Βλέπετε τις εγγραφές : 4251 - 4300, σε σύνολο 12265
Όρος: Expert
Μετάφραση: Εμπειρογνώμονας, Πραγματογνώμων
Όρος: expert judgement
Μετάφραση: εμπειρογνωμοσύνη
Όρος: Expiration date
Μετάφραση: Ημερομηνία λήξης
Όρος: Expired air
Μετάφραση: Εκπνεόμενος αέρας
Όρος: Explosion control
Μετάφραση: Έλεγχος έκρηξης
Όρος: Explosion group
Μετάφραση: Εκρηκτική ομάδα
Όρος: Explosion limit
Μετάφραση: Όριο εκρηκτικότητας
Όρος: Explosion pressure resistant
Μετάφραση: Αντοχή στην πίεση έκρηξης
Όρος: Explosion pressure shock resistant
Μετάφραση: Αντοχή στο κρουστικό κύμα της έκρηξης
Όρος: Explosion relief
Μετάφραση: Εκτόνωση της πίεσης έκρηξης
Όρος: Explosion relief area
Μετάφραση: Επιφάνειες εκτόνωσης της πίεσης έκρηξης
Όρος: Explosion relief device
Μετάφραση: Εξοπλισμός για την εκτόνωση της πίεσης έκρηξης
Όρος: Explosion risk in case of fire
Μετάφραση: Κίνδυνος έκρηξης σε περίπτωση πυρκαγιάς
Όρος: Explosive
Μετάφραση: Εκρηκτική ύλη, εκρηκτικό
Όρος: Explosive article
Μετάφραση: Εκρηκτικό αντικείμενο
Όρος: Explosive atmosphere
Μετάφραση: Εκρηκτική ατμόσφαιρα
Όρος: Explosive decomposition
Μετάφραση: Εκρηκτική αποσύνθεση·
Όρος: Explosive gas atmosphere
Μετάφραση: Εκρήξιμη ατμόσφαιρα αερίων
Όρος: Explosive mixture
Μετάφραση: Εκρηκτικό μείγμα
Όρος: Explosive range
Μετάφραση: Εκρηκτική ζώνη
Όρος: Explosive substance
Μετάφραση: Εκρηκτική ουσία
Όρος: Explosive when dry
Μετάφραση: Εκρηκτικό σε ξηρή κατάσταση.
Όρος: Explosive when dry
Μετάφραση: Εκρηκτικό σε ξηρή κατάσταση
Όρος: Explosive when mixed with combustible material
Μετάφραση: Εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με καύσιμα υλικά
Όρος: Explosive when mixed with combustible material
Μετάφραση: Εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με καύσιμα υλικά
Όρος: Explosive when mixed with oxidizing substances
Μετάφραση: Εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με οξειδωτικές ουσίες
Όρος: Explosive when mixed with oxidizing substances
Μετάφραση: Εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με οξειδωτικές ουσίες
Όρος: Explosive with or without contact with air
Μετάφραση: Εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα
Όρος: Explosive with or without contact with air
Μετάφραση: Εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα
Όρος: Explosive, severe projection hazard
Μετάφραση: Εκρηκτικό˙ σοβαρός κίνδυνος εκτόξευσης
Όρος: Explosive, severe projection hazard
Μετάφραση: Εκρηκτικό˙ σοβαρός κίνδυνος εκτόξευσης
Όρος: Explosive; fire, blast or projective hazard
Μετάφραση: Εκρηκτικό˙ κίνδυνος πυρκαγιάς ανατίναξης ή εκτόξευσης
Όρος: Explosive; fire, blast or projective hazard
Μετάφραση: Εκρηκτικό˙ κίνδυνος πυρκαγιάς ανατίναξης ή εκτόξευσης
Όρος: Explosive; mass explosion hazard
Μετάφραση: Εκρηκτικό˙ κίνδυνος μαζικής έκρηξης
Όρος: Explosive; mass explosion hazard
Μετάφραση: Εκρηκτικό˙ κίνδυνος μαζικής έκρηξης.
Όρος: Exponential function
Μετάφραση: Εκθετική συνάρτηση
Όρος: Exposure action value
Μετάφραση: Τιμή έκθεσης για ανάληψη δράσης
Συντομογραφία: EA
Όρος: Exposure assessment
Μετάφραση: Αξιολόγηση της έκθεσης (ΑΕ) Εκτίμηση έκθεσης
Συντομογραφία: EBA
Όρος: Exposure based adaptation of information requirements
Μετάφραση: Προσαρμογή των απαιτήσεων πληροφοριών βάσει έκθεσης (ΠΒΕ)
Συντομογραφία: EBA
Όρος: Exposure based adaptation
Μετάφραση: Προσαρμογή βάσει έκθεσης
Συντομογραφία: EBW
Όρος: Exposure based waiving
Μετάφραση: Απαλλαγή βάσει έκθεσης