Βλέπετε τις εγγραφές : 251 - 286, σε σύνολο 286
Εργολήπτης
Ορισμός 1: Είναι οι εργοληπτικές επιχειρήσεις που προβλέπονται στο άρθ. 2§1 του παρόντος διατάγματος («δικαιούχοι εργολήπτες»).
Εργοληπτικές επιχειρήσεις
Ορισμός 1: Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις των δημόσιων έργων, οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στο Μητρώο Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.ΕΠ.) του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, στην κατηγορία Πλωτών Έργων και Εγκαταστάσεων Ναυπηγείου.
Εργοληπτικές Επιχειρήσεις Πλωτών Έργων και Εγκαταστάσεων Ναυπηγείου
Ορισμός 1: Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις των δημόσιων έργων, οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στο Μητρώο Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.ΕΠ.) του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, στην κατηγορία Πλωτών Έργων και Εγκαταστάσεων Ναυπηγείου.
Εργοστασιακό σκυρόδεμα (έτοιμο σκυρόδεμα)
Ορισμός 1: Λέγεται το σκυρόδεμα που παράγεται σε σταθερές εγκαταστάσεις και παραδίδεται νωπό από κάποιο άτομο ή φορέα που δεν είναι ο κατασκευαστής (χρήστης).
Στο εργοστασιακό σκυρόδεμα ο Κύριος του Έργου δια των αρμοδίων οργάνων του (Υπηρεσία, επιβλέπων μηχανικός, άλλο θεσμικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η επίβλεψη του έργου) ή ο κατασκευαστής δεν έχει δικές του πληροφορίες για τα υλικά, τις αναλογίες σύνθεσης και τη διαδικασία παραγωγής, ελέγχει δε το έτοιμο προϊόν στη θέση παράδοσής του.
Εργοστάσιο (εγκατάσταση παραγωγής, εργαστήριο)
Ορισμός 1: Είναι σχετικά αυτόνομη περιοχή, κατασκευή ή κτίριο, που στεγάζει μία ή περισσότερες μονάδες, με συναφή ή βοηθητική υποδομή, όπως:
α. Μικρό διοικητικό τμήμα
β. Ζώνες αποθήκευσης ή κατεργασίας βασικών υλών και προϊόντων
γ. Σταθμό επεξεργασίας εκροών και αποβλήτων
δ. Εργαστήριο ελέγχου ή αναλύσεων
ε. Υπηρεσία πρώτων βοηθειών ή συναφές ιατρικό τμήμα
στ. Αρχεία ή κάθε σχετική καταχώρηση που αφορά τη διακίνηση των χημικών προϊόντων που έχουν δηλωθεί και των βασικών τους υλών ή των χημικών προϊόντων που παράγονται από αυτά.
Εργοταξιακό σκυρόδεμα
Ορισμός 1: Λέγεται το σκυρόδεμα που παράγεται σε σταθερές εγκαταστάσεις στον τόπο εκτέλεσης του έργου και χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για τις ανάγκες του συγκεκριμένου έργου, δημόσιου ή ιδιωτικού. Το εργοταξιακό σκυρόδεμα παράγεται από τον κατασκευαστή (χρήστη) του έργου ή από υπεργολάβο του.
Στο εργοταξιακό σκυρόδεμα ο Κύριος του Έργου δια των αρμοδίων οργάνων του (Υπηρεσία, επιβλέπων μηχανικός, άλλο θεσμικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η επίβλεψη του έργου) θα ασκεί πλήρη έλεγχο σε όλα τα στάδια κατασκευής του έργου (συγκέντρωση των υλικών, έλεγχος των δελτίων ποιότητας των υλικών, εργαστηριακός έλεγχος των υλικών, επίβλεψη στο συγκρότημα παραγωγής, στη λήψη δοκιμίων, στη μεταφορά, τη διάστρωση και τη συντήρηση του σκυροδέματος, στον πιθανό επανέλεγχο της κατασκευής κ.λπ.). Η παρακολούθηση αυτή δεν απαλλάσσει τον κατασκευαστή (χρήστη) από την ευθύνη της ποιότητας των υλικών και του σκυροδέματος.
Εργοτάξιο ή προσωρινό ή κινητό εργοτάξιο
Ορισμός 1: Κάθε εργοτάξιο όπου πραγματοποιούνται εργασίες οικοδομικές ή/και πολιτικού μηχανικού και γενικά εκτελείται τεχνικό έργο. Στο παράρτημα Ι του άρθρου 12 περιλαμβάνεται ενδεικτικός κατάλογος τέτοιων εργασιών. (δηλ. εκσκαφές, χωματουργικές εργασίες, κατασκευές, συναρμολόγηση και αποσυναρμολόγηση προκατασκευασμένων στοιχείων, διαμόρφωση ή εξοπλισμός, μετατροπές, ανακαινίσεις, επισκευές, διαλύσεις, κατεδαφίσεις, έκτακτη συντήρηση, τακτική συντήρηση- εργασίες βαφής και καθαρισμού, εξυγίανση).
Ορισμός 2: Το σύνολο των αναγκαίων εγκαταστάσεων για την υλοποίηση δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων (οικοδομικών, οδοποιίας, λιμενικών, υδραυλικών, εγγείων βελτιώσεων, περιβαλλοντικών κ.ά.). Η νόμιμη λειτουργία του εργοταξίου αποδεικνύεται με την ύπαρξη της ισχύουσας άδειας δόμησης/οικοδομικής άδειας για τη συγκεκριμένη χρήση ή της σχετικής σύμβασης κατασκευής του έργου, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Ερεθισμός των οφθαλμών
Ορισμός 1: Η πρόκληση αλλοιώσεων του οφθαλμού, οι οποίες εμφανίζονται μετά την εφαρμογή της ελεγχόμενης ουσίας στην εμπρόσθια επιφάνειά του και είναι πλήρως αναστρέψιμες εντός 21 ημερών από την εφαρμογή της ουσίας.
Έρευνα ή Εξερεύνηση
Ορισμός 1: Σημαίνει την ανόρυξη γεώτρησης σε τοποθεσία πιθανού κοιτάσματος και όλες τις συναφείς με αυτήν υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων που είναι απαραίτητες πριν από τις εργασίες τις σχετιζόμενες με την παραγωγή.
Εστία ανάφλεξης
Ορισμός 1: Γυμνά φώτα, φωτιές, εκτεθειμένα πυρακτωμένα υλικά, ηλεκτρικά τόξα συγκόλλησης, ηλεκτρολογικός εξοπλισμός μη εγκεκριμένου τύπου ή σπίθα ή φλόγα που παράγεται από οιονδήποτε άλλο μέσο. Οιαδήποτε θερμή επιφάνεια, όπως ένας θερμός σωλήνας εξάτμισης που έχει θερμανθεί πάνω από τη θερμοκρασία ανάφλεξης ενός εύφλεκτου μίγματος αερίων πετρελαιοειδών και αέρα, μπορεί επίσης, να αποτελεί εστία ανάφλεξης.
Εσωτερικά τελειώματα
Ορισμός 1: Επιφανειακά κατασκευαστικά στοιχεία με τα οποία γίνεται η τελική διαμόρφωση των εσωτερικών επιφανειών των κτιρίων, όπως επιχρίσματα, επενδύσεις, επιστρώσεις, χρωματισμοί, αρμολογήματα, μονώσεις κ.λπ..
Εσωτερική ηλεκτρική εγκατάσταση (ΕΗΕ)
Ορισμός 1: Ηλεκτρική εγκατάσταση που τροφοδοτείται με ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται σε κλειστό ή υπαίθριο χώρο ακινήτου, η οποία παρέχεται από το Ελληνικό Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ) ή από συστήματα αυτοπαραγωγής. Τα εν λόγω συστήματα αυτοπαραγωγής χαμηλής τάσης αποτελούν μέρος της ΕΗΕ.
Εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης
Ορισμός 1: Σημαίνει σχέδιο, το οποίο εκπονούν οι διαχειριστές ή οι ιδιοκτήτες Μ.Π.Εγκ. σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου σχετικά με τα μέτρα για την πρόληψη της κλιμάκωσης ή τον περιορισμό των συνεπειών σοβαρού ατυχήματος από υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων.
Εσωτερικός έλεγχος παραγωγής (αυτοέλεγχος)
Ορισμός 1: Είναι ο έλεγχος που διενεργείται από τον παραγωγό σκυροδέματος προκειμένου αυτός να αξιολογήσει τη συμμόρφωση του σκυροδέματος που παράγει με βάση αυτόν τον Κανονισμό. Γίνεται σύμφωνα με τα Κεφάλαια Β5.7 και Β6.7.
Εσωτερικός εξώστης (πατάρι)
Ορισμός 1: Είναι ο προσβάσιμος χώρος που βρίσκεται εντός άλλου χώρου, όπου η υποκείμενη επιφάνεια πληροί τις προϋποθέσεις χώρου κύριας χρήσης, έχει προσπέλαση από τον χώρο αυτόν, αποτελεί λειτουργικό παράρτημα της χρήσης αυτής, έχει συνολικό εμβαδά μικρότερο του 70% της επιφάνειας του υποκείμενου χώρου, δεν θεωρείται όροφος και δεν μπορεί να αποτελεί ανεξάρτητη ιδιοκτησία.
Ετοιμότητα
Ορισμός 1: Το σύνολο δράσεων και μέτρων που λαμβάνονται εκ των προτέρων για να διασφαλίσουν αποτελεσματική αντίδραση σε περιπτώσεις καταστροφών.
Ευάλωτες Ομάδες Πληθυσμού
Ορισμός 1: Ορίζονται οι ομάδες εκείνες του πληθυσμού που η ένταξή τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή εμποδίζεται από σωματικά και ψυχικά αίτια ή λόγω παραβατικής συμπεριφοράς. Σε αυτές ανήκουν:
α) τα άτομα με αναπηρία οποιασδήποτε μορφής (σωματική, ψυχική, νοητική, αισθητηριακή),
β) τα άτομα με προβλήματα εξάρτησης από ουσίες ή τα απεξαρτημένα άτομα,
γ) οι ανήλικοι με παραβατική συμπεριφορά, οι φυλακισμένοι/ες και αποφυλακισμένοι/ες
Ευέλικτες ρυθμίσεις εργασίας
Ορισμός 1: Η δυνατότητα των εργαζομένων να προσαρμόζουν τη μορφή απασχόλησής τους, μεταξύ άλλων με τη χρήση ρυθμίσεων τηλεργασίας, ευέλικτου ωραρίου εργασίας ή με την εφαρμογή μειωμένου ωραρίου εργασίας.
Ορισμός 2: Η δυνατότητα των εργαζομένων με σχέση ναυτικής εργασίας να προσαρμόζουν τη μορφή απασχόλησης τους, μεταξύ άλλων, με τη χρήση ευέλικτου ωραρίου εργασίας ή με την εφαρμογή μειωμένου ωραρίου εργασίας.
Εύθρυπτα αμιαντούχα υλικά
Ορισμός 1: Τα υλικά που περιέχουν ίνες αμιάντου χαλαρά συνδεδεμένες έτσι ώστε σε ενδεχόμενη διατάραξή τους μπορούν εύκολα να απελευθερώσουν ίνες αμιάντου στον αέρα (χύμα υλικό, ψεκασμένος αμίαντος, αμιαντούχες μονώσεις σωληνώσεων - λεβήτων - δεξαμενών και εναλλακτών θερμότητας, μονωτικές αμιαντόπλακες, αμιαντόχαρτο, αμιαντούχο χαρτόνι, αμιαντούχες φλάντζες και τσιμούχες, αμιαντούχα σχοινιά και κορδόνια, αμιαντούχα υφάσματα).
Εύθρυπτα υλικά µε αμίαντο
Ορισμός 1: Τα υλικά εκείνα που περιέχουν µη σταθερά εγκλωβισμένο αμίαντο έτσι ώστε σε ενδεχόμενη μηχανική καταπόνησή τους, να μπορούν εύκολα να απελευθερώνουν ίνες ή σκόνη αμιάντου στο περιβάλλον.
Εύλογες προσαρμογές
Ορισμός 1: Οι απαραίτητες και κατάλληλες τροποποιήσεις, ρυθμίσεις και ενδεδειγμένα μέτρα, που απαιτούνται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να διασφαλιστεί για τα άτομα με αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις η αρχή της ίσης μεταχείρισης, οι οποίες δεν επιβάλλουν δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος στον εργοδότη.
Ορισμός 2: Κάθε απαραίτητη ή/και κατάλληλη τροποποίηση και ρύθμιση της μορφής και της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης του κτιρίου και του περιβάλλοντα χώρου του, η οποία, μπορεί να υλοποιηθεί όπου απαιτείται και ανά συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προκύπτει δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος, με στόχο την διασφάλιση της προσβασιμότητας του κτιρίου, όσον αφορά, σε άτομα με αναπηρίες και εμποδιζόμενα άτομα. Η υλοποίηση «εύλογων προσαρμογών» στοχεύει επιπροσθέτως στην απόλαυση ή άσκηση, σε ίση βάση με τους άλλους, όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών. Εύλογες προσαρμογές μπορούν να υλοποιούνται και σε εξειδικευμένες παρεμβάσεις για την ικανοποίηση ατομικών αναγκών κάποιου ατόμου, το οποίο, αν και σε προσβάσιμο περιβάλλον, έχει ανάγκη επιπλέον εξειδικευμένης προσαρμογής.
Ευλόγως προβλέψιμη κακή χρήση
Ορισμός 1: Η χρήση μηχανήματος με τρόπο που δεν προβλέπεται στις οδηγίες χρήσης αλλά ωστόσο μπορεί να προέλθει από εύκολα προβλέψιμη ανθρώπινη συμπεριφορά.
Ευλόγως προβλέψιμη μη σκοπούμενη χρήση (reasonably foreseeable misuse)
Ορισμός 1: Χρήση διάταξης ψυχαγωγίας με τρόπο που δεν προορίζεται από τον κατασκευαστή, αλλά που μπορεί να προκύψει από εύκολα προβλέψιμη ανθρώπινη συμπεριφορά. (Παράρτημα προτύπου ΕΛΟΤ ΕΝ 13814:2019, μέρος 1 που παρέχει μη εξαντλητικό κατάλογο των ανθρώπινων συμπεριφορών.
ΠΗΓΗ: ΕΝ ISO 12100: 2010).
Ευπάθεια
Ορισμός 1: Οι παράγοντες που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εξέλιξη ενός κινδύνου σε καταστροφή.
Ευπαθείς Ομάδες Πληθυσμού
Ορισμός 1: Είναι οι κοινωνικές ομάδες πληθυσμού, των οποίων η συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή δυσχεραίνεται, είτε εξαιτίας κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, είτε εξαιτίας σωματικής ή ψυχικής ή νοητικής ή αισθητηριακής αναπηρίας, είτε εξαιτίας απρόβλεπτων γεγονότων, τα οποία επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία της τοπικής ή ευρύτερα περιφερειακής οικονομίας.
Ευρωπαϊκή Συνεργασία για τη Διαπίστευση, ΕΣΔ
Ορισμός 1: Είναι ο οργανισμός των Ευρωπαϊκών Εθνικών Οργανισμών Διαπίστευσης που αναγνωρίζεται από το άρθρο 14 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 765/2008.
Έχει κεντρική θέση στην εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 765/2008 με σημαντικότερα καθήκοντα την οργάνωση του συστήματος αξιολόγησης των εθνικών οργανισμών διαπίστευσης από ομότιμους καθώς και την ανάπτυξη ή την αναγνώριση τομεακών συστημάτων.
Ευρωπαϊκό πρότυπο
Ορισμός 1: Πρότυπο το οποίο έχει εκδοθεί από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης.
Ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων (ΕΣΕ)
Ορισμός 1: Το συμβούλιο που συνιστάται σύμφωνα με το άρθρο 49§1 ή σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος Γ΄, με σκοπό την υλοποίηση της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς.
Ευρωπαϊκός οργανισμός τυποποίησης
Ορισμός 1: Αυτοί που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012.
Ευστάθεια (ή φέρουσα ικανότητα)
Ορισμός 1: Είναι η ικανότητα ενός φέροντος δομικού στοιχείου να φέρει προδιαγεγραμμένο φορτίο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια τυπικής δοκιμής αντίστασης σε φωτιά.
Εύφλεκτα αέρια υπό πίεση
Ορισμός 1: Χημικά προϊόντα που σχηματίζουν αναφλέξιμα μίγματα µε τον ατμοσφαιρικό αέρα και που έχουν συμπιεσθεί ή υγροποιηθεί για τον σκοπό της μεταφοράς τους. Αέριο θεωρείται το χημικό προϊόν, που η πίεση των ατμών του υπερβαίνει τα 2,8 BAR σε θερμοκρασία 37,8 0C.
Εύφλεκτα στερεά
Ορισμός 1: Είναι τα άμεσα καύσιμα στερεά και τα στερεά εκείνα που μπορούν να προκαλέσουν φωτιά μέσω τριβής.
Εύφλεκτα συστατικά
Ορισμός 1: α) τα αέρια που δύνανται να αναφλέγουν όταν έρθουν σ επαφή µε τον αέρα υπό κανονική πίεση.
β) οι ουσίες, και τα υγρά µείγµατα των οποίων το σηµείο αναφλέξεως είναι µικρότερο ή ίσο των 100°C.
Η μέθοδος του καθορισμού του σηµείου αναφλέξεως ορίζεται στο παράρτηµα V της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, διοικητικών και κανονιστικών διατάξεων όσον αφορά στην ταξινόµηση της συσκευασίας και την επισήµανση των επικινδύνων ουσιών (1) τροποποιηθείσης τελικώς από την οδηγία 73/146/ΕΟΚ. (2).
Εύφλεκτα υγρά
Ορισμός 1: Υγρά µε σημείο ανάφλεξης μικρότερο από 60 0C (σε δοκιμή κλειστού δοχείου).
Έφηβος
Ορισμός 1: Κάθε νέος ηλικίας τουλάχιστον 15 ετών αλλά κάτω των 18 ετών και ο οποίος έχει παύσει να υπόκειται σε υποχρεωτική σχολική φοίτηση κατά τις κείμενες περί αυτής διατάξεις.
Εφοδιαστική (Logistics)
Ορισμός 1: Το σύνολο των διεργασιών που είναι απαραίτητες για το σχεδιασμό, την υλοποίηση και τον έλεγχο της ροής (της μεταφοράς, της διαμεταφοράς και της αποθήκευσης) αγαθών και εμπορευμάτων από οποιοδήποτε σημείο προέλευσης σε οποιοδήποτε σημείο προορισμού και αντιστρόφως, καθώς και για το σχεδιασμό, την υλοποίηση και τον έλεγχο της παροχής συναφών υπηρεσιών και της σχετικής πληροφορίας.