Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 9145 - 9180 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία προσρόφησης
Αγγλικός όρος:
Adsorption chromatography

Μετάφραση: Adsorption chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία στήλης
Αγγλικός όρος:
Column chromatography

Μετάφραση: Column chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία συγγενείας
Αγγλικός όρος:
Affinity chromatography

Μετάφραση: Affinity chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία χάρτου διπλής κατεύθυνσης
Αγγλικός όρος:
Double-way paper chromatography

Μετάφραση: Double-way paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφικός διαχωρισμός
Αγγλικός όρος:
Chromatographic separation

Μετάφραση: Chromatographic separation
Ελληνικός όρος:
Χρωματομετρική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Colorimetric method

Μετάφραση: Colorimetric method
Ελληνικός όρος:
Χρωμικά άλατα του ψευδαργύρου
Αγγλικός όρος:
Zinc chromates

Μετάφραση: Zinc chromates
Ελληνικός όρος:
Χρωμικό ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium chromate

Μετάφραση: Calcium chromate
Ελληνικός όρος:
Χρωμικό βάριο
Αγγλικός όρος:
Barium chromate

Μετάφραση: Barium chromate
Ελληνικός όρος:
Χρωμικό βουτύλιο
Αγγλικός όρος:
Butyl chromate

Μετάφραση: Butyl chromate
Ελληνικός όρος:
Χρωμικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Chromic potassium, potassium chromate

Μετάφραση: Chromic potassium, potassium chromate
Ελληνικός όρος:
Χρωμικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Chromic acid

Μετάφραση: Chromic acid
Ελληνικός όρος:
Χρωμικό στρόντιο
Αγγλικός όρος:
Strontium chromate

Μετάφραση: Strontium chromate
Ελληνικός όρος:
Χρωμικός μόλυβδος
Αγγλικός όρος:
Lead chromate

Μετάφραση: Lead chromate
Ελληνικός όρος:
Χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Chromium, Cr

Μετάφραση: Chromium, Cr
Ελληνικός όρος:
Χρωμιούχο αρσενικό
Αγγλικός όρος:
Arsenic chloride

Μετάφραση: Arsenic chloride
Ελληνικός όρος:
Χρωμοσωμικές ανωμαλίες
Αγγλικός όρος:
Chromosome aberrations

Μετάφραση: Chromosome aberrations
Ελληνικός όρος:
Χρωμυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Chromyl chloride, chromium dioxide dichloride

Μετάφραση: Chromyl chloride, chromium dioxide dichloride
Ελληνικός όρος:
Χρωστική
Αγγλικός όρος:
Dyestuff, dye, colorant

Μετάφραση: Dyestuff, dye, colorant
Ελληνικός όρος:
Χύδην
Αγγλικός όρος:
Bulky

Μετάφραση: Bulky
Ελληνικός όρος:
Χυμοτρυψίνη
Αγγλικός όρος:
Chymotrypsin

Μετάφραση: Chymotrypsin
Ελληνικός όρος:
Χύτευση
Αγγλικός όρος:
Casting, founding

Μετάφραση: Casting, founding
Ελληνικός όρος:
Χυτή άσφαλτος ή μαστιχομονώση
Αγγλικός όρος:
Mastic asphalt

Μετάφραση: Mastic asphalt
Ελληνικός όρος:
Χυτήρια
Αγγλικός όρος:
Foundries

Μετάφραση: Foundries
Ελληνικός όρος:
Χωματουργικές εργασίες
Αγγλικός όρος:
Earthworks

Μετάφραση: Earthworks
Ελληνικός όρος:
Χωματουργικά μηχανήματα
Αγγλικός όρος:
Earth-moving machinery

Μετάφραση: Earth-moving machinery
Ελληνικός όρος:
Χώνευμα
Αγγλικός όρος:
Digestate

Μετάφραση: Digestate
Ελληνικός όρος:
Χώνευση ακατέργαστων αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
Digestion of raw waste

Μετάφραση: Digestion of raw waste
Ελληνικός όρος:
Χωνευτήρια
Αγγλικός όρος:
Fermenters

Μετάφραση: Fermenters
Ελληνικός όρος:
Χωρητικότητα κελύφους
Αγγλικός όρος:
Capacity of shell, shell compartment

Μετάφραση: Capacity of shell, shell compartment
Ελληνικός όρος:
Χωρητικότητα της συσκευασίας
Αγγλικός όρος:
Capacity of the package

Μετάφραση: Capacity of the package
Ελληνικός όρος:
Χώροι υγειονομικής ταφής για αδρανή απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Landfill for inert waste

Μετάφραση: Landfill for inert waste
Ελληνικός όρος:
Χώροι υγειονομικής ταφής για επικίνδυνα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Hazardous waste landfill

Μετάφραση: Hazardous waste landfill
Ελληνικός όρος:
Χώροι υγειονομικής ταφής για μη επικίνδυνα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Landfill for non-hazardous waste

Μετάφραση: Landfill for non-hazardous waste
Ελληνικός όρος:
Χώροι υπόγειας εναπόθεσης
Αγγλικός όρος:
Underground storage site

Μετάφραση: Underground storage site
Ελληνικός όρος:
Χώρος ασφαλείας (φύλαξη)
Αγγλικός όρος:
Cofferdam

Μετάφραση: Cofferdam

Ακολουθήστε μας