ’ όσον ο αριθµός των ατόµων υπερβαίνη τα εξακόσια (600) άτοµα, κατ’ ελάχιστον τρεις (3) εξόδους κινδύνου.
3.- Εκάστη αίθουσα συγκεντρώσεως κοινού Κατηγορίας ‘’Γ’’ (1001 άτοµα και άνω) πρέπει να διαθέτει πέραν των τριων (3) εξόδων κινδύνου και µίαν επί πλέον έξοδον κινδύνου δια
κάθε 300 άτοµα ή κλάσµα αυτών.
Αι έξοδοι κινδύνου πρέπει να ευρίσκωνται µακράν αλλήλων και η µία εξ αυτών εις αντίθετον πλευράν.
1.- Οι πινακίδες που προβλέπονται από τας διατάξεις του Π.∆.422/8.6.1979 πρέπει να είναι τοποθετηµένες εις εκάστην θύραν εξόδου και όπου υπάρχει αλλαγή κατευθύνσεως των
οδεύσεων διαφυγής.
2.- Εκάστη πινακίς πρέπει να είναι κανονικώς φωτισµένη δια λαµπτήρος ισχύος ουχί µικροτέρας των τεσσάρων (4) Watts και να τροφοδοτήται από το ηλεκτρικόν δίκτυον της πόλεως.
Εις εκάστην περίπτωσιν διακοπής της παροχής του γενικού δικτύου πρέπει να συνεχίζεται η τροφοδότησίς της αυτοµάτως, εξ ασφαλούς λειτουργίας εφεδρικής πηγής η οποία να καλύπτη την κανονικήν λειτουργίαν της επί µίαν (1) ώραν, κατ’ ελάχιστον.
3.- Η µεταγωγή της τροφοδοσίας του συστήµατος φωτισµού των εξόδων κινδύνου από το δίκτυον της πόλεως προς την εφεδρικήν πηγήν και αντιστρόφως, πρέπει να γίνεται αυτοµάτως και άνευ ανθρωπίνου χειρισµού, εις χρονικόν διάστηµα ουχί µεγαλύτερον των δέκα (10) δευτερολέπτων.
1.- Ο φωτισµός των οδεύσεων διαφυγής πρέπει να είναι συνεχής, τεχνητός και να διαρκή όσον και η λειτουργία των αιθουσών, η δε απόδοσις της φωτεινότητος να είναι, κατ’ ελάχιστον, 0,5 LUX, µετρουµένης εις το δάπεδον.
2.- Τα φωτιστικά στοιχεία των οδεύσεων διαφυγής να είναι διατεταγµένα κατά τοιούτον τρόπον, ώστε η βλάβη ενός στοιχείου να µην αφήνει σκοτεινήν περιοχήν.
3.- Η παροχή ηλεκτρικής ενεργείας δια τον φωτισµόν των οδεύσεων διαφυγής πρέπει να είναι από το δίκτυον της πόλεως και εις περίπτωσιν διακοπής τούτου να συνεχίζεται η
τροφοδότησίς του, αυτοµάτως, από εφεδρικήν πηγήν, η οποία να καλύπτει την κανονικήν λειτουργίαν του επί µίαν (1) ώραν κατ’ ελάχιστον, ως εις τας παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 8 της παρούσης ∆ιατάξεως ορίζεται.
4.- Κατά τας ώρας µη λειτουργίας των αιθουσών συγκεντρώσεως κοινού πρέπει να λειτουργούν ειδικά φωτιστικά στοιχεία ασφαλείας, τα οποία να τροφοδοτούνται από ανεξάρτητον κύκλωµα και να διακόπτεται η παροχή ρεύµατος εις το κυρίως δίκτυον της αιθούσης από τον πίνακα διανοµής.
1.- Εις χώρους υψηλού βαθµού κινδύνου κτιρίων εις τα οποία στεγάζονται αίθουσαι συγκεντρώσεως κοινού, πρέπει να τοποθετήται σύστηµα αυτοµάτου ανιχνεύσεως πυρκαϊάς, συµφώνως προς το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ‘’Α’’ της παρούσης. Ως χώρος υψηλού βαθµού κινδύνου νοείται κάθε εστεγασµένος χώρος εις τον οποίον υπάρχει πιθανότης εµφανίσεως και ταχείας εξαπλώσεως πυρκαϊάς µε κίνδυνον παγιδεύσεως ατόµων εξ αυτής, λόγω των ευφλέκτων υλικών τα οποία υπάρχουν εντός αυτού.
2.- Είς άπαντα τα κτίρια τα οποία στεγάζουν αίθουσας συγκεντρώσεως κοινού, πρέπει να τοποθετήται σύστηµα χειροκίνητου ενεργοποίησης συναγερµού δια την έγκαιρον εκκένωσιν εις περίπτωσιν πυρκαϊάς ή ετέρου συµβάντος, συµφώνος µε το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «Α» της παρούσης.
3.- ΄Οπου απαιτείται τοποθέτησις αυτοµάτου συστήµατος καταιονισµού ύδατος ‘’SPRINKLER’’, υπό της παρούσης διατάξεως, τούτο να θέτη εις λειτουργίαν το σύστηµα συναγερµού άµα τη δηµιουργία ροής ύδατος εις τον κατακόρυφον σωλήνα τροφοδοσίας του.
4.- Τα ανωτέρω συστήµατα των παραγράφων 1,2 και 3 του παρόντος άρθρου πρέπει να συνδέωνται µετά των ηχητικών και φωτιστικών µέσων συναγερµού, σειρήνας, βοµβητάς, κώδωνας και φωτεινούς επαναλήπτας.
5.- Εις αιθούσας συγκεντρώσεως κοινού αι οποίαι διαθέτουν σκηνήν προς παρουσίασιν παραστάσεων ή οθόνην προς προβολήν FILMS, εικόνων και ετέρου συναφούς υλικού πρέπει να εφαρµόζωνται και τα κάτωθι µέτρα:
α) Τα ηχητικά και φωτεινά σήµατα συναγερµού να µήν ακούωνται από την αίθουσαν θεατών αλλά να δίδωνται εκτός του χώρου των καθηµένων, εις το γραφείον του υπευθύνου Πυροπροστασίας, τα παρασκήνια και λοιπούς χώρους, προς αποφυγήν δηµιουργίας πανικού.
β) Να ειδοποιείται αµέσως η Πυροσβεστική Υπηρεσία και ακολούθως να γίνεται προσπάθεια κατασβέσεως της πυρκαϊάς από το προσωπικόν πυρασφαλείας της επιχειρήσεως, χωρίς τούτο να καθυστερή ή δυσχεραίνη την έξοδον του κοινού εκ του κτιρίου.
γ) Να υπάρχη µεγαφωνικόν σύστηµα δια του οποίου να καθοδηγήται το κοινόν προς τας εξόδους κινδύνου µε τάξιν.
6.-Τα σήµατα συναγερµού να δίδωνται ως κατωτέρω:
α)Ηχητικόν σήµα το οποίον να δίδη:
(1) ∆ιακοπτοµένην ήχησιν των κωδώνων (γκόνγκ) η οποία να σηµαίνη ειδοποίησιν του προσωπικού Πυροπροστασίας δι’ εκδήλωσιν πυρκαϊάς και προετοιµασίαν εκκενώσεως της αιθούσης.
(2) Συνεχιζοµένην ήχησιν των κωδώνων η οποία σηµαίνει έναρξιν εκκενώσεως της αιθούσης.
β) Φωτεινόν σήµα το οποίον συµπληρώνει το ηχητικόν µε αντίστοιχα φωτεινά σήµατα, ως ακολούθως:
(1) ∆ια την περίπτωσιν της παραγράφου 6α (1) του παρόντος µε αφεσβενόµενον φως, εις κύκλους µεγάλης περιόδου, π.χ. 5 δευτερόλεπτα των φωτεινών στοιχείων.
(2) ∆ια την περίπτωσιν της παραγράφου 6α (2) µε σταθερόν φως των φωτεινών στοιχείων.
1.- Εις αιθούσας συγκεντρώσεως κοινού.
α)Απαγορεύεται :
(1) Η τοποθέτησις µονίµως ή προσκαίρως εις τας διόδους, κλίµακας οδεύσεων διαφυγής και εξόδους κινδύνου, επίπλων και γενικώς αντικειµένων δυναµένων να µειώσουν το πλάτος αυτών ή να παρακωλύσουν οπωσδήποτε την ελευθέραν κυκλοφορίαν του κοινού εις περίπτωσιν κινδύνου.
(2) Η εγκατάστασις προβολέων µεγάλης ακτινοβολουµένης θερµότητος άνευ προστατευτικών διατάξεων αποτρεπτικών προκλήσεως πυρκαϊάς εις υλικά εύφλεκτα.
(3) Η χρήσις υλικών διακοσµήσεως, καιοµένων ζωηρώς µετά φλογός, προς διακόσµησιν τοίχων και ορόφων απάντων των χώρων.
(4) Η διακόσµησις των οδεύσεων διαφυγής και εξόδων κινδύνου δι’ υλικών αναφλεξίµων.
(5) Η ανάρτησις και τοποθέτησις εις χώρους ανοικτούς εις το κοινόν µπαλονίων πεπληρωµένων δι’ ευφλέκτων αερίων.
(6) Η ύπαρξις και η τοποθέτησις εις χώρους ανοικτούς εις το κοινόν πτητικών υγρών καυσίµων, ευφλέκτων διαλυτών, δοχείων αεροζόλ, των οποίων η βασική σύστασις είναι ο υγροποιηµένος υδρογονάνθραξ.
(7) Το κάπνισµα και η χρήσις οιασδήποτε γυµνής φλογός εις χώρους υψηλού βαθµού κινδύνου ή τοιούτους καθοριζοµένους υπό της Πυροσβεστικής Αρχής κατά την κρίσιν αυτής περί του κινδύνου τούτου.
(8) Η χρήσις στακτοδοχείων και καλάθων αχρήστων, εξ αναφλεξίµου υλικού ή µετά πλευρικών οπών.
(9) Η θέρµανσις των αιθουσών δια θερµαστρών οιουδήποτε καυσίµου και ηλεκτρικών τοιούτων εφ’ όσον έχουν εκτεθειµένας ή ορατάς πυρακτωµένας επιφανείας.
(10) Η ύπαρξις κυλίνδρων περιεχόντων αέρια καύσιµα υπό πίεσιν (υγραέριον) πέραν των απολύτως απαραιτήτων δια την λειτουργίαν των αναγκαιουσών συσκευών.
β)Επιβάλλεται:
(1) Οι χώροι υψηλού βαθµού κινδύνου να διαχωρίζωνται εκ των υπολοίπων χώρων δια πυραντόχων χωρισµάτων αντοχής εις πυρκαϊάν κατ΄ελάχιστον δύο (2) ωρών, αι δε θύραι αυτών να κλείνουν αυτοµάτως και να είναι οµοίας αντοχής εις πυρκαϊάν.
(2) Οι χώροι παρασκευής φαγητών µε συσκευάς παραγωγής θερµότητος υπό ηλεκτρικής ενεργείας, φωταερίου ή ετέρας µορφής ενεργείας (κάρβουνα, ξύλα κ.λ.π.) να διαχωρίζωνται από την αίθουσαν συγκεντρώσεως κοινού δια πυραντόχων χωρισµάτων, κατ’ ελάχιστον µιας (1) ώρας και τα ανοίγµατα αυτών να προστατεύωνται δια θυρών οµοίας αντοχής εις πυρκαϊάν και να κλείνουν αυτοµάτως.
(3) Η εναποθήκευσις των υγρών καυσίµων τα οποία χρησιµοποιούνται δια συσκευάς καύσεως να γίνεται συµφώνως προς τας ισχυούσας, περί εναποθηκεύσεως υγρών καυσίµων, διατάξεις, λαµβανοµένων των προβλεποµένων µέτρων ασφαλείας.
2.- ∆ύναται να γίνεται η παρασκευή φαγητών εις χώρους ανοικτούς προς την αίθουσαν εστιάσεως του κοινού, εφ’ όσον η αίθουσα αυτή διαθέτει πυράντοχα χωρίσµατα προς τους λοιπούς χώρους, κατ’ ελάχιστον, µιας (1) ώρας.
3.- Η δηµιουργία πυροφραγµών δια την ολοκλήρωσιν της διαµερισµατοποιήσεως της πυρκαϊάς κατά µήκος οδεύσεως καλωδιώσεων, σωληνώσεων ή άλλων, συµφώνως µε το Παράρτηµα «Ζ».
1.- Τοιαύτα είναι :
α) Το υδροδοτικόν Πυροσβεστικόν δίκτυον, όπως ορίζεται εις το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «Β» της παρούσης.
β) Το αυτόµατον σύστηµα καταιονισµού ύδατος «SPRINKLER» ως τούτο περιγράφεται εις το Παράρτηµα «Γ» της παρούσης.
γ) Το αυτόµατον σύστηµα καταιονισµού, τοπικής εφαρµογής CO2 ή ξηράς κόνεως ή ετέρου καταλλήλου κατασβεστικού υλικού.
δ) Τα φορητά µέσα (πυροσβεστήρες) αναλόγως των προς προστασίαν χώρων τα οποία πρέπει να είναι κατάλληλα δι’ εκάστην περίπτωσιν και βάρους αναλόγου προς την κατασβεστικήν ικανότητα Πυροσβεστήρος ξηράς κόνεως 6 χιλιογράµµων, κατ’ ελάχιστον, εις αριθµόν ένα (1) δια κάθε 50 τετραγωνικά µέτρα µικτής επιφανείας δαπέδου και ουχί ολιγώτεροι των δύο (2), οι οποίοι, να καλύπτουν τας απαιτήσεις τας οποίας καθορίζουν τα Ελληνικά «Ν.Η.S.» ή
τα πρότυπα του «Ε.Λ.Ο.Τ.» δια των οποίων θα αντικατασταθούν τα «Ν.Η.S.»
Η τοποθέτησις των φορητών µέσων να γίνεται συµφώνως προς τας διατάξεις της παραγράφου 3.6. της υπ’ αριθµ.14602-284/18-3-72 Αποφάσεως Υπουργού Βιοµηχανίας «N.H.S.» 18/1972.
ε) Τα βοηθητικά εργαλεία και µέσα δια των οποίων να εφοδιάζωνται οι ανωτέρω χώροι και ο τρόπος διαφυλάξεώς των, ως αναφέρονται εις το Παράρτηµα «∆» της παρούσης.
2.- Υδροδοτικόν πυροσβεστικόν δίκτυον πρέπει να τοποθετείται εις αιθούσας συγκεντρώσεως κοινού των κατηγοριών «Β» και «Γ» και επί πλέον εις τας ακολούθους περιπτώσεις:
α) Εις αιθούσας συγκεντρώσεως κοινού ανεξαρτήτως κατηγορίας, εφ’ όσον ευρίσκονται εις όροφον κτιρίου υπερβαίνοντα τα 20 µέτρα ύψος.
β) Εις αιθούσας συγκεντρώσεως κοινού, οιουδήποτε ορόφου των οποίων η προσέγγισις δι’ ευκάµπτων σωλήνων τροφοδοτουµένων εκ του εξωτερικού του κτιρίου δι’ ύδατος, είναι δυσχερής.
3.- Εις αιθούσας συγκεντρώσεως κοινού κατηγορίας «Α» του άρθρου 2 της παρούσης ∆ιατάξεως δύναται αντί του υδροδοτικού δικτύου της παραγράφου 1α του παρόντος άρθρου, να τοποθετήται εύκαµπτος σωλήν µετ’ ακροφυσίου, το έτερον άκρον του οποίου να προσαρµόζηται µονίµως εις κρουνόν της εσωτερικής υδραυλικής εγκαταστάσεως, τοποθετηµένον προς τον σκοπόν αυτόν, µήκους 15 µέτρων. Η διάµετρος του σωλήνος να είναι η αυτή µετά της εσωτερικής υδραυλικής
εγκαταστάσεως, δια τας ήδη λειτουργούσας και προκειµένου περί νέων κατασκευών 3/4΄΄ ή 1΄΄, ως και αι σωληνώσεις της εσωτερικής υδραυλικής εγκαταστάσεως, η οποία να τροφοδοτήται υπό παροχής ύδατος της αυτής ή µεγαλυτέρας διαµέτρου.
4.- Αυτόµατον σύστηµα καταιονισµού ύδατος «SPRINKLER» πρέπει να τοποθετήται:
α) Εις την περίπτωσιν της παραγράφου 2 του άρθρου 3 της παρούσης.
β) Εις χώρους υψηλού βαθµού κινδύνου και εις την σκηνήν, παρασκήνια, αποθήκας, σκηνικά κ.λ.π.
5.- Αυτόµατον σύστηµα κατασβέσεως τοπικής εφαρµογής CO2 ή ξηράς κόνεως ή ετέρου καταλλήλου, εγκεκριµένου κατασβεστικού υλικού, δυναµένου να λειτουργή και χειροκινήτως, να τοποθετήται:
α) ΄Ανωθεν απασών των καυτών επιφανειών των συσκευών παρασκευής φαγητών αι οποίαι είναι δυνατόν να προκαλέσουν ανάφλεξιν, ως ηλεκτρικαί κουζίναι, κουζίναι υγραερίου, συσκευαί µε επιφανείας καυτού ελαίου ή µαγειρικού λίπους, ως και εις επιφανείας όπου υπάρχει παρουσία φλογός.
β) Εις τας εγκαταστάσεις απαγωγής καπνών και ατµών, προϊόντων των παρασκευαζοµένων φαγητών.
1.- Η εγκατάστασις των υποδεικνυοµένων δια της παρούσης ∆ιατάξεως συστηµάτων πυροπροστασίας και αι έτεραι σχετικαί εγκαταστάσεις ασφαλείας εκτελούνται επί τη βάσει προηγουµένης µελέτης, συντασσοµένης υπό:
α) Μηχανολόγων ή Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων ή Ναυπηγών ή Πυροµηχανικών πτυχιούχων του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου ή ετέρας ισοτίµου Σχολής της ηµεδαπής ή αλλοδαπής.
β) Πολιτικών Μηχανικών ή Χηµικών Μηχανικών, πτυχιούχων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου ή ετέρας ισοτίµου Σχολής της ηµεδαπής ή αλλοδαπής, υπό τους περιορισµούς των εκάστοτε ισχύουσων ∆ιατάξεων, των αφορωσών τας µηχανολογικάς εν γένει µελέτας.
γ)Μηχανολόγων και Ηλεκτρολόγων Υποµηχανικών πτυχιούχων ανωτέρων Τεχνικών Σχολών υπό τους περιορισµούς των εκάστοτε ισχύουσων ∆ιατάξεων, των αφοσώσων τας κτιριολογικάς και µηχανολογικάς εν γένει µελέτας.
Η µελέτη αυτή υποβάλλεται προς θεώρησιν εις την αρµοδίαν κατά τόπον Πυροσβεστικήν Αρχήν.
Μετά το πέρας των εργασιών εγκαταστάσεως, οι εγκαταστάται υποβάλλουν εις την Πυροσβεστικήν Αρχήν υπεύθυνον δήλωσιν καλής λειτουργίας των εγκαταστάσεων, τας οποίας επραγµατοποίησαν βάσει της εγκριθείσης µελέτης των.
2.- Αι ανωτέρω αναφερόµεναι µελέται να συντάσσονται βάσει των Ελληνικών προτύπων ή εγκυκλίων του Πυροσβεστικού Σώµατος ή εφ’όσον δεν υπάρχουν βάσει των ξένων οµοίων.
3.- Είς περίπτωσιν κτιρίων τα οποία ήδη υπάρχουν και είναι αποδεδειγµένως αδύνατος ή πλήρης συµµόρφωσις προς ορισµένους όρους της παρούσης ∆ιατάξεως η Πυροσβεστική Αρχή, έχει το δικαίωµα εγκρίσεως αποκλίσεων κατά την εφαρµογήν τους, υπό την προϋπόθεσιν ότι δεν θα παραβλάπεται ο βασικός σκοπός της προστασίας του κοινού.
4.- Προς τον σκοπόν της διατηρήσεως του βαθµού πυροπροστασίας εις περιπτώσεις αποκλίσεων η Πυροσβεστική Αρχή δύναται, κατά την κρίσιν της, να επιβάλλη πλείονα των προβλεποµένων δια της παρούσης µέτρων, δι’ αποφάσεως τριµελούς επιτροπής αποτελουµένης εξ υπαλλήλων του Πυροσβεστικού Σώµατος, εκ των οποίων ο είς θα είναι Αξιωµατικός.
Την απόφασιν της Πυροσβεστικής Αρχής έχει το δικαίωµα να προσβάλει ο ενδιαφερόµενος επιχειρηµατίας, εντός δεκαηµέρου ενώπιον ∆ευτεροβαθµίου Επιτροπής, αποτελούµενης, αποτελούµενης εκ του ∆ιοικητού της αρµοδίας κατά τόπον αρµοδίας Πυροσβεστικής Αρχής, ως Προέδρου, ενός Μηχανικού του Υπουργείου ∆ηµοσίων Έργων και ενός Μηχανικού Του Υπουργείου Βιοµηχανίας ως µελών. Ο ενδιαφερόµενος υποβάλλει την ένστασιν του εις την αρµόδιαν, κατά τόπον Πυροσβεστικήν Αρχήν είς την οποίαν έχει την έδραν της και η επιχείρησις του. Εν αδυναµία συγκροτήσεως ∆ευτεροβαθµίου Επιτροπής είς τίνα πόλιν ο αρµόδιος ∆ιοικητής διαβιβάζει ταύτην είς την πλησιεστέραν έχουσαν την δυνατότητα ταύτην Υπηρεσίαν του Πυροσβεστικού Σώµατος.
5. – Η ανωτέρω Επιτροπή συγκροτείται δι’αποφάσεως του οικείου Νοµάρχου τη προτάσει της αρµόδιας, κατά τόπον Πυροσβεστικής Αρχής.
6. – Αι ανωτέρω διατάξεις δεν θίγουν τας τοιαύτας του άρθρου 2 του Α.Ν. 445/37 «περί τροποποιήσεως, συµπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των περί Κινηµατογράφων ∆ιατάξεων».
7.- Η εν παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου απαιτουµένη µελέτη ενεργού πυροπροστασίας υποβάλλεται είς την Πυροσβεστικήν Αρχήν πέραν των προβλεπόνενων υπό του Κεφαλαίου XVII άρθρον 144 του Β.∆. 15/17 Μαϊου 1956 «περί Κανονισµού Θεάτρων-Κινηµατογράφον κλπ».
Οι ∆ιευθυνταί και οι Επιχειρηµατίαι αιθουσών συγκεντρώσεως κοινού οι οποίοι διαλαµβάνονται εις την παρούσαν διάταξιν υποχρεούνται να οργανώνουν και εκπαιδεύουν το προσωπικόν αυτών συνεχώς, εις θέµατα πυροπροστασίας, κατασβέσεως πυρκαϊών, εκκενώσεως αυτών κ.λ.π. συµφώνως προς τα καθοριζόµενα εις το Παράρτηµα «Ε» της παρούσης διατάξεως.
1.- Ο έλεγχος των εν γένει µέτρων πυροπροστασίας ανήκει εις τα Πυροσβεστικά όργανα τα οποία υποχρεούνται να διευκολύνουν οι ∆ιευθυνταί των Επιχειρήσεων ανά πάσαν στιγµήν.
2.- Την ευθύνην της συντηρήσεως και καλής λειτουργίας απάντων των συστηµάτων και µέσων πυροπροστασίας έχει ο καθ΄ οιονδήποτε τρόπον εκµεταλλευόµενος την αίθουσα συγκεντρώσεως κοινού.
1.- Από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης ∆ιάταξεως καθίσταται υποχρεωτική η εφαρµογή των αναφεροµένων εις αυτήν µέτρων πυροπροστασίας εις απάσας τας αιθούσας συγκεντρώσεως κοινού, αι οποίαι ανήκουν εις τας κατηγορίας που περιγράφονται εις την παρούσα διάταξιν.
2.- Ο έλεγχος διαπιστώσεως της εφαρµογής της παρούσης ∆ιατάξεως, εις τας ήδη λειτουργούσας Επιχειρήσεις, από της δηµοσιεύσεώς της εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως άρχεται µετά παρέλευσιν
α) Τριων (3) µηνών δια τα προληπτικά µέτρα και φορητά κατασταλτικά µέσα.
β) Ενός (1) έτους δια τας απαιτουµένας διευθετήσεις και εγκαταστάσεις µονίµων µέτρων ενεργού πυροπροστασίας.
γ) ∆ύο (2) ετών δια τας τυχόν κατασκευαστικάς διευθετήσεις συνθηκών ασφαλείας.
3.-Τα αναφερόµενα Παραρτήµατα εις την παρούσαν ∆ιάταξιν αποτελούν αναπόσπαστον µέρος αυτής.
Οι παραβάται της παρούσης, της οποίας η ισχύς άρχεται από της εις την Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, δηµοσιεύσεώς της, η δε εκτέλεσις ταύτης ανατίθεται εις τα Πυροσβεστικά όργανα, διώκονται και τιµωρούνται συµφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 433 του Ποινικού Κώδικος.
Α. Γ Ε Ν Ι Κ Α :
1.- Εις εκάστην περίπτωσιν εγκαταστάσεως συστήµατος ανιχνεύσεως πυρκαϊάς πρέπει να αποστέληται προς θεώρησιν εις την κατά τόπον αρµοδίαν Πυροσβεστικήν Αρχήν, υπό της ενδιαφεροµένης Επιχειρήσεως µελέτη συνοδευοµένη υπό σχεδίου και υπογεγραµµένη υπό του συντάξαντος ταύτην, βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 1 της υπ΄ αριθ. 3/1980 Πυροσβεστικής ∆ιατάξεως.
2.- Οµοία µελέτη µετά σχεδίου πρέπει να υποβάλη εις την Πυροσβεστικήν Αρχήν και κάθε υπόχρεος Επιχειρήσεως η οποία έχει εγκαταστήσει σύστηµα ανιχνεύσεως πυρκαϊάς προ της ισχύος της υπ’ αριθ. 3/80 Πυροσβεστικής ∆ιάταξεως.
3.- Μετά την εκτέλεσιν της µελέτης ο εγκαταστάτης θα εκδίδη πιστοποιητικόν καλής εκτελέσεως ή υπεύθυνον δήλωσιν του Ν. 105/69, αντίγραφον του οποίου να παραδίδη και εις την αρµοδίαν Πυροσβεστικήν Αρχήν δια τον έλεγχον.
Β. Ε Ι ∆ Ι Κ Α :
1.- Κατηγορίαι ανιχνευτών.
α). Ανιχνευταί θερµότητος.
β). Ανιχνευταί καπνού.
γ). Ανιχνευταί φλογός.
δ). Ανιχνευταί διαφορετικού τύπου των α, β και γ αναφεροµένων, οι οποίοι ανιχνεύουν φαινόµενα έτερα πλην θερµότητος, φλογός ή καπνού εκ πυρκαϊάς.
2.- Τοποθέτησις ανιχνευτών θερµότητος :
Αύτη να γίνεται επί της οροφής του προστατευοµένου χώρου, λαµβανοµένων υπ’ όψιν της κατασκευής της οροφής και των δοµικών στοιχείων, τα οποία την αποτελούν, να ακολουθούνται δε οι εξής κανόνες αποστάσεων ανιχνευτών επί της οροφής.
α). Η απόστασις µεταξύ των ανιχνευτών δεν θα υπερβαίνη την απόστασιν δοκιµής των από ανεγνωρισµένον Κέντρον ∆οκιµών της Χώρας κατασκευής ή προελεύσεώς των.
Η απόστασις ανιχνευτών από οιονδήποτε τοίχον δεν θα υπερβαίνη το ήµισυ της αποστάσεως µεταξύ των ανιχνευτών. Οµοίως το ήµισυ της αποστάσεως µεταξύ των ανιχνευτών θα λαµβάνεται ως το µέγιστον όριον αποστάσεως οιουδήποτε ανιχνευτού εκ διαχωρισµάτων, τα οποία φθάνουν έως την οροφήν ή µέχρι 45 εκατοστά του µέτρου κάτω ταύτης.
β).΄Απαντα τα σηµεία της οροφής να διαθέτουν έναν ανιχνευτήν εις απόστασιν ίσην του 0,7 της αποστάσεως την οποίαν έχει ορίσει το Κέντρον ∆οκιµής του ανιχνευτού ως απόστασιν τοποθετήσεώς του.
Οι ανιχνευταί να τοποθετούνται επί της οροφής, εις απόστασιν άνω των 15 εκατοστών του µέτρου εκ τοίχων ή εάν τοποθετούνται επί τοίχων εις απόστασιν 15 έως 30 εκατοστών του µέτρου εκ της οροφής.
Σχ. 1. Θέσις ανιχνευτού επί της οροφής ή πλαγίου τοίχου.
3.-Τοποθέτησις ανιχνευτών καπνού:
Αύτη να γίνεται επί της οροφής εφαρµοζοµένου του γενικού κανόνος αποστάσεως 9 µέτρων µεταξύ ανιχνευτών. Εις απάσας τας περιπτώσεις θα ακολουθήται η απόστασις την οποίαν συνιστά το Κέντρον ∆οκιµών και ο κατασκευαστής.
Το ανωτέρω σχήµα ισχύει και δια την τοποθέτησιν ανιχνευτών καπνού.
Η απόστασις των ανιχνευτών πλησιέστερον του τοίχου δεν πρέπει να υπερβαίνη το ήµισυ της αποστάσεως µεταξύ ανιχνευτών.
4.-Ανιχνευταί φλογός:
Ούτοι να τοποθετώνται κατόπιν εφαρµογής των οδηγιών του κατασκευαστού περί καλύψεως επιφανειών ανά ανιχνευτήν. Να αποφεύγηται εις τους προστατευοµένους χώρους η τοποθέτησις καθρεπτών ή ετέρων ανακλαστικών επιφανειών, αι οποίαι δυνατόν να δηµιουργήσουν λανθασµένην ενεργοποίησιν των ανιχνευτών.
5.- Εις χώρους µετά υψηλών οροφών προτιµάται ο τύπος ανιχνευτού συνδυασµού καπνού και θερµότητος, εις τρόπον ώστε εάν δεν ενεργοποιηθή ο ανιχνευτής λόγω µη ικανότητος προσεγγίσεως της οροφής εκ καπνού - όταν υπάρχη ψυχρόν στρώµα αέρος - η ενεργοποίησις να επιτυγχάνεται δια της ανόδου της θερµοκρασίας εις προκαθορισµένον σηµείον.
6.- Γενικώς η τοποθέτησις συστήµατος ανιχνεύσεως απαιτεί γνώσεις και εµπειρίαν ως και εφαρµογήν των οδηγιών των κατασκευαστών ανιχνευτών.
Ο συντάσσων την µελέτην θα πρέπει να λαµβάνη υπ’ όψιν του το σχήµα της οροφής, τους εξαερισµούς, τας εξόδους συστήµατος κλιµατισµού, κ.λ.π. δια την σωστήν τοποθέτησιν των συσκευών ανιχνεύσεως, µακράν ρευµάτων αέρος δυναµένων να εµποδίσουν την καλήν λειτουργίαν των.
7.- Εν πλήρες σύστηµα ανιχνεύσεως πυρκαϊάς περιλαµβάνει :
α).Τον πίνακα ήτοι:
(1). Ισαρίθµους ενδείξεις περιοχών, αναλόγως του µεγέθους του συστήµατος, του προστατευοµένου χώρου της επιχειρήσεως ή του κτιρίου.
(2). Κυρίαν και εφεδρικήν ηλεκτρικήν τροφοσίαν χαµηλής τάσεως. Η εφεδρική τροφοδοσία να επαρκή δια συναγερµόν τριάκοντα (30) πρώτων λεπτών.
(3). Σύστηµα αυτοµάτου επανατάξεως.
(4). Σύστηµα επιτηρήσεως γραµµών µετά επιλογικού διακόπτου εντοπισµού της βλάβης.
(5). Σύστηµα αφεσβέσεως φωτεινών επαναληπτών.
(6). Ηχητικά όργανα συναγερµού (σειρήνας, βοµβητάς, κώδωνας).
β). Καλωδιώσεις καταλλήλων διαστάσεων.
γ). Ανιχνευτάς µετά των βάσεών των, µε ένδειξιν ενεργοποιήσεως.
δ). Φωτεινούς επαναλήπτας, οι οποίοι θα τοποθετούνται εις εµφανές σηµείον.
ε). Σειρήνας συναγερµού, βοµβητάς, ηλεκτρικούς κώδωνας.
στ).΄Ενδειξιν ενεργοποιήσεως χειροκινήτου συστήµατος συναγερµού.
Γ.Σύστηµα χειροκινήτου ενεργοποιήσεως.
Όπου απαιτείται από την παρούσα θα τοποθετήται σύστηµα χειροκινήτου ενεργοποιήσεως συναγερµού δια την εκκένωσιν εις περίπτωσιν εκρήξεως πυρκαϊάς ή ετέρου σοβαρού περιστατικού, έχον ως ακολούθως:
Συσκευή µετά κοµβίου χειροκινήτου ενεργοποιήσεως, διαθέτουσα ηλεκτρικάς συνδέσεις µετά συσκευών ηχητικών σηµάτων συναγερµού θα τοποθετήται εις την φυσικήν διαδροµήν αποµακρύνσεως εκ των χώρων, πλησίον εκάστης εξόδου διαφυγής εις εµφανή σηµεία ευκόλου προσεγγίσεως υπό του κοινού ή προσωπικού, άνευ παρεµβαλλοµένων εµποδίων. Πρόσθετες συσκευές µετά κοµβίου χειροκινήτου ενεργοποιήσεως θα τοποθετούνται εις τρόπον ώστε να ευρίσκεται µία (1), κατ’ ελάχιστον, συσκευή, εις απόστασιν 61 µέτρων, κατά µέγιστον όριον, εξ οιουδήποτε σηµείου του χρησιµοποιουµένου χώρου. Αι συσκευαί πρέπει να είναι του ιδίου, εις άπαντας τους χώρους, τύπου εις τους οποίους τοποθετείται το σύστηµα.
Α΄ΓΕΝΙΚΑ:
1.- Τα υδροδοτικά πυροσβεστικά δίκτυα πρέπει να παρουσιάζουν οµοιοµορφίαν, κατασκευαζόµενα συµφώνως προς τας υποδείξεις της Πυροσβεστικής Αρχής.
2.- Η ενδιαφεροµένη Επιχείρησις ή ∆ιεύθυνσις του καταστήµατος αποστέλλει προς θεώρησιν εις την αρµοδίαν Πυροσβεστικήν Αρχήν µελέτην συνοδευοµένην υπό σχεδίου, η οποία εκπονείται βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 1 της υπ’ αριθ. 3/80 Πυροσβεστικής ∆ιατάξεως.
3.- ΄Οµοια µελέτη µετά σχεδίου να συντάσσηται ως ανωτέρω και υποβάληται δι’ εκάστην προγενεστέραν περίπτωσιν, δια την οποίαν έχει δοθεί η έγκρισις από την Πυροσβεστικήν Αρχήν, η οποία δύναται να την αναθεωρήση.
4.- Μετά την εφαρµογήν της µελέτης ο εγκαταστάτης να εκδίδη πιστοποιητικόν καλής εκτελέσεως ή υπεύθυνον δήλωσιν του Ν. 105/69, αντίγραφον του οποίου να παραδίδη και εις την αρµοδίαν Πυροσβεστικήν Αρχήν δια τον έλεγχον.
Β΄ΕΙ∆ΙΚΑ
Υδροδοτικόν Πυροσβεστικόν ∆ίκτυον:
1.-Τύποι υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου:
α) Υδροδοτικόν πυροσβεστικόν δίκτυον που να παρέχη ύδωρ µε µόνιµον πίεσιν εις την βάναν (βαλβίδα) της πυροσβεστικής φωλεάς.
β) Υδροδοτικόν πυροσβεστικόν δίκτυον, το οποίον δέχεται ύδωρ αυτοµάτως εις τας σωληνώσεις της µονίµου υδραυλικής εγκαταστάσεως όταν ανοιχθή η βαλβίς (βάνα) της πυροσβεστικής φωλεάς.
γ ) Υδροδοτικόν πυροσβεστικόν δίκτυον το οποίον δέχεται ύδωρ εις το σύστηµα δια µοχλού ή κοµβίου ενεργοποιήσεως της αντλίας, τοποθετηµένου εις εκάστην πυροσβεστικήν φωλεάν.
δ) Υδροδοτικόν πυροσβεστικόν δίκτυον, το οποίον δεν διαθέτει αποθήκην ή σύνδεσιν παροχής ύδατος εκ µονίµου πηγής, ήτοι ξηρού τύπου.
ε) Υδροδοτικόν πυροσβεστικόν δίκτυον, συνδυασµού πυροσβεστικής φωλεάς και SPRINKLER, τροφοδοτουµένων εκ των κατακορύφων σωλήνων συστηµάτων καταιονισµού «SPRINKLER». Εις την περίπτωσιν αυτήν να υπολογίζωνται ποσότητες ύδατος και πιέσεις ικαναί να εξυπηρετούν αµφότερα τα συστήµατα ταυτοχρόνως.
2.-Κατηγορίαι υδροδοτικών πυροσβεστικών δικτύων:
α)Κατηγορία Ι
∆ια την χρήσιν παρά της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και παρ’ ατόµων ειδικευµένων εις την χρήσιν ευκάµπτων σωλήνων των 65 ΜΜ (2 1/2) ιντσών διαµέτρου.
β)Κατηγορία ΙΙ
∆ια την χρήσιν των ενοίκων ή της οµάδος πυροπροστασίας µέχρι της αφίξεως της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας µε εύκαµπτους σωλήνας διαµέτρου 1΄΄ έως 1 3/4΄΄ (25-45ΜΜ).
γ)Κατηγορία ΙΙΙ
∆ια την χρήσιν της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και ειδικευµένου προσωπικού εις την χρήσιν ευκάµπτων σωλήνων διαµέτρου 65 ΜΜ (2 1/2΄΄) και την χρήσιν παρά των ενοίκων µε ευκάµπτους σωλήνας έως 45 ΜΜ (1 3/4΄΄) ήτοι εις εκάστην πυροσβεστικήν φωλεάν να υπάρχουν δύο (2) στόµια (βάναι).
3.- Το µόνιµον υδροδοτικόν πυροσβεστικόν δίκτυον να περιλαµβάνη:
α)Αποθήκην ή πηγήν ύδατος.
β)Πυροσβεστικάς αντλίας, εάν απαιτούνται.
γ)Πίνακα αυτοµατισµών, δια τας αντλίας.
δ)Ρυθµιστήν πιέσεως όπου απαιτείται.
ε) Σωληνώσεις αναλόγου διαµέτρου, δια την παροχήν της απαιτουµένης ποσότητος ύδατος και πιέσεως εις τας συνδέσεις των πυροσβεστικών φωλεών.
στ) Πυροσβεστικάς φωλεάς αι οποίαι να αποτελώνται:
(1) Από την βάναν, ορθογωνικής κατασκευής.
(2) Από τον κορµόν µε τον ηµισύνδεσµον.
(3) Από τον διπλωτήρα ή τυλικτήρα δια να δέχηται διπλωµένον ή τυλιγµένον τον εύκαµπτον σωλήνα.
(4) Aπό τον εύκαµπτον σωλήνα, µε εσωτερικήν επίστρωσιν ελαστικού και µήκους 20 µέτρων, κατ’ανώτατον όριον.
(5) Από τον αυλόν (ακροφύσιον), του οποίου η διάµετρος του προστοµίου να αυξάνη, ή να µειούται και να δίδη την δυνατότητα εκτοξεύσεως ευθείας δέσµης και προπετάσµατος ύδατος «FOG».
(6) Από το ερµάριον (ντουλάπι), κατασκευασµένον από άκαυστα υλικά εντός του οποίου να περιέχωνται όλα τ’ανωτέρω.
(7) Από το κοµβίον ή µοχλόν ενεργοποιήσεως της αντλίας, όπου απαιτείται.
4.- Πηγαί ύδατος :
α) Μία (1) πηγή ύδατος δια την τροφοδοσίαν ενός µονίµου πυροσβεστικού δικτύου είναι επαρκής, εάν δύναται να τροφοδοτήση αυτοµάτως τούτο, µε την ποσότητα ύδατος, η οποία απαιτείται δια την προστασίαν του κτιρίου και µε τας πιέσεις, τας οποίας απαιτεί εκάστη περίπτωσις.
Τουλάχιστον µία των πηγών ύδατος δια το µόνιµον πυροσβεστικόν δίκτυον να είναι εις θέσιν να τροφοδοτήση τούτο µε τας απαιτουµένας ποσότητας ύδατος έως ότου δευτερεύουσαι πηγαί τροφοδοτήσεως τεθούν εις λειτουργίαν.
5.- Tρόποι παροχής ύδατος εις πυροσβεστικόν υδροδοτικόν δίκτυον :
α) Υδροδοτικόν δίκτυον πόλεως όπου ροή και πίεσις ύδατος είναι επαρκής και συνεχής.
β)Αυτόµατοι πυροσβεστικαί αντλίαι.
γ)Υπερυψωµέναι ή υπόγειοι δεξαµεναί.
δ)Πιεστικαί δεξαµεναί.
ε) Χειροκινήτως ελεγχόµεναι πυροσβεστικαί αντλίαι, αι οποίαι τίθενται εις ενέργειαν δια διακόπτου ή µοχλού, εξ εκάστης πυροσβεστικής φωλεάς.
ζ) Συνδυασµός πιεστικών δεξαµενών και πυροσβεστικών αντλιών, χειροκινήτου λειτουργίας.
6 .- Ελάχιστη απαιτούµνη ποσότης ύδατος:
α). ∆ια µόνιµον υδροδοτικόν πυροσβεστικών δίκτυον της κατηγορίας «Ι» απαιτούνται 1.900 λίτρα ύδατος ανά 1’ (λεπτόν) της ώρας και δια λειτουργίαν αυτού τουλάχιστον 30’ (λεπτών) της ώρας. Είς κτίρια µεγάλης επιφάνειας, είς τα οποία απαιτείται η εγκατάστασις περισσοτέρων του ενός κατακόρυφων σωληνώσεων τροφοδοσίας του µονίµου πυροσβεστικού δικτύου, η ελάχιστη ποσότης ύδατος των 1.900 λίτρων ανά 1’ λεπτόν της ώρας να προσαυξάνεται κατά 950 λίτρα δια κάθε πρόσθετον κατακόρυφον σωλήνα και µέχρις 9.500 λίτρα ανά 1’ λεπτόν συνολικώς κατ’ανώτατον όριον. Η πίεσις του ύδατος είς την υψηλότερον ευρισκόµενην σύνδεσιν πυροσβεστικής φωλέας να είναι 4.4 BAR τουλάχιστον και µε ροής 1.900 λίτρων ανά 1’ λεπτόν της ώρας.
β). ∆ια µόνιµον υδροδοτικόν πυροσβεστικόν δίκτυον της κατηγορίας «ΙΙ» απαιτούνται 380 λίτρα ύδατος άνα 1’ λεπτόν της ώρας και δια λειτουργία 30’ λεπτών της ώρας. Η πίεσις του ύδατος είς την υψηλότερον ευρισκόµενην σύνδεσιν πυροσβεστικής φωλέας να είναι 34 BAR τουλάχιστον και µε ροής ύδατος 380 λίτρων ανά 1’ λεπτόν της ώρας.
γ). ∆ια µόνιµον υδροδοτικόν πυροσβεστικών δίκτυον κατηγορίας «ΙΙΙ» απαιτούνται αι ποσότητες και πιέσεις της καηγορίας «Ι».
δ) Η επιλογή της κατηγορίας του µόνιµου υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου δια κάθε συγκεκριµένην περίπτωσιν να γίνεται κατόπιν εγκρίσεως της Πυροσβεστικής Αρχής αναλόγως του µεγέθους των προς προστασίαν χώρων και του κινδύνου εκρήξεως πυρκαϊάς
εντός αυτών.
ε) Όπου η πηγή ύδατος δεν εξασφαλίζει την απαιτούµενην ποσότητα ύδατος δια την κανονικήν λειτουργίαν του µόνιµου υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου να κατασκευάζηται εντός του κτιρίου αποθήκη χωρητικότητος ικανής δια την εξυπηρέτησιν αυτού επί 30’ λεπτά της ώρας τουλάχιστον.
7.- Επιλογή πυροσβεστικών αντλιών :
α) Όπου η απαιτουµένη πίεσις και παροχή ύδατος δια την τροφοδότησιν µονίµου υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου δεν εξασφαλίζεται κατ’ άλλον τρόπον απαιτείται τοποθέτησις µιας ή περισσοτέρων αντλιών βάσει των υπολογισµών της µελέτης.
β) Η Πυροσβεστική Αρχή δύναται να απαιτήση και αριθµόν εφεδρικών αντλιών, πέραν των εκ της µελέτης καθοριζοµένων.
Αι εφεδρικαί αντλίαι πρέπει να έχουν δυνατότητα αυτοµάτου λειτουργίας εις περίπτωσιν βλάβης ή ανεπαρκείας των αρχικώς προγραµµατισµένων αντλιών.
γ)Αι ανωτέρω κύριαι και εφεδρικαί αντλίαι να είναι:
(1) Ηλεκτροκίνητοι εφ’ όσον υφίσταται και ηλεκτροπαραγωγόν ζεύγος, καταλλήλου ισχύος.
(2)Αυτόνοµοι εσωτερικής καύσεως.
(3) Όπου υπάρχουν κύριαι και εφεδρικαί αντλίαι δύνανται να είναι αι µεν ηλεκτροκίνητοι αι δε αυτόνοµοι, εφ’ όσον δεν υφίσταται ηλεκτροπαραγωγόν ζεύγος.
8.- ∆ια την τροφοδότησιν του µονίµου υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου δι’ ύδατος εκ πυροσβεστικών οχηµάτων, εις περίπτωσιν ανάγκης, να υπάρχη σύνδεσις του κατακορύφου σωλήνος αυτού, απολήγουσα εις δύο (2) στόµια παροχής, εξωτερικώς του κτιρίου, διαµέτρου 63 ΜΜ εκάστης. Ο σωλήν συνδέσεως των στοµίων παροχής µετά του κατακορύφου σωλήνος να έχει διάµετρον 100 ΜΜ και να είναι εφoδιασµένος µε βαλβίδα αντεπιστροφής η οποία να επιτρέπη την ροήν ύδατος µόνον προς το δίκτυον και δια την αποφυγήν ψύξεως του ύδατος εντός της συνδέσεως, να υπάρχη σύστηµα αυτοµάτου αποστραγγίσεώς του.
9.- Κάθε µόνιµον υδροδοτικόν πυροσβεστικόν δίκτυον να διαθέτη µετρητάς πιέσεως εις την πυροσβεστικήν αντλίαν,έφ όσον διατίθεται τοιαύτη, ή τον κατακόρυφον σωλήνα τροφοδοσίας του ως και την υψηλότερον ευρισκοµένην σύνδεσιν πυροσβεστικής φωλεάς.
10.- Ο καθορισµός του αριθµού πυροσβεστικών φωλεών προς κάλυψιν όλων των σηµείων του προς προστασίαν χώρου, υπολογίζεται µε απόστασιν ακτίνος 30 µέτρων ήτοι απόστασιν ίσην µε την καλυπτοµένην από το µήκος 20 µέτρων του ευκάµπτου σωλήνος και µήκος βολής ύδατος 10 µέτρα.
11.- ∆ια προστασίαν των διαφόρων σωληνώσεων του µονίµου υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου εκ του πυρός ή ετέρας µηχανικής βλάβης να προτιµάται η τοποθέτησις αυτών εις κλιµακοστάσια ή πλησίον αυτών.
12.- Η εσωτερική διάµετρος των κατακορύφων σωληνώσεων ενός µονίµου υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου να είναι ανάλογος των απαιτουµένων εκάστοτε ποσοτήτων ύδατος και πιέσεων βάσει υδραυλικών υπολογισµών.
13.- Κάθε µόνιµον υδροδοτικόν πυροσβεστικόν δίκτυον να δοκιµάζηται υδροστατικώς εις πίεσιν τουλάχιστον 10 BAR ή εις περίπτωσιν που η πίεσις κανονικής λειτουργίας αυτού είναι ανωτέρα των 7 BAR, η δοκιµή να γίνεται εις πίεσιν τουλάχιστον 3,5 BAR µεγαλυτέραν της πιέσεως κανονικής λειτουργίας αυτού.
ΓΕΝΙΚΑ
Α΄ Ειδικαί οδηγίαι ενεργειών :
1.- ∆ι’ εκάστην περίπτωσιν εγκαταστάσεως αυτοµάτου συστήµατος καταιονισµού ύδατος επιβάλλεται ν΄αποστέλληται προς θεώρησιν εις την κατά τόπον Πυροσβεστικήν Αρχήν υπό της ενδιαφεροµένης Επιχειρήσεως, τεχνική µελέτη του σχεδίου η οποία να εκπονήται βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 1 της υπ’ αριθ. 3/80 Πυροσβεστικής ∆ιατάξεως.
2.- Οµοία µελέτη µετά σχεδίου, δεόντως υπογεγραµµένη δέον να υποβάληται και δι’εκάστην προγενεστέραν περίπτωσιν, δια την οποίαν έχει δοθή η έγκρισις από την αρµοδίαν, κατά τόπον Πυροσβεστική Αρχήν, η οποία δύναται να την αναθεωρήση.
3.- Μετά την εκτέλεσιν της µελέτης ο εγκαταστάτης θα εκδίδη πιστοποιητικόν καλής εκτελέσεως ή υπεύθυνον δήλωσιν του Ν.∆. 105/1969, αντίγραφον του οποίου θα παραδίδη και εις την κατά τόπον, αρµοδίαν Πυροσβεστική Αρχήν δια τον έλεγχον.
Β΄ Τύποι εγκαταστάσεων καταιονισµού SPRINKLER SYSTEMS:
Αι εγκαταστάσεις καταιονισµού SPRINKLER SYSTEMS διακρίνονται:
1.- Εις εγκαταστάσεις υγρού τύπου, εις τας οποίας αι σωληνώσεις έχουν διαρκώς ύδωρ υπό πίεσιν.
2.- Εις εγκαταστάσεις ξηρού τύπου, εις τα οποίας αι σωληνώσεις περιέχουν ατµοσφαιρικόν αέρα ή άζωτον (Ν), άνω από το διάγραµµα της βαλβίδος ξηρού τύπου και ύδωρ κάτω απ’αυτό.
3.- Εις εγκαταστάσεις προενεργείας, αι οποίαι αποτελούνται εκ συνδυασµού ανιχνευτών και σωληνώσεων αι οποίαι καταλήγουν εις τους καταιονιστάς. Το ύδωρ εισέρχεται εις τας σωληνώσεις εις περίπτωσιν ενεργοποιήσεως των ανιχνευτών, λόγω ανυψώσεως της θερµοκρασίας.
4.- Εις εγκαταστάσεις ολικού κατακλυσµού (DELUGE) εις τα οποίας οι καταιονισταί ύδατος είναι ανοικτού τύπου και η βαλβίς ελέγχου επιτρέπει την άµεσον κατάθλιψιν ύδατος από όλους τους καταιονιστάς ταυτοχρόνως εις περίπτωσιν ενεργοποιήσεως του ανιχνευτικού δικτύου.
5.- Εις ειδικάς εγκαταστάσεις συνδυασµού των ανωτέρω.
Σηµείωσις
Αι εγκαταστάσεις υγρού τύπου χρησιµοποιούνται δια την προστασίαν χώρων εις τους οποίους η θερµοκρασία του περιβάλλοντος είναι άνω των 4ο C, ώστε να αποκλείεται ο
κίνδυνος φραγής των σωληνώσεων ή δηµιουργίας µηχανικών βλαβών συνεπεία ψύξεως του περιεχοµένου εντός αυτών ύδατος.
Γ΄.΄Οργανα και µέσα λειτουργίας συστήµατος “SPRINKLER” είναι:
1.- Αποθήκη ύδατος αναλόγου χωρητικότητος προς τας απαιτήσεις των προς προστασίαν χώρων. Η ελαχίστη χωρητικότητα αυτής δύναται να είναι 12 Μ3 εφ’ όσον η αναπλήρωσις του ύδατος γίνεται από µίαν ανεξάντλητον πηγήν εις τον ίδιον βαθµόν αποδόσεως της αντλίας.
2.- Σύνδεσις της αποθήκης µε ανεξάντλητον πηγήν ύδατος. Ως ανεξάντλητοι πηγαί ύδατος θεωρούνται τα αξιόπιστα υδροδοτικά δίκτυα Πόλεων, λίµναι, ποταµοί, φρέατα κ.α.
3.- Πυροσβεστικαί αντλίαι:
α) ΄Οπου η απαιτουµένη πίεσις και παροχή ύδατος δια την τροφοδότησιν συστήµατος ή συστηµάτων καταιονισµού “SPRINKLER” δεν εξασφαλίζεται κατ’ άλλον τρόπον απαιτείται η τοποθέτησις µιας ή περισσοτέρων αντλιών, βάσει των υπολογισµών της µελέτης.
β) Η Πυροσβεστική Υπηρεσία δύναται να απαιτήση και αριθµόν εφεδρικών αντλιών, πέραν των, εκ της µελέτης, καθοριζοµένων.
Αι εφεδρικαί αντλίαι πρέπει να έχουν δυνατότητα αυτοµάτου λειτουργίας εις περίπτωσιν βλάβης ή ανεπαρκείας των αρχικώς προγραµµατισµένων αντλιών.
γ) Αι ανωτέρω, κύριαι και εφεδρικαί αντλίαι πρέπει να είναι:
(1) Ηλεκτροκίνητοι, εφ’ όσον υφίσταται και ηλεκτροπαραγωγόν ζεύγος, καταλλήλου ισχύος.
(2)Αυτόνοµοι εσωτερικής καύσεως.
(3) ΄Οπου υπάρχουν κύριαι και εφεδρικαί αντλίαι δύνανται να είναι αι µεν ηλεκτροκίνητοι αι δε αυτόνοµοι, εφ’ όσον δεν υφίσταται ηλεκτροπαραγωγόν ζεύγος.
(4)Βαλβίς (βάνα) ελέγχου, καταλλήλου µεγέθους.
(5) Βαλβίς αντεπιστροφής, επιτρέπουσα την ροήν ύδατος προς την κατεύθυνσιν των σωληνώσεων των καταιονητήρων.
(6) Σύνδεσις αποστραγγίσεως, δια βάνας ελέγχου, καταλλήλου µεγέθους, η οποία να εξασφαλίζη την αποστράγγισιν του συστήµατος καταιονισµού και την διοχέτευσιν του ύδατος εκτός του κτιρίου, άνευ ζηµιών.
(7) Μετρητής πιέσεως, µετ’ ενδείξεως της πιέσεως, εις τον κατακόρυφον σωλήνα τροφοδοτήσεως.
(8) Συσκευήν ανιχνεύσεως ροής ύδατος συνδεδεµένην µετά του συστήµατος συναγερµού του κτιρίου.
(9) Σύνδεσις σωλήνος 100 ΜΜ, άνω της βαλβίδος αντεπιστροφής µετά του κατακορύφου σωλήνος τροφοδοσίας του συστήµατος καταιονισµού, απολήγουσαν εις δύο στόµια παροχής διαµέτρου 65 ΜΜ, εκτός του κτιρίου δια την τροφοδότησιν του συστήµατος εκ των Πυροσβεστικών oχηµά- των εις περίπτωσιν ανάγκης. Η σύνδεσις να διαθέτη βαλβίδα αντεπιστροφής, επιτρέπουσαν ροήν ύδατος, µόνον προς το σύστηµα καταιονισµού και δυνατότητα αυτοµάτου αποστραγγίσεως.
(10) Σωληνώσεις καταλλήλων διαµέτρων, προς τροφοδοσίαν των καταιονιστών, συµφώνως προς τα ξένα πρότυπα µέχρις εκδόσεως Ελληνικών τοιούτων.
(11) Αι κεφαλαί «SPRINKLER» (καταιονισταί), εκάστη των οποίων να καλύπτει την ακόλουθον επιφάνειαν δαπέδου:
(α) Εις χώρους µικρού βαθµού κινδύνου, η απόστασις µεταξύ καταιονιστών µιας διακλαδώσεως να µην υπερβαίνη τα 4,5 µ. η δε συνολική κάλυψις επιφανείας δαπέδου ανά καταιονιστήν, να µην υπερβαίνη τα 20,25 µ.
(β) Εις χώρους µεσαίου βαθµού κινδύνου, η απόστασις µεταξύ καταιονιστών µιας διακλαδώσεως να µην υπερβαίνη τα 4,5 µ, η δε συνολική κάλυψις επιφανείας δαπέδου ανά καταιονιστή, να µην υπερβαίνη τα 12 τετραγωνικά µέτρα. ΄Οταν, εντός των χώρων µεσαίου κινδύνου, εναποθηκεύονται υλικά ή εµπορεύµατα εις ύψος άνω των 4,5 µέτρων η απόστασις µεταξύ των καταιονιστών µιας διακλαδώσεως να µην υπερβαίνη τα 3,66 µέτρα και η µέγιστη συνολική κάλυψις επιφανείας δαπέδου ανά καταιονιστή να µην υπερβαίνη τα 12 τετραγωνικά µέτρα.
(γ) Εις χώρους υψηλού βαθµού κινδύνου η απόστασις µεταξύ καταιονιστών µιας διακλαδώσεως να µην υπερβαίνη τα 3 µ. και η µέγιστη καλυπτόµενη επιφάνεια τα 9 τ. µ. ανά καταιονιστή.
(12) Σύνδεσις δοκιµής του συστήµατος καταιονισµού, εις µίαν εκ των πλέον αποµεµακρυσµένων διακλαδώσεων καταιονιστών διαµέτρου 25 ΜΜ απολήγουσα, µέσω βάνας ελέγχου, εις ακροφύσιον ιδίας διαµέτρου µε την διάµετρον των καταιονιστών. Η σύνδεσις να καταλήγη εις προσιτόν σηµείον και το ύδωρ της δοκιµής να διοχετεύηται καταλλήλως άνευ ζηµιών.
Σηµείωσις:
1) Τα ανωτέρω στοιχεία είναι αναγκαία εις εκάστην εγκατάστασιν. Αι διάφοροι Εταιρείαι κατασκευής συστηµάτων «SPRINKLER» είναι δυνατόν να έχουν προσθέση και έτερα εξαρτήµατα, τα οποία αποσκοπούν εις την πλέον αξιόπιστον λειτουργίαν του συστήµατος αυτοµάτου καταιονισµού ύδατος (SPRINKLER).
2) H παροχή ύδατος εξ εκάστου καταιονισµού, προκειµένου περί καταιονιστών µετ’ ακροφυσίων διαµέτρου ½ ίντσας (12,7 ΜΜ), δεν πρέπει να είναι µικροτέρα των 55 λίτρων ανά 1 λεπτόν της ώρας. Πρέπει να υπάρχη η απαιτουµένη πίεσις δια να δώση ο κάθε καταιονιστής αυτήν την παροχήν.
3) ∆εν επιτρέπεται η χρήσις καταιονιστών διαφόρων µεγεθών ακροφυσίων εις εν σύστηµα «SPRINKLER». Η ελαχίστη διάµετρος των ακροφυσίων να είναι 12,5 ΜΜ.
4) Η διάρκεια λειτουργίας του συστήµατος καθορίζεται από 30΄-120΄ πρώτα λεπτά.
Είναι ευνόητον ότι η παροχή, αναλόγως του προστατευοµένου χώρου, ως προς τον βαθµόν κινδύνου και η διάρκεια λειτουργίας του συστήµατος καθορίζουν και την απαιτουµένην χωρητικότητα της δεξαµενής, εις περίπτωσιν κατά την οποίαν δεν υπάρχει σύνδεσις µε αξιόπιστον ανεξάντλητον πηγήν ύδατος, η οποία να παρέχη την ποσότητα ύδατος που απαιτείται κατά την λειτουργίαν του συστήµατος.
5) Σωστόν είναι να υπάρχη εγκατάστασις αναγγελίας βλάβης εις το σύστηµα αντλήσεως του συστήµατος ή τυχόν διαρροής ύδατος εκ των σωληνώσεων.
6) Πλησίον εκάστου κατακορύφου σωλήνος τροφοδοσίας συστήµατος «SPRINKLER» να υπάρχη ερµάριον µε ειδικόν κλειδί αντικαταστάσεωςκεφαλών «SPRINKLER» ως και αριθµός εφεδρικών κεφαλών “SPRINKLER” προς άµεσον αντικατάστασιν εάν παραστή ανάγκη.
Α΄ ΓΕΝΙΚΑ:
1.- Αι αίθουσαι συγκεντρώσεως κοινού, επιβάλλεται να εφοδιάζωνται δι’ ωρισµένων βοηθητικών εργαλείων και µέσων.
2.- Τα εργαλεία αυτά να χρησιµοποιηθούν από τας οµάδας Πυροπροστασίας και εκκενώσεως του κτιρίου, δια την αντιµετώπισιν των αναγκών αι οποίαι θα παρουσιασθούν µέχρις αφίξεως των Πυροσβεστών (εγκλωβισµός, διάσωσις ατόµων, διάνοιξις κεκλεισµένης θύρας, σιδηρών ρολών, προσεγγίσεως και προσβολής εστίας πυρκαϊάς κ.λ.π).
3.- Τα εργαλεία και ειδικά µέσα να ευρίσκωνται εντός ειδικού ερµαρίου, εις επίκαιρον και ασφαλή θέσιν πλησίον µιας Πυροσβεστικής φωλεάς.
4.- Το ερµάριον τούτο ονοµάζεται σταθµός και θα λαµβάνη αύξοντα αριθµόν δι’ ευµεγέθων γραµµάτων ως π.χ. “ΠΡΩΤΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΕΙ∆ΙΚΩΝ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΩΝ” “∆ΕΥΤΕΡΟΣ......Κ.Λ.Π.
5.- Ο αριθµός των “ΣΤΑΘΜΩΝ” οι οποίοι θα είναι εφοδιασµένοι δια των ειδικών αυτών εργαλείων και µέσων, θα εξαρτηθή εκ του υπάρχοντος, εις εκάστην αίθουσαν συγκεντρώσεως κοινού, αριθµού φωλεών του υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου ή ετέρου συστήµατος πυροσβέσεως.
Β΄ Ε Ι ∆ Ι Κ Α
1.- Ανά τρεις (3) φωλεάς να υπάρχη και εις (1) “ΣΤΑΘΜΟΣ” δηλαδή εν ειδικόν ερµάριον εντός του οποίου θα ευρίσκωνται:
α) Είς (1) λοστός διαρρήξεως
β) Είς (1) πέλεκυς µεγάλος
γ) Έν (1) πτύον
δ) Μιά (1) αξίνη
ε) Έν (1) σκέπαρνον
στ)Μία (1) κουβέρτα διασώσεως (δύσφλεκτος) και
ζ) ∆ύο (2) ηλεκτρικοί φανοί χειρός.
2. Ανά εννέα (9) πυροσβεστικάς φωλεάς εις τον ανωτέρω “ΣΤΑΘΜΟΝ” θα προστίθενται:
α) Μία αναπνευστική συσκευή οξυγόνου ή πεπιεσµένου ατµοσφαιρικού αέρος.
β)∆ύο (2) ατοµικαί προσωπίδες µετά φίλτρου και
γ)∆ύο (2) κράνη προστατευτικά.
Α΄ ΓΕΝΙΚΑ:
1.΄Οσον ταχύτερον επεµβαίνοµεν εις περίπτωσιν εκρήξεως πυρκαϊάς, τόσον περισσότερον µειούται ο κίνδυνος εξαπλώσεώς της και καθίσταται ευκολοτέρα η κατάσβεσίς της. Το αυτό ισχύει και δια περιπτώσεις κινδυνευόντων ατόµων εκ σοβαρών συµβάντων. ∆ια τον λόγον αυτόν εκάστη αίθουσα συγκεντρώσεως κοινού πρέπει να διαθέτη ειδικόν πρόγραµµα καταπολεµήσεως πυρκαϊάς, το οποίον θα εφαρµόζηται ευθύς ως σηµάνη συναγερµός είτε υπό του αυτοµάτου συστήµατος πυρανιχνεύσεως, είτε δι’ οιουδήποτε ετέρου τρόπου και παραλλήλως µε την ειδοποίησιν της αρµοδίας Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
2. Το εις άνδρας δυναµικόν των οµάδων πυροπροστασίας, ως και τα χρησιµοποιούµενα µέσα κατασβέσεως εις εκάστην επιχείρησιν, κατά περίπτωσιν πρέπει να προσδιορίζονται εις σχέσιν πάντοτε των τοπικών κινδύνων, βάσει των οποίων θα αποφασίζεται, εάν συντρέχη λόγος, να χρησιµοποιούν περισσότερα ή ολιγώτερα αυτόµατα συστήµατα πυροπροστασίας ή φορητά ή µόνιµα µέσα πυροσβέσεως.
3. Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν δηµιουργείται πρόβληµα αµέσου διασώσεως ανθρώπων, εις αιθούσας συγκεντρώσεως κοινού, πρέπει η οµάς Πυροπροστασίας της επιχειρήσεως, αναλόγως των ενδεχοµένων κινδύνων να συµπληρούται και από οµάδα εκκενώσεως η οποία θα έχει ως αποστολήν της την εξασφάλισιν όλων των κινδυνευόντων ανθρώπων. Εχει παρατηρηθή ότι εις πολλάς περιπτώσεις πυρκαϊών αρκετά άτοµα συµβαίνει να µην αντιλαµβάνωνται ή να µην ακούουν το σήµα κινδύνου και να εγκλωβίζονται µέσα εις καιόµενον κτίριον (υπερήλικες, νήπια, ασθενείς και άτοµα που πάσχουν εκ βαρυκοϊας ).
4. Οι ανελκυστήρες γίνονται “παγίδες θανάτου” και δια τούτο πρέπει να αποφεύγηται, πάση θυσία ή χρήσις των.∆ια τον λόγον αυτόν να συνταχθή από εκάστην επιχείρησιν µία τυποποιηµένη σύστασις δια το κοινόν η οποία να ευρίσκεται επάνω εις κινητάς πινακίδας οπουδήποτε υπάρχουν ανελκυστήρες.
Β΄. ΕΙ∆ΙΚΑ :
1.Οµάς Πυροπροστασίας:
α). Αναλόγως της εκτάσεως της επιχειρήσεως και των ειδικών συνθηκών αυτής καθορίζεται το προσωπικόν πυροπροστασίας.
β). Εις την οµάδα πυροπροστασίας καλείται να συµµετέχη οιοσδήποτε εργαζόµενος εις την επιχείρησιν.
γ). Η σύνθεσις της οµάδος πυροπροστασίας αποτελείται από υποοµάδας, εκάστη των οποίων περιλαµβάνει τρεις έως δέκα άνδρας και εξαρτάται κυρίως από σταθερούς συντελεστάς ήτοι:
(1).Του µεγέθους της επιχειρήσεως.
(2).Του κινδύνου της πυρκαϊάς εκ των έξω.
(3). Της αναµενοµένης έξωθεν βοηθείας π.χ. εξ άλλου συγκροτήµατος της επιχειρήσεως ή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
δ). Η οµάς πυροπροστασίας πρέπει να αποτελήται από άνδρας αρτιµελείς αρίστης σωµατικής και πνευµατικής καταστάσεως οι οποίοι θα πρέπει ακόµη να είναι:
(1) ∆ιαθέσιµοι δια την πυροπροστασίαν συµφώνως προς το πρόγραµµα εργασίας και την κυρίαν απασχόλησιν αυτών.
(2) Πειθαρχικοί και δυνάµενοι να ενστερνιστούν το απαραίτητον οµαδικόν πνεύµα.
ε).Η οµάς πυροπροστασίας πρέπει να καλύπτη όλο το 24ωρον.
στ). Αρχηγός οµάδος πυροπροστασίας ορίζεται ο πλέον κατάλληλος εκ του προσωπικού. Ολα τα µέλη πρέπει να έχουν πλήρη γνώσιν των εγκαταστάσεων και των υφισταµένων κινδύνων.
ζ). Η επιλογή των µελών της οµάδος πυροπροστασίας ενεργείται υπό του Αρχηγού πυροπροστασίας και απαιτείται η προς τούτο έγκρισις του ∆ιευθυντού της επιχειρήσεως εις την οποίαν ανήκει η οµάς αυτή.
2. Εκπαίδευσις οµάδος πυροπροστασίας.
α). Στελέχη και λοιπά µέλη της οµάδος Πυροπροστασίας εκπαιδεύονται εις την πρόληψιν, αντιµετώπισιν πυρκαϊών και συναφών καταστάσεων αρχικώς υπό της οικείας Πυροσβεστικής Αρχής.
β).Η εκπαίδευσις αφορά:
(1).Εις την χρήσιν των διατιθεµένων πυροσβεστικών µέσων.
(2).Εις την πρόληψιν πυρκαϊάς ή άλλων συναφών κινδύνων.
(3).Την έγκαιρον σήµανσιν συναγερµού εις περίπτωσιν εκρήξεως πυρκαϊάς και εις την αντιµετώπισιν αυτής.
(4).Την τεχνικήν αντιµετωπίσεως των πυρκαϊών και της προλήψεως αυτών.
γ). Πέραν της αρχικής εκπαιδεύσεως ενεργούνται συµπληρωµατικαί αυτοδύναµοι εκπαιδεύσεις και ασκήσεις ανά τρίµηνον τουλάχιστον, αι οποίαι έχουν ως σκοπόν την
ορθολογιστικήν χρήσιν των διατιθεµένων πυροσβεστικών µέσων υπό της επιχειρήσεως. Εις αυτάς συνιστάται να µετέχουν εκ περιτροπής και εργαζόµενοι, οι οποίοι δεν είναι µέλη της οµάδος πυροπροστασίας.
δ). Ολοι οι εργαζόµενοι να εκπαιδεύονται εις την χρήσιν των πυροσβεστήρων, Πυροσβεστικού δικτύου ύδατος, ή αφρού, συστηµάτων κατασβέσεως δια κόνεως ή διοξειδίου του άνθρακος και γενικώς των µέσων Πυροπροστασίας - διδασκόµενοι περί το πώς πρέπει να ενεργούν εις περίπτωσιν πυρκαϊάς ή άλλης συναφούς καταστάσεως ανάγκης.
ε). Τόσον η εκπαίδευσις όσον και αι ασκήσεις ενεργούνται επί τη βάσει προγράµµατος. Η πιστή τήρησις και εφαρµογή αυτού είναι στοιχείον βασικόν. Το πρόγραµµα να περιλαµβάνη θεωρητικήν και πρακτικήν εκπαίδευσιν προλήψεως και καταστολής πυρκαϊών, της εκπαιδεύσεως ταύτης αναγοµένης εις τα κάτωθι θέµατα:
(1) Εκδηλώσεως και συντηρήσεως του πυρός.
(2) Αιτιών πυρκαϊών.
(3) Αυταναφλέξεως.
(4) Μεταδόσεως του πυρός.
(5)Κατηγοριών πυρκαϊών.
(6) Τρόπου και µέσων κατασβέσεως πυρκαϊών
(7) Πυροσβεστήρων εν γένει, χρήσεως αυτών, ως αι εθνικαί προδιαγραφαί (NHS 10,18,19,20,21 κλπ).
(8) Εγκαταστάσεων και προσβολής του πυρός δι’ύδατος ή αφρού, χρήσεως αυτών καθορισµού καταλλήλων υδροστοµίων κ.λπ.
(9) Εκρήξεων.
(10) Προληπτικών µέτρων πυροπροστασίας επιχειρήσεως.
(11) Κατασταλτικών µέσων πυροπροστασίας επιχειρήσεως και χρήσεως αυτών.
(12) Ασκήσεων κατασβέσεως εικονικής πυρκαϊάς και
(13) Ασκήσεων κατασβέσεως πραγµατικής πυρκαϊάς.
στ). Πραγµατοποιούνται ασκήσεις εκτάκτων συναγερµών δια την δοκιµασίαν και διατήρησιν της ετοιµότητος, των ασκήσεων αυτών επαναλαµβανοµένων τουλάχιστον ανά τρίµηνον. Αι ανωτέρω ασκήσεις πρέπει να γίνωνται και κατά την διάρκειαν δυσµενών συνθηκών (νυκτεριναί, ενώ επικρατούν παγετώνες κ.λ.π.).
ζ). Η οµάς πυροπροστασίας µιας επιχειρήσεως δια να αποδώση αποτελεσµατικώς πρέπει κατ΄ αρχήν να έχη την υποστήριξιν της ∆ιευθύνσεως της επιχειρήσεως εις την οποίαν ανήκει αυτή.
Αύτη πρέπει να αναγνωρίζει και εµπράκτως την ζωτικήν θέσιν της οµάδος πυροπροστασίας εις την καθηµερινήν λειτουργίαν της επιχειρήσεως. ∆ια την λειτουργίαν της οµάδος απαιτείται κατάλληλος εξοπλισµός, ενώ δια την εκπαίδευσιν και την άσκησίν της χρειάζεται χρόνος, ο οποίος προφανώς θα πρέπει να αφαιρεθή από τον προγραµµατισµένον τοιούτον δια την κυρίαν απασχόλησιν των µελών της.
Αµφότερα τα ανωτέρω υπόκεινται φυσικά εις έγκρισιν της επιχειρήσεως. Υπενθυµίζεται όµως ότι η διεύθυνσις είναι η πρώτη υπεύθυνος δια την πυροπροστασίαν της επιχειρήσεως.
3. Καθήκοντα και υποχρεώσεις Αρχηγού Πυροπροστασίας.
α). Καθίσταται συνυπεύθυνος µετά του ∆ιευθυντού της επιχειρήσεως δια πάσαν παράλειψιν, αµέλειαν ή αδιαφορίαν περί την λήψιν και εφαρµογήν απάντων των προβλεποµένων προληπτικών µέτρων και κατασταλτικών µέσων πυροπροστασίας ως και των λοιπών υποχρεώσεών του.
β).Τηρεί πλήρη φάκελλον πυροπροστασίας.
γ). Ορίζει τα όρια δράσεως εκάστης υποοµάδος πυροπροστασίας ως και τα τυχόν ειδικά καθήκοντα των µελών της οµάδος, ίνα εις περίπτωσιν πυρκαϊάς ή ετέρου συναφούς συµβάντος αποφευχθή η σύγχυσις και αταξία µεταξύ των µελών της.
δ). Καταρτίζει τα προγράµµατα εκπαιδεύσεως και ασκήσεων εκτάκτων συναγερµών κατόπιν προηγουµένης συνεργασίας µετά του ∆ιευθυντού της επιχειρήσεως.
ε). Μεριµνά διά την καλήν συντήρησιν των µέσων πυροπροστασίας επιθεωρών ταύτα, ώστε να είναι πάντοτε κατάλληλα δια την χρησιµοποίησίν των.
στ). Ενεργεί τακτικώς επιθεώρησιν των χώρων της επιχειρήσεως δια την ευταξίαν και καθαριότητα αυτών και δίδει τας απαραιτήτους οδηγίας.
ζ). Οταν παρίσταται ανάγκη, συµβουλεύεται την οικείαν Πυροσβεστικήν Αρχήν εις θέµατα πυροπροστασίας, εκπαιδεύσεως κ.λ.π.
η). Εις περίπτωσιν ασκήσεως προσκαλεί, ίνα παρίσταται εις αυτήν και αξιωµατικός της αρµόδιας κατά τόπον Πυροσβεστικής Αρχής.
θ). Προβαίνει εις θεωρητικήν και τακτικήν εκπαίδευσιν του προσωπικού πυροπροστασίας και των λοιπών ατόµων οι οποίοι εργάζονται εις την επιχείρησιν.
ι). Εισηγείται εγκαίρως εις την ∆ιεύθυνσιν της επιχειρήσεως την αντικατάστασιν των καταστάντων ακαταλλήλων πυροσβεστικών µέσων ή την συµπλήρωσίν των.
ια). Ορίζει κατάλληλον µέλος της οµάδος πυροπροστασίας, ίνα τούτο υποστή υπό της Πυροσβεστικής Αρχής, την απαιτουµένην εκπαίδευσιν δια την εκάστοτε αναγόµωσιν των πυροσβεστήρων και συντήρησιν των πυροσβεστικών µέσων γενικώς.
ιβ). Λαµβάνει παν έτερον προληπτικόν µέτρον κατά του πυρός, το οποίον ενδείκνυται εκ των δηµιουργουµένων εκάστοτε συνθηκών, προς τον σκοπόν εξαλείψεως ή µειώσεως των προϋποθέσεων δηµιουργίας πυρκαϊάς και λοιπών συναφών καταστάσεων.
ιγ). Αναρτά διάγραµµα συνθέσεως οµάδος πυροπροστασίας, το οποίον πρέπει να είναι πλήρως ενηµερωµένον.
ιδ). Τηρεί υποχρεωτικώς βιβλίον επιθεωρήσεων, εις το οποίον καταχωρούνται αι διαπιστούµεναι υπ΄ αυτού ελλείψεις, παραλείψεις, συνθήκαι δυνάµεναι να προκαλέσουν πυρκαϊάς και έτεραι δυσµενείς καταστάσεις περί των οποίων δίδει αναφοράν εις τον ∆ιευθυντήν της επιχειρήσεως, ο οποίος λαµβάνει γνώσιν ενυπογράφως.
ιε). Εφοδιάζεται δια πυροσβεστικού δελτίου ταυτότητος υπό της αρµόδιας Πυροσβεστικής Αρχής κατόπιναιτήσεώς του.
ιστ). Εις περίπτωσιν πυρκαϊάς, ανεξαρτήτως µεγέθους, υποχρεούται εις την άµεσον κλήσιν της οικείας Πυροσβεστικής Αρχής.
ιζ). Εις περίπτωσιν απουσίας ή κωλύµατός του αναπληρούται υπό του Υπαρχηγού Πυροπροστασίας.
4. Καθήκοντα και υποχρεώσεις Υπαρχηγού Πυροπροστασίας.
α). Τυγχάνει άµεσος συνεργάτης του Αρχηγού Πυροπροστασίας και βοηθεί αυτόν, συµφώνως προς τας εντολάςτου.
β). Αναπληροί τον Αρχηγόν Πυροπροστασίας εις περίπτωσιν απουσίας ή κωλύµατός του, περιβαλλόµενος µε τα αυτά καθήκοντα και υποχρεώσεις.
γ). Εφοδιάζεται δια πυροσβεστικού δελτίου ταυτότητος υπό της Πυροσβεστικής Αρχής, κατόπιν αιτήσεώς του.
5. Καθήκοντα οµάδος Πυροπροστασίας.
α). Τα στελέχη και το προσωπικόν της οµάδος πυροπροστασίας εκάστης επιχειρήσεως, παραλλήλως προς τα λοιπά καθήκοντά των, πρέπει να µεριµνούν και δια την αντιµετώπισιν των αναγκών πυροπροστασίας της επιχειρήσεως ανταποκρινόµενοι εις τας συναφείς ανάγκας
συντηρήσεως των εγκαταστάσεων πυροπροστασίας και να εξασφαλίζουν τας προϋποθέσεις καταπολεµήσεως των εκάστοτε εκρηγνυόµενων πυρκαϊών. Ειδικώτερον η οµάς Πυροπροστασίας επιβάλλεται να προέρχηται εις τας ακολούθους ενεργείας αι οποίαι αποσκοπούν είτε εις την πρόληψιν, είτε εις την αντιµετώπισιν των πυρκαϊών και λοιπών συναφών κινδύνων:
(1). Την τακτικήν περιοδικήν συντήρησιν θερµικών ή ηλεκτρικών δικτύων, συσκευών και µηχανηµάτων.
(2). Την κατασκευήν πυροφραγµάτων κατά µήκος οδεύσεως καλωδίων ή σωληνώσεων µεταφοράς ηλεκτρικού ή θερµικού φορτίου.
(3). Την διατήρησιν ελευθέρων διαδρόµων διαφυγής προς εξόδους κινδύνου ως και προσπελάσεως δια την παραλαβήν προς χρήσιν των µέσων πυροσβέσεως.
(4). Την κατάστρωσιν σχεδίου και άσκησιν δοκιµαστικής εσπευσµένης εκκενώσεως των χώρων της επιχειρήσεως.
(5). Την εξασφάλισιν κυκλοφορίας τόσον εντός της επιχειρήσεως, όσον και γύρωθεν αυτής κατά την διάρκειαν καταστάσεως ανάγκης.
(6). Την παροχήν πρώτων βοηθειών εις περιπτώσεις καταστάσεως ανάγκης.
(7). Την εξάσκησιν εις τον σωστόν χειρισµόν των συσκευών και εγκαταστάσεων πυροπροστασίας (πυροσβεστήρων, εν γένει συστηµάτων κατασβέσεως, συστήµατος πυρανιχνεύσεως κ.λ.π.).
β). Η οµάς πυροπροστασίας έχει ακόµη και τα κατωτέρω καθήκοντα :
(1). Παρακολουθεί ανελλειπώς την υπό του προγράµµατος προβλεποµένην εκπαίδευσιν και συµµετέχει των ασκήσεων.
(2). Εις περίπτωσιν πυρκαϊάς επεµβαίνει ταχέως δια την καταστολήν της, συµφώνως προς τα καθορισθέντα ειδικά καθήκοντα εκάστου των µελών της.
(3). Το προσωπικόν οφείλει να γνωρίζει τας θέσεις των πυροσβεστικών µέσων, τον τρόπον χρησιµοποιήσεως αυτών, των πινάκων παροχής ηλεκτρικού ρεύµατος εις την επιχείρησιν και των κοµβίων συναγερµού. Επίσης οφείλει να γνωρίζει τους αριθµούς τηλεφώνου κλήσεως της οικείας Πυροσβεστικής Αρχής.
(4). Εκτελεί αναντιρρήτως, τας εντολάς του Αρχηγού και Υπαρχηγού αυτής.
(5). Υποχρεούται να γνωρίζει τους επικινδύνους χώρους και τα πιθανά αίτια εκρήξεως πυρκαϊών ή δηµιουργίας συναφών καταστάσεων.
(6). Εις περίπτωσιν πυρκαϊάς ή ετέρας συναφούς καταστάσεως υποχρεούται εις την άµεσον σήµανσιν συναγερµού και ειδοποίησιν της Πυροσβεστικής Αρχής.
(7). Τα µέλη της αναφέρουν αµελλητί εις τον Αρχηγόν ή Υπαρχηγόν πυροπροστασίας πάσαν παρατηρηθείσαν βλάβην ή ανωµαλίαν λειτουργίας των µέσων πυροσβέσεως ή δηµιουργίαν συνθηκών προκλήσεως πυρκαϊών και γενικώτερον επικινδύνου καταστάσεως.
(8). Το προσωπικόν της οµάδος πυροπροστασίας υποχρεούται να γνωρίζει καλώς άπαντας τους χώρους της επιχειρήσεως και τας εξόδους κινδύνου, προς τον σκοπόν της διασώσεως κινδυνευόντων ατόµων εις τας εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως, περιπτώσεως συντρεχούσης.
γ) Την ατοµικήν προσπάθειαν πυροσβέσεως των επί τόπου εργαζοµένων εις κινδυνεύον τµήµα της επιχειρήσεως σπεύδει και ενισχύει Υποοµάς πυροπροστασίας του οικείου τµήµατος, ενισχυόµενη εφ΄ όσον παρίσταται ανάγκη και από υποοµάδας ετέρου τµήµατος. Αι υποοµάδες πυροπροστασίας κατά την αντιµετώπισιν των εκάστοτε εκρηγνυοµένων πυρκαϊών, υποχρεούται κατ΄ αρχήν εις την παράλληλον ενέργειαν της διασώσεως τυχόν κινδυνευόντων ατόµων και εν συνεχεία εις την πρόληψιν ή σηµαντικήν ελάττωσιν των εκ του πυρός ζηµιών.
1.Οµάς Πυροπροστασίας:
α). Αναλόγως της εκτάσεως της επιχειρήσεως και των ειδικών συνθηκών αυτής καθορίζεται το προσωπικόν πυροπροστασίας.
β). Εις την οµάδα πυροπροστασίας καλείται να συµµετέχη οιοσδήποτε εργαζόµενος εις την επιχείρησιν.
γ). Η σύνθεσις της οµάδος πυροπροστασίας αποτελείται από υποοµάδας, εκάστη των οποίων περιλαµβάνει τρεις έως δέκα άνδρας και εξαρτάται κυρίως από σταθερούς συντελεστάς ήτοι:
(1).Του µεγέθους της επιχειρήσεως.
(2).Του κινδύνου της πυρκαϊάς εκ των έξω.
(3). Της αναµενοµένης έξωθεν βοηθείας π.χ. εξ άλλου συγκροτήµατος της επιχειρήσεως ή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
δ). Η οµάς πυροπροστασίας πρέπει να αποτελήται από άνδρας αρτιµελείς αρίστης σωµατικής και πνευµατικής καταστάσεως οι οποίοι θα πρέπει ακόµη να είναι:
(1) ∆ιαθέσιµοι δια την πυροπροστασίαν συµφώνως προς το πρόγραµµα εργασίας και την κυρίαν απασχόλησιν αυτών.
(2) Πειθαρχικοί και δυνάµενοι να ενστερνιστούν το απαραίτητον οµαδικόν πνεύµα.
ε).Η οµάς πυροπροστασίας πρέπει να καλύπτη όλο το 24ωρον.
στ). Αρχηγός οµάδος πυροπροστασίας ορίζεται ο πλέον κατάλληλος εκ του προσωπικού. Ολα τα µέλη πρέπει να έχουν πλήρη γνώσιν των εγκαταστάσεων και των υφισταµένων κινδύνων.
ζ). Η επιλογή των µελών της οµάδος πυροπροστασίας ενεργείται υπό του Αρχηγού πυροπροστασίας και απαιτείται η προς τούτο έγκρισις του ∆ιευθυντού της επιχειρήσεως εις την οποίαν ανήκει η οµάς αυτή.
2. Εκπαίδευσις οµάδος πυροπροστασίας.
α). Στελέχη και λοιπά µέλη της οµάδος Πυροπροστασίας εκπαιδεύονται εις την πρόληψιν, αντιµετώπισιν πυρκαϊών και συναφών καταστάσεων αρχικώς υπό της οικείας Πυροσβεστικής Αρχής.
β).Η εκπαίδευσις αφορά:
(1).Εις την χρήσιν των διατιθεµένων πυροσβεστικών µέσων.
(2).Εις την πρόληψιν πυρκαϊάς ή άλλων συναφών κινδύνων.
(3).Την έγκαιρον σήµανσιν συναγερµού εις περίπτωσιν εκρήξεως πυρκαϊάς και εις την αντιµετώπισιν αυτής.
(4).Την τεχνικήν αντιµετωπίσεως των πυρκαϊών και της προλήψεως αυτών.
γ). Πέραν της αρχικής εκπαιδεύσεως ενεργούνται συµπληρωµατικαί αυτοδύναµοι εκπαιδεύσεις και ασκήσεις ανά τρίµηνον τουλάχιστον, αι οποίαι έχουν ως σκοπόν την
ορθολογιστικήν χρήσιν των διατιθεµένων πυροσβεστικών µέσων υπό της επιχειρήσεως. Εις αυτάς συνιστάται να µετέχουν εκ περιτροπής και εργαζόµενοι, οι οποίοι δεν είναι µέλη της οµάδος πυροπροστασίας.
δ). Ολοι οι εργαζόµενοι να εκπαιδεύονται εις την χρήσιν των πυροσβεστήρων, Πυροσβεστικού δικτύου ύδατος, ή αφρού, συστηµάτων κατασβέσεως δια κόνεως ή διοξειδίου του άνθρακος και γενικώς των µέσων Πυροπροστασίας - διδασκόµενοι περί το πώς πρέπει να ενεργούν εις περίπτωσιν πυρκαϊάς ή άλλης συναφούς καταστάσεως ανάγκης.
ε). Τόσον η εκπαίδευσις όσον και αι ασκήσεις ενεργούνται επί τη βάσει προγράµµατος. Η πιστή τήρησις και εφαρµογή αυτού είναι στοιχείον βασικόν. Το πρόγραµµα να περιλαµβάνη θεωρητικήν και πρακτικήν εκπαίδευσιν προλήψεως και καταστολής πυρκαϊών, της εκπαιδεύσεως ταύτης αναγοµένης εις τα κάτωθι θέµατα:
(1) Εκδηλώσεως και συντηρήσεως του πυρός.
(2) Αιτιών πυρκαϊών.
(3) Αυταναφλέξεως.
(4) Μεταδόσεως του πυρός.
(5)Κατηγοριών πυρκαϊών.
(6) Τρόπου και µέσων κατασβέσεως πυρκαϊών
(7) Πυροσβεστήρων εν γένει, χρήσεως αυτών, ως αι εθνικαί προδιαγραφαί (NHS 10,18,19,20,21 κλπ).
(8) Εγκαταστάσεων και προσβολής του πυρός δι’ύδατος ή αφρού, χρήσεως αυτών καθορισµού καταλλήλων υδροστοµίων κ.λπ.
(9) Εκρήξεων.
(10) Προληπτικών µέτρων πυροπροστασίας επιχειρήσεως.
(11) Κατασταλτικών µέσων πυροπροστασίας επιχειρήσεως και χρήσεως αυτών.
(12) Ασκήσεων κατασβέσεως εικονικής πυρκαϊάς και
(13) Ασκήσεων κατασβέσεως πραγµατικής πυρκαϊάς.
στ). Πραγµατοποιούνται ασκήσεις εκτάκτων συναγερµών δια την δοκιµασίαν και διατήρησιν της ετοιµότητος, των ασκήσεων αυτών επαναλαµβανοµένων τουλάχιστον ανά τρίµηνον. Αι ανωτέρω ασκήσεις πρέπει να γίνωνται και κατά την διάρκειαν δυσµενών συνθηκών (νυκτεριναί, ενώ επικρατούν παγετώνες κ.λ.π.).
ζ). Η οµάς πυροπροστασίας µιας επιχειρήσεως δια να αποδώση αποτελεσµατικώς πρέπει κατ΄ αρχήν να έχη την υποστήριξιν της ∆ιευθύνσεως της επιχειρήσεως εις την οποίαν ανήκει αυτή.
Αύτη πρέπει να αναγνωρίζει και εµπράκτως την ζωτικήν θέσιν της οµάδος πυροπροστασίας εις την καθηµερινήν λειτουργίαν της επιχειρήσεως. ∆ια την λειτουργίαν της οµάδος απαιτείται κατάλληλος εξοπλισµός, ενώ δια την εκπαίδευσιν και την άσκησίν της χρειάζεται χρόνος, ο οποίος προφανώς θα πρέπει να αφαιρεθή από τον προγραµµατισµένον τοιούτον δια την κυρίαν απασχόλησιν των µελών της.
Αµφότερα τα ανωτέρω υπόκεινται φυσικά εις έγκρισιν της επιχειρήσεως. Υπενθυµίζεται όµως ότι η διεύθυνσις είναι η πρώτη υπεύθυνος δια την πυροπροστασίαν της επιχειρήσεως.
3. Καθήκοντα και υποχρεώσεις Αρχηγού Πυροπροστασίας.
α). Καθίσταται συνυπεύθυνος µετά του ∆ιευθυντού της επιχειρήσεως δια πάσαν παράλειψιν, αµέλειαν ή αδιαφορίαν περί την λήψιν και εφαρµογήν απάντων των προβλεποµένων προληπτικών µέτρων και κατασταλτικών µέσων πυροπροστασίας ως και των λοιπών υποχρεώσεών του.
β).Τηρεί πλήρη φάκελλον πυροπροστασίας.
γ). Ορίζει τα όρια δράσεως εκάστης υποοµάδος πυροπροστασίας ως και τα τυχόν ειδικά καθήκοντα των µελών της οµάδος, ίνα εις περίπτωσιν πυρκαϊάς ή ετέρου συναφούς συµβάντος αποφευχθή η σύγχυσις και αταξία µεταξύ των µελών της.
δ). Καταρτίζει τα προγράµµατα εκπαιδεύσεως και ασκήσεων εκτάκτων συναγερµών κατόπιν προηγουµένης συνεργασίας µετά του ∆ιευθυντού της επιχειρήσεως.
ε). Μεριµνά διά την καλήν συντήρησιν των µέσων πυροπροστασίας επιθεωρών ταύτα, ώστε να είναι πάντοτε κατάλληλα δια την χρησιµοποίησίν των.
στ). Ενεργεί τακτικώς επιθεώρησιν των χώρων της επιχειρήσεως δια την ευταξίαν και καθαριότητα αυτών και δίδει τας απαραιτήτους οδηγίας.
ζ). Οταν παρίσταται ανάγκη, συµβουλεύεται την οικείαν Πυροσβεστικήν Αρχήν εις θέµατα πυροπροστασίας, εκπαιδεύσεως κ.λ.π.
η). Εις περίπτωσιν ασκήσεως προσκαλεί, ίνα παρίσταται εις αυτήν και αξιωµατικός της αρµόδιας κατά τόπον Πυροσβεστικής Αρχής.
θ). Προβαίνει εις θεωρητικήν και τακτικήν εκπαίδευσιν του προσωπικού πυροπροστασίας και των λοιπών ατόµων οι οποίοι εργάζονται εις την επιχείρησιν.
ι). Εισηγείται εγκαίρως εις την ∆ιεύθυνσιν της επιχειρήσεως την αντικατάστασιν των καταστάντων ακαταλλήλων πυροσβεστικών µέσων ή την συµπλήρωσίν των.
ια). Ορίζει κατάλληλον µέλος της οµάδος πυροπροστασίας, ίνα τούτο υποστή υπό της Πυροσβεστικής Αρχής, την απαιτουµένην εκπαίδευσιν δια την εκάστοτε αναγόµωσιν των πυροσβεστήρων και συντήρησιν των πυροσβεστικών µέσων γενικώς.
ιβ). Λαµβάνει παν έτερον προληπτικόν µέτρον κατά του πυρός, το οποίον ενδείκνυται εκ των δηµιουργουµένων εκάστοτε συνθηκών, προς τον σκοπόν εξαλείψεως ή µειώσεως των προϋποθέσεων δηµιουργίας πυρκαϊάς και λοιπών συναφών καταστάσεων.
ιγ). Αναρτά διάγραµµα συνθέσεως οµάδος πυροπροστασίας, το οποίον πρέπει να είναι πλήρως ενηµερωµένον.
ιδ). Τηρεί υποχρεωτικώς βιβλίον επιθεωρήσεων, εις το οποίον καταχωρούνται αι διαπιστούµεναι υπ΄ αυτού ελλείψεις, παραλείψεις, συνθήκαι δυνάµεναι να προκαλέσουν πυρκαϊάς και έτεραι δυσµενείς καταστάσεις περί των οποίων δίδει αναφοράν εις τον ∆ιευθυντήν της επιχειρήσεως, ο οποίος λαµβάνει γνώσιν ενυπογράφως.
ιε). Εφοδιάζεται δια πυροσβεστικού δελτίου ταυτότητος υπό της αρµόδιας Πυροσβεστικής Αρχής κατόπιναιτήσεώς του.
ιστ). Εις περίπτωσιν πυρκαϊάς, ανεξαρτήτως µεγέθους, υποχρεούται εις την άµεσον κλήσιν της οικείας Πυροσβεστικής Αρχής.
ιζ). Εις περίπτωσιν απουσίας ή κωλύµατός του αναπληρούται υπό του Υπαρχηγού Πυροπροστασίας.
4. Καθήκοντα και υποχρεώσεις Υπαρχηγού Πυροπροστασίας.
α). Τυγχάνει άµεσος συνεργάτης του Αρχηγού Πυροπροστασίας και βοηθεί αυτόν, συµφώνως προς τας εντολάςτου.
β). Αναπληροί τον Αρχηγόν Πυροπροστασίας εις περίπτωσιν απουσίας ή κωλύµατός του, περιβαλλόµενος µε τα αυτά καθήκοντα και υποχρεώσεις.
γ). Εφοδιάζεται δια πυροσβεστικού δελτίου ταυτότητος υπό της Πυροσβεστικής Αρχής, κατόπιν αιτήσεώς του.
5. Καθήκοντα οµάδος Πυροπροστασίας.
α). Τα στελέχη και το προσωπικόν της οµάδος πυροπροστασίας εκάστης επιχειρήσεως, παραλλήλως προς τα λοιπά καθήκοντά των, πρέπει να µεριµνούν και δια την αντιµετώπισιν των αναγκών πυροπροστασίας της επιχειρήσεως ανταποκρινόµενοι εις τας συναφείς ανάγκας
συντηρήσεως των εγκαταστάσεων πυροπροστασίας και να εξασφαλίζουν τας προϋποθέσεις καταπολεµήσεως των εκάστοτε εκρηγνυόµενων πυρκαϊών. Ειδικώτερον η οµάς Πυροπροστασίας επιβάλλεται να προέρχηται εις τας ακολούθους ενεργείας αι οποίαι αποσκοπούν είτε εις την πρόληψιν, είτε εις την αντιµετώπισιν των πυρκαϊών και λοιπών συναφών κινδύνων:
(1). Την τακτικήν περιοδικήν συντήρησιν θερµικών ή ηλεκτρικών δικτύων, συσκευών και µηχανηµάτων.
(2). Την κατασκευήν πυροφραγµάτων κατά µήκος οδεύσεως καλωδίων ή σωληνώσεων µεταφοράς ηλεκτρικού ή θερµικού φορτίου.
(3). Την διατήρησιν ελευθέρων διαδρόµων διαφυγής προς εξόδους κινδύνου ως και προσπελάσεως δια την παραλαβήν προς χρήσιν των µέσων πυροσβέσεως.
(4). Την κατάστρωσιν σχεδίου και άσκησιν δοκιµαστικής εσπευσµένης εκκενώσεως των χώρων της επιχειρήσεως.
(5). Την εξασφάλισιν κυκλοφορίας τόσον εντός της επιχειρήσεως, όσον και γύρωθεν αυτής κατά την διάρκειαν καταστάσεως ανάγκης.
(6). Την παροχήν πρώτων βοηθειών εις περιπτώσεις καταστάσεως ανάγκης.
(7). Την εξάσκησιν εις τον σωστόν χειρισµόν των συσκευών και εγκαταστάσεων πυροπροστασίας (πυροσβεστήρων, εν γένει συστηµάτων κατασβέσεως, συστήµατος πυρανιχνεύσεως κ.λ.π.).
β). Η οµάς πυροπροστασίας έχει ακόµη και τα κατωτέρω καθήκοντα :
(1). Παρακολουθεί ανελλειπώς την υπό του προγράµµατος προβλεποµένην εκπαίδευσιν και συµµετέχει των ασκήσεων.
(2). Εις περίπτωσιν πυρκαϊάς επεµβαίνει ταχέως δια την καταστολήν της, συµφώνως προς τα καθορισθέντα ειδικά καθήκοντα εκάστου των µελών της.
(3). Το προσωπικόν οφείλει να γνωρίζει τας θέσεις των πυροσβεστικών µέσων, τον τρόπον χρησιµοποιήσεως αυτών, των πινάκων παροχής ηλεκτρικού ρεύµατος εις την επιχείρησιν και των κοµβίων συναγερµού. Επίσης οφείλει να γνωρίζει τους αριθµούς τηλεφώνου κλήσεως της οικείας Πυροσβεστικής Αρχής.
(4). Εκτελεί αναντιρρήτως, τας εντολάς του Αρχηγού και Υπαρχηγού αυτής.
(5). Υποχρεούται να γνωρίζει τους επικινδύνους χώρους και τα πιθανά αίτια εκρήξεως πυρκαϊών ή δηµιουργίας συναφών καταστάσεων.
(6). Εις περίπτωσιν πυρκαϊάς ή ετέρας συναφούς καταστάσεως υποχρεούται εις την άµεσον σήµανσιν συναγερµού και ειδοποίησιν της Πυροσβεστικής Αρχής.
(7). Τα µέλη της αναφέρουν αµελλητί εις τον Αρχηγόν ή Υπαρχηγόν πυροπροστασίας πάσαν παρατηρηθείσαν βλάβην ή ανωµαλίαν λειτουργίας των µέσων πυροσβέσεως ή δηµιουργίαν συνθηκών προκλήσεως πυρκαϊών και γενικώτερον επικινδύνου καταστάσεως.
(8). Το προσωπικόν της οµάδος πυροπροστασίας υποχρεούται να γνωρίζει καλώς άπαντας τους χώρους της επιχειρήσεως και τας εξόδους κινδύνου, προς τον σκοπόν της διασώσεως κινδυνευόντων ατόµων εις τας εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως, περιπτώσεως συντρεχούσης.
γ) Την ατοµικήν προσπάθειαν πυροσβέσεως των επί τόπου εργαζοµένων εις κινδυνεύον τµήµα της επιχειρήσεως σπεύδει και ενισχύει Υποοµάς πυροπροστασίας του οικείου τµήµατος, ενισχυόµενη εφ΄ όσον παρίσταται ανάγκη και από υποοµάδας ετέρου τµήµατος. Αι υποοµάδες πυροπροστασίας κατά την αντιµετώπισιν των εκάστοτε εκρηγνυοµένων πυρκαϊών, υποχρεούται κατ΄ αρχήν εις την παράλληλον ενέργειαν της διασώσεως τυχόν κινδυνευόντων ατόµων και εν συνεχεία εις την πρόληψιν ή σηµαντικήν ελάττωσιν των εκ του πυρός ζηµιών.
ΓΕΝΙΚΑ:
1. Εις το παρόν παράρτηµα δίδονται βασικά στοιχεία δια τας εξόδους κινδύνου και οδούς διαφυγής ώστε να παρέχουν αποτελεσµατική προστασία προσωπικού και κοινού κατά την έξοδο και αποµάκρυνσή του εκ των αιθουσών συγκεντρώσεως από καπνό και πυρκαϊάν.
ΕΙ∆ΙΚΑ:
1. Κάθε κτίριο εις το οποίον στεγάζονται αίθουσαι συγκεντρώσεως κοινού να διαθέτει κυρίαν έξοδον προς τον ελεύθερον χώρον. Το πλάτος της κυρίας εξόδου πρέπει να έχη υπολογισθή ώστε να εξυπηρετή το ήµισυ τουλάχιστον του ολικού αριθµού των ατόµων των αιθουσών συγκεντρώσεως και να µην είναι ολιγώτερον του αθροίσµατος του πλάτους όλων των διαδρόµων που οδηγούν εις την κυρίαν έξοδον.
2. Κάθε όροφος ενός κτιρίου, ο οποίος χρησιµοποιείται ως αίθουσα συγκεντρώσεως κοινού να επικοινωνή µε την κυρίαν έξοδον και επί πλέον να διαθέτη και άλλας εξόδους δια των οποίων να εξασφαλίζεται η διαφυγή των 2/3 του ολικού αριθµού των ατόµων του ορόφου. Αι έξοδοι διαφυγής να οδηγούν δια κλιµακοστασίου προς τον ελεύθερον χώρον ή κοινόχρηστον οδόν και να τοποθετούνται µακράν η µία της άλλης.
3. Τα κλιµακοστάσια δύναται να είναι τριων (3) τύπων:
α). Τελείως αποκλεισµένα του υπολοίπου του κτιρίου, µε µόνα ανοίγµατα θύρας πυραντόχου κατασκευής, αι οποίαι οδηγούν εκ του κτιρίου προς το κλιµακοστάσιον και αντιστρόφως.
Άπασαι αι θύραι των κλιµακοστασίων πρέπει να είναι εφοδιασµέναι δια µηχανισµών δια των οποίων θα κλείνωνται αυτοµάτως αφ΄ εαυτών. Τοίχοι και θύραι των κλιµακοστασίων αυτών πρέπει να έχουν αντοχήν εις πυρκαϊάν κατ΄ ελάχιστον δύο (2) ωρών. ( Σχήµα. 1).
β). Κατασκευασµένα εις τρόπον ώστε να µην προσβάλωνται εκ του καπνού. Εις αυτά υφίστανται δύο (2) θύραι αι οποίαι κλείουν αυτοµάτως αφ΄ εαυτών πριν εν άτοµον εισέλθει εις το κλιµακοστάσιον. Επίσης υπάρχει προθάλαµος προ της εισόδου εις το κυρίως κλιµακοστάσιον. ∆ια του τρόπου αυτού παρέχεται η εξασφάλισις ότι καπνός και τοξικά προϊόντα καύσεως δεν δύνανται να εισέλθουν εις τον κυρίως χώρον του κλιµακοστασίου, ο οποίος παραµένει ελεύθερος προς χρήσιν των ατόµων. Τοίχοι και θύραι των κλιµακοστασίων αυτών πρέπει να έχουν αντοχήν εις πυρκαϊάν κατ΄ ελάχιστον δύο (2) ωρών. ( Σχήµα. 2 ).
γ). Εξωτερικά ανοικτά τα οποία έχουν ανοίγµατα προς το κτίριον µόνον τας θύρας εισόδου προς αυτό, εις κάθε όροφον. Αι θύραι αύται πρέπει να είναι πυραντόχου κατασκευής, ως ο διαχωριστικός τοίχος και ουχί κάτω των δύο (2) ωρών.
δ).Κυλιόµεναι κλίµακες αι οποίαι πρέπει:
(1) Να πληρούν τας διεθνείς προδιαγραφάς σχετικώς µε την κατασκευήν κανονικών κλιµακοστασίων, διαστάσεις κ.λ.π.
(2) Να µην λειτουργούν µε κατεύθυνσιν αντίθετον εκείνης της εξόδου κινδύνου.
(3) Να είναι κατασκευασµέναι εκ πυραντόχων υλικών. ∆ύνανται να εξαιρεθούν της κατασκευής εκ πυραντόχων υλικών αι χειρολαβαί και αι επιφάνειαι εξόδου των κλιµάκων.
(4) Καθ’ όλον το µήκος εκάστης τούτων πρέπει να υπάρχει ελεύθερος χώρος άνω της χειρολαβής και προς τον τοίχον, κατ’ ελάχιστον 10 εκατοστά του µέτρου.
(5) Μία κυλιόµενη κλίµαξ να εξυπηρετή έναν όροφον, να διακόπτεται εις αυτόν και η συνέχεια να δίδεται εξ ετέρας κυλιοµένης κλίµακος.
4. Κλιµακοστάσια τα οποία καταλήγουν εις χαµηλότερα επίπεδα από την έξοδον κινδύνου και χρησιµοποιούνται ως οδοί διαφυγής, πρέπει να διακόπτονται δια θυρών ή άλλου ασφαλούς τρόπου εις το σηµείον της εξόδου κινδύνου και να έχουν σαφείς ενδείξεις της κατευθύνσεως εξόδου κινδύνου δια το κοινόν από την πλευράν της διαφυγής.
5. Οι διάδροµοι προς τα κλιµακοστάσια και άλλας οδούς διαφυγής να διαθέτουν χωρίσµατα πυράντοχα κατ’ελάχιστον µιας (1) ώρας.
6. Εις ουδεµίαν περίπτωσιν επιτρέπεται οδός διαφυγής η οποία φθάνει εις την έξοδον κινδύνου να διέρχεται δια µέσου αποχωρητηρίου, λουτρού ή ετέρου δωµατίου δυναµένου να αποκλεισθή εκ του εσωτερικού του.
7. Απαγορεύεται η χρήσις θυρών διπλής κατευθύνσεως (παλινδροµικών ή συροµένων ή περιστροφικών ή µετρήσεως αριθµού εισερχοµένων), δια των οποίων παρεµποδίζεται η έξοδος.
8. Εκάστη κυρία είσοδος όταν χρησιµοποιήται και ως έξοδος κινδύνου πρέπει να ανοίγη προς τον ελεύθερον χώρον. Επίσης κάθε θύρα η οποία οδηγεί προς οδόν διαφυγής να ανοίγη προς την κατεύθυνσιν ταύτην.
9. Επί της επιφανείας των θυρών ή πλησίον αυτών να µην υπάρχουν καθρέπται ή άλλα αντικείµενα, τα οποία να δύνανται να παραπλανήσουν ως προς την ορθήν πορείαν της εξόδου κινδύνου. Παράθυρα, βιτρίναι, καθρέπται τα οποία εκ του µεγέθους των ή του τύπου κατασκευής των δύνανται να δώσουν εντύπωσιν θυρών, πρέπει να επισηµαίνωνται κατά τοιούτον τρόπον ώστε να µην συγχέωνται µε εξόδους.
10. Εκάστη θύρα εις τας οδούς διαφυγής πρέπει να είναι κατά τοιούτον τρόπον κατασκευασµένη και τοποθετηµένη ώστε να ανοίγη µε δύναµιν το πολύ δέκα χιλιογράµµων, κατά την φοράν της εξόδου, το δε άνοιγµά της, να µην παρεµποδίζη κλίµακας ή να ελαττώνη το πλάτος της οδού διαφυγής.
11. ΄Ολαι αι θύραι αι οποίαι ανοίγουν προς την οδόν διαφυγής να είναι πυραντοχής ιδίας διάρκειας µε αυτή του διαχωρίσµατος το οποίον εξυπηρετούν και να διαθέτουν µηχανισµόν ο οποίος να τας κλείνη αυτοµάτως.
Α΄ ΓΕΝΙΚΑ:
1.ΣΚΟΠΟΣ
Εις το παρόν παράρτηµα δίδονται βασικά στοιχεία πυροφραγµών οι οποίοι πρέπει να δηµιουργούνται κατά µήκος καλωδιώσεων, σωληνώσεων κ.λ.π. δια ολοκλήρωσιν της διαµερισµατοποιήσεως της πυρκαϊάς.
2.ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΙ
Εις διαφόρους περιπτώσεις καθίσταται εύκολος η µετάδοσις µιας πυρκαϊάς από διαµέρισµα εις διαµέρισµα επειδή οι ευρισκόµενοι µεταξύ αυτών διαχωριστικοί τοίχοι φέρουν απροστάτευτα ανοίγµατα ή περάσµατα καλωδίων, σωληνώσεων και άλλων στοιχείων τα οποία αποτελούν διόδους µεταδόσεως του πυρός.
Η ανωτέρω διαµερισµατοποίησις επιτυγχάνεται δια της κατασκευής µεταξύ των χώρων πλήρων διαχωριστικών τοίχων, θυρών από πυράντοχα υλικά και ολοκληρώνεται δια της κατασκευής ειδικών πυροφραγµών δια την συµπλήρωσιν των ανοιγµάτων εις τοίχους, δάπεδα, οχετούς κ.λ.π. από τα οποία περνούν καλώδια ή σωληνώσεις. Τονίζεται ιδιαιτέρως ότι µε την κατασκευήν πυροφραγµών διακόπτεται και η µεταφορά των καπνών και καυσαερίων που πολλές φορές αποδεικνύονται ιδιαιτέρως επιβλαβή δια τας εγκαταστάσεις και εµποδίζουν τον εντοπισµόν της εστίας της πυρκαϊάς.
Β΄ΕΙ∆ΙΚΑ:
Θέσεις κατασκευής πυροφραγµών.
1.Οι πυροφραγµοί πρέπει να κατασκευάζωνται:
α) Εις τα σηµεία διόδου καλωδίων-σωληνώσεων από χώρον εις χώρον ή κατά µήκος των οδεύσεων αυτών.
β) Εις οιασδήποτε µορφής και προορισµού ανοίγµατα εις τοίχους ή δάπεδα µεταξύ των χώρων.
γ) Εις θέσεις αλλαγής διευθύνσεως καλωδιώσεων ή αναχωρήσεων διακλαδώσεων.
δ) Εις τας εισόδους καλωδίων εις πίνακας, τραπέζας εργασίας, συσκευάς, µηχανήµατα κ.λ.π. (Σχήµα 1)
Η πυρκαϊά και τα καυσαέρια της εξαπλούνται εις ζωτικάς εγκαταστάσεις δια µέσου οχετών καλωδίων και άλλων ανοιγµάτων. ∆ια της δηµιουργίας πυροφραγµών εις επίκαιρους θέσεις το κακό εντοπίζεται.
Αντιπροσωπευτικοί τύποι πυροφραγµών
1. Ειδικό - πυράντοχο ελαφροµπετόν (βερµικιλίτης ή περλίτης). Το ειδικό - πυράντοχο ελαφροµπετόν τοποθετείται µε την βοήθεια προχείρου ξυλοτύπου και περιβάλλοντα καλώδια, σωληνώσεις κ.λ.π. δηµιουργεί πυροφραγµό της επιθυµητής διατοµής.
Υλικά και αναλογίες : Θερµικιλίτης ή περλίτης χονδρόκοκκος και τσιµέντο πυρίµαχο, ή έστω κοινό. Αναλογία βερµικιλίτη ή περλίτη προς το τσιµέντο 5/1 έως 10/1 δια να έχωµεν ελαφροµπετόν εύθρυπτον. Το µίγµα κατεργάζεται µισόστεγνο (1,5 όγκος νερό). Συνιστώµενο πάχος πυροφραγµού 15 ως 20 εκ.
Αφαίρεσις ξυλοτύπου περίπου 6 ώρες µετά την χύτευσιν, εκτός αν έχη χρησιµοποιηθή κοινό τσιµέντο, οπότε ο χρόνος διπλασιάζεται.
Μετά το ξεκαλούπωµα, καλή αλλά προσεκτική (δια την µη έκπλυσιν) διαβροχήν.
Απαραίτητον καλό κτύπηµα ώστε το µίγµα να αγκαλιάση καλά καλώδια -σωληνώσεις κ.α.
Αποτέλεσµα εφαρµογής πυροφραγµού:
∆ια τσιµέντο πυρίµαχο, αντοχής εις θερµοκρασίαν περίπου 1200οC.
∆ια τσιµέντο κοινό, αντοχής εις θερµοκρασίαν περίπου 300οC.
ΠΥΡΟΦΡΑΓΜΟΙ ΕΛΑΦΡΟΜΠΕΤΟΝ
Πυροφραγµός ολόκληρης διατοµής εις οχετόν καλωδίων. (Σχήµα 2).
Είσοδος καλωδίου τροφοδοσίας προστατευοµένη µε δύο πυροφραγµούς. (Σχήµα 3).
Πυροφραγµός εις οχετό καλωδίων, εις το σηµείο αλλαγής κατευθύνσεως. (Σχήµα 4).
2. Πυροφραγµοί τύπου Μ.C.T. Σουηδίας.
Αποτελούνται από προκατασκευασµένα µεταλλικά πλαίσια οδηγούς, µέσα στα οποία συσφίγγονται ειδικά τεµάχια (τούβλα διµερή από ειδικό NEOPRENE) όπου περιβάλλουν τα προστατευόµενα καλώδια-σωληνώσεις.
ΠΥΡΟΦΡΑΓΜΟΙ ΣΟΥΗ∆ΙΚΟΙ M.C.T.
Πλαίσιον M.C.T. απλόν, εξοπλισµένον και τοποθετηµένον. (Σχήµα 5).
Πλαίσιον M.C.T. απλόν, µε τα ειδικά πλαστικά τεµάχια δια το πέρασµα καλωδίων. (Σχήµα 6).
3. Πυροφραγµοί από άµµον θαλάσσης.
∆ια την κατασκευήν τους χρησιµοποιείται άµµος καθαρή χονδρόκοκκη, µέσα από συσσώρευση της οποίας περνούν τα προστατευόµενα (καλώδια - σωλήνες). Η διάταξις αυτή είναι ιδιαιτέρως κατάλληλη σε θέσεις αλλαγής κατευθύνσεως καλωδιώσεων ή σε αναχωρήσεις διακλαδώσεων κ.α.
ΣΚΑΡΙΦΗΜΑ ΠΥΡΟΦΡΑΓΜΟΥ ΜΕ ΑΜΜΟΝ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ
Πυροφραγµός εις οχετόν καλωδίων εις σηµείον αναχωρήσεως καλωδίων. (Σχήµα 7)
Πυροφράγµατα Πετροβάµβακα (µε επίστρωση συγκρατήσεως).
∆ια την κατασκευήν τους χρησιµοποιείται πετροβάµβαξ (γνωστός και ως ορυκτοβάµβακας) ο οποίος κλείνει το άνοιγµα. Τα καλώδια κ.α. περνούν µέσα από το προστατευτικό αυτό στρώµα. Πάνω σ’ αυτό κατασκευάζεται επικάλυψις συγκρατήσεως από ειδικόν ελαφροµπετόν (Βερµικιλίτη ή περλίτη) ή επίστρωση γύψου.
Πέρασµα καλωδίου τροφοδοσίας από άνοιγµα πατώµατος και τοίχου, µέσα από πυροφραγµόν πετροβάµβακα και ελαφροµπετόν ή γύψου. (Σχήµα 8).
4. Πυροφράγµατα προσωρινά (Πετροβάµβακα)
∆ια περιπτώσεις εις τας οποίας προβλέπεται ότι εις σύντοµον χρόνον θα ξανανοίξη το άνοιγµα, αυτό εξασφαλίζεται µε την στοιβασίαν µικρών σάκκων εις τους οποίους έχει τοποθετηθεί πετροβάµβακας.
Αυτός πρέπει να είναι τύπου αµόρφου (µαλλί) και µεγάλης πυκνότητος (πάνω από 110 χιλγρ./Μ3). Η λύση αυτή είναι ιδανική δια εργοτάξια ή περιπτώσεις επεκτάσεων.
ΣΚΑΡΙΦΗΜΑ ΠΥΡΟΦΡΑΓΜΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΠΌ ΠΕΤΡΟΒΑΜΒΑΚΑ ΣΕ ΣΑΚΚΟΥΣ ΜΙΚΡΟΥΣ
Πυροφραγµός πετροβάµβακα σε µικρούς σάκκους (περιβάλλουν σφικτά τα καλώδια και κλείνουν τελείως το κούφωµα). (Σχήµα 9).
Εν Αθήναις τη 8 Οκτωβρίου 1980
Ο Αρχηγός
Παναγιώτης ∆ηµοσθ. Ποτουρίδης
Εγκρίνεται η υπ’ αριθ. 3 Πυροσβεστική ∆ιάταξις
µετά των συνηµµένων παραρτηµάτων
Εν Αθήναις τη 2 ∆εκεµβρίου 1980
Ο Υπουργός ∆ηµοσίας Τάξεως
∆ηµήτριος ∆αβάκης