ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
(1 ν. 551/1914 «περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων» 648, 652, 681 ΑΚ·6 ν. 765/45· 38 Eισ. ΝΑΚ· 189 επ. ΕμπΝ 33 § 2 και 32 § 4 ν. 2496/1997·72 ΚΠολΔ·914, 330, 299, 932, 926, 927, 926, 481 επ., 410, 411, 345, 346 ΑΚ· 74, 176, 907, 908 § 1 εδ. δ΄, 86, 87 και 88 ΚΠολΔ·63, 67, 82 ΚΠΔ·321-324, 106 επ., 223 ΚΠολΔ).
Εργατικό ατύχημα. Έννοια. Ο χαρακτηρισμός του ατυχήματος ως εργατικού δεν εμποδίζεται από το λόγο ότι το ατύχημα αποτελεί αδικοπραξία προβλεπόμενη από τον ΑΚ ή από ειδικό αστικό νομοθέτημα. Όταν όμως ασκείται αγωγή από αδικοπραξία, στρεφόμενη κατά του υποκειμενικώς ευθυνόμενου τρίτου, ο οποίος δεν είναι εργοδότης του παθόντος ή δεν ταυτίζεται προς αυτόν (λ.χ. ως προστηθείς από τον εργοδότη), η αγωγή υπάγεται στην τακτική διαδικασία και όχι στην ειδική διαδικασία των άρθρων 16 § 2 και 663 αρ. 1 ΚΠολΔ.
Έννοια σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και διάκρισή της από τη σύμβαση μίσθωσης έργου.
Ασφάλιση γενική ευθύνης (ατυχημάτων τρίτων). Αναφέρεται συνήθως σε όλους τους κινδύνους αστικής ευθύνης προς αποζημίωση από το νόμο, με εξαίρεση της ευθύνης αυτοκινήτου, ως προς την οποία ισχύει ο ν. 489/1976. Καλύπτει δηλαδή κινδύνους κυρίως επαγγελματικούς, επιχειρησιακούς κλπ. Σύμφωνα με τη γενική ρύθμιση, η ασφάλιση ευθύνης δημιουργεί συμβατική σχέση και, συνακόλουθα, δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο μεταξύ του ασφαλιστή αφενός και του αντισυμβαλλομένου ή του ασφαλισμένου, αφετέρου. Ο τρίτος που ζημιώθηκε και έχει αξίωση αποζημιώσεως κατά του ασφαλισμένου, δεν μπορεί να στραφεί κατά του ασφαλιστή, παρά μόνον πλαγιαστικώς, εκτός αν προτιμά την κατάσχεση στα χέρια του ασφαλιστή, ως τρίτου. Ειδικότερα, εκείνος που έχει αξίωση αποζημιώσεως έναντι οφειλέτου ασφαλισμένου για αστική ευθύνη και αδρανούντος να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του στο ασφάλισμα σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου, μπορεί να στραφεί πλαγιαστικώς κατά του ασφαλιστού και να ζητήσει την καταβολή της παροχής όχι στον ίδιο (ενάγοντα) αλλά στον οφειλέτη του (ασφαλισμένο) του οποίου ενασκείται το δικαίωμα.
Ευθεία αγωγή του ζημιωθέντος τρίτου κατά του ασφαλιστή χορηγεί μόνον ο ν. 489/1976 (άρθρο 10 § 1). Εδώ πρέπει να υπαχθεί και η περίπτωση γερανού, ο οποίος ακινητοποιημένος μέσα σε ανοιχτό χώρο εργοστασίου χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση ή αλλαγή θέσεων διαφόρων αντικειμένων. Η προέχουσα χρήση του γερανού, στην περίπτωση αυτή, είναι ως εργαλείου και όχι ως αυτοκινήτου με την έννοια του άρθρου 1 του ν. 489/1976. Συνεπώς, σε περίπτωση ατυχήματος σε τρίτον, κατά τη λειτουργία του γερανού ως εργαλείου, δεν εφαρμόζεται ο ν. 489/76 και συνακόλουθα ο τρίτος δεν έχει ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστού. Συνήθως για την κάλυψη ατυχημάτων σε μια τέτοια περίπτωση συνάπτεται προαιρετική ασφάλιση, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική ασφάλιση του ν. 489/1976, για τις ζημίες σε τρίτους από τη λειτουργία του γερανού ως αυτοκινήτου. Τα ανωτέρω όμως δεν ισχύουν αν ο τρίτος στην αγωγή του, που την στρέφει κατά του ασφαλιστή, ισχυρίζεται ότι, μολονότι δεν είναι συμβαλλόμενος στην ασφαλιστική σύμβαση, εντούτοις η τελευταία καταρτίσθηκε υπέρ αυτού (ασφάλιση ευθύνης υπέρ τρίτου), οπότε στην περίπτωση αυτή μπορεί να στραφεί απευθείας κατά του ασφαλιστή, δεδομένου ότι η ανωτέρω σύμβαση μπορεί να καταρτιστεί υπό την αίρεση πραγματοποιήσεως του ασφαλιστικού κινδύνου, χωρίς το πρόσωπο του τρίτου να είναι εξ υπαρχής καθ' ολοκληρίαν ορισμένο, αρκούσης της δυνατότητας καθορισμού του βάσει των στοιχείων που υπάρχουν στη σύμβαση.
Ηθική βλάβη. Η επιδικαζόμενη από το ποινικό δικαστήριο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι η ίδια που προβλέπεται από το άρθρο 932 ΑΚ, συνεπώς η τελεσίδικη επιδίκασή της από το ποινικό δικαστήριο καθιστά απαράδεκτη την εκ νέου επιδίωξή της ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου κατά του ιδίου προσώπου, γιατί προσκρούει στο υπάρχον δεδικασμένο. Η δεσμευτικότητα της τελεσίδικης απόφασης του ποινικού δικαστηρίου, κατά το πολιτικό μέρος της, κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ, αφού το ποινικό δικαστήριο, όταν δικάζει πολιτικές αξιώσεις, δικάζει πλέον ως πολιτικό δικαστήριο. Εφόσον ο δικαιούχος δεν ζήτησε ολόκληρη την απαίτησή του, αλλά μέρος της, δεν εμποδίζεται από το δεδικασμένο να επιδιώξει με νέα αγωγή και το υπόλοιπό της, εφόσον δεν αποτέλεσε αντικείμενο της πρώτης δίκης. Η διαδικασία ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων δεν γίνεται αυτεπαγγέλτως, αλλά σύμφωνα με τις αιτήσεις των διαδίκων και εντός των ορίων τους. Επομένως, αν ο παθών ζήτησε μέρος μόνον της απαιτήσεώς του, με την επιφύλαξη επιδιώξεως του υπολοίπου μεταγενεστέρως, δεν εμποδίζεται να προσφύγει γι’ αυτό στα πολιτικά δικαστήρια, εφόσον το ποινικό δικαστήριο του επιδίκασε ολόκληρο το μικρότερο ποσό που είχε ζητήσει.
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης: 8937/1998 | 270.88 KB |