Κωδικοποιήθηκε από:
Τροποποιήθηκε από :
Συνημμένο | Μέγεθος |
---|---|
ΦΕΚ 101Α_1990 | 5.09 MB |
1. Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου παραγωγική επένδυση θεωρείται:
α. Η κατασκευή, η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός βιομηχανοστασίων, κτιρίακών εγκαταστάσεων, ξενοδοχειακών καθώς και βοηθητικών εγκαταστάσεων των υπαγομένων επιχειρήσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 2.
β. Η αγορά αποπερατωθεισών ή ημιτελών βιομηχανικών ή βιοτεχνικών κτιρίακών εγκαταστάσεων που βρίσκονται μέσα σε ΒΙΠΕ Ε.Τ.Β.Α. και ανήκουν κατά κυριότητα σε αυτές. Επίσης η αγορά μη χρησιμοποιουμένων, αποπερατωθεισών ή ημιτελών βιομηχανικών ή βιοτεχνικών κτιρίακών εγκαταστάσεων που η έναρξη κατασκευής τους έγινε πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και που παραμένουν σε αδράνεια και δεν χρησιμοποιούνται για παραγωγικούς σκοπούς, τουλάχιστον για μιά διετία πριν από την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή στις διατάξεις αυτού του νόμου, εφ’ όσον οι κτιριακές αυτές εγκαταστάσεις χρησιμοποιηθούν για την μετεγκατάσταση επιχειρήσεων από την περιοχή Α σύμφωνα με την περίπτωση (α) της παραγράφου 4 του άρθρου 9.
γ. Η αγορά και εγκατάσταση καινούριων μηχανημάτων και λοιπού μηχανολογικού ή τεχνικού εξοπλισμού παραγωγής.
Η αγορά και εγκατάσταση καινούριων συστημάτων αυτοματοποίησης διαδικασιών και μηχανοργάνωσης, όπως συστημάτων πληροφορικής ή τηλεπληροφορικής. Στις δαπάνες αυτές περιλαμβάνονται η αγορά του ιχναγκαίου για την επένδυση λογισμικού (software). Οι δαπάνες εκπαίδευσης του προσωπικού κατά το στάδιο εγκατάστασης του όλου συστήματος.
δ. Οι δαπάνες μελετών και επενδύσεων που αποσκοπούν στην εισαγωγή, ανάπτυξη και εφαρμογή σύγχρονης τεχνολογίας, όπως πληροφορικής και τηλεπληροφορικής. Η δαπάνη εγκατάστασης πρότυπης δοκιμαστικής μονάδας. Οι δαπάνες επενδύσεων για εφαρμοσμένη έρευνα και η αγορά οργάνων ή εξοπλισμού εργαστηρίων εφαρμοσμένης βιομηχανικής ή μεταλλευτικής έρευνας. Οι δαπάνες μελετών εργονομίας και προστασίας της φυσιολογικής και ψυχολογικής υγείας των εργαζομένων.
ε. Οι δαπάνες μετεγκατάστασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 9, υφιστάμενων παραγωγικών μονάδων του εδαφίου (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 2.
Στις δαπάνες μετεγκατάστασης περιλαμβάνονται και οι δαπάνες ανέγερσης των αναγκαίων κτιρίακών εγκαταστάσεων στη νέα θέση.
στ. Η κατασκευή καινούριων αποθηκευτικών χώρων, ψυκτικών χώρων, χώρων ξήρανσης και συντήρησης προϊόντων καθώς και η αγορά καινούριων αυτοκινήτων-ψυγείων ή πλοίων-ψυγείων.
ζ. Η αγορά καινούριων μεταφορικών μέσων διακίνησης υλικών, εμπορευμάτων και μαζικής μεταφοράς εργατοτεχνιτών και υπαλληλικού προσωπικού, καθώς και εξοπλισμού και εγκαταστάσεων διακίνησης υλικών.
η. Η ανέγερση καινούργιων εργατικών κατοικιών για τη στέγαση προσωπικού της επιχείρησης, βρεφονηπιακών σταθμών καθώς και κτιρίων ή εγκαταστάσεων ή εξοπλισμού προοριζομένων να χρησιμοποιηθούν για την αναψυχή ή συνεστίαση εργατών και υπαλλήλων και εφ’ όσον κατασκευάζονται στην περιοχή που είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση.
θ. Η ανέγερση, επέκταση και εκσυγχρονισμός ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, εγκαταστάσεων αξιοποίησης ιαματικών πηγών και η αγορά εξοπλισμού τους. Οι δαπάνες για μόνιμες εγκαταστάσεις κατασκηνωτικών κέντρων (campings) και εγκαταστάσεις χειμερινού τουρισμού, ως και για κατασκευή και εξοπλισμό διαμερισμάτων για τουριστική χρήση.
ι. Οι δαπάνες επισκευής, αποκατάστασης και μετατροπής διατηρητέων παραδοσιακών οικιών ή κτιρίων σε ξενώνες ή ξενοδοχειακές μονάδες, ανεξάρτητα εάν βρίσκονται εντός ή εκτός οικισμών που χαρακτηρίζονται παραδοσιακοί ή διατηρητέοι. Η ανακαίνιση παραδοσιακού χαρακτήρα ξενοδοχειακών μονάδων που κρίνονται διατηρητέες και που προστατεύονται από ειδικό νομικό καθεστώς όρων δόμησης.
Οι δαπάνες ανακαίνισης διατηρητέων παραδοσιακών ή ιστορικών κτιρίων από μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα με σκοπό τη μετατροπή τους σε αναγκαίους χώρους κοινωνικών και πολιτιστικών λειτουργιών.
ια. Η αγορά υλικού για αναπαραγωγή των κτηνοτροφικών επιχειρήσεων και του πολλαπλασιαστικού υλικού των γεωργικών, κτηνοτροφικών ή ιχθυοκαλλιεργητικών επιχειρήσεων.
ιβ. Οι δαπάνες επενδύσεων που αποσκοπούν στην κατασκευή, επέκταση, εκσυγχρονισμό και εξοπλισμό κεντρικών αγορών, σφαγείων και χώρων κοινωνικών και πολιτιστικών λειτουργιών.
ιγ. Η αγορά βιοτεχνικών χώρων σε τυποποιημένα βιοτεχνικά κτίρια των βιομηχανικών περιοχών ή σε πολυόροφα βιοτεχνικά κέντρα, που κατασκεύασε ή κατασκευάζει η Ε.Τ.Β.Α. Α.Ε. μόνη της ή σε συνεργασία με τον Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ. καθώς και σε πολυόροφα βιοτεχνικά κτίρια που η κατασκευή τους έγινε με δανειοδότηση της Ε.Τ.Β.Α. Α.Ε., ανεξάρτητα από το χρόνο κατασκευής και χρησιμοποιήσής τους.
ιδ. Η ανέγερση, επέκταση και εκσυγχρονισμός εγκαταστάσεων και η αγορά εξοπλισμού επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών στήριξης τουριστικών - ξενοδοχειακών μονάδων.
ιε. Η κατασκευή, επέκταση και εκσυγχρονισμός λιμένων σκαφών αναψυχής (μαρίνες) σε θέσεις και με προδιαγραφές που θα εγκρίνονται κάθε φορά από τον Ε.Ο.Τ., το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας.
ιστ, Η κατασκευή, επέκταση και εκσυγχρονισμός συνεδριακών κέντρων, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ε.Ο.Τ. και με βάση τις προδιαγραφές που θα καθοριστούν με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Τουρισμού.
ιζ. Η κατασκευή, επέκταση και εκσυγχρονισμός γηπέδων γκόλφ και των απαραίτητων εγκαταστάσεών τους καθώς και η αγορά του αναγκαίου εξοπλισμού τους μετά από σύμφωνη γνώμη του Ε.Ο.Τ..
2. Δεν θεωρείται παραγωγική επένδυση η απόκτηση επιβατικών αυτοκινήτων μέχρι έξι (6) θέσεων, επίπλων και σκευών γραφείων, οικοπέδων, γηπέδων και αγροτεμαχίων.
Επίσης, δεν θεωρείται παραγωγική επένδυση:
α. Η ανέγερση ή επέκταση κτιριακών εγκαταστάσεων επί οικοπέδου που δεν ανήκει στην κυριότητα του φορέα της επένδυσης. Κατ’ εξαίρεση θεωρούνται παραγωγικές επενδύσεις: (α) η ανέγερση κτιριακών εγκαταστάσεων επί οικοπέδου που δεν ανήκει κατά κυριότητα στο φορέα της επένδυσης, εφόσον έχει παραχωρηθεί προς τούτο η χρήση του για χρονικό διάστημα τουλάχιστον είκοσι (20) ετών από το Δημόσιο, τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, τις ΒΙΠΕ Ε.Τ.Β.Α. συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν καθεστώς ελεύθερης ζώνης και από οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, (β) η πραγματοποίηση επενδύσεων θερμοκηπίων, κατασκηνωτικών κέντρων και κέντρων χειμερινού τουρισμού καθώς και επενδύσεων του εδαφίου (ιζ) της παρ.1 αυτού του άρθρου, επί οικοπέδου του οποίου η χρήση έχει παραχωρηθεί προς τούτο στο φορέα της επένδυσης για χρονικό διάστημα τουλάχιστον είκοσι (20) ετών και (γ) η πραγματοποίηση επενδύσεων υδατοκαλλιεργειών επί αιγιαλού.
β. Η ανέγερση, επέκταση και εκσυγχρονισμός αυτοεξυπηρετούμενων καταλυμάτων καθώς και ξενοδοχειακών καταλυμάτων κάθε λειτουργικής μορφής κατώτερης της Γ' τάξης.
γ. Ο εκσυγχρονισμός ξενοδοχειακής μονάδας κάθε λειτουργικής μορφής προ της παρόδου ΙΟετίας από την έναρξη λειτουργίας της μονάδας ή από την ολοκλήρωση επένδυσης εκσυγχρονισμού της μονάδας που έχει υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου αυτού ή του ν. 1262/1982 ή του ν. 1116/1981.
3. Το ελάχιστο ύψος παραγωγικής επένδυσης για την υπαγωγή στο νόμο αυτόν όσον αφορά την επιχορήγηση και επιδότηση επιτοκίου είναι:
α. Για επενδύσεις ίδρυσης ή επέκτασης που πραγματοποιούνται από τις επιχειρήσεις των περιπτώσεων (β), (στ), (θ) και (ι) της παραγράφου 1 του άρθρου 2, τριάντα εκατομμύρια (30.000.000) δραχμές.
β. Για επενδύσεις ίδρυσης ή επέκτασης που πραγματοποιούνται από τις λοιπές κατηγορίες επιχειρήσεων του άρθρου 2, εξήντα εκατομμύρια (60.000.000) δραχμές.
γ. Για επενδύσεις επισκευής, αποκατάστασης και μετατροπής διατηρητέων παραδοσιακών οικιών ή κτιρίων σε ξενώνες ή ξενοδοχειακές μονάδες, σύμφωνα με την περίπτωση (ι) της παραγράφου 1 του άρθρου 1 και την περίπτωση (ιε) της παραγράφου 1 του άρθρου 2, δεκαπέντε εκατομμύρια (15.000.000) δραχμές.
δ. Για επενδύσεις ίδρυσης ή επέκτασης που πραγματοποιούνται από τις επιχειρήσεις των περιπτώσεων (ιη) και (κβ) της παραγρ. 1 του άρθρου 2, πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές.
ε. Για επενδύσεις εκσυγχρονισμού που πραγματοποιούνται από τις επιχειρήσεις των περιπτώσεων (ιη) και (κβ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2, δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές.
στ. Για επενδύσεις εκσυγχρονισμού όλων των λοιπών κατηγοριών επιχειρήσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 2, δέκα εκατομμύρια (10.000.000) δραχμές.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τις επενδύσεις των περιπτώσεων (α), (β), (γ) και (ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 9.
4. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα όρια της προηγούμενης παραγράφου καθώς και να ορίζεται διαφορετικό ελάχιστο ύψος επένδυσης για ορισμένους κλάδους οικονομικών δραστηριοτήτων ή περιοχές που παρουσιάζουν ειδικά προβλήματα.
1. Υπάγονται στο νόμο αυτόν οι ακόλουθες επιχειρήσεις:
α. Μεταποιητικές βιομηχανικές, βιοτεχνικές και χειροτεχνικές επιχειρήσεις όλων των κλάδων.
Περιλαμβάνονται στις παραπάνω επιχειρήσεις και οι βιοτεχνικές επιχειρήσεις παραδοσιακών οικοδομικών υλικών, όπως πέτρας, τοιχοποιίας, δαπέδων και στέγης, μαλτεζόπλακας, κεραμιδιών και τούβλων παραδοσιακών τύπων, διαφόρων κεραμικών δαπέδων και ειδικών κονιαμάτων. Επίσης βιοτεχνίες και εργαστήρια παραδοσιακών κατασκευών, όπως ξυλουργεία, επιπλοποιεία, σιδηρουργεία, μαρμαρογλυφεία και άλλα εργαστήρια κατεργασίας οικοδομικού μαρμάρου ή πέτρας. Εργαστήρια χειροτεχνίας, οικοτεχνίας, κεραμικής, κοσμηματοποιίας, υφαντικής, ταπητουργίας και γουνοποιίας.
Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά από εισήγηση των αρμόδιων υπηρεσιών, καθορίζεται η ένταξη ή μη, στις μεταποιητικές επιχειρήσεις της προηγούμενης παραγράφου, κατηγοριών επιχειρήσεων για τις οποίες υπάρχουν δυσκολίες κατάταξής τους από τις υπηρεσίες ιδιωτικών επενδύσεων, τις αρμόδιες γνωμοδοτικές επιτροπές ή τον Ελληνικό Οργανισμό Μικρομεσαίων Μεταποιητικών Επιχειρήσεων και Χειροτεχνίας (Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ.).
β. Γεωργικές, δασικές, κτηνοτροφικές και αλιευτικές επιχειρήσεις (υδατοκαλλιέργειες) σύγχρονης τεχνολογίας, όπως θα καθοριστούν με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Γεωργίας.
γ. Μεταλλευτικές και λατομικές επιχειρήσεις.
δ. Κέντρα τεχνικής βοήθειας για τη βιομηχανία και βιοτεχνία που ιδρύονται από συνεταιρισμούς, επιμελητήρια, επαγγελματικές οργανώσεις, τον Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ., και το ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ., σκοπός των οποίων είναι η παροχή τεχνικών συμβουλών και πληροφόρησης στους επενδυτές, σχετικά με την τεχνολογική κατάσταση του κλάδου, την οργάνωση της παραγωγής, τη διαχείριση της επιχείρησης, τη σύνθεση του προσωπικού, τη μελέτη της αγοράς και του απαραίτητου μηχανολογικού εξοπλισμού.
ε. Επιχειρήσεις αξιοποίησης αγροτικών, βιομηχανικών και αστικών απορριμμάτων και αποβλήτων.
στ. Επιχειρήσεις αγροτικών ή αγροτοβιομηχανικών συνεταιρισμών για επενδύσεις σε μηχανικά μέσα σποράς, καλλιέργειας, συγκομιδής και συσκευασίας αγροτικών προϊόντων.
ζ. Επιχειρήσεις που παράγουν για δικό τους λογαριασμό ή για τρίτους ενέργεια σε μορφή αερίου, θερμού νερού, ατμού ή στερεά καύσιμα από βιομάζα.
η. Επιχειρήσεις που έχουν αντικείμενο δραστηριότητας την παραγωγή μηχανισμών για την εξοικονόμηση ενέργειας.
θ. Επιχειρήσεις τυποποίησης και συσκευασίας, συντήρησης, αποξήρανσης, κατάψυξης ή αφυδάτωσης γεωργικών, κτηνοτροφικών και ιχθυηρών προϊόντων.
ι. Επιχειρήσεις παραγωγής βιομάζας από ετήσια ή πολυετή φυτά που θα χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας.
ια. Επιχειρήσεις υγρών καυσίμων και υγραερίων, εφόσον πραγματοποιούν επενδύσεις για τη δημιουργία εγκαταστάσεων αποθήκευσης ή για την προμήθεια εξοπλισμού μεταφοράς ή διακίνησης υγρών καυσίμων και υγραερίων σε νησιωτικές περιοχές, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν την έδρα τους σε νομούς που υπάγονται στις περιοχές Γ και Δ για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος νόμου.
ιβ. Ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και ξενώνες καθώς και επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών στήριξης τουριστικών - ξενοδοχειακών μονάδων και ειδικότερα για τη δημιουργία μονάδων εκμετάλλευσης κεντρικών πλυντηρίων και παρασκευαστηρίων ετοίμων ή ημιετοίμων τροφίμων για τις ανάγκες των παραπάνω μονάδων.
ιγ. Κατασκηνωτικά κέντρα (campings), που κατασκευάζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές και με την έγκριση του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, μόνο για τις δαπάνες μονίμων εγκαταστάσεών τους και διαμόρφωσης του χώρου καθώς επίσης και διαμερίσματα για τουριστική χρήση.
ιδ. Επιχειρήσεις εκμετάλλευσης ιαματικών πηγών και κέντρα χειμερινού τουρισμού.
ιε. Οικίες ή κτίρια που χαρακτηρίζονται διατηρητέα ή παραδοσιακά, διασκευαζόμενα σε ξενώνες ή ξενοδοχειακές επιχειρήσεις ή εργαστήρια παραγωγής παραδοσιακών βιοτεχνικών προϊόντων ή χειροτεχνημάτων, με την έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών ή του Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος καθώς και του Ε.Ο.Τ. ή του Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ.
ιστ. Επιχειρήσεις οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή συνεταιρισμοί, που πραγματοποιούν επενδύσεις για την ανέγερση και εκμετάλλευση βιοτεχνικών κέντρων και κτιρίων στις ειδικές βιοτεχνικές και βιομηχανικές ζώνες που καθορίζονται στο πλαίσιο του πολεοδομικού και
χωροταξικού σχεδιασμού καθώς και χώρων κοινωνικών και πολιτιστικών λειτουργιών, κεντρικών αγορών και σφαγείων.
ιζ. Ιερές μονές και ορθόδοξες ακαδημίες για την ανέγερση, επέκταση και εκσυγχρονισμό ξενώνων ή για τη μετατροπή κτιρίων τους σε ξενώνες καθώς και για την ανέγερση, επέκταση, εκσυγχρονισμό η μετατροπή κτιρίων τους σε χώρους κοινωνικών και πολιτιστικών λειτουργιών.
ιη. Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών εξαιρετικά προηγμένης τεχνολογίας.
ιθ. Εκδοτικές ή εκτυπωτικές επιχειρήσεις ημερήσιου τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης για το σύνολο των εκδόσεών τους, καθώς και επιχειρήσεις ημερησίων επαρχιακών εφημερίδων, όπως αυτές καθορίζονται από τα άρθρα 1 του ν.δ. 3619/1956 και 1 του ν.δ. 1263/1972 (ΦΕΚ A 197), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 2 του ν. 1446/1984.
κ. Επιχειρήσεις κατασκευής και εκμετάλλευσης σταθμών αυτοκινήτων για δημόσια χρήση, χωρητικότητας ογδόντα (80) τουλάχιστο θέσεων.
κα. Επιχειρήσεις εκμετάλλευσης λιμένων αναψυχής, συνεδριακών κέντρων και γηπέδων γκολφ.
κβ. Εργαστήρια εφαρμοσμένης βιομηχανικής, ενεργειακής και μεταλλευτικής έρευνας, επιχειρήσεις ανάπτυξης τεχνολογιών και επιχειρήσεις ανάπτυξης λογισμικού. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Προεδρίας της Κυβέρνησης και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας καθορίζονται οι προδιαγραφές που πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις ανάπτυξης λογισμικού καθώς και τα απα¬ραίτητα στοιχεία που πρέπει να συνοδεύουν την οικονομοτεχνική μελέτη που υποβάλλεται από αυτές για την υπαγωγή των επενδύσεών τους στις διατάξεις του νόμου αυτού.
Ο χαρακτηρισμός επιχειρήσεων για την υπαγωγή τους στο προηγούμενο εδάφιο γίνεται με σχετική γνωμοδότηση της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας.
κγ. Επιχειρήσεις με αντικείμενο την παραγωγή ηλεκτρισμού από την εκμετάλλευση ήπιων μορφών ενέργειας και ειδικότερα της αιολικής, ηλιακής, υδροηλεκτρικής, γεωθερμικής και βιομάζας.
κδ. Τεχνικές εταιρείες για τον εκσυγχρονισμό τους, την αντικατάσταση των μηχανημάτων τους και του λοιπού εξοπλισμού τους.
2. Οι διατάξεις αυτού του νόμου δεν εφαρμόζονται για επενδύσεις δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών. Η εξαίρεση δεν αφορά τις θυγατρικές τους εταιρείες καθώς επίσης και εταιρείες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των συνεταιρισμών, εφόσον περιλαμβάνονται σε μία από τις κατηγορίες επενδύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
3. Οι διατάξεις αυτού του νόμου όσον αφορά την επιχορήγηση και επιδότηση επιτοκίου εφαρμόζονται για τις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 που τηρούν βιβλία Β' και Γ’ κατηγορίας του Κ.Φ.Σ.
Οι διατάξεις αυτού του νόμου δεν έχουν εφαρμογή για επιχειρήσεις που λειτουργούν με τη μορφή κοινωνίας ή εταιρείας αστικού δικαίου ή κοινοπραξίας.
1. Το άρθρο 3 του ν. 1262/1982 διατηρείται σε ισχύ και συμπληρώνεται ως εξής:
Στην παράγραφο 1 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Για την εφαρμογή του νόμου αυτού, τα όρια της ζώνης Λαυρεωτικής καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Εσωτερικών».
Στην παράγραφο 2 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας κα: Δημόσιων Έργων και Τουρισμού, που δεν είναι δυνατόν να τροποποιούνται πριν από την παρέλευση διετίας από την έναρξη της ισχύος τους, μπορεί να καθορίζονται ζώνες της Επικράτειας που παρουσιάζουν υπερσυγκέντρωση τουριστικής δραστηριότητας, στις οποίες δεν έχουν εφαρμογή τα κίνητρα επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου του παρόντος νόμου ή καθορίζεται ποσοστό επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου άλλων δυσμενέστερων από άποψη κινήτρων περιοχών, ανάλογα με το βαθμό συγκέντρωσης τουριστικής δραστηριότητας και το είδος της επένδυσης».
Στην παράγραφο 4 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις στις βιομηχανικές περιοχές της Ε.Τ.Β.Α. ή βιοτεχνικά κέντρα του Ε.Ο.Μ,Μ.Ε.Χ. ή βιοτεχνικά κέντρα και κτίρια επιχειρήσεων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης της περιοχής Δ καθώς και της Θράκης, δίνονται τα κίνητρα των ειδικών ζωνών των περιοχών αυτών, δηλαδή ισχύει το καθεστώς των άρθρων 7 παρ. 1 περίπτωση (γ) και 11 παρ. 1 αυτού του νόμου.».
«Για τις επιχειρήσεις που εγκαθίστανται μέσα σε τεχνολογικά πάρκα, όπως αυτά θα καθοριστούν με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, εφαρμόζονται το καθεστώς ενισχύσεων που ισχύει για τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις στις ΒΙ.ΠΕ Ε.Τ.Β.Α.».
2. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται» το άρθρο 3 του παρόντος νόμου» νοείται το άρθρο 3 του ν.1262/1982.
3. Η προβλεπόμενη στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του ν.1262/1982 προθεσμία παρατείνεται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1994.
1. Σε επιχειρήσεις του άρθρου 2, που πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις του άρθρου 1 και υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου σύμφωνα με το άρθρο 7, παρέχεται επιχορήγηση που συνίσταται σε δωρεάν κεφαλαιακή ενίσχυση εκ μέρους του Δημοσίου υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν επιχορηγηθεί από άλλη πηγή για την ίδια επένδυση.
Η επιχορήγηση αυτή παρέχεται για παραγωγικές επενδύσεις ή για τμήμα τους ύψους μέχρι 2,5 δις δρχ.
2. Σε περίπτωση που η παραγωγική επένδυση υπερβαίνει το ύψος που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο, η επιχείρηση υποχρεούται να διατηρήσει το ελάχιστο ποσοστό ιδίας συμμετοχής στη συνολική παραγωγική επένδυση, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 5.
3. Για τον προσδιορισμό του ορίου των 2,5 δια. δρχ. υπολογίζονται αθροιστικά όλες οι παραγωγικές επενδύσεις που αφορούν την ίδια παραγωγική διαδικασία και υποβάλλονται από τον ίδιο επενδυτή, για υπαγωγή τους στις διατάξεις αυτού του νόμου, μέσα σε διάστημα 5 ετών από την ολοκλήρωση της πρώτης επένδυσης, που έχει ήδη υπαχθεί στις διατάξεις αυτού του νόμου.
4. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας μπορεί να αναπροσαρμόζεται το όριο της παραγράφου 1 του παρόντος. Το νέο αυτό όριο εφαρμόζεται για τις αιτήσεις υπαγωγής επενδύσεων που θα υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος της απόφασης που εκδίδεται κάθε φορά. Για τις περιπτώσεις επενδύσεων της προηγούμενης παραγράφου 3, το νέο αυτό όριο ισχύει για τις αιτήσεις επενδύσεων που υποβάλλονται μετά τη λήξη της 5ετίας. Με όμοιες επίσης αποφάσεις μπορεί να αναπροσαρμόζεται το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο.
1. Το ποσοστό της ιδίας συμμετοχής στις επιχορηγούμενες επενδύσεις δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 40% του συνολικού κόστους της παραγωγικής επένδυσης στην περιοχή Β, 35% στην περιοχή Γ, 25% στην περιοχή Δ και 15% στη Θράκη. Στην περιοχή Α και μόνο για τις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9, το κατώτερο ποσοστό ιδίας συμμετοχής είναι 40%. Το ελάχιστο ποσοστό της ιδίας συμμετοχής του επενδυτή σε επενδύσεις που παίρνουν επιχορήγηση και επιδότηση επιτοκίου που αντιστοιχεί σε περιοχή όπου τα κίνητρα αυτά είναι πιο ευνοϊκά από εκείνα της περιοχής όπου πραγματοποιείται η επένδυση, είναι ίσο με το ποσοστό που προβλέπεται για τις επενδύσεις της ευνοϊκότερης αυτής περιοχής. Ειδικά για τις επενδύσεις της περίπτωσης (ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 9 η ιδία συμμετοχή μειώνεται κατά πέντε (5) ποσοστιαίες μονάδες κατά περιοχή.
2. Η ιδία συμμετοχή του επενδυτή αποτελεί ίδιο κεφάλαιο για τις ατομικές επιχειρήσεις με ύψος επένδυσης μέχρι 60 εκατομμύρια δρχ. και εταιρικό κεφάλαιο για τις λοιπές, πλην συνεταιρισμών, επιχειρήσεις. Προκειμένου περί συνεταιρισμών, ως ιδία συμμετοχή νοείται για μεν τους νεοϊδρυόμενους το καταβεβλημένο κεφάλαιό τους, για δε τους υφιστάμενους το ποσό της αύξησης του συνεταιρικού τους κεφαλαίου ή ο σχηματισμός ειδικού αποθεματικού ή, κατά περίπτωση, η χρησιμοποίηση αποθεματικών εκτός του τακτικού. Για τις λοιπές περιπτώσεις ως ιδία συμμετοχή του επενδυτή νοείται για μεν νεοϊδρυόμενες επιχειρήσεις το καταβεβλημένο κεφάλαιό τους, για δε υφιστάμενες επιχειρήσεις το ποσό της αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου τους ή, κατά περίπτωση, τα φορολογηθέντα αποθεματικά, όπως αυτά προβλέπονται από την κει- μένη νομοθεσία, εκτός του τακτικού, χωρίς να απαιτείται αύξηση του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου και υπό τον όρο ότι τα αποθεματικά αυτά δεν θα μπορούν να διανεμηθούν πριν την παρέλευση ΙΟετίας από την ολοκλήρωση της επένδυσης. Τα αποθεματικά αυτά εμφανίζονται σε ξεχωριστό λογαριασμό στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης. Σε περίπτωση διανομής τους πριν την παρέλευση της ΙΟετίας επιβάλλονται ανάλογα οι κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο αυτή. Ατομικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις μέχρι 60 εκατ. δρχ. και έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου αυτού μπορεί να διατηρούν τη μορφή τους. Ιερές μονές για την πραγματοποίηση των επενδύσεών τους σύμφωνα με την περίπτωση (ιζ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 δεν υποχρεούνται σε σύσταση εταιρείας σύμφωνα με τα παραπάνω.
Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ποσό πέρα από το οποίο ο φορέας της επένδυσης πρέπει να έχει εταιρική μορφή.
Στην εγκριτική απόφαση υπαγωγής της επένδυσης στις διατάξεις του νόμου αυτού καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την κάλυψη της ιδίας συμμετοχής. Αν διαπιστωθεί από τα αρμόδια όργανα ελέγχου του άρθρου 8 ότι δεν πληρούνται οι πιο πάνω αναφερόμενοι όροι και προϋποθέσεις, ανακαλείται η απόφαση υπαγωγής στο νόμο και επιστρέφεται η τυχόν καταβληθείσα επιχορήγηση και επιδότηση επιτοκίου κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
Το ποσοστό της ιδίας συμμετοχής στην επένδυση, που έχει εγκριθεί με την αρχική πράξη υπαγωγής, δεν είναι δυνατό να μειωθεί κατά τη διάρκεια της υλοποίησής της.
3. Η εκταμίευση της επιχορήγησης του Δημοσίου στην επένδυση γίνεται αφού προηγουμένως, με βάση την έκθεση των κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 8 οργάνων ελέγχου, έχει αποδεδειγμένα καταβληθεί και δαπανηθεί για την πραγματοποίηση της επένδυσης η ελάχιστη κατά περιοχή ιδία συμμετοχή του επενδυτή σε ποσοστό 50% και το 25% της τυχόν συμμετοχής της χρηματοδοτούσας Τράπεζας. Στην περίπτωση που για την πραγματοποίηση της επένδυσης δεν έχει χρησιμοποιηθεί δανεισμός, η 'εκταμίευση της επιχορήγησης του Δημοσίου γίνεται σύμφωνα με τα παραπάνω, αφού θα έχει καταβληθεί και δαπανηθεί στα επενδυτικά έργα η ελάχιστη κατά περιοχή ιδία συμμετοχή του επενδυτή σε ποσοστό 50% και το 25% του υπολοίπου, πέραν της υποχρεωτικής ιδίας συμμετοχής, ποσού.
Η εκταμίευση της επιχορήγησης του Δημοσίου γίνεται σε δόσεις που καθορίζονται με την εγκριτική απόφαση και με τρόπο ώστε να δαπανηθεί παράλληλα το υπόλοιπο της ιδίας συμμετοχής και του δανείου, της τελευταίας δόσης καταβαλλομένης μετά την πιστοποίηση της ολοκλήρωσης της επένδυσης. Η διάρκεια της εκτέλεσης των εργασιών για την επένδυση ορίζεται στην εγκριτική πράξη. Είναι δυνατή η καταβολή κάθε μιας από τις δόσεις της επιχορήγησης, εκτός από την πρώτη και την τελευταία δόση, εφ’ όσον προσκομίζεται στην Υπηρεσία Ιδιωτικών Επενδύσεων ή στην αρμόδια Περιφερειακή Υπηρεσία, .εγγυητική επιστολή αναγνωρισμένης τράπεζας. Το περιεχόμενο της εγγυητικής επιστολής καθορίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.
4. Για τον έλεγχο των τιμών, οι γνωμοδοτικές επιτροπές μπορούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έγκρισης να υποβάλουν τα στοιχεία αξίας των μηχανημάτων και εξοπλισμού που θα εισαχθούν στο Συμβούλιο Έρευνας Τιμών. Το Συμβούλιο Έρευνας Τιμών μπορεί να ζητήσει από τον επενδυτή, τον προμηθευτικό οίκο ή και τρίτους πρόσθετα κατά την κρίση του στοιχεία και πληροφορίες για εξακρίβωση της αξίας, για τον έλεγχο των τιμών αυτών. Για τον έλεγχο του κόστους των λοιπών παγίων στοιχείων της επένδυσης θα χρησιμοποιούνται από τις γνωμοδοτικές επιτροπές κάθε είδους αποδεικτικά στοιχεία, όπως νόρμες κοστολόγησης κτιριακών και άλλων κατασκευαστικών εργασιών από το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, που θα αναπροσαρμόζονται ανά εξάμηνο τουλάχιστον και θα λαμβάνουν υπόψη τη φύση και το είδος των συγκεκριμένων κτιριακών κατασκευών. Στην περίπτωση που θα διαπιστωθεί με οποιονδήποτε τρόπο υπερτιμολόγηση του κόστους της επένδυσης από τον επενδυτή, η αίτησή του για υπαγωγή στο νόμο αυτόν απορρίπτεται ή τυχόν δοθείσα έγκριση ανακαλείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής
Οικονομίας, δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να συστήνονται περιφερειακά όργανα του Συμβουλίου Έρευνας Τιμών.
5. α. Η έναρξη των επενδύσεων του νόμου αυτού μπορεί να γίνεται μετά την υποβολή της σχετικής αίτησης και των αναγκαίων δικαιολογητικών στην αρμόδια υπηρεσία της παραγράφου 6 του άρθρου 6. Δαπάνες επενδυτικών έργων που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή δεν συνυπολογίζονται στο κόστος της επένδυσης ούτε στην ιδία συμμετοχή του επενδυτή.
β. Η έναρξη πραγματοποίησης της επένδυσης πριν τη δημοσίευση της απόφασης υπαγωγής στις διατάξεις του νόμου αυτού γίνεται με αποκλειστική ευθύνη του επενδυτή και δεν δεσμεύει την κρίση της γνωμοδοτικής επιτροπής ούτε την απόφαση της Διοίκησης σχετικά με την υπαγωγή ή μη της επένδυσης.
γ. Δεν αποτελούν έναρξη και μπορούν να πραγματοποιηθούν και πριν από την υποβολή της αίτησης οι προκαταρκτικές εδαφολογικές εργασίες (διαμόρφωση - περίφραξη), οι προκαταρκτικές εδαφολογικές έρευνες για μεταλλευτικές επιχειρήσεις, οι δαπάνες έκδοσης οικοδομικής άδειας και οικονομοτεχνικής μελέτης, η συνομολόγηση δανείου, η ανάληψη δανείου, το άνοιγμα πίστωσης και η παραγγελία μηχανημάτων, μηχανολογικού εξοπλισμού και λοιπού εξοπλισμού.
1. Η επιχορήγηση και επιδότηση των επιχειρήσεων που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου παρέχεται με την απόφαση της παραγράφου 2 του άρθρου 7, περίληψη της οποίας, περιέχουσα τα στοιχεία του φορέα της επένδυσης, το αντικείμενο, το παραγωγικό κόστος της επένδυσης, το ποσοστό και το ποσό της επιχορήγησης και επιδότησης, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Δεν απαιτείται δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως περίληψης αποφάσεων που αφορούν σε παράταση του χρόνου για την ολοκλήρωση των επενδύσεων ή σε τροποποιήσεις αποφάσεων που δεν μεταβάλλουν το ποσό της επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου. Μεταβολή, με οποιονδήποτε τρόπο, των όρων της απόφασης επιτρέπεται μόνο με τη συγκατάθεση του επενδυτή.
Με αποφάσεις του ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας δύναται να εκχωρεί το δικαίωμα υπογραφής των αποφάσεων υπαγωγής στο νόμο αυτόν, των αποφάσεων ανάκλησης υπαγωγής καθώς και των αποφάσεων μερικής ή ολικής επιστροφής επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου των επενδύσεων του παρόντος νόμου ή του ν. 1262/1982, που εξετάζονται από τις περιφερειακές γνωμοδοτικές επιτροπές και τις γνωμοδοτικές επιτροπές του Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ. και της Α.Τ.Ε. του άρθρου 8. στους γενικούς γραμματείς περιφερειών ή σε νομάρχες της έδρας των διευθύνσεων περιφερειακής ανάπτυξης ή σε κατά τόπους αρμόδιους νομάρχες, εφ’ όσον οι επενδύσεις αυτές πραγματοποιούνται στα διοικητικά όρια των υπηρεσιών ή των νομαρχιών τους ή στον πρόεδρο του Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ. και στο Διοικητή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, αντίστοιχα, τηρουμένης της διαδικασίας που ορίζεται στο νόμο αυτό.
2. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα τεχνικοοικονομικά στοιχεία που θα συνοδεύουν την αίτηση υπαγωγής της επένδυσης στις διατάξεις του νόμου αυτού.
3. Η διαδικασία καταβολής της επιχορήγησης και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά ορίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
4. Οι τράπεζες, για τη χορήγηση των απαιτούμενων δανείων προς επιχειρήσεις που έχουν υποβάλει αίτηση υπαγωγής στον παρόντα νόμο, υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη, πέρα από τα δικά τους κριτήρια, και τα αναπτυξιακά κριτήρια, όπως καθορίζονται στο άρθρο 7 αυτού του νόμου και τη σχετική απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και να αιτιολογούν την τυχόν απόρριψη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
5. Η καταβολή του ποσού της επιχορήγησης από το Δημόσιο πραγματοποιείται σε δόσεις ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών της επένδυσης και μετά από πιστοποίηση των αρμόδιων οργάνων ελέγχου της παρ.2 του άρθρου 8, εφ’ όσον έχει διαπιστωθεί ότι ο επενδυτής συμμορφώθηκε με τους όρους και τις προϋποθέσεις της εγκριτικής πράξης σε συνδυασμό με την παρ. 3 του άρθρου 5.
Η πιστοποίηση αυτή ολοκληρώνεται εντός τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης.
Σε περίπτωση που δεν τηρούνται οι όροι και προϋποθέσεις της εγκριτικής πράξης, αναστέλλεται η πληρωμή των δόσεων και ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, μετά από γνώμη της αρμόδιας γνωμοδοτικής επιτροπής, ανακαλεί την εγκριτική πράξη ή αποφασίζει για τη μερική ή ολική επιστροφή του ποσού της επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου έχει καταβληθεί. Οι σχετικές αποδείξεις καταβολής της επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου από το Δημόσιο αποτελούν τίτλο για τη βεβαίωση του χρέους από τη Δ.Ο.Τ. Για την είσπραξη των οφειλών προς το Δημόσιο εφαρμόζεται αναλογικά και η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 542/1977 (ΦΕΚ 41 Α), η εφαρμογή της οποίας επεκτείνεται και στους διαχειριστές προσωπικών εταιρειών, εταιρειών περιορισμένης ευθύνης και συνεταιρισμών καθώς «ι στους εκκαθαριστές νομικών προσώπων.
6. α. Οι αιτήσεις επιχειρήσεων για υπαγωγή επενδύσεών τους στον παρόντα νόμο υποβάλλονται, κατά περίπτωση, στις αρμόδιες Υπηρεσίες Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, στον Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ. και την Α.Τ.Ε. εις διπλούν, κατά το πρώτο δίμηνο κάθε εξαμήνου του έτους. Η διαδικασία εξέτασης και υπαγωγής των αιτήσεων ολοκληρώνεται μέχρι το τέλος του εξαμήνου μέσα στο οποίο υποβλήθηκαν.
Κατ’ εξαίρεση, κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης αυτής, οι αιτήσεις, υποβάλλονται μέχρι την 31.10.1990, η δε διαδικασία εξέτασης και υπαγωγής τους θα ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος Μαρτίου 1991.
Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας καθορίζονται:
α) η αναγκαία λειτουργική αναδιάρθρωση των υπηρεσιών εφαρμογής του παρόντος νόμου και β) η στελέχωση των υπηρεσιών αυτών με το κατάλληλο και αριθμητικά αναγκαίο προσωπικό.
β. Κατά την υποβολή της αίτησης υπαγωγής προσκομίζεται στην αρμόδια υπηρεσία αποδεικτικό καταβολής χρηματικού ποσού, το ύψος του οποίου θα καθορισθεί με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Για τον καθορισμό του ποσού αυτού λαμβάνεται υπόψη το συνολικό κόστος της υποβαλλόμενης για έγκριση επένδυσης. Από την υποχρέωση αυτήν απαλλάσσονται όσοι έχουν υπο¬βάλει αιτήσεις υπαγωγής πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου.
7. Παραγωγικές επενδύσεις βιοτεχνίας ύψους μέχρι 120 εκατ. δραχμών εξετάζονται απ’ ευθείας από τον Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ. και υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, μετά από γνωμοδότηση της αρμόδιας γνωμοδοτικής επιτροπής του άρθρου 8. Το όριο των 120 εκατομμυρίων δραχμών είναι δυνατό να αναπροσαρμόζεται με όμοια απόφαση.
Παραγωγικές επενδύσεις ύψους μέχρι 120 εκατ. δραχμών που πραγματοποιούνται από τις επιχειρήσεις των περιπτώσεων (β), (στ) και (θ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2. εξετάζονται απ’ ευθείας από την Α.Τ.Ε. και υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας μετά από γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής του άρθρου 8. Το όριο των 120 εκατομμυρίων δραχμών είναι δυνατόν να αναπροσαρμόζεται με όμοια απόφαση.
Η παρακολούθηση και ο έλεγχος της πραγματοποίησης των παραπάνω επενδύσεων, εφ' όσον οι αιτήσεις υπαγωγής υποβλήθηκαν στον Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ. ή στην Α.Τ.Ε. και εξετάσθηκαν από τους φορείς αυτούς, γίνονται από όργανα των φορέων αυτών σύμφωνα με το σχετικό εδάφιο της παρ.2 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου. Η καταβολή των επιχορηγήσεων και επιδοτήσεων του επιτοκίου στις επενδύσεις αυτής της παραγράφου γίνεται από τον Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ. ή την Α.Τ.Ε., φορείς, οι οποίοι αντλούν κεφάλαια από λογαριασμούς που δημιουργούνται επ’ ονόματί τους από την προβλεπόμενη στην επόμενη παράγραφο δαπάνη σε βάρος του Δημοσίου.
8. Η προβλεπόμενη για κάθε οικονομικό έτος δαπάνη σε βάρος του Δημοσίου για την καταβολή των επιχορηγήσεων επενδύσεων και των επιδοτήσεων επιτοκίου αυτού του νόμου εγγράφεται στον Προϋπολογισμό των Δημόσιων Επενδύσεων. Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων και οι επιδοτήσεις επιτοκίου που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις αυτού του νόμου απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος χαρτοσήμου ή δικαίωμα καθώς και από κάθε άλλη επιβάρυνση σε όφελος του Δημοσίου ή τρίτων.
Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που εκδίδονται κάθε Ιανουάριο, καθορίζεται το συνολικό ποσό των επιχορηγήσεων που εγκρίνονται ετησίως. Με την ίδια απόφαση είναι δυνατό να ενισχύονται ορισμένοι τομείς ή κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας. Επίσης με την ίδια απόφαση γίνεται η κατανομή του ως άνω ποσού μεταξύ του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και των οργάνων στα οποία έχει εκχωρηθεί το δικαίωμα υπογραφής αποφάσεων σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και προκειμένου για ιδιαίτερα σημαντικές επενδύσεις, ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας είναι δυνατόν με όμοιες αποφάσεις να αναπροσαρμόζει, κατά τη διάρκεια του έτους, το παραπάνω ποσό.
9. Αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που έχουν εκδοθεί σε εφαρμογή του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 1116/1981 καθώς και των διατάξεων κάθε άλλου αναπτυξιακού νόμου, όπως και αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που εκδίδονται βάσει του παρόντος νόμου, είναι δυνατό να τροποποιούνται με όμοια απόφαση που εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη της προβλεπόμενης γνωμοδοτικής επιτροπής, μετά από αίτηση του επενδυτή, εφόσον οι τροποποιήσεις αυτές αναφέρονται σε παράταση προθεσμίας για χρονικό διάστημα μέχρι ενός (1) έτους ή σε αυξομείωση της κινητήριας δύναμης των μηχανολογικών εγκαταστάσεων, εφόσον η αυξομείωση αυτή δεν υπερβαίνει το 1/5 εκείνης που έχει αρχικά εγκριθεί.
10. Αναμόρφωση του κόστους της παραγωγικής επένδυσης που έχει εγκριθεί μπορεί να γίνει μετά από αίτηση του επενδυτή και εφόσον έχει υλοποιηθεί το 50% της παραγωγικής επένδυσης. Για τον καθορισμό του ποσού της αύξησης του κόστους της παραγωγικής επένδυσης λαμβάνονται υπόψη οι ανατιμήσεις και διαφοροποιήσεις που τυχόν προέκυψαν στα επί μέρους στοιχεία κόστους της επένδυσης κατά τη διάρκεια της υλοποίησής της. Δεν είναι δυνατή η έγκριση αναμόρφωσης κόστους σε ποσοστό μεγαλύτερο του 25% του κόστους της παραγωγικής επένδυσης που έχει εγκριθεί.
Για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής απαιτείται αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας Ελέγχου και Εκταμίευσης προς τη γνωμοδοτική επιτροπή.
11. Η προβλεπόμενη στην αρχική εγκριτική πράξη υπαγωγής προθεσμία ολοκλήρωσης της επένδυσης μπορεί να παρατείνεται εφάπαξ και για ένα έτος κατ’ ανώτατο όριο. Κατ’ εξαίρεση, σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας που αποδεικνύεται επαρκώς, η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται για ένα ακόμη έτος. Αιτήματα για παράταση της προθεσμίας ολοκλήρωσης μπορεί να υποβληθούν μόνο εφόσον μέχρι την ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος έχει εκταμιευθεί τουλάχιστον το 50% της εγκριθείσας επιχορήγησης.
1. Το ύψος της επιχορήγησης των επιχειρήσεων που πραγματοποιούν επενδύσεις οι οποίες εγκρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ορίζεται ως εξής :
α. Για όλες τις κατηγορίες επενδύσεων, πλην εκείνων που αναφέρονται στο επόμενο εδάφιο (β):
Περιοχή Ποσοστό επιχορήγησης επί του συνολικού ύψους της παραγωγικής επένδυσης
Β 15%
Γ 25%
Δ 35%
Θράκη 45%
Για την περιοχή Α και με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του άρθρου 3 και των παραγράφων 2 και 7 του άρθρου 9, δεν παρέχεται επιχορήγηση.
β. Για τις επενδύσεις ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, ξενώνων, ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων και κατασκηνωτικών κέντρων (campings):
Περιοχή Ποσοστό επιχορήγησης επί του συνολικού ύψους παραγωγικής επένδυσης
Β 10%
Γ 15%
Δ 25%
Θράκη 35%
Για την περιοχή Α και με τ?]ν επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 9, δεν παρέχεται επιχορήγηση.
γ. Στις επιχειρήσεις όλων των κατηγοριών που πραγματοποιούν επενδύσεις στις ειδικές ζώνες ή τις ΒΙ.ΠΕ. Ε.Τ.Β.Α. της Δ περιοχής των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 3, παρέχονται πέντε (5) επιπλέον μονάδες επιχορήγησης. Στις επιχειρήσεις όλων των κατηγοριών που πραγματοποιούν επενδύσεις στις ειδικές ζώνες ή τις ΒΙ.ΠΕ. Ε.Τ.Β.Α. της Θράκης των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 3, παρέχονται επτά (7) επιπλέον μονάδες επιχορήγησης.
2. Η υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος νόμου των επιχειρήσεων που πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που εκδίδεται μετά από γνώμη της αρμόδιας γνωμοδοτικής επιτροπής του άρθρου 8 και με βάση τα ακόλουθα κριτήρια από τα οποία τα τρία πρώτα αποτελούν τα κριτήρια για την εκτίμηση της βιωσιμότητας της επένδυσης, εφόσον δε ικανοποιούνται αυτά, ακολουθεί η αξιολόγηση με βάση τα υπόλοιπα κριτήρια:
(1) Τα χαρακτηριστικά του φορέα της επένδυσης και ειδικότερα η εμπειρία του, η κλίμακα και τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων του στο παρελθόν, η φερεγγυότητα και οικονομική του επιφάνεια ως προς την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των συνολικών χρηματοδοτικών αναγκών της επιχείρησης (κάλυψη ιδίας συμμετοχής στην επένδυση και του αναγκαίου κεφαλαίου κίνησης). Για υφιστάμενες επιχειρήσεις λαμβάνονται υπόψη και τα οικονομικά τους αποτελέσματα στο πρόσφατο παρελθόν καθώς και η παρούσα οικονομική τους κατάσταση.
(2) Οι προοπτικές κερδοφόρας δραστηριότητας της επιχείρησης που θα δημιουργηθεί ή της ήδη υφισταμένης, στο βαθμό που επηρεάζεται από την προτεινόμενη επένδυση, λαμβάνοντας υπόψη και το βαθμό κορεσμού του κλάδου στον οποίο εντάσσεται.
(3) Η οργάνωση της επιχείρησης που πραγματοποιεί την επένδυση.
(4) Η εκτίμηση της κατάστασης του κλάδου στον οποίο πραγματοποιείται η επένδυση και των προοπτικών περαιτέρω ανάπτυξής του.
(5) Η εκτίμηση της συμβολής του κάθε κλάδου στον οποίο εντάσσονται οι υπό έγκριση επενδύσεις στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
(6) Η εκτίμηση της τεχνολογίας και της παραγωγικότητας της επένδυσης, ιδίως για επενδύσεις του ίδιου κλάδου καθώς και του επιπέδου οργάνωσης της επιχείρησης.
(7) Το ύψος της ιδίας συμμετοχής στη χρηματοδότηση της επένδυσης.
(8) Οι προοπτικές ανταγωνιστικών πωλήσεων και πέραν της τοπικής ή και της εθνικής αγοράς για την εκτίμηση της ανταγωνιστικότητας της επένδυσης σε τοπικό ή διεθνές επίπεδο καθώς και η δυνατότητά της για αξιοποίηση τοπικών πρώτων υλών.
(9) Η συμβολή της επένδυσης στην απασχόληση, στην εξοικονόμηση ενέργειας, τη μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος και την ποιότητα ζωής.
(10) Η τυχόν εξασφάλιση διεθνών εμπορικών ή τεχνικών συνεργασιών.
(11) Η εκτίμηση των οικονομικών δυνατοτήτων του φορέα της επένδυσης για μελλοντική ανάπτυξη των επενδυτικών του πρωτοβουλιών, λαμβάνοντας υπόψη τη δυναμική προοπτική του κλάδου, τις εξελίξεις που διαμορφώνονται στα μεγέθη των επί μέρους μονάδων του και στη διάρθρωσή τους.
Ειδικότερα, για επενδύσεις εκσυγχρονισμού λαμβάνεται υπόψη η έκταση του προτεινόμενου εκσυγχρονισμού, η συμβολή του στην αναβάθμιση της παραγωγικής δομής της μονάδας, η τεχνολογία που ενσωματώνεται με αυτόν και γενικότερα η θετική συμμετοχή του στην αναβάθμιση του κλάδου στον οποίο ανήκει η μονάδα.
3. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται, για την υπαγωγή των επιχειρήσεων στις διατάξεις του παρόντος νόμου, τα στοιχεία αξιολόγησης των επενδύσεων, η λειτουργία, η βαθμολόγηση και ο τρόπος εφαρμογής των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου καθώς και κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή της.
4. Αιτήσεις επιχειρήσεων για υπαγωγή επενδύσεων καθώς και αιτήματα για τροποποίηση όρων εγκριτικών αποφάσεων, που έχουν απορριφθεί, δεν επανεξετάζονται.
1. α. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας συνιστάται στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας κεντρική γνωμοδοτική επιτροπή, η οποία γνωμοδοτεί, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 7, για επενδύσεις του παρόντος νόμου ύψους πέραν ορισμένου ποσού που καθορίζεται με την ίδια απόφαση.
β. Με όμοιες αποφάσεις συνιστώνται περιφερειακές γνωμοδοτικές επιτροπές στις έδρες των γενικών γραμματειών περιφερειών ή σε έδρες των διευθύνσεων περιφερειακής ανάπτυξης ή σε έδρες νομαρχιών, οι οποίες γνωμοδοτούν, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 7, για επενδύσεις του παρόντος νόμου ύψους μέχρι ορισμένου ποσού που καθορίζεται με τις ίδιες αποφάσεις.
γ. Με όμοια επίσης απόφαση συνιστάται γνωμοδοτική επιτροπή στον Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ. και στην Α.Τ.Ε., η οποία γνωμοδοτεί, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 7, για τις επενδύσεις του παρόντος νόμου που εξετάζονται από τους φορείς αυτούς σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 6.
δ. Με τις παραπάνω αποφάσεις καθορίζεται η σύνθεση των επιτροπών αυτών.
2. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας συνιστώνται κεντρικά και νομαρχιακά όργανα ελέγχου της προόδου των επενδυτικών έργων και γενικότερα των επενδύσεων, ανεξάρτητα αν βρίσκονται σε εκτέλεση ή έχουν περατωθεί. Ο έλεγχος γίνεται με βάση τους όρους και προϋποθέσεις των αναπτυξιακών νόμων αρμοδιότητας Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και των σχετικών πράξεων και συμβάσεων υπαγωγής στους νόμους αυτούς. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο γραμματέας του οργάνου ελέγχου, όπου κρίνεται αναγκαίο, και η αποζημίωση των μελών και του γραμματέα των οργάνων ελέγχου, πέραν της ημερήσιας αποζημίωσης και οδοιπορικών εξόδων, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
Όμοια αποζημίωση με την παραπάνω μπορεί να παρασχεθεί με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και για ελέγχους που έχουν πραγματοποιηθεί ή έχουν αρχίσει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Στα μέλη των γνωμοδοτικών επιτροπών και των οργάνων ελέγχου που δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι παρέχεται αποζημίωση εκτός έδρας και οδοιπορικά έξοδα αντίστοιχα με τα χορηγούμενα στους δημόσιους υπαλλήλους με μισθολόγιο Α' βαθμού.
Τα μέλη των οργάνων ελέγχου ορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας από υπαλλήλους των αρμόδιων υπουργείων και υπηρεσιών και από εκπροσώπους τραπεζών και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η παροχή των υπηρεσιών από τα μέλη των γνωμοδοτικών επιτροπών και των οργάνων ελέγχου που είναι δημόσιοι υπάλληλοι δύναται να γίνεται κατά παρέκκλιση του άρθρου 98 του π.δ. 611/1977.
Οι δαπάνες των πάσης φύσεως αποζημιώσεων των παραπάνω γνωμοδοτικών επιτροπών και οργάνων ελέγχου, κεντρικών και νομαρχιακών, βαρύνουν τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Ο έλεγχος της προόδου των επενδυτικών έργων των επενδύσεων του άρθρου 6 παρ. 7 αυτού του νόμου, με βάση τις προϋποθέσεις και όρους του νόμου και των εγκριτικών πράξεων, γίνεται από τον Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ. με όργανα που αυτός καθορίζει σε κάθε περίπτωση. Τα όργανα αυτά λειτουργούν σύμφωνα με τον οργανισμό λειτουργίας του Ε.Ο.Μ.¬Μ.Ε.Χ..
Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας είναι δυνατό να ορίζεται ότι η πρόοδος των επενδυτικών έργων θα διαπιστώνεται από την τράπεζα που χρηματοδοτεί την επένδυση κι η εκταμίευση της επιχορήγησης από το Δημόσιο, πλην της τελευταίας δόσης, θα γίνεται με βάση σχετική έκθεση της παραπάνω τράπεζας. Το περιεχόμενο της έκθεσης καθορίζεται με τις ίδιες αποφάσεις.
Ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας με αποφάσεις του μπορεί να εκχωρεί στους νομάρχες το δικαίωμα υπογραφής αποφάσεων που αφορούν τη σύσταση ή τη συγκρότηση των νομαρχιακών οργάνων ελέγχου της προόδου των επενδυτικών έργων και γενικά των επενδύσεων, ανεξάρτητα αν βρίσκονται σε εκτέλεση ή έχουν περατωθεί.
3. Πρόεδρος της κεντρικής γνωμοδοτικής επιτροπής είναι ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ή ο αναπληρωτής του, που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας. Πρόεδρος των περιφερειακών γνωμοδοτικών επιτροπών είναι ο γενικός γραμματέας περιφέρειας ή ο νομάρχης της έδρας της διεύθυνσης περιφερειακής ανάπτυξης ή ο οικείος νομάρχης, στους οποίους έχει εκχωρηθεί από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας το δικαίωμα υπογραφής αποφάσεων υπαγωγής επενδύσεων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του νόμου αυτού, αναπληρούμενος σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος από το νόμιμο αναπληρωτή του. Στις περιφερειακές γνωμοδοτικές επιτροπές μπορούν να μετέχουν χωρίς ψήφο και οι κατά τόπους αρμόδιοι νομάρχες ή έπαρχοι, εφ’ όσον συζητούνται θέματα επενδύσεων που πραγματοποιούνται μέσα στα διοικητικά όρια των νομαρχιών ή επαρχιών τους.
Πρόεδρος της γνωμοδοτικής επιτροπής του Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ. είναι ο γενικός διευθυντής του οργανισμού αυτού ή ο αναπληρωτής του, που ορίζεται με την οικεία απόφαση συγκρότησης της επιτροπής.
Πρόεδρος της γνωμοδοτικής επιτροπής της Α.Τ.Ε. είναι ο υποδιοικητής της Α.Τ.Ε. ή ο αναπληρωτής του, που ορίζεται με την οικεία απόφαση συγκρότησης της επιτροπής.
4. Η συγκρότηση των γνωμοδοτικών επιτροπών του νόμου αυτού γίνεται με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, με τις οποίες ορίζονται επίσης οι γραμματείς, οι αναπληρωτές βοηθοί γραμματέων και οι εισηγητές. Με όμοιες αποφάσεις ορίζονται οι αποζημιώσεις των προέδρων και των μελών των γνωμοδοτικών επιτροπών, των εισηγητών, των γραμματέων και των αναπληρωτών βοηθών γραμματέων. Οι αποζημιώσεις αυτές μπορεί να ορίζονται κατά παρέκκλιση οποιοσδήποτε γενικής ή ειδικής διάταξης.
Μέλη γνωμοδοτικών επιτροπών που είναι σύμβουλοι ή συμμετέχουν στο εταιρικό ή μετοχικό κεφάλαιο ή στη διοίκηση επιχειρήσεων που έχουν υπαχθεί ή έχουν υποβάλει αίτηση για να υπαχθούν στις διατάξεις του νόμου αυτού, δεν μπορούν να μετέχουν σε συνεδριάσεις των γνωμοδοτικών επιτροπών, κατά τις οποίες εξετάζονται θέματα των επιχειρήσεων αυτών ή θέματα άλλων επιχειρήσεων ίδιου ή συναφούς αντικειμένου.
5. Για τη διαδικασία λειτουργίας των επιτροπών και οργάνων, την απαρτία και τη λήψη αποφάσεων, ισχύουν ανάλογα οι σχετικές διατάξεις του οργανισμού του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
1. Παρέχεται επιχορήγηση 40 ποσοστιαίων μονάδων επί του συνολικού ύψους της παραγωγικής επένδυσης στις περιοχές Β και Γ και 45 και 55 ποσοστιαίων μονάδων στην περιοχή Δ και στη Θράκη αντίστοιχα για τις πιο κάτω επενδύσεις:
α. Προστασίας του περιβάλλοντος, περιορισμού της ρύπανσης του εδάφους, υπεδάφους, υδάτων και της ατμόσφαιρας, αποκατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος και ανακύκλησης ύδατος.
β. Ενεργειακού χαρακτήρα που αφορούν: (α) αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, (β). υποκατάσταση υγρών καυσίμων ή ηλεκτρικής ενέργειας με αέρια καύσιμα, επεξεργασμένα απορρίμματα, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ανάκτηση απορριπτόμενης θερμότητας και (γ) εξοικονόμηση ενέργειας, με την προϋπόθεση ότι η επένδυση δεν αφορά τον παραγωγικό εξοπλισμό, αλλά τον εξοπλισμό και τις εγκαταστάσεις κίνησης - λειτουργίας της μονάδας και απ’ αυτήν προκύπτει μείωση τουλάχιστον 10% της καταναλισκόμενης ενέργειας.
Για τις επενδύσεις της περίπτωσης αυτής λαμβάνεται υπόψη ο περιορισμός της ρύπανσης του περιβάλλοντος.
Για την ένταξη των επενδύσεων της περίπτωσης αυτής στις διατάξεις του παρόντος νόμου γνωμοδοτεί το Υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, εντός 20 εργασίμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας του σχετικού ερωτήματος.
γ. Ίδρυσης ή επέκτασης εργαστηρίων εφαρμοσμένης βιομηχανικής ή ενεργειακής ή μεταλλευτικής έρευνας, που πραγματοποιούνται από τις παραγωγικές μονάδες του άρθρου 2 παράγραφος 1.
δ. Επιχειρήσεων παραγωγής προϊόντων και παροχής υπηρεσιών εξαιρετικά προηγμένης τεχνολογίας. Για τον χαρακτηρισμό ως εξαιρετικά προηγμένης τεχνολογίας των προϊόντων και υπηρεσιών των επιχειρήσεων της περίπτωσης αυτής, γνωμοδοτεί σχετικά το Υπουργείο Βιομηχανίας Ενέργειας και Τεχνολογίας μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία κατάθεσης του φακέλου της επένδυσης στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας.
Είναι δυνατή η κατάθεση φακέλου επένδυσης της περίπτωσης αυτής στη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας απευθείας από τον επενδυτή και πριν την υποβολή της αίτησης υπαγωγής της επένδυσης στις διατάξεις του παρόντος νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι ο φάκελος συνοδεύεται από βεβαίωση της κατά περίπτωση αρμόδιας υπηρεσίας του νόμου αυτού σχετικά με την πληρότητα των στοιχείων του.
ε. Για επενδύσεις ειδικών ιδρυμάτων και εργαστηρίων ταχύρρυθμης αναπροσαρμογής για την απασχόληση ατόμων με ειδικές ανάγκες, όπως αυτά καθορίζονται από τις διατάξεις του ν.1648/1986, καθώς και για επενδύσεις επιχειρήσεων των οποίων η πλειοψηφία των συμφερόντων ανήκει σε άτομα με ειδικές ανάγκες ή αυτών που απασχολούν κατά πλειονότητα άτομα αυτής της κατηγορίας.
Η υπαγωγή στην κατηγορία αυτήν των επιχειρήσεων γίνεται μετά από γνωμάτευση του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, τον Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ. ή την Α.Τ.Ε., κατά περίπτωση.
στ. Για επενδύσεις των επιχειρήσεων της περίπτωσης (κβ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2.
2. Στην περιοχή Α παρέχεται επιχορήγηση 40 ποσοστιαίων μονάδων επί του συνολικού ύψους της παραγωγικής επένδυσης, στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις των περιπτώσεων (α), (β), (γ), (δ), (ε) και (στ) της προηγούμενης παραγράφου.
Επιχειρήσεις της περίπτωσης (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 2, που πραγματοποιούν επενδύσεις στην περιοχή Α, υπάγονται στους όρους επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου που ισχύουν για τις επιχειρήσεις της περιοχής Β.
Επιχειρήσεις της περίπτωσης (κδ) υπάγονται στους όρους επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου που ισχύουν για την περιοχή Β, ανεξαρτήτως της περιοχής στην οποία εδρεύουν.
Ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν στην περιοχή Α επενδύσεις για εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων τους υπάγονται στους όρους επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου που ισχύουν για την περιοχή Β.
Επιχειρήσεις που πραγματοποιούν στην περιοχή Α επενδύσεις επισκευής, αποκατάστασης και μετατροπής διατηρητέων ή παραδοσιακών οικιών ή κτιρίων σε ξενώνες ή ξενοδοχειακές μονάδες, σύμφωνα με την περίπτωση (ι) της παραγράφου 1 του άρθρου 1 και την περίπτωση (ιε) της παραγράφου 1 του άρθρου 2, υπάγονται στους όρους επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου που ισχύουν για την περιοχή Γ.
Ειδικά στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις του προηγούμενου εδαφίου στις λοιπές περιοχές, παρέχονται 5 επιπλέον μονάδες επιχορήγησης υπό την προϋπόθεση ότι τα παραδοσιακά αυτά κτίρια ή οικίες βρίσκονται μέσα σε αξιόλογους παραδοσιακούς οικισμούς, όπως αυτοί θα καθορισθούν με άπαξ εκδιδόμενη κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας,· Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Τουρισμού.
3. Επενδύσεις των περιπτώσεων β’, ε", στ' και ιε' της παραγράφου 1 του άρθρου 2, σε όποια περιοχή και αν πραγματοποιούνται, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του άρθρου 3, υπάγονται στους όρους επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου που ισχύουν για τις επιχειρήσεις της περιοχής Δ, εκτός αν πραγματοποιούνται στη Θράκη, οπότε ισχύει το καθεστώς της περιοχής αυτής. Επενδύσεις της περίπτωσης (γ) της αυτής παραγράφου, σε όποια περιοχή και αν πραγματοποιούνται, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του άρθρου 3, υπάγονται στους όρους της επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου που ισχύουν για τις επιχειρήσεις της περιοχής Γ, εκτός από αυτές που βρίσκονται στην περιοχή Δ καθώς και τη Θράκη, για τις οποίες ισχύει το καθεστώς των περιοχών αυτών.
4. α. Στις επιχειρήσεις που μετεγκαθίστανται από την περιοχή Α (περιλαμβανομένων της ζώνης Λαυρεωτικής, της επαρχίας Λαγκαδά και του τμήματος δυτικά του ποταμού Αξιού) στις περιοχές Β, Γ και Δ καθώς και στη Θράκη ή στις ειδικές ζώνες που προβλέπονται μέσα στις περιοχές Β,Γ,Δ και στη Θράκη σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ.3 και 4 του άρθρου 3 του νόμου αυτού, παρέχεται ποσοστό επιχορήγησης ίσο με το ποσοστό επιχορήγησης των περιοχών αυτών, αυξανόμενο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες για την περιοχή Β και κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες για τις λοιπές περιοχές και τη Θράκη.
Οι παραπάνω ενισχύσεις παρέχονται επίσης για τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού και την επέκταση της μονάδας μέχρι ποσοστού 30% της δυναμικότητάς της, με την προϋπόθεση ότι πραγματοποιούνται ταυτόχρονα με τη μετεγκατάσταση.
Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας είναι δυνατό να καθορίζονται ζώνες μέσα στην περιοχή Β, για τις οποίες δεν εφαρμόζεται το κίνητρο της μετεγκατάστασης.
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τη μετεγκατάσταση κτηνοτροφικών και πτηνοτροφικών επιχειρήσεων της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2.
β. Στις επιχειρήσεις που μετεγκαθίστανται από την περιοχή Α στη ΒΙΠΕ Ε.Τ.Β.Α. του νομού Θεσσαλονίκης παρέχεται το ποσοστό επιχορήγησης της περιοχής Β.
γ. Στις επιχειρήσεις που μετεγκαθίστανται από τις περιοχές Β, Γ και Δ στις ΒΙΠΕ Ε.Τ.Β.Α. της ίδιας ή ευνοϊκότερης από άποψη κινήτρων περιοχής, παρέχεται το ποσοστό επιχορήγησης που ισχύει για τη ΒΙΠΕ
Ε.Τ.Β.Α., στην οποία μετεγκαθίατανται.
5. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας είναι δυνατό να καθορίζονται κλάδοι του μεταποιητικού τομέα υψηλής προτεραιότητας. Στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις στους κλάδους αυτούς στις περιοχές Β, Γ, Δ και στη Θράκη παρέχεται επιπλέον επιχορήγηση πέντε (5) ποσοστιαίων μονάδων.
6. Επιχειρήσεις της περίπτωσης (ιθ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2, που πραγματοποιούν επενδύσεις στις περιοχές Α και Β, υπάγονται στους όρους επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου, αφορολόγητων εκπτώσεων και αυξημένων αποσβέσεων του παρόντος νόμου που ισχύ¬ουν για την περιοχή Γ.
7. Στις επενδύσεις των επιχειρήσεων του εδαφίου (κ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2, ανεξάρτητα από την περιοχή που πραγματοποιούνται, παρέχεται μόνο επιχορήγηση που ανέρχεται στο ποσό των 300.000 δρχ. για κάθε νόμιμη θέση στάθμευσης. Το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. Με όμοιες αποφάσεις ορίζονται οι λοιποί όροι και προϋποθέσεις υπαγωγής των επενδύσεων αυτών στις διατάξεις του νόμου αυτού.
8. α. Στις επιχειρήσεις της περίπτωσης (κα) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 και στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, που πραγματοποιούν επενδύσεις των περιπτώσεων (ιε), (ιατ) και (ιζ) της παραγράφου 1 του άρθρου 1 σε οποιαδήποτε περιοχή πλην της Α, παρέχεται επιχορήγηση 25 ποσοστιαίων μονάδων. Το ίδιο ποσοστό επιχορήγησης παρέχεται και για τις επιχειρήσεις της περίπτωσης (ιδ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 που πραγματοποιούν επενδύσεις σε οποιαδήποτε περιοχή πλην της Α.
Στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν τις παραπάνω επενδύσεις στη Θράκη παρέχεται το ποσοστό επιχορήγησης που προβλέπεται γι’ αυτήν στη (β) περίπτωση της παραγράφου 1 του άρθρου 7.
β. Οι επιχειρήσεις, που πραγματοποιούν στις περιοχές Β και Γ επενδύσεις 1) ίδρυσης ή επέκτασης ξενοδοχειακών μονάδων ΑΑ και Α τάξης και 2) ίδρυσης ή επέκτασης ξενοδοχειακών μονάδων που εξυπηρετούν θεραπευτικό ή αθλητικό ή χειμερινό τουρισμό και με προδιαγραφές που θα καθορισθούν με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Τουρισμού, υπάγονται στους όρους επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου της περιοχής Δ.
Στις επενδύσεις αυτές που πραγματοποιούνται στην περιοχή Δ παρέχονται 5 επιπλέον ποσοστιαίες μονάδες.
9. Σε περίπτωση πραγματοποίησης επένδυσης από ανώνυμη εταιρεία ή Ε.Π.Ε. που προκύπτει από συγχώνευση επιχειρήσεων που λειτουργούσαν στο αντικείμενό τους τουλάχιστον επί 5ετία, διέθεταν τον ελάχιστο απαιτούμενο παραγωγικό εξοπλισμό και δεν ανήκαν στο ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, παρέχονται πέντε (5) επιπλέον ποσοστιαίες μονάδες επιχορήγησης. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνο για τις επιχειρήσεις των περιπτώσεων (α) και (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 2.
Τα δικαιώματα του Δημοσίου από τη συμμετοχή σε επένδυση που έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 1262/1982 μεταβιβάζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών σε τράπεζες επενδύσεων. Με όμοιες αποφάσεις καθορίζονται οι σχέσεις του Δημοσίου με τις τράπεζες αυτές, ο τρόπος συμμετοχής και γενικά όλα τα εκ της συμμετοχής θέματα, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων του Εμπορικού Νόμου.
1. Για επενδύσεις που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς των επιχορηγήσεων του νόμου αυτού, παρέχεται επιδότηση του εκάστοτε κατά περίπτωση εφαρμοζόμενου επιτοκίου τραπεζικών δανείων, ομολογιακών δανείων εκδιδόμενων σε δημόσια εγγραφή ή δανείων από άλλους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, εφόσον έχουν ληφθεί για την πραγματοποίησή τους. Το ποσοστό επιδότησης είναι ίσο προς το ποσοστό επιχορήγησης που εγκρίθηκε και παρέχεται για τα τρία πρώτα χρόνια εξυπηρέτησης των δανείων που έχουν συναφθεί, εκτός από τις επενδύσεις της περιοχής Δ, που πραγματοποιούνται στις ειδικές ζώνες του άρθρου 3 παράγραφος 3, και τις επενδύσεις της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 9, που πραγματοποιούνται στις περιοχές A, Β, Γ και Δ, για τις οποίες η επιδότηση επιτοκίου παρέχεται για τα έξι (6) πρώτα χρόνια. Για τον υπολογισμό του επιδοτούμενου τραπεζικού δανείου δεν λαμβάνεται υπόψη η αξία του οικοπέδου. Η επιδότηση του επιτοκίου παρέχεται εφόσον το επιτόκιο δεν επιδοτείται από άλλη πηγή.
Προκειμένου για επενδύσεις που πραγματοποιούνται στους νομούς Έβρου, Ροδόπης και Ξάνθης, η επιδότηση επιτοκίου παρέχεται για όλη τη χρονική διάρκεια εξυπηρέτησης του δανείου και μέχρι δέκα (10) έτη κατ’ ανώτατο όριο.
2. Για να πραγματοποιηθεί η καταβολή επιδότησης επιτοκίου πρέπει να έχει εκδοθεί η απόφαση ολοκλήρωσης της επένδυσης και να έχουν τηρηθεί οι όροι της εγκριτικής απόφασης.
3. Το ποσό επιδότησης επιτοκίου, που εισπράττει η επιχείρηση, μειώνει το ποσό των χρεωστικών τόκων, που αφαιρούνται από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης για να υπολογιστούν τα καθαρά κέρδη που φορολογούνται.
4. Η επιδότηση επιτοκίου δεν παρέχεται σε περιπτώσεις που η επένδυση υπάγεται στο καθεστώς των αφορολόγητων εκπτώσεων.
1. Παρέχονται εκπτώσεις από τα υποκείμενα σε φόρο εισοδήματος καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων του άρθρου 2 του νόμου αυτού, που είναι εγκατεστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στις περιοχές Β, Γ και Δ του άρθρου 3 αυτού του νόμου, εφόσον πραγματοποιήσουν νέες παραγωγικές επενδύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 1 του παρόντος, μέχρι την 31.12.1994.
2. Τα ποσοστά των αφορολόγητων εκπτώσεων επί της αξίας των νέων παραγωγικών επενδύσεων που πραγματοποιούνται από την 1.7.1990, καθώς και τα ποσοστά των ετήσιων καθαρών κερδών, μέχρι τα οποία μπορεί να φθάσει η αφορολόγητη έκπτωση, κλιμακώνονται κατά περιοχή ως εξής:
α. Για όλες τις κατηγορίες επενδύσεων, πλην εκείνων που αναφέρονται στην επόμενη περίπτωση (β):
Περιοχές Ποσοστό αφορολ. Ποσοστό ετήσιων έκπτωσης επί της κερδών μέχρι του αξίας της επένδυσης οποίου μπορεί να φθάσει η αφορολόγ. έκπτωση
Α
Β 60% 60%
Γ 75% 75%
Δ 90% 90%
Θράκη 100% 100%
β. Για τις επενδύσεις ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, ξενώνων, ενοικιαζομένων διαμερισμάτων και κατασκηνωτικών κέντρων (campings):
Περιοχές Ποσοστό αφορολ. Ποσοστό ετήσιων έκπτωσης επί της κερδών μέχρι του αξίας της επένδυσης οποίου μπορεί να φθάσει η αφορολόγ. έκπτωση
Α
Β 40% 60%
Γ 55% 75%
Δ 70% 90%
Θράκη 100% 100%
3. Σε περίπτωση που η επένδυση ή τμήμα αυτής έτυχε επιχορήγησης, η επένδυση αυτή δεν μπορεί να υπαχθεί στο καθεστώς των αφορολόγητων εκπτώσεων.
4. Για επενδύσεις που πραγματοποιούνται στη βιομηχανική περιοχή Ε.Τ.Β.Α. του νομού Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την παράγραφο 5 τον άρθρου 3, παρέχεται το ευεργέτημα των αφορολόγητων εκπτώσεων, που ισχύει για τις επενδύσεις της περιοχής Β.
5. Για τις επιχειρήσεις της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 αυτού του νόμου, που πραγματοποιούν επενδύσεις στην περιοχή Β και με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του άρθρου 3, ισχύει το καθεστώς των αφορολόγητων εκπτώσεων της περιοχής Γ.
Για τις επιχειρήσεις του άρθρου 2, που πραγματοποιούν στην περιοχή Α επενδύσεις των περιπτώσεων (α), (β), (γ), (δ) και (ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 9, καθώς και για τις επιχειρήσεις της περίπτωσης (κβ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2, που πραγματοποιούν επενδύσεις στην περιοχή Α, παρέχεται το ευεργέτημα των αφορολόγητων εκπτώσεων που ισχύει για την περιοχή Γ. Για τις ίδιες επενδύσεις που πραγματοποιούνται στις περιοχές Β και Γ παρέχεται το ευεργέτημα των αφορολόγητων εκπτώσεων των περιοχών Γ και Δ αντίστοιχα.
Για τις επιχειρήσεις τεχνικών εταιρειών της περίπτωσης (κδ), ανεξαρτήτως της περιοχής στην οποία εδρεύουν, παρέχεται το ευεργέτημα των αφορολόγητων εκπτώσεων της περιοχής Β.
Για τις επιχειρήσεις της περίπτωσης (κα) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 και τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, που πραγματοποιούν επενδύσεις των περιπτώσεων (ιε), (ιστ) και (ιζ) της παραγράφου 1 του άρθρου 1 σε οποιαδήποτε περιοχή πλην της Α, παρέχεται το ευεργέτημα των αφορολόγητων εκπτώσεων της περιοχής Γ της περίπτωσης (α) της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Το ίδιο ευεργέτημα παρέχεται επίσης και για τις επιχειρήσεις της περίπτωσης (ιδ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2, που πραγματοποιούν επενδύσεις σε οποιαδήποτε περιοχή πλην της Α. Για τις παραπάνω επενδύσεις που πραγματοποιούνται στη Θράκη παρέχεται το ευεργέτημα των αφορολόγητων εκπτώσεων της περιοχής αυτής.
Στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, που πραγματοποιούν επενδύσεις ίδρυσης ή επέκτασης ξενοδοχειακών μονάδων ΑΑ και Α τάξης ή μονάδων εξυπηρέτησης θεραπευτικού ή αθλητικού ή χειμερινού τουρισμού στις περιοχές Β και Γ, παρέχεται το ευεργέτημα των αφορολόγητων εκπτώσεων της περιοχής Δ της περίπτωσης (β) της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού.
1. Οι αφορολόγητες εκπτώσεις του προηγούμενου άρθρου γίνονται με τις εξής προϋποθέσεις:
α. Υπολογίζονται με βάση τα καθαρά κέρδη που περιλαμβάνονται στην υποβαλλόμενη αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος και τα οποία προέρχονται από δραστηριότητες των επιχειρήσεων μετά την αφαίρεση των κρατήσεων για το σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και των κερδών της χρήσης που διανέμονται πραγματικά ή αναλαμβάνονται από τους εταίρους ή τον επιχειρηματία.
β. Πραγματοποιούνται από τα κέρδη της διαχειριστικής χρήσης που έγινε η επένδυση. Αν δεν πραγματοποιηθούν κέρδη κατά τη διαχειριστική αυτή χρήση ή αν αυτά που πραγματοποιούνται δεν επαρκούν, η αφορολόγητη έκπτωση πραγματοποιείται από τα κέρδη των αμέσως επόμενων διαχειριστικών χρήσεων, μέχρι να καλυφθούν τα ποσοστά της αξίας των επενδύσεων που ορίζονται από το προηγούμενο άρθρο.
Αν η επιχείρηση σε μια διαχειριστική χρήση παραλείψει, ολικά ή μερικά, για οποιονδήποτε λόγο να ενεργήσει αφορολόγητες εκπτώσεις επενδύσεων στις λογιστικές διαφορές που δηλώνονται με την αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος, δεν στερείται του δικαιώματος διενέργειας αφορολόγητων εκπτώσεων από τα κέρδη των επόμενων διαχειριστικών χρήσεων, για το ποσό επένδυσης που πραγματοποιήθηκε, στο οποίο παρέλειψε να ενεργήσει αφορολόγητες εκπτώσεις στη διαχειριστική αυτή χρήση.
γ. Εμφανίζονται με τη μορφή του αφορολόγητου αποθεματικού σε ξεχωριστούς λογαριασμούς στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης.
δ. Η επιχείρηση τηρεί λογιστικά βιβλία Γ' κατηγορίας του Κ.Φ.Σ.
2. Για. τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Α' ή Β' κατηγορίας του Κ.Φ.Σ., οι αφορολόγητες εκπτώσεις πραγματοποιούνται από τα καθαρά κέρδη που δηλώνονται με την αρχική δήλωση, αφού αφαιρεθούν οι απολήψεις.
3. Όταν η επιχείρηση έχει περισσότερες δραστηριότητες, οι αφορολόγητες εκπτώσεις πραγματοποιούνται από τα καθαρά κέρδη που προέρχονται από δραστηριότητες της επιχείρησης που υπάγονται στο νόμο αυτόν και ανεξάρτητα από την περιοχή στην οποία ασκούνται. Αν δεν είναι δυνατός ο λογιστικός προσδιορισμός των κερδών αυτών, γίνεται διαχωρισμός του συνόλου των κερδών της επιχείρησης με βάση τα ακαθάριστα έσοδα κάθε δραστηριότητας.
4. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβληθούν από τον επενδυτή, τα στοιχεία τα απαραίτητα για τον έλεγχο του ύψους της επένδυσης και για το χρόνο πραγματοποίησης της αφορολόγητης έκπτωσης καθώς και τα πρόσθετα βιβλία που πρέπει να εμφανίσουν οι επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία A', Β' και Γ' κατηγορίας του Κ.Φ.Σ. Με όμοιες αποφάσεις καθορίζονται επίσης οι διαδικασίες ελέγχου των επενδύσεων και στατιστικής παρακολούθησης των επιχειρήσεων που κάνουν χρήση των αφορολόγητων εκπτώσεων του νόμου αυτού.
1. Η αφορολόγητη έκπτωση, που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων, προστίθεται στα κέρδη της επιχείρησης και φορολογείται στη διαχειριστική χρήση κατά την οποία:
α. Πουλήθηκαν τα πάγια περιουσιακά στοιχεία πριν περάσουν πέντε χρόνια από τότε που αγοράσθηκαν, για το ποσό που η αφορολόγητη έκπτωση αντιστοιχεί στην αξία των πάγιων αυτών στοιχείων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, αν η επιχείρηση αντικαταστήσει τα πάγια στοιχεία που πουλήθηκαν μέσα σε έξι μήνες από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου που έγινε η πώληση με νέα πάγια στοιχεία ίσης τουλάχιστον αξίας, τα οποία συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις της παραγωγικής επένδυσης που ορίζει ο νόμος.
β. Θα γίνει διανομή ή ανάληψη του αντίστοιχου ποσού της αφορολόγητης έκπτωσης και για το ποσό που θα διανεμηθεί ή θα αναληφθεί.
γ. Διαλύεται η ατομική επιχείρηση ή η εταιρεία λόγω θανάτου του επιχειρηματία ή μέλους της εταιρείας.
2. Επίσης η έκπτωση, που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 12 αυτού του νόμου, φορολογείται:
α. Σε περίπτωση αποχώρησης εταίρου, στο όνομά του, στο χρόνο αποχώρησής του και για το ποσό που αναλογεί σ’ αυτόν, με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρεία. ·
β. Σε περίπτωση μεταβίβασης εταιρικής μερίδας, στο όνομα του μεταβιβάζοντας, στο χρόνο της μεταβίβασης και για το ποσό που αναλογεί σ’ αυτόν, με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρεία.
γ. Σε περίπτωση ανάληψης της έκπτωσης από εταίρο ή τους κληρονόμους του στο όνομα του αναλαμβάνοντας, στο χρόνο της ανάληψης και για το ποσό που αναλαμβάνεται απ’ αυτόν.
δ. Σε περίπτωση θανάτου ενός εταίρου και εφόσον η εταιρεία συνεχίζεται νόμιμα μόνο μεταξύ των λοιπών εταίρων, στο όνομα του κληρονόμου και για το ποσό που αναλογεί σ’ αυτόν, με βάση το ποσοστό συμμετοχής του θανόντος στην εταιρεία.
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται ανάλογα και στις αφορολόγητες κρατήσεις όλων των μέχρι σήμερα αναπτυξιακών νόμων και σε υποθέσεις, οι οποίες εκκρεμούν στις φορολογικές αρχές.
1. Οι αυξημένες αποσβέσεις του παρόντος νόμου ισχύουν για παραγωγικές επενδύσεις του άρθρου 1 που θα πραγματοποιήσουν οι επιχειρήσεις του άρθρου 2 μέχρι 31.12.1994.
2. Οι συντελεστές των τακτικών αποσβέσεων των πάγιων περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων του άρθρου 2, που ισχύουν κάθε φορά, αυξάνονται, όταν πρόκειται για πάγια περιουσιακά στοιχεία που θα αποκτηθούν μετά την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου, ανάλογα με τις περιοχές των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 3 αυτού του νόμου, στην οποία εγκαθίστανται και ανάλογα με τις βάρδιες εργασίας, κατά τα πιο κάτω ποσοστά :
Για τις επιχειρήσεις του άρθρου 2 παράγραφος 1 εδ. γ αυτού του νόμου και με την επιφύλαξη της παρ. 5 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, εκτός των μεταλλευτικών επιχειρήσεων των περιοχών Α και Δ, στις οποίες ισχύει το καθεστώς των περιοχών αυτών, ισχύει το καθεστώς της περιοχής Γ, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης.
Για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης ιαματικών πηγών, τα κατασκηνωτικά κέντρα (campings) και τα κέντρα χειμερινού τουρισμού ισχύουν οι παραπάνω συντελεστές α' βάρδιας.
3. Για την εφαρμογή της παραπάνω παραγράφου απαιτείται απασχόληση στη δεύτερη βάρδια αριθμού εργατών που αναλογεί σε μέσο ετήσιο ποσοστό ίσο τουλάχιστον προς το ήμισυ (50%) αυτών που απασχολούνται στην πρώτη βάρδια και εφόσον απασχολεί και τρίτη βάρδια απασχόλησης αριθμού εργατών που αναλογεί σε μέσο ετήσιο ποσοστό ίσο τουλάχιστον προς τα τέσσερα πέμπτα (80%) αυτών που απασχολούνται στην πρώτη βάρδια.
4. Δαπάνες κατασκευής και βελτίωσης κτιρίων και εγκαταστάσεων χρησιμοποιούμενων για την αναψυχή και τη συνεστίαση των εργατών και υπαλλήλων των επιχειρήσεων, καθώς και δαπάνες για μελέτες εργονομίας και για μέτρα προστασίας των εργαζομένων, πραγματοποιούμενες στα χρονικά πλαίσια της παραγράφου 1 του παρόντος, τυγχάνουν απόσβεσης 100% κατά το πρώτο έτος της επένδυσης ανεξαρτήτως περιοχής.
5. Δαπάνες για έργα τέχνης Ελλήνων καλλιτεχνών, τα οποία φιλοτεχνούνται, κατασκευάζονται ή αγοράζονται μετά τη δημοσίευση του παρόντος και ενσωματώνονται ή τοποθετούνται στα κτίρια των επιχειρήσεων (π.χ. αγάλματα, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, κ.λπ.), τυγχάνουν απόσβεσης 100% κατά το πρώτο έτος της επένδυσης ανεξάρτητα από την περιοχή, εάν η αξία τους δεν υπερβαίνει το 3% της αξίας του κτιρίου στο οποίο ενσωματώνονται ή τοποθετούνται μόνιμα. Το τυχόν επιπλέον του 3% ποσό υπόκειται σε απόσβεση με τους συνήθεις κανόνες. Τα ενσωματωμένα στο κτίριο έργα τέχνης δεν μπορούν να αφαιρεθούν πριν από την παρέλευση ΙΟετίας ή την κατεδάφιση του κτιρίου.
6. Για τον υπολογισμό των τακτικών και πρόσθετων αποσβέσεων, αφαιρείται από την αξία κτήσης των πάγιων στοιχείων το ποσό των δωρεάν επιχορηγήσεων που λαμβάνει η επιχείρηση από το Δημόσιο.
Στην περίπτωση που τα βιβλία της επιχείρησης κριθούν ανειλικρινή, γίνεται εξωλογιστικός προσδιορισμός των καθαρών κερδών της χρήσης και οι πρόσθετες αποσβέσεις που διενεργήθηκαν μέσα στη χρήση μειώνουν τα εξωλογιστικώς προσδιοριζόμενα κέρδη.
Για σοβαρές, κατά την εκτίμηση της κεντρικής, γνωμοδοτικής επιτροπής, επενδύσεις, μπορεί η εγκριτική απόφαση να ορίζει, ότι διαφορές οι οποίες αναφέρονται στην ερμηνεία η σε ενδεχόμενα κενά της εγκριτικής πράξης λύνονται με τριμελή διαιτησία εσωτερικού, όπως ορίζεται στην εγκριτική πράξη.
1. Επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί στο νόμο αυτόν και οι οποίες πριν παρέλθει 1Οετία από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης ολοκλήρωσης της επένδυσης θα παύσουν να λειτουργούν ή χωρίς προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας θα μεταβιβασθούν ή θα μεταβάλουν τη νομική μορφή της εταιρείας μειώνοντας το εταιρικό της κεφάλαιο ή θα μειώσουν το εταιρικό της κεφάλαιο χωρίς η μείωση να επιβάλλεται από την κείμενη νομοθεσία ή θα μεταβιβάσουν πάγια περιουσιακά στοιχεία που είχαν συμπεριληφθεί στην επένδυση, χωρίς να τα αντικαταστήσουν σε 6 μήνες, υποχρεούνται σε μερική ή ολική επιστροφή της επιχορήγησης και επιδότησης με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που εκδίδεται μετά γνώμη της αρμόδιας γνωμοδοτικής επιτροπής του νόμου αυτού. Την ίδια υποχρέωση επιστροφής έχουν οι επιχειρήσεις που λόγω της ιδιότητας του φορέα της επένδυσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2ε', και του άρθρου 9 παρ. Ιστ’, του νόμου αυτού πήραν επιπλέον επιχορήγηση και οι οποίες, χωρίς έγκριση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, αυτές ή οι εταίροι ή οι μέτοχοί τους θα μεταβιβάσουν εταιρικά ή μετοχικά δικαιώματα. Την ίδια υποχρέωση επιστροφής έχει η επιχείρηση που θα εκμισθώσει επένδυση, που έχει υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου αυτού.
Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας καθορίζονται η διαδικασία και οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
2. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας καθορίζονται ο τρόπος και οι λεπτομέρειες του ελέγχου της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της πράξης υπαγωγής στις διατάξεις του των επιχειρήσεων που έχουν επιχορηγηθεί ή επιδοτηθεί ή με οποιονδήποτε τρόπο ενισχυθεί, βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου.
1. Οι διατάξεις των άρθρων 12, 13 και 14 του παρόντος καθώς και του άρθρου 22 του ν. 1828/1989, όπως τροποποιείται με το άρθρο 20 του παρόντος, προκειμένου για επενδύσεις που υπάγονται στον παρόντα νόμο εφαρμόζονται και επί της αξίας του εξοπλισμού, που χρησιμοποιείται με χρηματοδοτική μίσθωση σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.1665/ 1986, όταν :
α) Η διάρκεια της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι άνω των δέκα (10) ετών ή β) στη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης διάρκειας μέχρι δέκα (10) ετών ορίζεται ότι μετά τη λήξη της μίσθωσης ο εξοπλισμός θα περιέρχεται στην κυριότητα του μισθωτή.
Στην περίπτωση που ο μισθωτής μετά τη λήξη της μίσθωσης δεν αποκτά την κυριότητα του εξοπλισμού, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 14 παράγραφος 1 περίπτωση α’ του παρόντος.
2. Οι διατάξεις των παραγράφων 9 και 10 του άρθρου 6 του ν. 1665/1986, όπως ισχύει, καταργούνται.
1. Τα ποσοστά των συνολικών αδιανέμητων καθαρών κερδών, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ν. 1828/1989 (ΦΕΚ 2Α), αυξάνονται από 25% και 35%, στην μεν περιοχή Α σε 30% και 40% αντίστοιχα, στις δε λοιπές, εκτός της Α περιοχές, σε 40% και 50% αντίστοιχα. Τα αυξημένα ποσοστά, δηλαδή 40% για την περιοχή Α και 50% για τις λοιπές περιοχές, εφαρμόζονται: α) για τις επενδύσεις του δευτέρου εδαφίου της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 1, β) για τις επενδύσεις της περίπτωσης (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 1 και γ) για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις της περίπτωσης (κβ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις που εισάγονται για πρώτη φορά στο Χρηματιστήριο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, τα ποσοστά αυτά αυξάνονται κατά πέντε (5) ποσοστιαίες μονάδες και ισχύουν από το έτος εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο.
Τα νέα αυτά ποσοστά εφαρμόζονται για τις χρήσεις 1990 έως 1993 (οικονομικά έτη 1991 έως 1994) για το σχηματισμό ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί σε παραγωγικές επενδύσεις του άρθρου 1 του παρόντος νόμου ύψους μεγαλύτερου τουλάχιστον κατά 30% του σχηματιζόμενου αποθεματικού, οι οποίες θα αρχίσουν μέσα στα έτη 1991 έως 1994 αντίστοιχα και θα ολοκληρωθούν εντός τριετίας από το σχηματισμό του αφορολόγητου αποθεματικού.
Ως αδιανέμητα καθαρά κέρδη για τον υπολογισμό των απαλλασσόμενων του φόρου εισοδήματος κερδών, λαμβάνονται για τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων τα καθαρά κέρδη που προκύπτουν από τα τηρούμενα βιβλία και εμφανίζονται στον ισολογισμό, μετά την αφαίρεση των κρατήσεων για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού, των κερδών που διανέμονται ή αναλαμβάνονται από τους εταίρους των προσωπικών εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης ή του επιχειρηματία που ασκεί ατομικά την επιχείρησή του.
Προκειμένου για επιχειρήσεις που έχουν και άλλο κλάδο εκμετάλλευσης που δεν αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος νόμου (μικτές επιχειρήσεις), για τον υπολογισμό της αφορολόγητης έκπτωσης λαμβάνονται τα αδιανέμητα κέρδη που προέρχονται και από τον άλλο κλάδο.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 1828/1989, όπως αυτό συμπληρώνεται με την επόμενη παράγραφο 2.
2. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 22 του ν.1828/1989, όπως ισχύει, προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Προκειμένου για Ανώνυμη Εταιρεία, εάν πριν από την πάροδο δέκα (10) ετών από την κεφαλαιοποίηση των παραπάνω αποθεματικών διαλυθεί η εταιρεία ή μειωθεί το μετοχικό της κεφάλαιο, με σκοπό την επιστροφή των αποθεματικών στους μετόχους, τα κεφαλαιοποιηθέντα αποθεματικά δεν λογίζονται φορολογικώς ως καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο και φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τη φορολογία εισοδήματος κατά το χρόνο της διάλυσης της εταιρείας ή της μείωσης του μετοχικού της κεφαλαίου. Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται αν η εταιρεία διαλυθεί με σκοπό τη συγχώνευσή της με άλλη επιχείρηση και την ίδρυση νέας ανώνυμης εταιρείας ή σε περίπτωση εξαγοράς ή απορρόφησής της από άλλη ανώνυμη εταιρεία.
Προκειμένου για προσωπική εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, αν πριν από την πάροδο δέκα (10) ετών από την κεφαλαιοποίηση των πιο πάνω αποθεματικών διαλυθεί η εταιρεία ή μειωθεί το εταιρικό της κεφάλαιο, με σκοπό την επιστροφή των αποθεματικών στους εταίρους, τα κεφαλαιοποιηθέντα αποθεματικά προστίθενται στα κέρδη της εταιρείας που πραγματοποιούνται στο χρόνο της διάλυσης ή μείωσης του κεφαλαίου της και φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τη φορολογία εισοδήματος κατά το χρόνο της διάλυσης της εταιρείας ή της μείωσης του εταιρικού της κεφαλαίου. Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται αν η εταιρεία διαλυθεί με σκοπό τη μετατροπή ή συγχώνευσή της με άλλη επιχείρηση και την ίδρυση ανώνυμης εταιρείας ή άλλης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή σε περίπτωση εξαγοράς ή απορρόφησής της από ανώνυμη εταιρεία.
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 της απόφασης 1055503/ 10177/ Β0012/ΠΟΛ. 1119/10.5.89 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 388/Β/89), που κυρώθηκε με το άρθρο 11 του ν. 1882/1990, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Απαλλάσσεται της φορολογίας εισοδήματος ποσό μέχρι και είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των συνολικών αδιανέμητων καθαρών κερδών των εμπορικών επιχειρήσεων των χρήσεων 1990 έως 1993 (οικονομικά έτη 1991 έως 1994), που δηλώνονται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, για το σχηματισμό ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση επενδύσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 της παρούσας, διπλάσιας αξίας από το ποσοστό σχηματιζόμενου αφορολόγητου αποθεματικού και οι οποίες θα αρχίσουν μέσα στα έτη 1991 έως 1994 αντίστοιχα και θα ολοκληρωθούν εντός τριετίας από το σχηματισμό του αφορολόγητου αποθεματικού. Ειδικά για τις επιχειρήσεις που εισάγονται για πρώτη φορά στο Χρηματιστήριο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, το πιό πάνω ποσοστό των συνολικών αδιανέμητων καθαρών κερδών ορίζεται στο τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) και ισχύει από το έτος εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο.».
2. Για τις εμπορικές γενικά επιχειρήσεις, που θα πραγματοποιήσουν παραγωγικές επενδύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος νόμου στο μεταποιητικό τομέα, απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος αδιανέμητα κέρδη με βάση τα ποσοστά που προβλέπονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 20 του παρόντος νόμου. Κατά τα λοιπά, οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 8 του άρθρου 22 του ν.1828/1989 εφαρμόζονται ανάλογα και στις επιχειρήσεις της παραγράφου αυτής που θα σχηματίσουν ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό για παραγωγικές επενδύσεις.
3. Στην παράγραφο 3 της απόφασης 1055503/10177/ΒΟΟ12/ ΠΟΛ.1119/10.5.89 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 388/Β/89), που κυρώθηκε με το άρθρο 11 τουν.1882/ 1990, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 22 του ν.1828/1989 εφαρμόζονται ανάλογα και στις επιχειρήσεις της παρούσας απόφασης».
1. Όλες οι άδειες εγκατάστασης, που απαιτούνται από την ισχύουσα νομοθεσία για την εγκατάσταση, επέκταση ή εκσυγχρονισμό βιομηχανικών, βιοτεχνικών και κάθε είδους ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων και αποθηκών, χορηγούνται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας. Η υπηρεσία αυτή μεριμνά για την εξασφάλιση όλων των ειδικών αδειών ή εγκρίσεων ή για τη διατύπωση γνώμης από οποιονδήποτε φορέα του δημόσιου τομέα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1, 2, 3, και 4 του ν. 1360/ 1983.
2. Κάθε διάταξη, που αντίκειται στις ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου, καταργείται.
3. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Γεωργίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, Πολιτισμού και Τουρισμού μπορεί να ρυθμίζεται λεπτομερέστερα η εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
1. Επενδύσεις, που μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του ν.1262/1982 ή έχουν εγκριθεί, αλλά η εγκριτική πράξη υπαγωγής τους δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και εκείνες για τις οποίες έχει γνωμοδοτήσει η αρμόδια γνωμοδοτική επιτροπή του άρθρου 8 του νόμου αυτού πριν την 16.2.1990 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, διέπονται από τις διατάξεις του ν.1262/ 1982.
2. Επενδύσεις, εκτός των περιπτώσεων της προηγούμενης παραγράφου, που υποβλήθηκαν για υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν. 1262/ 1982 μέχρι 31.12.1989 και έχουν, μέχρι την 25.6.1990, πραγματοποιήσει επενδυτικά έργα που αντιστοιχούν στο 30% τουλάχιστον του κόστους της παραγωγικής επένδυσης που έχει υποβληθεί με την αίτηση υπαγωγής, εξετάζονται για την υπαγωγή τους στις διατάξεις του παρόντος νόμου, με βάση τα παρεχόμενα από το ν. 1262/1982 ποσοστά επιχορήγησης και, αν εγκριθούν, ως ημερομηνία υποβολής της αίτησης θεωρείται η ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους στο ν. 1262/ 1982. Για τις επενδύσεις αυτές δεν ισχύει το ελάχιστο ύψος παραγωγικής επένδυσης για την υπαγωγή στο νόμο που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1.
Οι επενδυτές, που έχουν πραγματοποιήσει το ελάχιστο ύψος επενδυτικών έργων σύμφωνα με τα παραπάνω, υποχρεούνται να υποβάλουν στην υπηρεσιακού έχουν καταθέσει την αίτηση υπαγωγής της επένδυσής τους και μέσα σε 30 ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, σχετική προς τούτο υπεύθυνη δήλωση, η οποία θα συνοδεύεται με τα επικυρωμένα αντίγραφα των παραστατικών πραγματοποίησης των αντιστοίχων δαπανών. Ταυτόχρονα υποβάλλονται και όλα τα πρόσθετα στοιχεία που είναι αναγκαία για την υπαγωγή της επένδυσης στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Σε περίπτωση διαπίστωσης, κατά τη διενέργεια των ελέγχων προόδου των επενδυτικών έργων που προβλέπονται από την παράγραφο 5 του άρθρου 6 του παρόντος νόμου, ότι δεν έχουν πραγματοποιηθεί τα παραπάνω επενδυτικά έργα μέχρι την 25.6.1990, όπως δηλώθηκε, ανακαλείται η έγκριση υπαγωγής της επένδυσης στις διατάξεις του παρόντος νόμου και επιστρέφεται η τυχόν καταβληθείσα επιχορήγηση.
Επενδύσεις, που υποβλήθηκαν για υπαγωγή τους στο ν. 1262/ 1982 μετά την 31.12.1989 καθώς και επενδύσεις που υποβλήθηκαν πριν την ημερομηνία αυτήν αλλά δεν έχουν πραγματοποιήσει εμπρόθεσμα τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια επενδυτικά έργα, επανυποβάλλονται μέχρι 31.10.1990 και εξετάζονται για την υπαγωγή τους στις διατάξεις του παρόντος νόμου και, αν εγκριθούν, ως ημερομηνία υποβολής της αίτησης θεωρείται η ημερομηνία υποβολής της αρχικής αίτησής τους. Επανυποβολή της αίτησης απαιτείται επίσης στην περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής της υπεύθυνης δήλωσης και των πρόσθετων στοιχείων που προβλέπονται στα προηγούμενα εδάφια.
Επενδύσεις που δεν θα επανυποβληθούν μέχρι 31.10.1990 θεωρούνται ότι ουδέποτε υποβλήθηκαν.
Οι διαδικασίες υπαγωγής των επενδύσεων της παραγράφου αυτής στις διατάξεις του παρόντος νόμου θα ολοκληρωθούν οπωσδήποτε μέχρι την 31.3.1991.
3. Κατ’ εξαίρεση, οι επενδύσεις της προηγούμενης παραγράφου 2, που δεν θα επανυποβληθούν, μπορεί να υπαχθούν στο καθεστώς των φορολογικών κινήτρων των άρθρων 12,13 και 14, η εφαρμογή των οποίων ανατρέχει στην ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής των επενδύσεων αυτών στις διατάξεις του ν.1262/1982.
Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής πρέπει ο επενδυτής, με δήλωσή του, που υποβάλλεται στην αρμόδια κατά περίπτωση υπηρεσία μέχρι 31.10.1990, να παραιτηθεί από την αίτηση υπαγωγής της επένδυσής του στα κίνητρα επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίου του παρόντος νόμου.
Μετά την υποβολή της παραπάνω δήλωσης, η αρμόδια υπηρεσία υποχρεούται να εκδώσει σχετική βεβαίωση για την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής της επένδυσης στις διατάξεις του ν.1262/ 1982 και για τα λοιπά αναγκαία στοιχεία αυτής. Η βεβαίωση αυτή υποβάλλεται από τον επενδυτή στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ. το αργότερο μέχρι τη λήξη της διαχειριστικής χρήσης, κατά την οποία αρχίζει ο σχηματισμός του αποθεματικού της αφορολόγητης έκπτωσης.
4. Αιτήσεις επενδύσεων που, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, έχουν υποβληθεί για υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν.1262/ 1982 σύμφωνα με τις περιπτώσεις (ι) και (ιζ) της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, θα εξετασθούν για υπαγωγή τους στα κίνητρα των αποφάσεων που θα εκδοθούν σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν.1880/ 1990 (ΦΕΚ 39Α) και, αν εγκριθούν, ως ημερομηνία υποβολής της αίτησης θεωρείται η ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους στις διατάξεις του ν.1262/1982.
5. Αναμόρφωση του κόστους των παραγωγικών επενδύσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, είναι δυνατή μέχρι ποσοστού 40% εκείνου που έχει αρχικά εγκριθεί ή καθοριστεί από την αρμόδια Γνωμοδοτική Επιτροπή.
Σε περιπτώσεις επενδύσεων, που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του ν.1262/1982 και μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου έχει εκδοθεί γι’αυτές τροποποιητική απόφαση αναμόρφωσης κόστους, μπορεί να εγκριθεί συμπληρωματικά αναμόρφωση κόστους σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, μέχρι ποσοστού 40% της παραγωγικής επένδυσης που έχει αρχικά εγκριθεί. Εάν το ποσοστό αναμόρφωσης που έχει ήδη εγκριθεί είναι ίσο ή μεγαλύτερο του 40% της παραγωγικής επένδυσης που έχει αρχικά εγκριθεί, η επιχείρηση δεν δικαιούται περαιτέρω αναμόρφωση του κόστους της επένδυσής της.
Αιτήματα για αναμόρφωση κόστους επενδύσεων, που έχουν υποβληθεί μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου, αλλά δεν έχουν εξεταστεί ή δεν έχει εκδοθεί και δημοσιευθεί η σχετική τροποποιητική απόφαση, θεωρούνται ως μηδέποτε υποβληθέντα και μπορούν να επανυποβληθούν μετά την υλοποίηση του 50% της παραγωγικής επένδυσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια της παραγράφου αυτής.
6. Η ρύθμιση της παραγράφου 11 του άρθρου 6 εφαρμόζεται και για τις επενδύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Κατ’ εξαίρεση, η προθεσμία ολοκλήρωσης επενδύσεων, που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του ν.1262/1982 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και έχουν τύχει παράτασης, μπορεί να παρατείνεται εφάπαξ και για ένα έτος κατ’ ανώτατο όριο, ανεξάρτητα των παρατάσεων που έχουν ήδη εγκριθεί γι’ αυτές.
7. Για τις πρόσθετες αποσβέσεις και τις αφορολόγητες εκπτώσεις επενδύσεων, που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του ν.1262/1982, εξακολουθεί να ισχύει το καθεστώς του νόμου αυτού για δαπάνες επενδύσεων που πραγματοποιούνται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ή μέχρι 30.6.1990 προκειμένου για αφορολόγητες εκπτώσεις.
8. Στην παράγραφο 19 του άρθρου 3 του ν.1682/1987 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Μετά την 31η Δεκεμβρίου 1988 και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1991, είναι δυνατή η τροποποίηση εγκριτικών πράξεων κατά την έκδοση της απόφασης οριστικοποίησης επενδύσεων που έχουν υπαχθεί στους παραπάνω νόμους, μόνο στις περιπτώσεις που αποδεδειγμένα και μετά από σχετική γνωμοδότηση της γνωμοδοτικής επιτροπής υπαίτιος της καθυστέρησης της ολοκλήρωσης δεν είναι ο επενδυτής.»
9. Η παράγραφος 21 του άρθρου 3 του ν.1682/1987 συμπληρώνεται ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η αναμόρφωση κόστους επενδύσεων στις περιπτώσεις που η αίτηση’ ελέγχου είχε υποβληθεί ή η εντολή διενέργειας ελέγχου είχε δοθεί προ της 31.12.1983 και οι επενδύσεις είχαν ολοκληρωθεί πριν από αυτόν το χρόνο.
10. Από την έναρξη εφαρμογής του παρόντος νόμου, όπου σε διατάξεις άλλων νόμων γίνεται αναφορά σε διατάξεις του ν.1262/1982, νοούνται οι αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου.
11. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, κανονιστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 2,των τελευταίων εδαφίων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 5, του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 και των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 6, των παραγράφων 1, 2 και 4 του άρθρου 8, της παραγράφου 7 του άρθρου 9, του άρθρου 10, της παραγράφου 4 του άρθρου 13 και του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 καθώς και της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του ν.1262/ 1982, διατηρούνται σε ισχύ ως την κατάργησή τους από τις κανονιστικές αποφάσεις του παρόντος νόμου που ρυθμίζουν τα αντίστοιχα θέματα.
12. Για τον προσδιορισμό του ορίου των 2,5 δισ. δρχ., που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, υπολογίζονται αθροιστικά και οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται από τον ίδιο επενδυτή, αφορούν την ίδια παραγωγική διαδικασία και έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 1262/1982. Για τις περιπτώσεις αυτές η πενταετία που προβλέπεται στην ίδια παράγραφο αρχίζει από την ολοκλήρωση της πρώτης επένδυσης που έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 1262/ 1982.
13. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι διατάξεις του ν.1262/ 1982 καταργούνται, εκτός των διατάξεων του άρθρου 3, όπως αυτό συμπληρώνεται με το άρθρο 3 του παρόντος νόμου και των διατάξεων των άρθρων 18, 21 έως και 29Α.
1. Για την εφαρμογή του νόμου αυτού παραμεθόριες περιοχές ορίζονται οι εξής:
α. Οι νομοί Φλώρινας, Θεσπρωτίας, Καστοριάς, Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Σάμου, Χίου, Λέσβου, Δωδεκανήσου και Κιλκίς.
β. Οι επαρχίες Πωγωνίου και Κόνιτσας του νομού Ιωαννίνων, Αλμωπίας και Έδεσσας του νομού Πέλλης, Σιντικής του νομού Σερρών και Νευροκοπίου του νομού Δράμας.
γ. Τα νησιά Σκύρος και Θήρα με τις νησίδες που διοικητικά υπάγονται σ’ αυτήν.
2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εξωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Γεωργίας, μπορεί να αρθεί ο χαρακτηρισμός κάποιας από τις ανωτέρω περιοχές ως παραμεθόριας. Με όμοιο προεδρικό διάταγμα μπορούν να χαρακτηρίζονται και άλλες περιοχές ως παραμεθόριες.
1. Απαγορεύεται κάθε δικαιοπραξία εν ζωή με την οποία συνιστάται υπέρ φυσικών ή νομικών προσώπων οποιοδήποτε εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα, που αφορά ακίνητα, κείμενα στις παραμεθόριες περιοχές, καθώς και η μεταβίβαση μετοχών ή εταιρικών μεριδίων ή η μεταβολή του προσώπου εταίρων εταιρειών οποιοσδήποτε μορφής που έχουν στην κυριότητά τους ακίνητα στις περιοχές αυτές. Από την απαγόρευση αυτήν εξαιρούνται οι συμβάσεις γονικής παροχής, μισθώσεις μέχρι έξι έτη, κανονισμού ορίων, διανομής κοινού και οι συμβάσεις μεταβίβασης ποσοστού εξ αδιαιρέτου μεταξύ συγκυριών.
2. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει, όταν αποκτούν τα πιο πάνω δικαιώματα το Ελληνικό Δημόσιο, οι δήμοι και κοινότητες, τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα και αυτοί που αποκαθίστανται κατά τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας.
1. α. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα ελληνικής ιθαγένειας και ομογενείς, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι Κύπριοι, καθώς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια ενός των κρατών - μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μπορούν να ζητήσουν την άρση της απαγόρευσης της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου με αίτησή τους, στην οποία πρέπει να αναφέρεται· και ο σκοπός για τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί το ακίνητο.
β. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται σε επιτροπή που συνιστάται με θητεία πέντε ετών σε κάθε νομό με απόφαση του νομάρχη και απαρτίζεται από το νομάρχη ως πρόεδρο και από έναν εκπρόσωπο των Υπουργείων Εθνικής Άμυνας, Εθνικής Οικονομίας, Δημόσιας Τάξης και Γεωργίας, που ορίζονται μαζί με τους αναπληρωτές τους από τα οικεία υπουργεία.
γ. Η απαγόρευση αίρεται με απόφαση της επιτροπής, που λαμβάνεται με πλειοψηφία του συνόλου του αριθμού των μελών της και με θετική οπωσδήποτε ψήφο του εκπροσώπου του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
2. Για φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια τρίτων χωρών, είναι δυνατή η απόκτηση των δικαιωμάτων της παραγράφου 1 του άρθρου 25, στις περιοχές του άρθρου 24, καθώς και στις περιοχές του ν.δ. της 22.6.1927 (ΦΕΚ 125) με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, που παρέχεται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου.
Με απόφαση της επιτροπής του άρθρου 26, η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, επιτρέπεται η άρση των απαγορεύσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 25, για ορισμένες κατηγορίες δικαιοπραξιών, οι οποίες θα προσδιορίζονται από τη νομική τους μορφή, τη χρηματική τους αξία ή από την τοποθεσία και αξία του ακινήτου στο οποίο αναφέρονται. Την απόφασή του μπορεί να ανακαλέσει για το μέλλον ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Για την απόκτηση με δικαιοπραξία εν ζωή εμπράγματων ή ενοχικών δικαιωμάτων, από φυσικά ή νομικά πρόσωπα σε ιδιωτικές νήσους ή νησίδες, της Ελλάδος, καθώς και σε ακίνητα ιδιωτικών νήσων ή νησίδων, οπουδήποτε και εάν βρίσκονται αυτές, απαιτείται άδεια του Υπουργού Γεωργίας, που παρέχεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη της αρμόδιου; υπηρεσίες του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας - ΓΕΣ, ΓΕΝ ή ΓΕΑ - ανάλογα με την περιοχή.
Η αίτηση για τη χορήγηση της άδειας υποβάλλεται από αυτόν που ενδιαφέρεται να αποκτήσει το δικαίωμα στον Υπουργό Γεωργίας και πρέπει να συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση, στην οποία θα αναφέρονται τα πλήρη στοιχεία της ταυτότητάς του, ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του, καθώς και ο σκοπός για τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί το «ακίνητο.
Για την απόκτηση με δικαιοπραξία εν ζωή οποιωνδήποτε εμπράγματων ή ενοχικών δικαιωμάτων, για τη διάνοιξη δρόμων ή την εκτέλεση οποιωνδήποτε μεταλλευτικών ή λατομικών εργασιών σε ακίνητα των περιοχών που καλύπτουν τους ορεινούς όγκους Καμβουνίων, Πιερίων, Ολύμπου, Βερμίου, Δυσσόρου, Βερτίσκου, Κερδυλλίων, Μενικίου, Παγγαίου και Ορέων Λεκάνης καθώς και σε περιοχές της Κρήτης που αναφέρονται στο άρθρο 32, απαιτείται σχετική άδεια του νομάρχη, που παρέχεται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου και σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας στρατιωτικής υπηρεσίες - Διοικητής της Στρατιωτικής, Ναυτικής ή Αεροπορικής μονάδας, στη ζώνη ευθύνης του οποίου ευρίσκεται η συγκεκριμένη περιοχή.
Δικαιοπραξίες που συνάπτονται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού είναι απολύτως άκυρες. Οι συμβολαιογράφοι που συντάσσουν συμβολαιογραφικά έγγραφα και οι συμβαλλόμενοι σ’ αυτά τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους και με χρηματική ποινή. Οι συμβολαιογράφοι υπέχουν και πειθαρχική ευθύνη σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Συμβολαιογράφων.
1. Από την ισχύ του νόμου αυτού καταργείται ο α.ν. 1366/1938 (ΦΕΚ 310).
2. Διατηρούνται σε ισχύ α) οι διατάξεις του ν.δ. της 22-6-1927, καθώς και τα διατάγματα που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή του. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται μόνο σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια τρίτων χωρών, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 26, β) οι διατάξεις του ν.376/1936 (ΦΕΚ 546).
Για την εφαρμογή του άρθρου 29 οι περιοχές της Κρήτης ορίζονται από τις γραμμές των τοπωνυμιών του κατωτέρω πίνακα ως εξής:
1. Μισθωτοί επιχειρήσεων, στο κεφάλαιο των οποίων συμμετέχει ο «Οργανισμός Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων Α.Ε.» (Ο.Α.Ε.), εφ’ όσον καταγγελθεί η σχέση εργασίας τους, ανεξάρτητα από την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, δικαιούνται να επιλέξουν, με έγγραφη δήλωση του ν. 1599/1986, που υποβάλλεται στον Ο.Α.Ε.Δ. μέσα σε 10 ημέρες από την κοινοποίηση της καταγγελίας της σχέσης εργασίας τους:
α) την επιδότησή τους από τον Ο.Α.Ε.Δ,, ως ανέργων ή β) την ένταξή τους στα ειδικά προγράμματα του ΟΑΕΔ για την επαγγελματική επανακατάρτισή τους ή γ) την αυτοαπασχόλησή τους.
Σε περίπτωση μη υποβολής της ανωτέρω δηλώσεως θεωρούνται ότι αποδέχθηκαν την επιδότησή τους, ως ανέργων.
2. Όσοι επιλέξουν την υπό στοιχείο β' περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου:
α. δικαιούνται να λαμβάνουν υπό μορφή ειδικού επιδόματος για ένα δωδεκάμηνο από τη λύση της εργασιακής τους σχέσης στο τέλος κάθε μήνα ποσό ίσο με το μέσο όρο των τακτικών αποδοχών τους του προηγούμενου έτους, όχι όμως μεγαλύτερο των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών:.
β. συνεχίζεται για όλο το δωδεκάμηνο η ασφάλισή τους στους οικείους οργανισμούς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, βαρυνόμενοι οι ίδιοι με τις προς αυτούς εργατικές εισφορές:
γ. υποχρεούνται να παρακολουθήσουν προγράμματα επαγγελματικής επανακατάρτισής τους κατ’ επιλογή τους μεταξύ των επαγγελμάτων και ειδικοτήτων που ανταποκρίνονται στα προσόντα τους και θα τεθούν υπόψη τους ως εμφανίζοντα ζήτηση εργασίας:
δ. υποχρεούνται να αποδεχθούν υποδεικνυόμενη μέσα στο 12μηνο νέα θέση εργασίας, που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του άρθρου 15 του ν.δ. 2961/1954.
3. Σε όσους επιλέξουν την υπό στοιχ. γ’ περίπτωση προκαταβάλλεται εφ’ άπαξ το σύνολο των δώδεκα μηνιαίων ειδικών επιδομάτων, αφού εκπεσθεί το ποσό που αντιστοιχεί στον προεξοφλητικό τόκο που ισχύει κάθε φορά για τα ετήσια ομολογιακά δάνεια του Δημοσίου.
Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
Όσοι παραβαίνουν τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζει η υπουργική απόφαση υποχρεούνται να επιστρέφουν το σύνολο του εφ’ άπαξ κτηθέντος ποσού.
4. Άρνηση συμμετοχής στα προγράμματα, πλημμελής παρακολούθηση τούτων καθώς και άρνηση αποδοχής υποδεικνυόμενης κατά τα ανωτέρω θέσης εργασίας συνεπάγονται διακοπή της περαιτέρω καταβολής του ειδικού μηνιαίου επιδόματος.
1. Εργοδότης, που δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας προσλαμβάνει, ως μισθωτούς, δικαιούχους του ειδικού επιδόματος, δικαιούται επιδότησης για το σύνολο των εργοδοτικών εισφορών υπέρ του ασφαλιστικού οργανισμού, στους οποίους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται οι μισθωτοί.
2. Η διάρκεια της επιδότησης φθάνει στο διπλάσιο των μηνών κατά τους οποίους οι εν λόγω μισθωτοί δεν πρόκειται να εισπράξουν το ειδικό επίδομα.
3. Τα ποσά της επιδότησης του δικαιούχου εργοδότη αποδίδονται κάθε φορά μέσα σε 10 ημέρες, αφ’ ότου πιστοποιηθεί η καταβολή τους, στους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς, όπως λεπτομερέστερα θα ορίσει κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Εργασίας.
1. Συνιστάται στον Ο.Α.Ε.Δ. ειδικός λογαριασμός με τον τίτλο «Ειδικός Λογαριασμός Χρηματοδότησης Προγραμμάτων Επαγγελματικής
Επανακατάρτισής και Απασχόλησης Μισθωτών Προβληματικών Επιχειρήσεων».
2. Σκοποί του ειδικού λογαριασμού είναι :
α. Η κατάρτιση και εφαρμογή προγραμμάτων επαγγελματικής επανακατάρτισης των μισθωτών του άρθρου 33.
β. Η μέριμνα για την τοποθέτηση σε εργασία των αυτών μισθωτών.
γ. Η καταβολή σ’ αυτούς των ειδικών επιδομάτων του άρθρου 33 και των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών του άρθρου 34.
3. Τα απαιτούμενα για την εκπλήρωση των σκοπών του ειδικού λογαριασμού ποσά βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
4. Για τη διοίκηση, τη διαχείριση, τη λειτουργία και τον έλεγχο του ειδικού λογαριασμού εφαρμόζονται αναλόγως οι ισχύουσες για το ΔΛΟΕΜ διατάξεις.
1. Οι διατάξεις του άρθρου 33 εφαρμόζονται και στους εκ των ανωτέρω μισθωτούς, των οποίων η σχέση εργασίας καταγγέλθηκε μετά την 11η Απριλίου 1990, για τους οποίους η προθεσμία της παρ. 1 του άρθρου 33 αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
2. Εφαρμόζονται επίσης και
α. Στους εκ των ανωτέρω μισθωτούς, των οποίων η σχέση εργασίας θα καταγγελθεί, σε περίπτωση πώλησης της επιχειρήσεως, από το νέο εργοδότη μέσα στο πρώτο 12μηνο από την πώληση.
β. Στους μισθωτούς των αυτών επιχειρήσεων, οι οποίες θα τεθούν υπό εκκαθάριση ή ευρίσκονται ήδη υπό εκκαθάρισή και απολύθηκαν μετά τις 11.4.1990 ή θ’ απολυθούν μετά τη δημοσίευση του παρόντος.
γ. Στους μισθωτούς των εταιρειών που έχουν υπαχθεί μέχρι 31.12.1989 στις διατάξεις του ν. 1386/1983 και των οποίων η υπουργική απόφαση υπαγωγής δεν έχει προσβληθεί δικαστικά μέχρι την παραπάνω ημερομηνία.
1. Η διάρκεια της καταβολής του επιδόματος ανεργίας επιμηκύνεται κατά έναν ακόμη μήνα σε όλες τις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6 του ν.1545/1985, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 2 του ν. 1874/1990.
2. Στην παρ. 1 του άρθρου 6 του ν.1545/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν.1874/1990, προστίθενται οι ακόλουθες δύο περιπτώσεις:
«δ) για 220 ημέρες εργασίας επίδομα δέκα (10) μηνών ε) για 250 ημέρες εργασίας επίδομα δώδεκα (12) μηνών».
3. Η διάρκεια της καταβολής του επιδόματος ανεργίας επιμηκύνεται επίσης σε δώδεκα (12) μήνες:
α) για τους άνω των 49 ετών ανέργους της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν.1545/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν.1874/ 1990 και β) για όσους έχουν πραγματοποιήσει συνολικά 4050 ημέρες εργασίας και εμπίπτουν σ’ οποιαδήποτε περίπτωση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 6 του ν.1545/1985, όπως αυτές τροποποιούνται με το παρόν άρθρο.
4. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1.9.1990.
1. Με έγγραφη ατομική συμφωνία ο εργοδότης και ο μισθωτός κατά τη σύσταση της σχέσης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της μπορεί να συμφωνήσουν για ορισμένο ή αόριστο χρόνο διάρκεια ημερήσιας ή εβδομαδιαίας εργασίας μικρότερη της κανονικής (μερική απασχόληση).
2. Καταγγελία της σχέσης εργασίας λόγω μη αποδοχής από το μισθωτό εργοδοτικής πρότασης για μερική απασχόληση είναι άκυρη.
3. Οι αποδοχές των μερικώς απασχολούμενων μισθωτών δεν μπορεί να είναι κατώτερες απ’ αυτές που προβλέπονται από τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις για τους απασχολουμένους κατά το κανονικό ωράριο για την ίδια εργασία συναδέλφους τους και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης.
4. Οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί δικαιούνται κατ’ έτος ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν, εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της άδειάς τους, για τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 549/1945, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 του ν.1346/1983.
5. Αξίωση για παροχή εργασίας πέρα από τη συμφωνημένη (άρθρο 659 Α.Κ.) από μερικώς απασχολούμενο δεν παρέχεται στον εργοδότη, όταν ο μισθωτός έχει και άλλη απασχόληση ή βαρύνεται με οικογενειακές υποχρεώσεις.
6. Ο μερικώς απασχολούμενος επί ίσοις όροις έχει προτεραιότητα προσλήψεως σε θέση εργασίας πλήρους απασχολήσεως στην αυτή επιχείρηση.
7. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται για τους μερικώς απασχολούμενους όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
8. Καταργείται η παρ. 6 του άρθρου 1 της Π.Υ.Σ. 10/1988, που κυρώθηκε με το ν.1788/1988, καθώς και κάθε αντίθετη γενική ή ειδική διάταξη.
1. Η υποχρεωτική ασφάλιση των μερικώς απασχολούμενων στους οικείους οργανισμούς κύριου; και επικουρικής ασφάλισης, καθώς και στον Ο.Α.Ε.Δ. και τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας χωρεί με βάση τις ισχύουσες διατάξεις.
2. Κατ’ εξαίρεση, στην ασφάλιση του μερικώς απασχολουμένου, ανεξαρτήτως του αν αμείβεται με μισθό ή ημερομίσθιο, αναγνωρίζονται όλες οι ημέρες εργασίας που πραγματοποιεί σε κάθε μισθολογική περίοδο, εφαρμοζόμενων ανολόγως και των διατάξεων για την αναγνώριση περισσότερων ημερών εργασίας επί πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.
3. Από της ισχύος του παρόντος θεσπίζεται για τους μερικώς απασχολουμένους ειδική 1η ασφαλιστική κλάση στην παρ. 1 του άρθρου 1 της από 31.3.1982 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου, που κυρώθηκε με το ν.1305/1982 ως εξής:
Ημερήσιος μισθός Ασφαλιστική Τεκμαρτό
σε δραχμές . . κλάση ημερομίσθιο
Από. 0-900 , Ειδική 1η 900
4. Οι εισφορές υπολογίζονται στις καταβαλλόμενες αποδοχές, σε καμιά όμως περίπτωση, για τον υπολογισμό των εισφορών για κάθε ημέρα εργασίας που αναγνωρίζεται στην ασφάλιση κατά τους ορισμούς της προηγούμενης παραγράφου, δεν μπορεί να ληφθούν υπόψη αποδοχές μικρότερες των αντιστοιχουσών στο εκάστοτε τεκμαρτό ημερομίσθιο της ειδικής ασφαλιστικής κλάσης του Ι.Κ.Α.
5. Οι κείμενες περί πολλαπλής ασφάλισης διατάξεις δεν θίγονται από το παρόν.
6. α. Εφόσον στον μερικώς απασχολούμενο καταβάλλονται αποδοχές μειωμένες σε σχέση με εκείνες που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις για τον κανονικώς απασχολούμενο, τα κατώτατα όρια των εις χρήμα παροχών και του επιδόματος ανεργίας χορηγούνται μειωμένα ανάλογα προς τη μείωση που υπάρχει κάθε φορά μεταξύ των αποδοχών τούτων.
β. Με προεδρικό διάταγμα, που θα εκδοθεί με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, θα καθορισθεί το ύψος του βασικού ποσού συντάξεως των μερικώς απαοχολουμένων, με βάση τα τεκμαρτά ημερομίσθια των ασφαλιστικών κλάσεων επί των οποίων έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές.
7. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται για τους μερικώς απασχολουμένους κατ’ οίκον του εργοδότη, καθώς και για τους συγγενείς του εργοδότη, για τους οποίους προβλέπει η παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1759/1988 και για τους οποίους ισχύουν οι κείμενες κάθε φορά ασφαλιστικές διατάξεις.
1. Επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που δεν είναι από τη φύση τους συνεχούς λειτουργίας, μπορούν να λειτουργούν συνεχώς στο σύνολό τους ή κατά τμήματα, με σύστημα λειτουργίας τεσσάρων εναλλασσόμενων ομάδων εργασίας, εφ’ όσον συγκατατίθεται ο εργαζόμενος που μετέχει σ’ αυτές.
2. Οι επιχειρήσεις της προηγούμενης παραγράφου μπορούν επίσης να λειτουργήσουν συνεχώς, στο σύνολο τους ή κατά τμήματα, εφ’ όσον για τη λειτουργία τους, κατά το Σάββατο και την Κυριακή ή την Κυριακή και Δευτέρα, προσλάβουν ιδιαίτερο επί πλέον προσωπικό για να απασχολείται κατ’ εναλλαγή σε δύο ομάδες επί δώδεκα ώρες την ημέρα.
3. Η συνολική αμοιβή που οφείλεται για εργασία είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που προβλέπεται για υπερωριακή εργασία ή εργασία κατά Κυριακές, αργίες και νυκτερινές ώρες, είναι ίση με την αμοιβή που αντιστοιχεί σε απασχόληση σαράντα (40) ωρών, εκτός εάν εφαρμόζεται βραχύτερο ωράριο εβδομαδιαίας εργασίας.
4. Σ’ αυτές τις ομάδες εργασίας πρόσωπα που έχουν ενεργό ασφαλιστικό δεσμό με ταμείο κύριας ασφάλισης δεν μπορούν ν’ απασχοληθούν για περισσότερες ώρες από όσες υπολείπονται για να συμπληρωθούν για τη συγκεκριμένη εβδομάδα 48 συνολικά ώρες εργασίας.
5. Κάθε παράβαση της προηγούμενης παραγράφου διώκεται και τιμωρείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 του π.δ/τος της 27.6/4.7.32 «περί κωδικοποιήσεως και συμπληρώσεως των περί δώρου εργασίας διατάξεων», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ν.δ/τος 515/1970.
6α. Κάθε εργαζόμενος, που απασχολείται, σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 του παρόντος, επί 24 ώρες, ασφαλίζεται για έξι (6) ημέρες εργασίας.
β. Τυχόν χωρήσασα ασφάλιση των εργαζομένων αυτών, προ της ισχύος του παρόντος, για περισσότερες του πραγματικού ημέρες απασχολήσεως παραμένει ισχυρή.
7. Επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις της παραγράφου 1 του παρόντος μπορούν να λειτουργούν στο σύνολό τους ή κατά τμήματα 6 ήμερες την εβδομάδα. Οφείλουν όμως να χορηγούν τις ημέρες της καθ’ εβδομάδα αναπαύσεως μία φορά τουλάχιστο συνεχόμενη με Κυριακή ανά περίοδο τριών εβδομάδων.
Δεν επιτρέπεται η απασχόληση μισθωτού κατά τα ανωτέρω χωρίς τη συγκατάθεσή του.
8. Στο άρθρο 2 ν. 1876/1990 προστίθεται στοιχείο 10, που έχει ως εξής:
«10. Με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ζητήματα σχετικά με την επαναρρύθμιση ή συμπλήρωση των διατάξεων των παραγράφων 1-6 του άρθρου 38 για τη μερική απασχόληση» καθώς και των παραγράφων 1,2,3 και 7 του άρθρου 40 για τις πρόσθετες ομάδες εργασίας του νόμου «για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη».
α. Με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή συμφωνίες του εργοδότη και του συμβουλίου εργαζομένων επιτρέπεται να καθορίζεται για διάστημα έως τρεις μήνες, αυξημένος αριθμός ωρών εργασίας, έως 9 ώρες την ημέρα και έως 48 την εβδομάδα, και μειωμένος αριθμός ωρών εργασίας κατά το επόμενο αντίστοιχο διάστημα. Ο μέσος όρος των ωρών εργασίας για το συνολικό διάστημα, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 6 μήνες, θα είναι 40 ώρες την εβδομάδα, η δε αμοιβή για όλο το διάστημα δεν θα αυξομειώνεται, αλλά θα είναι ίση με την αντίστοιχη αμοιβή για εργασία 8 ωρών την ημέρα και 40 ωρών την εβδομάδα.
β. Στο ν. 1483/1984 προστίθεται στο άρθρο 22 παράγραφος 5η.
« 5. Από τις ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων αυτού του άρθρου, όσον αφορά τα χρονικά όρια λειτουργίας των φαρμακείων, εξαιρούνται τα φαρμακεία που βρίσκονται στους διεθνείς κρατικούς αερολιμένες, τα οποία μπορούν να λειτουργούν συνεχώς, χωρίς περιορισμό, όλο το 24ωρο και καθ’ όλο το έτος» .
1. Η λειτουργία των κατά τα άρθρα 1 και 2 παράγραφος 4 του ν.δ/ τος 1037/1971 καταστημάτων δεν μπορεί να αρχίζει προ της 06.00 ώρας ούτε να συνεχίζεται μετά την 20.00 ώρα κάθε εργάσιμης ημέρας, τα δε Σάββατα μετά τη 15.00 ώρα.
Μια φορά την εβδομάδα η λειτουργία του καταστήματος μπορεί να παρατείνεται μέχρι την 22.00 ώρα.
2. Η λειτουργία του καταστήματος σ’ όλες τις ανωτέρω ώρες δεν είναι υποχρεωτική.
3. Σε κάθε κατάστημα πρέπει να υπάρχουν σε εμφανή μέρη πινακίδες που να αναγράφουν τις ώρες λειτουργίας του καταστήματος.
4. Καθιερώνεται 5νθήμερη εβδομαδιαία εργασία για τους μισθωτούς των καταστημάτων. Από την επαύξηση των ωρών της ημερήσιας εργασίας για την εφαρμογή της 5νθήμερης εβδομάδας εργασίας ως τη συμπλήρωση του συμβατικού χρόνου της 40ωρης εβδομαδιαίου; εργασίας δεν οφείλεται πρόσθετη αμοιβή.
5. Στους μισθωτούς των καταστημάτων πρέπει να εξασφαλίζεται, ανά περίοδο τριών εβδομάδων, δύο τουλάχιστο συνεχόμενες με Κυριακή ημέρες αναπαύσεως.
6. Οι μισθωτοί των καταστημάτων που λειτουργούν με διακεκομμένο ωράριο για όλες ή μερικές ημέρες της εβδομάδας δικαιούνται μεσημβρινής αναπαύσεως, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τρεις ώρες.
7. Κάθε παράβαση των δύο προηγούμενων άρθρων τιμωρείται με τις ποινές του άρθρου 3 του ν. 1788/1988.
8. Από τις ισχύος του παρόντος καταργούνται:
α. από το ν.δ. 1037/1971 οι υπό στοιχεία β', γ', δ' και ε' περιπτώσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2 του άρθρου 2, τα άρθρα 4, 5, 6 και η παρ. 1 του άρθρου 10. Οι διατάξεις του άρθρου 3 διατηρούνται σε ισχύ μόνο για την εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 1 του αυτού ν.δ/τος:
β. από το άρθρο 1 της Π.Τ.Σ. 10/1988, που κυρώθηκε με το ν. 1788/1988, οι παράγραφοι 1,2,3 και 4 και γ. από το ν. 1788/1988 τα άρθρα δεύτερο και τέταρτο.
9. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από 1.9.1990.
1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν.1731/1987 (ΦΕΚ Α' 161) προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Επίσης για το ποσό του εισοδήματος αυτού δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών σε οργανισμούς και ταμεία κύριας ή επικουρικής ασφάλισης».
2. Στο τέλος της περίπτωσης α’ του άρθρου 4 του ν.δ. 3843/1958 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Για το ποσό, του εισοδήματος αυτού δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών σε οργανισμούς και ταμεία κύριας ή επικουρικής ασφάλισης».
3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για τα διανεμόμενα κέρδη που προέρχονται από ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30ή Δεκεμβρίου 1989 και εφεξής.
1. Συμφωνίες πιστωτών και επιχείρησης', περιλαμβανομένης σε μια από τις περιπτώσεις α, β, γ ή δ της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 1386/1983, που ρυθμίζουν ή περιορίζουν χρέη αυτής, δεσμεύουν και τους μη συμβεβλημένους πιστωτές, το Δημόσιο, τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, κύριας και επικουρικής, τις τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, δανειστές της επιχείρησης, εφόσον:
α. οι συμβεβλημένοι πιστωτές εκπροσωπούν το εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο πρέπει να περιλαμβάνεται το σαράντα τοις εκατό (40%) των τυχόν εμπραγμάτως ασφαλισμένων, όπως οι απαιτήσεις αυτές εμφανίζονται στα τηρούμενα από την επιχείρηση βιβλία και τον ισολογισμό της τελευταίας πριν από τη σχετική συμφωνία εταιρικής χρήσης,
β. συναινούν γραπτά εταίροι ή μέτοχοι, στους οποίους ανήκει κατά πλειοψηφία το καταβεβλημένο εταιρικό ή μετοχικό κεφάλαιο της επιχείρησης,
γ. επικυρωθούν από το εφετείο της έδρας της επιχείρησης, με απόφαση εκδιδόμενη κατά τη διαδικασία των άρθρων 739 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ύστερα από αίτηση της επιχείρησης ή ενός τουλάχιστον από τους συμβεβλημένους πιστωτές ή το Δημόσιο, τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, κύριας και επικουρικής, τις τράπεζες
και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, δανειστές της επιχείρησης. Η απόφαση του εφετείου εκδίδεται μέσα σε είκοσι ημέρες και δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης.
2. Υφιστάμενες εγγυήσεις, υποθήκες, ενέχυρα ή άλλα παρεπόμενα δικαιώματα που ασφαλίζουν την απαίτηση, καθώς και προνόμια συνδεόμενα με τη φύση της απαίτησης ή της εγγύησης κατά την αναγκαστική εκτέλεση ή την πτώχευση, διατηρούνται υπέρ της νέας απαίτησης, όπως αυτή διαμορφώθηκε με την κατά την πρώτη παράγραφο συμφωνία, αν ο εξασφαλιζόμενος με αυτά πιστωτής δεν συμφώνησε διαφορετικά.
3. Απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος και οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων οι κατά την παράγραφο 1 συμφωνίες, τα δικαιολογητικά αυτών έγγραφα, οι εγγραφές στα τηρούμενα από τους πιστωτές και την επιχείρηση βιβλία, η εγγραφή, απόσβεση και εξάλειψη υποθηκών και λοιπών εμπράγματων βαρών, η σύσταση, περιορισμός ή απόσβεση συμβάσεων εγγυήσεων ή άλλων παρεπόμενων δικαιωμάτων και γενικά κάθε πράξη που γίνεται για την ολοκλήρωση ή την εκτέλεση των προαναφερόμενων στην παράγραφο 1 συμφωνιών.
4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων μπορεί να εφαρμοστούν και στις επιχειρήσεις που έχουν ήδη υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 1386/1983, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
Οι κατά την παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου συμφωνίες επιτρέπεται να συναφθούν και επικυρωθούν, εφ’ όσον δεν έχει διενεργηθεί πλειστηριασμός βασικών και σχετιζόμενων με την παραγωγική διαδικασία περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης.
1. Επιχείρηση που εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις α', β’, γ' ή δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν.1386/1983 υποβάλλεται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 9 του νόμου αυτού ειδική εκκαθάριση ύστερα από απόφαση του εφετείου της έδρας της επιχείρησης, εκδιδόμενη με βάση τις διατάξεις του προαναφερόμενου άρθρου 9 του ν. 1386/1983 και έπειτα από αίτηση πιστωτή ή πιστωτών εκπροσωπούντων το 20% των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών της ή του Δημοσίου ή οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης κύριας ή επικουρικής ή τράπεζας ή άλλου πιστωτικού ιδρύματος, δανειστή της επιχείρησης.
2. Ο εκκαθαριστής έχει δικαίωμα αμοιβής καθοριζόμενης από το εφετείο της έδρας της επιχείρησης. Είναι δυνατή η λήψη προκαταβολής.
3. Κατά τη διανομή των προϊόντων της εκκαθάρισης της επιχείρησης προτιμώνται οι απαιτήσεις του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.) και των τραπεζών, που δημιουργήθηκαν σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 8 του ν.1386/1983, όπως ισχύει, κατατάσσονται δε στην Ε τάξη των γενικών προνομιών του άρθρου 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Οι διατάξεις του ν. 1386/1983, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή και ο συνεστημένος με το νόμο αυτόν Ο.Α.Ε. εξακολουθεί να λειτουργεί και ν’ ασκεί τις αρμοδιότητές του μόνο ως προς τις επιχειρήσεις που έχουν ή είχαν υπαχθεί στις ρυθμίσεις του προαναφερόμενου νόμου.
1. Συνιστάται πενταμελής ειδική επιτροπή για να συντάξει κώδικα πτωχευτικού δικαίου, αποτελούμενη από:
α. έναν ανώτατο ή ανώτερο δικαστικό λειτουργό,
β. δύο καθηγητές του εμπορικού δικαίου σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα,
γ. δύο δικηγόρους που έχουν ειδικές σπουδές ή δημοσιεύσεις ή αναγνωρισμένο επαγγελματικό έργο στο γνωστικό αντικείμενο του πτωχευτικού δικαίου και γενικότερα της αναγκαστικής εκτέλεσης (ατομικής και συλλογικής).
Γραμματέας της επιτροπής ορίζεται ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή Εμπορίου.
2. Η επιτροπή συγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εμπορίου. Κατά την πρώτη συνεδρίαση εκλέγει από τα μέλη της τον πρόεδρό της. Οι εργασίες της επιτροπής πρέπει να ολοκληρωθούν μέσα σ’ ένα έτος από τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης που τη συγκροτεί. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για έξι (6) ακόμη μήνες από τη λήξη της με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εμπορίου.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών, και Εμπορίου θα καθοριστεί, μετά την ολοκλήρωση του έργου της επιτροπής, η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση των μελών της και του γραμματέα.
Στις περιπτώσεις πώλησης ή κάθε άλλου είδους μεταβίβασης επιχειρήσεων ή της πλειοψηφίας των μετοχών των επιχειρήσεων αυτών, που ανήκουν στα κάθε είδους νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις ισχύουσες μέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος διατάξεις του ν. 1256/1982, οι άμεσοι και έμμεσοι φόροι και κάθε άλλη σχετική επιβάρυνση, που βεβαιώνονται μετά την πώληση ή μεταβίβαση, αλλά ανάγονται σε προηγούμενο αυτής χρονικό διάστημα, βαρύνουν αποκλειστικά τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων και την πωλήτρια τράπεζα του δημόσιου τομέα. Η επιβάρυνση της πωλήτριας τράπεζας από την εν λόγω αιτία δεν μπορεί να υπερβαίνει το τίμημα που εισέπραξε από την πώληση των μετοχών της στην οικεία εταιρεία. Οι κατά το πρώτο εδάφιο φόροι και άλλες σχετικές επιβαρύνσεις κατανέμονται μεταξύ του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων και της πωλήτριας τράπεζας του δημόσιου τομέα ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο κατά το χρόνο της πώλησης ή μεταβίβασης. Αν μετά την κατανομή αυτή δεν καλύπτεται πλήρως το ποσό των οφειλόμενων φόρων, το υπόλοιπο διαγράφεται εις βάρος του Δημοσίου.
Οι διατάξεις των άρθρων 1-5 του ν. 1436/1984 «Σύσταση Εμπορικού Παρεμβατικού Οργανισμού και άλλες διατάξεις» καταργούνται.
1. Ο κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν.1256/1982 δημόσιος τομέας περιλαμβάνει μόνο:
α. Τις κάθε είδους δημόσιες υπηρεσίες, που υπάγονται στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου και εκπροσωπούνται από αυτό.
β. Τα κάθε είδους ν.π.δ.δ., εξαιρούμενων των Χρηματιστηρίων Αξιών, είτε αυτά αποτελούν οργανισμούς κατά τόπο είτε καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης.
γ. Τις κάθε είδους κρατικές ή δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις και οργανισμούς.
δ. Τις τράπεζες που ανήκουν στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου, είτε στο σύνολο τους είτε κατά πλειοψηφία και
ε. Τις κάθε είδους θυγατρικές εταιρείες των νομικών προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις β’ και γ’ αυτού του άρθρου, εκτός από τις επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α.
2. Η κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου επαναοριοθέτηση του δημόσιου τομέα δεν θίγει την έκταση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 44 του ν. 1882/1990, οι οποίες κατισχύουν των γενικών ή ειδικών καταστατικών διατάξεων φορέων του κοιτά την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 ευρύτερου δημόσιου τομέα που προβλέπουν έντοκη στο μόνιμο προσωπικό υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί ως έκτακτοι.
Στις διατάξεις του άρθρου 44 του ν. 1882/1990 υπάγονται και οι υπάλληλοι των φορέων του κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 1 του ν.
1256/1982 ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι οποίοι έχουν προσληφθεί με σύμβαση ορισμένου χρόνου.
1. Επιτρέπεται στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος να αποφασίσει την πώληση σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο όλων ή μέρους των μετοχών της οποιασδήποτε μορφής και είδους εταιρείας μετοχικού της ενδιαφέροντος. Η διάταξη εφαρμόζεται και για όσες εταιρείες υπάρχει οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη ή περιορισμός στο ισχύον καταστατικό της.
Επίσης επιτρέπεται στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος να αποφασίσει την πώληση σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο του μεριδίου της στις κοινοπραξίες, που ιδρύθηκαν μεταξύ της και με γεωργικές συνεταιριστικές οργανώσεις κάθε βαθμού ή με άλλους οργανισμούς ή οργανώσεις, σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 του ν.δ. 3874/1958. Το ίδιο δικαίωμα διαθέτει και ο συγκοινοπρακτών εταίρος.
2. Ο ν.1194/1981'»περί συστάσεως ανωνύμου εταιρίας υπό της Αγροτικής Τραπέζης και συνεταιριστικών οργανώσεων γαλακτοπαραγωγών, ως κεντρικού οργάνου συνεταιριστικών γαλακτοβιομηχανιών» καταργείται.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Γεωργίας, είναι δυνατό να δημιουργηθεί θέση δεύτερου υποδιοικητή στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, του οποίου οι αρμοδιότητες καθορίζονται με το ίδιο διάταγμα, τα δε προσόντα για το διορισμό του και οι αποδοχές του είναι, όπως αυτά ορίζονται για τον υπάρχοντα υποδιοικητή.
1. Επιτρέπεται εφεξής η ίδρυση, η επέκταση σε-δύναμη κρεβατιών και η μετατροπή ιδιωτικών κλινικών κατά αντικείμενο ή νομική μορφή της επιχειρήσεως.
Επίσης επιτρέπεται η μεταβίβαση ιδιωτικών κλινικών ως επιχειρήσεων, μεριδίων συμμετοχής, εταιρικών μεριδίων και ονομαστικών μετοχών των κλινικών αυτών που λειτουργούν με εταιρική μορφή.
2. Οι προϋποθέσεις, οι όροι, η διαδικασία και κάθε σχετική λεπτομέρεια για την ίδρυση, λειτουργία και μεταβίβαση των ιδιωτικών κλινικών καθορίζονται με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται σε προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου ύστερα από πρόταση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
3. Με αποφάσεις του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του ΚΕ.Σ.Υ., καθορίζονται οι προδιαγραφές λειτουργίας των ιδιωτικών κλινικών, τα των απαραίτητων χώρων και του προσωπικού τους καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
4. Οι ιδιωτικές κλινικές που ήδη λειτουργούν υποχρεούνται να προσαρμοσθούν στις διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων και των υπουργικών αποφάσεων που θα εκδοθούν, εντός προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή τους, της προθεσμίας αυτής δυναμένης να παραταθεί επί ένα εισέτι έτος, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
1. Στους γιατρούς του Ε.Σ.Υ. των νοσοκομείων και των κέντρων υγείας (Κ.Υ.) χορηγείται πάγια μηνιαία αποζημίωση εφημεριών ετοιμότητας:
2. Η πάγια αποζημίωση εφημεριών ετοιμότητας καταβάλλεται δεδουλευμένα με τη μισθοδοτική κατάσταση του πρώτου δεκαπενθημέρου του επόμενου μηνάς, ύστερα από βεβαίωση του αρμόδιου οργάνου του νοσοκομείου ή του κέντρου υγείας για την πραγματοποίησή τους.
3. Οι γιατροί, οι οποίοι λαμβάνουν την πάγια αποζημίωση εφημεριών ετοιμότητας, υποχρεούνται σε τέσσερις (4) ολοήμερες εφημερίες ετοιμότητας δεκαέξι (16) ωρών κάθε μιας.
4. Οι ειδικευόμενοι γιατροί δικαιούνται δύο (2) ολοήμερες εφημερίες ετοιμότητας δεκαέξι (16) ωρών κάθε μιας. Το ύψος της πάγιας μηνιαίας αποζημίωσης των ειδικευόμενων γιατρών ανέρχεται σε 11.000 δρχ. και καταβάλλεται όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού.
5. Της πάγιας αποζημίωσης εφημεριών ετοιμότητας, υπό τους αυτούς όρους, δικαιούνται επίσης οι γιατροί του Ι.Κ.Α. πλήρους και αποκλειστικής απασχολήσεως που είναι τοποθετημένοι και υπηρετούν σε σχηματισμούς που λειτουργούν σε 24ωρη βάση (νοσοκομεία-ΣΑΒ) και συμμετέχουν στο πρόγραμμα εφημεριών, καθώς και οι πανεπιστημιακοί γιατροί που υπηρετούν στα νοσοκομεία.
6. Της πάγιας αποζημίωσης εφημεριών ετοιμότητας δεν δικαιούνται οι υπόχρεοι υπηρεσίας υπαίθρου γιατροί.
7. Οι γιατροί, οι οποίοι λαμβάνουν την πάγια αποζημίωση εφημεριών ετοιμότητας, εφόσον κληθούν στο νοσοκομείο ή κέντρο υγείας κατά το χρονικό διάστημα της ετοιμότητάς τους, δεν δικαιούνται πρόσθετης αποζημίωσης, υπό μορφή ενεργού εφημερίας, τροποποιουμένης αναλόγως της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν.1397/1983.
8. Οι υποχρεώσεις των γιατρών κατά τη διάρκεια της εφημερίας ετοιμότητας, οι συνέπειες μη τήρησης αυτών καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
9. Τα διαμορφούμενα ως άνω όρια αποδοχών ισχύουν από 1.2.90 για τους γιατρούς εκείνους που τυχόν πραγματοποίησαν ενεργείς εφημερίες περισσότερες των οκτώ (8) κατά μήνα.
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.959/ 1979 (ΦΕΚ Α’ 192) αντικαθίσταται ως εξής :
«1. Ναυτική εταιρεία είναι η εταιρεία που συνιστάται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και έχει ως αποκλειστικό σκοπό την κυριότητα ελληνικών εμπορικών πλοίων, την εκμετάλλευση ή διαχείριση ελληνικών ή ξένης σημαίας εμπορικών πλοίων, καθώς και την απόκτηση μετοχών άλλων ναυτικών εταιρειών».
2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 7 του ν.959/1979 αντικαθίσταται και προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«4. Οι μετοχές ναυτικών εταιρειών μπορεί να εισαχθούν στο Χρηματιστήριο μόνο μετά από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και εφ’ όσον συντρέχουν οι υπόλοιποι όροι και προϋποθέσεις για την εισαγωγή μετοχών ανώνυμων εταιρειών στο Χρηματιστήριο. Ειδικότεροι όροι για την εισαγωγή και διαπραγμάτευση των μετοχών αυτών στο Χρηματιστήριο θα καθορισθούν με προεδρικό διάταγμα ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας. Στην περίπτωση αυτήν η ναυτική εταιρεία υπέχει όλες τις υποχρεώσεις για έλεγχο από ορκωτούς λογιστές και δημοσιότητα οικονομικών καταστάσεων και άλλων στοιχείων, τις οποίες υπέχουν οι ανώνυμες εταιρείες με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο.
5. Με την ίδια απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που αναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο μπορεί να ορισθεί ότι η διαπραγμάτευση των μετοχών ναυτικής εταιρείας στο Χρηματιστήριο γίνεται αποκλειστικά και μόνο σε ξένο νόμισμα. Στην περίπτωση αυτή:
α. Στο κείμενο των μετοχών της ναυτικής εταιρείας αναγράφεται ότι η διαπραγμάτευσή τους στο Χρηματιστήριο γίνεται αποκλειστικά και μόνο σε ξένο νόμισμα.
β. Η δημόσια εγγραφή στις αυξήσεις κεφαλαίου της ναυτικής εταιρείας τόσο κατά την αρχική εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο, όσο και κατά μεταγενέστερη της εισαγωγής στο Χρηματιστήριο νέων μετοχών της ίδιας κατηγορίας, γίνεται απευθείας σε ελεύθερο συνάλλαγμα μη υποχρεωτικά εκχωρητέο στην Τράπεζα της Ελλάδος, το οποίο και αναλαμβάνεται αυτούσιο από την εταιρεία.
γ. Η διαπραγμάτευση και αγοραπωλησία των μετοχών στο Χρηματιστήριο γίνεται σε ελεύθερο συνάλλαγμα μη υποχρεωτικά εκχωρητέο στην Τράπεζα της Ελλάδος, το οποίο θα καταβάλλεται απευθείας από τον αγοραστή στον πωλητή.
δ. Όλα τα έξοδα και προμήθεια τόσο για την εισαγωγή όσο και τη διαπραγμάτευση των μετοχών ναυτικής εταιρείας στο Χρηματιστήριο εξοφλούνται με την εισαγωγή ελεύθερου συναλλάγματος μη υποχρεωτικά εκχωρητέου στην Τράπεζα της Ελλάδος».
Το ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ του ν. 1806/1988, το οποίο περιλαμβάνει το άρθρο 33 του ίδιου νόμου, αντικαθίσταται ως εξής:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ Αποθετήρια - Εταιρεία Αποθετηρίων Άρθρο 33
1. Η εν ζωή μεταβίβαση ονομαστικών μετοχών με χρηματιστηριακή συναλλαγή οποιοσδήποτε μορφής στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών γίνεται μόνο αφού προηγηθεί κατάθεση των τίτλων των μετοχών στην Εταιρεία Αποθετηρίων, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 33α και η οποία εκδίδει έγγραφη απόδειξη για την κατάθεση των τίτλων στο όνομα εκείνου που αποκτά τις μετοχές (αποθετήριο).
2. Για κάθε εν ζωή μεταβίβαση, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, ονομαστικών μετοχών, για τις οποίες έχει ήδη εκδοθεί αποθετήριο, εκ- δίδεται από την Εταιρεία Αποθετηρίων νέο αποθετήριο στο όνομα του νέου δικαιούχου και ακυρώνεται το παλιό ή γίνεται από τον κατά νόμο αρμόδιο για τη συντέλεση της μεταβιβάσεως επισημείωση στο υφιστάμενο αποθετήριο, το οποίο και παραδίδεται στο νέο δικαιούχο.
3. Στις μεταβιβάσεις μετοχών που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους δεν χωρεί παράδοση και δεν γίνεται οποιαδήποτε επισημείωση ή εγγραφή επί των μετοχικών τίτλων ούτε αντικατάστασή τους.
4. Οι εταιρείες, των οποίων οι μετοχές μεταβιβάζονται κατά -ας προηγούμενες παραγράφους, ενημερώνουν τα βιβλία μετόχων με βάση τα στοιχεία τα οποία τους παρέχει αμελλητί η Εταιρεία Αποθετηρίων.
5. Όπου κατά το νόμο απαιτείται κατάθεση ή επίδειξη τίτλων μετοχών αρκεί η κατάθεση ή επίδειξη του αντίστοιχου αποθετηρίου.
6. Όταν μεταβιβάζεται αριθμός μετοχών μικρότερος από αυτόν που αναγράφεται στο αποθετήριο, εκδίδονται νέα αποθετήρια ανά ένα για κάθε έναν από τους συναλλασσομένους. Όταν η ανωτέρω μεταβίβαση γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, όπου αυτό επιτρέπεται, ο συμβολαιογράφος προβαίνει στη δέουσα επισημείωση επί του αποθετηρίου και το αποστέλλει μαζί με αντίγραφο του μεταβιβαστικού συμβολαίου στην Εταιρεία Αποθετηρίων, η οποία και εκδίδει τα νέα αποθετήρια.
7. Επί ενεχυρίασης ονομαστικών μετοχών, για τις οποίες έχει εκδοθεί αποθετήριο, απαιτείται και παράδοση του αποθετηρίου στον ενεχυρούχο δανειστή ή σε τρίτον και αναγγελία της συμβάσεως ενεχυρίασης στην Εταιρεία Αποθετηρίων.
8. Εάν μετοχές για τις οποίες έχει εκδοθεί αποθετήριο αποκτηθούν αιτία θανάτου, η εκδότρια των μετοχών ανώνυμη εταιρεία, ύστερα από αίτηση των νέων δικαιούχων, γνωστοποιεί στην Εταιρεία Αποθετηρίων τα ονόματά τους και τον αριθμό μετοχών που αντιστοιχούν σ’ αυτούς και η Εταιρεία Αποθετηρίων εκδίδει νέα αποθετήρια.
9. Αν η άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από τη μετοχική ιδιότητα εξαρτάται από την κατοχή ή την κατάθεση μερισματαποδείξεων που είναι προσαρτημένες σε μετοχές για τις οποίες έχει εκδοθεί αποθετήριο, η Εταιρεία Αποθετηρίων παραδίδει στο μέτοχο τις μερισματαποδείξεις για τις οποίες πρόκειται.
10. Αν ανώνυμη εταιρεία εκδώσει νέους τίτλους μετοχών σε αντικατάσταση τίτλων για τους οποίους έχει εκδοθεί αποθετήριο, η Εταιρεία Αποθετηρίων παραδίδει στην ανώνυμη εταιρεία τους παλαιούς τίτλους και παραλαμβάνει τους νέους. Ύστερα από αίτηση του μετόχου, εκδίδεται νέο αποθετήριο.
11. Οι τίτλοι των ονομαστικών μετοχών για τις οποίες εκδόθηκε αποθετήριο δεν αναλαμβάνονται από το μέτοχο και όλα τα δικαιώματα από και πάνω στη μετοχή αποδεικνύονται από το αποθετήριο και ασκούνται μέσω αυτού κατά τους ορισμούς των παραπάνω διατάξεων.
12. Επιτρέπεται στην Εταιρεία Αποθετηρίων να εκδίδει αποθετήριο στο όνομα και ύστερα από αίτηση όποιου αποκτά με χρηματιστηριακή συναλλαγή στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ανώνυμες μετοχές ή άλλες αξίες. Για τα αποθετήρια αυτά και τις μετοχές οι οποίες τους αντιστοιχούν εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, εκτός του ότι, κατ’ εξαίρεση των διατάξεων της παραγράφου 11, οι τίτλοι των ανώνυμων μετοχών μπορεί να αναλαμβάνονται από το μέτοχο.
13. Μέχρι την ίδρυση και λειτουργία της Εταιρείας Αποθετηρίων οι αρμοδιότητες και οι δραστηριότητές της ασκούνται από το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Με την έναρξη λειτουργίας της Εταιρείας Αποθετηρίων το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών της παραδίδει όλα τα έγγραφα, στοιχεία και τίτλους που αφορούν την έκδοση αποθετηρίων από την έναρξη ισχύος του άρθρου 33 του ν.1806/1988, το οποίο αντικαθίσταται με το παρόν.
Άρθρο 33α
.1. Η Εταιρεία Αποθετηρίων θα συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του άρθρου με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας και σκοπό το έργο της εκκαθαρίσεως των χρηματιστηριακών συναλλαγών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, την έκδοση, τροποποίηση, ακύρωση ή αντικατάσταση αποθετηρίων, τη φύλαξη των τίτλων για τους οποίους εκδίδονται αποθετήρια, καθώς και κάθε συναφή προς τις ανωτέρω εργασίες δραστηριότητα (η «Εταιρεία Αποθετηρίων»).
2. Κατά την ίδρυση της Εταιρείας Αποθετηρίων μοναδικός μέτοχος θα είναι το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, Το μετοχικό κεφάλαιο ύψους δραχμών ενός δισεκατομμυρίου (1.000.000.000) θα καταβληθεί ολοσχερώς από το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, το οποίο προς το σκοπό αυτό θα δανειοδοτηθεί από το Ελληνικό Δημόσιο με το ίδιο ποσό. Το δάνειο θα είναι άτοκο και θα εξοφλείται σταδιακά από το προϊόν πωλήσεως των μετοχών της Εταιρείας Αποθετηρίων από το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Η πώληση των ανωτέρω μετοχών θα γίνεται σύμφωνα με τους όρους των επόμενων παραγράφων.
3. Οι μετοχές της Εταιρείας Αποθετηρίων είναι ονομαστικές και επιτρέπεται να πωληθούν μόνο προς τράπεζες των οποίων οι μετοχές έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, προς εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, προς εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και προς τα μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Ποσοστό 25% του μετοχικού κεφαλαίου θα παραμείνει στην κυριότητα του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Η περαιτέρω μεταβίβαση των μετοχών επιτρέπεται μόνο μεταξύ των κατηγοριών προσώπων που αναφέρονται ανωτέρω. Δεν επιτρέπεται μέτοχος, εκτός από το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, να έχει ποσοστό ανώτερο του δέκα τοις εκατό (10%) του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας Αποθετηρίων.
4. Το ποσό του δανείου από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο αναλογεί στη συμμετοχή του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών στο μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας Αποθετηρίων, θα εξοφληθεί σε ετήσιες δόσεις από τους κατά νόμο πόρους του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, σύμφωνα με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
5. Η Εταιρεία Αποθετηρίων δεν ανήκει στο δημόσιο τομέα και δεν υπάγεται στις διατάξεις που προβλέπουν οποιουσδήποτε περιορισμούς για τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα.
6. Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας Αποθετηρίων θα είναι ο εκάστοτε πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών.
7. Το σχέδιο του καταστατικού της Εταιρείας Αποθετηρίων θα καταρτισθεί από το διοικητικό συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις και με τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρείες, θα εγκριθεί με απόφαση του υπουργού, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, και θα υπογραφεί από το μοναδικό αρχικό μέτοχο ενώπιον συμβολαιογράφου. Κατά τα λοιπά θα ισχύουν ως προς την ίδρυση της Εταιρείας Αποθετηρίων οι διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρείες.
8. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 1, 3 και 6, το καταστατικό της Εταιρείας Αποθετηρίων τροποποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρείες χωρίς να απαιτείται καμία πρόσθετη διαδικασία ή διατύπωση.
9. Ο τακτικός και έκτακτος έλεγχος της Εταιρείας Αποθετηρίων, ο οποίος προβλέπεται από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρείες, ασκείται από ορκωτό λογιστή.
10. Οι καταχωρίσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρείες γίνονται στο μητρώο που γίνονται οι καταχωρίσεις των εταιρειών, των οποίων οι μετοχές έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο.
11. Από την έναρξη λειτουργίας της Εταιρείας Αποθετηρίων οι πόροι του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, που προέρχονται από την εκκαθάριση των χρηματιστηριακών συναλλαγών, περιέρχονται στην Εταιρεία Αποθετηρίων.
12. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1806/1988 εφαρμόζονται και για τον έλεγχο των δραστηριοτήτων της Εταιρείας Αποθετηρίων.
13. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, μπορεί να αποσπώνται στην Εταιρεία Αποθετηρίων υπάλληλοι του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών ειδικευμένοι στο έργο της εκκαθαρίσεως, χωρίς να επηρεάζεται από το γεγονός της αποσπάσεως η βαθμολογική τους εξέλιξη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Την οποιαδήποτε δαπάνη μισθοδοσίας και συναφών επιβαρύνσεων φέρει η Εταιρεία Αποθετηρίων.
14. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθορίζονται:
α) τα δικαιώματα της Εταιρείας Αποθετηρίων για τη φύλαξη των τίτλων των αξιών, για την έκδοση των αποθετηρίων και γενικά για κάθε υπηρεσία που παρέχει η Εταιρεία Αποθετηρίων στους κατόχους αποθετηρίων και β) τα δικαιώματα του Χρηματιστηρίου, των μελών του Χρηματιστηρίου και της Εταιρείας Αποθετηρίων επί μεταβιβάσεως ονομαστικών μετοχών.
Με όμοια απόφαση ρυθμίζονται τα άλλα ειδικά θέματα και οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή αυτού του άρθρου.
Οι αποφάσεις του υπουργού που αναφέρονται σε αυτήν την παράγραφο δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 12 του ν.1806/1988 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Το Χρηματιστήριο διοικείται από εννεαμελές διοικητικό συμβούλιο.
2. Δύο από τα μέλη προτείνονται με απόφαση των μελών του Χρηματιστηρίου. Από αυτά το ένα τουλάχιστον είναι χρηματιστηριακός εκπρόσωπος ή μέλος διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρείας, εφ’ όσον έχει τεθεί υποψηφιότητα, και το άλλο είναι είτε χρηματιστής είτε χρηματιστηριακός εκπρόσωπος ή μέλος διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρείας. Άλλα τέσσερα μέλη προτείνονται, ανά ένα, από τις εταιρείες των οποίων τα χρεώγραφα έχουν εισαχθεί στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου, από τους εργαζόμενους στο Χρηματιστήριο, από τους ελληνικούς οργανισμούς που έχουν αποκλειστικό σκοπό τις συλλογικές επενδύσεις σε κινητές αξίες και από την Τράπεζα της Ελλάδος. Τα υπόλοιπα τρία μέλη εκλέγονται από τον υπουργό μεταξύ προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις, πείρα και κύρος».
2. Μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διορίζεται με απόφαση του υπουργού νέο διοικητικό συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Τα μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών προτείνουν δύο μέλη σύμφωνα με όσα ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο. Ένα μέλος ορίζεται από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, ένα μέλος προτείνεται από τον Πρόεδρο της Ένωσης Ελληνικών Εταιρειών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου και Εταιρειών Διαχειρίσεως Αμοιβαίων Κεφαλαίων, ένα μέλος προτείνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος και ένα μέλος προτείνεται από τους εργαζόμενους στο Χρηματιστήριο αυτό με καθολική και άμεση ψηφοφορία. Τα υπόλοιπα τρία μέλη επιλέγονται από τον υπουργό μεταξύ των προσώπων που έχουν ειδική πείρα και κύρος. Για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις των εδαφίων 2 και 3 της παραγράφου 4 του άρθρου 12 του ν. 1806/1988.
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν.1806/ 1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι παραπάνω δηλώσεις γίνονται με εκφώνηση και αντιφώνηση αντίστοιχα ή με άλλον τρόπο, που θα εξασφαλίζει τη δημοσιότητα των δηλώσεων ως προς εκείνους που συμμετέχουν στη συνεδρίαση, ο οποίος καθορίζεται με απόφαση του υπουργού, ύστερα από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Χρηματιστηρίου και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εν όψει των τεχνικών εξελίξεων. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 23 του ν.1806/ 1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ως έγγραφο νοείται και το τηλετυπικό μήνυμα, καθώς και κάθε άλλο μέσο επικοινωνίας με το οποίο εξασφαλίζεται η ασφαλής πληροφόρηση του Χρηματιστηρίου, σύμφωνα με απόφαση του υπουργού, ύστερα από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Χρηματιστηρίου και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς».
2. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 23 του ν. 1806/1988 προστίθενται τέταρτο, πέμπτο και έκτο εδάφια, που έχουν ως εξής:
«Η σύναψη χρηματιστηριακής σύμβασης εκτός κύκλου απεικονίζεται, αμέσως μετά την αναγγελία της, στο χώρο των συνεδριάσεων του Χρηματιστηρίου με τρόπο που εξασφαλίζει τη δημοσιότητα ως προς εκείνους που συμμετέχουν στη συνεδρίαση. Με απόφαση του υπουργού, ύστερα από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Χρηματιστηρίου και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ορίζεται ο τρόπος και το ακριβές περιεχόμενο της παραπάνω απεικόνισης και ρυθμίζονται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια. Οι αποφάσεις του υπουργού, που προβλέπονται στα εδάφια 2 και 5, δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του ν.1806/ 1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Με απόφαση του υπουργού, ύστερα από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Χρηματιστηρίου και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθορίζονται τα ποσά που καταβάλλουν τα μέλη του Χρηματιστηρίου ως δικαίωμα εγγραφής και ως συνδρομή τους στο Χρηματιστήριο».
2. Προστίθεται τρίτο εδάφιο στην παράγραφο 2 του άρθρου 31 του ν.1806/1988, το οποίο έχει ως εξής:
«Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
1. Κατά την αληθή έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 6 του ν.1806/1988, η έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για το πρόσωπο του χρηματιστηριακού εκπροσώπου μπορεί να ζητηθεί και να χορηγηθεί είτε εν όψει συστάσεως ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρείας είτε, εάν η εταιρεία έχει συσταθεί, πριν από το διορισμό του χρηματιστηριακού εκπροσώπου κατά τις διατάξεις του κ.ν.2190/1920 ή και μετά από αυτόν.
2. Στο άρθρο 6 του ν.1806/1988 προστίθενται παράγραφοι 10 και 11 ως εξής:
«10. Εάν κενωθεί η θέση χρηματιστηριακού εκπροσώπου ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρείας η οποία δεν έχει άλλο χρηματιστηριακό εκ-πρόσωπο, τους δύο πρώτους μήνες αφότου κενωθεί η θέση η εταιρεία επιτρέπεται να εκπροσωπείται για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές από αντικρυστή της ή από άλλο πρόσωπο που ορίζεται με απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου. Στην τελευταία περίπτωση απαιτείται έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία παρέχεται εάν αυτή κρίνει ότι το πρόσωπο που προτείνεται διαθέτει επαγγελματική ευσυνειδησία και επαρκή γνώση των θεμάτων της κεφαλαιαγοράς.
11. Ύστερα από αίτηση του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρείας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιτρέπει την παράταση της εκπροσώπησης της εταιρείας από αντικρυστή της ή άλλο πρόσωπο που προτείνει το διοικητικό της συμβούλιο το πολύ επί έξι μήνες μετά το πέρας της χρονικής περιόδου της παραγράφου 10, εάν κρίνει ότι το πρόσωπο που προτείνεται διαθέτει επαγγελματική ευσυνειδησία και επαρκή γνώση θεμάτων της κεφαλαιαγοράς».
Στο άρθρο 4 του ν.1806/1988 (ΦΕΚ 207) προστίθενται παράγραφοι 6 και 7 ως εξής:
«6. Ο χρηματιστής επιτρέπεται κατά τη σύσταση ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρείας να εισφέρει σ’ αυτήν την ατομική του μερίδα επί της περιουσίας του Συνεγγυητικού, υπό την προϋπόθεση ότι εξέρχεται από το επάγγελμα του χρηματιστή ή ότι θα διορισθεί χρηματιστηριακός εκπρόσωπος της εταιρείας που ιδρύεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 3. Η αξία της μερίδας που εισφέρεται εκτιμάται κατά τη διαδικασία του άρθρου 16 παραγράφου 2 του ν.δ. 3078/1954(ΦΕΚ 245). Το διοικητικό συμβούλιο του Συνεγγυητικού συντάσσει έκθεση εκτιμήσεως, η οποία αναπληρώνει την έκθεση εκτιμήσεως της επιτροπής του άρθρου 9 του κ.ν. 2190/1920 και υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπει η παρ. 6 του άρθρου 9 του κ.ν. 2190/1920. Η ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρεία, στο κεφάλαιο της οποίας εισφέρθηκε η ατομική μερίδα χρηματιστή, θεωρείται ότι εκπλήρωσε κατά την ημέρα της συστάσεώς της την υποχρέωση καταβολής στο Συνεγγυητικό σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν.δ. 3078/1954 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του ν. 1806/1988 υπό την προϋπόθεση ότι το μετοχικό της κεφάλαιο είναι κατώτερο από το ποσό που προβλέπει η περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του ν.1806/1988. Εάν η ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρεία που ιδρύεται έχει μετοχικό κεφάλαιο ανώτερο του παραπάνω ποσού, υποχρεούται να καταθέσει στο Συνεγγυητικό το ποσό που απαιτείται για τη συμπλήρωση του ύψους της εισφοράς της σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 5 του ν.1806/1988.
Για την εφαρμογή του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του ν.δ. 3078/1954, η παραπάνω εισφορά λογίζεται ως ανάληψη της μερίδας από το χρηματιστή κατά την ημέρα συστάσεως της εταιρείας με βάση τον υπολογισμό της αξίας της μερίδας που προσδιορίζεται στην παραπάνω έκθεση εκτιμήσεως. Από τη σύσταση της εταιρείας ο χρηματιστής παύει να είναι μέλος του Συνεγγυητικού.
7. Στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου η υποχρέωση κατάθεσης σε ειδικό λογαριασμό που προβλέπεται στο εδάφιο 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 ισχύει για το ποσό των μετρητών που απαιτείται για τη συμπλήρωση του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου που ο νόμος προβλέπει για το είδος της εταιρείας που ιδρύεται».
1. Στη μητέρα που αποκτά τρίτο παιδί καταβάλλεται επί τριετία μηνιαίο επίδομα ύψους 34.000 δραχμών.
2. Στις μητέρες, που κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού έχουν ήδη αποκτήσει τρίτο παιδί, το επίδομα που ορίζουν οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου καταβάλλεται έως ότου συμπληρωθεί η τριετία από την ημερομηνία γέννησης του τρίτου παιδιού.
3. Στη μητέρα που θεωρείται πολύτεκνη κατά το ν.1910/1944, όπως τροποποιήθηκε, καταβάλλεται μηνιαίο επίδομα ίσο προς ενάμισι ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη, όπως κάθε φορά ισχύει, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των άγαμων μέχρι ηλικίας 25 ετών παιδιών της, το οποίο όμως ουδέποτε δύναται να είναι κατώτερο του τετραπλασίου του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται έως ότου παύσει να έχει άγαμα παιδιά ηλικίας μέχρι 25 ετών.
4. Στη μητέρα που δεν δικαιούται πλέον το επίδομα της προηγούμενης παραγράφου χορηγείται ισόβια σύνταξη ίση προς το τετραπλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη.
5. Τα επιδόματα των προηγούμενων παραγράφων καταβάλλονται στη μητέρα ανεξάρτητα από κάθε άλλο επίδομα, μισθό, σύνταξη, αμοιβή, αποζημίωση κ.λπ.
6. Σε περίπτωση οριστικής διακοπής της συγκατοίκησης των παιδιών με τη μητέρα λόγω υπαιτίου εγκατάλειψής τους από αυτήν ή λόγω θανάτου της, τα επιδόματα των παρ. 1, 2 και 3 αυτού του άρθρου καταβάλλονται σε όποιον έχει την κύρια ή αποκλειστική ευθύνη διατροφής των παιδιών.
Η χορήγηση της σύνταξης της παρ. 4 αυτού του άρθρου αποκλείεται σε περίπτωση προηγούμενης υπαιτίου εγκατάλειψης των παιδιών από τη μητέρα.
7. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσά που ορίζουν οι διατάξεις των παρ. 1-4 αυτού του άρθρου και να καθορίζονται ειδικότερα, τεχνικά ή λεπτομερειακά θέματα διαδικασίας και εφαρμογής των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων.
Με εφάπαξ εκδιδόμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και των κατά περίπτωση αρμόδιων υπουργών, μειώνονται σταδιακά ή και καταργούνται οι κάθε είδους παροχές αγαθών και υπηρεσιών που προσφέρονται δωρεάν ή με μειωμένη τιμή από τις επιχειρήσεις και οργανισμούς του δημόσιου τομέα καθώς και από τις ιδιωτικές μεταφορικές επιχειρήσεις αστικών και υπεραστικών συγκοινωνιών.
Το άρθρο 3 του ν. 1338/1983 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 3
1. Με τα προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται βάσει του άρθρου 4 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 4 του ν.1440/1984 και τροποποιήθηκε από το άρθρο 7 του ν.1775/1988), καθώς και με τις κανονιστικές πράξεις, που εκδίδονται βάσει των άρθρων 1 και 2 του παρόντος νόμου, δύναται ομοίως να ρυθμίζεται κάθε θέμα που είναι αναγκαίο για την εφαρμογή των συνθηκών, πράξεων προσχωρήσεως με τις προσαρτημένες πράξεις, παραρτήματα, πρωτόκολλα και δηλώσεις που κυρώθηκαν με το ν.945/1979.
2. Με τις κανονιστικές πράξεις των άρθρων 1, 2 και 4 του παρόντος νόμου επέρχονται και οι αναγκαίες προσαρμογές της κείμενης νομοθεσίας, όταν απαιτείται τροποποίηση ή κατάργηση διατάξεων που είναι «αντίθετες προς τη ρύθμιση που προβλέπεται από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 συνθήκες και τις πράξεις των οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.».
Στο άρθρο 2 του α.ν. 800/24-31.7.37, όπως αντικαταστάθηκε ολόκληρο από το άρθρο 13 του α.ν. 1704/4-14.4.39 και οι δύο πρώτες παράγραφοι από το άρθρο 7 του ν.128/1975, προστίθενται οι ακόλουθες νέες παράγραφοι:
«7. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν προκειμένου για κατοίκους των κρατών-μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ως κάτοικοι κρατών-μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεωρούνται τα φυσικά και νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τους ορισμούς που θέτει η περί συναλλάγματος νομοθεσία, η οποία ισχύει σε κάθε κράτος - μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
8. Σημειώσεις που έχουν εγγραφεί στα βιβλία μεταγραφών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, επί ακινήτων που ανήκουν σε κατοίκους κρατών-μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εξαλείφονται με έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου ανεξάρτητα από επικείμενη μεταβίβαση».
Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. 1307/1982 «περί κύρωσης της από 1ης Ιουνίου 1981 Τροποποιητικής Σύμβασης Δανείου μεταξύ του Ελληνικού Κράτους και της Διεθνούς Τραπέζης Ανασυγκροτήσεως και Αναπτύξεως, η οποία έχει κυρωθεί με το ν.770/1978 και «άλλες
διατάξεις» αντικαθίσταται ως εξής :
«1. Ο Υπουργός των Οικονομικών μπορεί να παρέχει στην Τράπεζα της Ελλάδος την εντολή να «αναλαμβάνει προς τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα ή ελληνικά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου την υποχρέωση να τους πωλεί τα αναγκαία ποσά συναλλάγματος για την εκπλήρωση των κύριων και παρεπόμενων υποχρεώσεών τους από δάνεια ή πιστώσεις που τους χορηγήθηκαν ή τους χορηγούνται απευθείας από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή από Οργανισμούς των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή από το Ταμείο Αποκατάστασης του Συμβουλίου της Ευρώπης ήδη Ταμείο Κοινωνικής Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η πώληση θα γίνεται στην επίσημη τιμή πωλήσεως του συναλλάγματος από την Τράπεζα της Ελλάδος κατά την ημέρα εκχωρήσεως από τους παραπάνω δανειολήπτες στην Τράπεζα της Ελλάδος του συναλλάγματος από τα πιο πάνω δάνεια ή πιστώσεις».
1. Στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του ν.δ. 2473/1953 (ΦΕΚ ΑΊ99) προστίθεται εδάφιο ε', ως εξής:
«ε. Με την ίδρυση αναπτυξιακών εταιρειών με μετόχους το Δημόσιο, τραπεζικά ιδρύματα, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και «άλλους οργανισμούς του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα. Οι εταιρείες αυτές ιδρύονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. του ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ.. Με όμοιες αποφάσεις καθορίζονται τα κάθε είδους θέματα οργάνωσης και λειτουργίας των εταιρειών αυτών καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.» 2. Στο άρθρο 45 του ν. 1563/1985 μετά τη λέξη «Δωδεκανήσου» προστίθενται οι λέξεις «και Γρεβενών».
1. Επιτρέπεται στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (Κ.Ε.Δ.) να συνιστά ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες θα έχουν σκοπό τη χωροταξική και πολεοδομική οργάνωση, για οικιστικούς και «άλλους σκοπούς, «ακινήτων που «ανήκουν στην κυριότητα ίου Ελληνικού Δημοσίου και τη μεταβίβαση στη συνέχεια των οικοδομήσιμων αρτίων οικοπέδων που προκύπτουν σε κομιστές ομολόγων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
2. Κεφάλαιο των συνιστώμενων, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, εταιρειών, το οποίο θα εκφράζεται με μία και μόνο μετοχή στο όνομα της Κ.Ε.Δ., θα αποτελούν μία ή περισσότερες προς διαμόρφωση κτηματικές περιοχές, που θα εισφέρονται, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, από το Ελληνικό Δημόσιο, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Κ.Ε.Δ., η οποία εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
3. Η Κ.Ε.Δ. θα παραμένει υποχρεωτικά μοναδικός μέτοχος των «ανωτέρω εταιρειών "μέχρι του χρόνου λύσης αυτών με απόφαση της γενικής συνέλευσής τους.
4. Μέλη του Δ.Σ. των εταιρειών αυτών δύνανται να ορίζονται και δημόσιοι υπάλληλοι, μη εφαρμοζόμενων στην περίπτωση αυτήν των περί κωλυμάτων ή ασυμβίβαστων διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα.
5. Η σύσταση των ως «άνω εταιρειών θα γίνεται με απόφαση του Δ.Σ. της Κ.Ε.Δ., η οποία εγκρίνεται, μαζί με το καταστατικό τους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., που δημοσιεύεται μαζί με το καταστατικό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
6. Για θέματα που δεν ρυθμίζονται διαφορετικά από τον παρόντα νόμο εφαρμόζονται οι διατάξεις του κωδικοποιημένου νόμου 2190/ 1920 περί «ανωνύμων εταιρειών. Ειδικά, ο οικονομικός έλεγχος διαχειρίσεως των εταιρειών αυτών γίνεται μόνο από επιθεωρητές δημοσίων υπολόγων, που ορίζονται από τον Υπουργό Οικονομικών.
7. Η πράξη σύστασης των ανώνυμων εταιρειών του παρόντος νόμου, η εισφορά των «ακινήτων του Δημοσίου στις εταιρείες, το καταστατικό τους, καθώς και η δημοσίευση αυτού, απαλλάσσονται παντός φόρου, πλην φόρου συγκεντρώσεως κεφαλαίων, εισφοράς, τέλους, και αυτού του ανταποδοτικού, ή δικαιώματος του Δημοσίου ή κάθε «άλλου νομικού προσώπου.
8. Οι ως άνω εταιρείες μπορούν, χάριν και προς επιδίωξη πραγμάτωσης του σκοπού τους, να συμβάλλονται με κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
9. Στην έννοια της πολεοδομικής οργάνωσης για οικιστικούς και άλλους σκοπούς, που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, περιλαμβάνεται η εξασφάλιση των αναγκαίων κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, η δημιουργία οικοδομήσιμων χώρων και η κατάτμησή τους σε αυτοτελή άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα, ο καθορισμός χρήσεων γης, οι ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης της περιοχής, καθώς και η εξασφάλιση των προϋποθέσεων παροχής ύδατος, ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφώνου, αποχέτευσης και εν γένει έργων υποδομής για κάθε οικόπεδο και για το σύνολο της περιοχής.
10. Η αυθαίρετη κατοχή, ολική ή μερική, από τρίτους δημόσιων ακινήτων δεν παρακωλύει την υπαγωγή των ακινήτων αυτών στις διατάξεις του παρόντος νόμου, τυχόν δε αποδοχή εκκρεμμών αιτήσεων των κατόχων περί εξαγοράς αυτών κατά τις διατάξεις των ν.263/1968, 719/1977 και άλλων σχετικών, θα έχει υποχρεωτικά την έννοια μόνο ότι οι κάτοχοι αυτοί δικαιούνται να αποκτήσουν, άνευ ανταλλάγματος, ομόλογα του παρόντος νόμου, ονομαστικής αξίας ίσης προς τα 3/10 της αξίας των εξαγοραστέων από τους ίδιους τμημάτων, όπως η αξία αυτών προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα στους ανωτέρω ειδικούς νόμους.
Οι δημόσιες εκτάσεις, που υπάγονται στην προβλεπόμενη από τον παρόντα νόμο ρύθμιση, καθορίζονται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και άλλου υπουργού, που ενδεχόμενα είναι αρμόδιος για τη διαχείριση αυτών.
1. Οι ανώνυμες εταιρείες που αναφέρονται στο άρθρο 69 του παρόντος επιτρέπεται να εκδίδουν ομόλογα, στα οποία θα ενσωματώνεται το δικαίωμα των κομιστών όπως, έναντι τιμήματος, το οποίο θα είναι ίσο προς την κατά τον παρόντα νόμο ονομαστική αξία αυτών, μεταβιβασθεί σ’ αυτούς, σε χρονικό διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη από το χρόνο έκδοσης των ομολόγων, η κυριότητα του δια κλήρωσης προσδιορισθησόμενου, ίσης αξίας, ιδανικού μεριδίου ή ολόκληρου οικοπέδου, από αυτά που προκύπτουν σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της κατά το άρθρου 72 του παρόντος μελέτης.
Σε περίπτωση μη εμφάνισης τού κομιστού ομολόγων που αντιστοιχούν σε τμήμα του κληρωθέντος οικοπέδου εντός έξι (6) μηνών από την κλήρωση, η αξίωση του κομιστού αυτών συγκεντρώνεται αποκλειστικά στην απόδοση σε αυτόν της κατά τον παρόντα νόμο ονομαστικής αξίας των ομολόγων, οι δε εγκαίρως εμφανισθέντες κομισταί ομολόγων που αντιστοιχούν σε έτερο μέρος του ως άνω κληρωθέντος οικοπέδου δικαιούνται να αξιώσουν την προς αυτούς μεταβίβαση από την εταιρεία και του υπολοίπου μέρους του οικοπέδου, αντί της τρέχουσας, κατά τη μεταβίβαση αυτήν, αγοραίας αξίας αυτού.
2. Τα ομόλογα θα εκδίδονται ονομαστικά, έντοκα, με αύξοντα αριθμό και θα είναι μεταβιβάσιμα αιτία θανάτου και εν ζωή. Η μεταβίβαση αυτών απαλλάσσεται παντός φόρου υπέρ του Δημοσίου.
3. Τα ομόλογα εκδίδονται σε ονομαστική αξία που είναι η ίδια για όλα τα ομόλογα που αφορούν κάθε μια περιοχή. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται ο τόκος, που δεν θα κεφαλαιοποιείται, η τιμή τυχόν διάθεσης αυτών υπέρ το άρτιον, ο τρόπος διάθεσης αυτών με δημόσια εγγραφή ή δημοπρασία, καθώς και ο ανώτατος αριθμός ομολόγων που μπορεί να αγοράσει το αυτό φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
4. Επιφυλασσόμενης της διάταξης του εδαφίου β’ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, ο κύριος του ομολόγου δικαιούται κατά τη λήξη αυτού να αξιώσει, αντί της μεταβίβασης σε αυτόν της αντιστοιχούσας στο ομόλογο οικοπεδικής έκτασης, την κατά τα ανωτέρω τιμή διάθεσης αυτού.
5. Τα ομόλογα του παρόντος νόμου είναι διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο.
1. Οι εταιρείες που συνιστώνται σύμφωνα με το άρθρο 69 του παρόντος, πριν από κάθε έκδοση των αναφερόμενων στο άρθρο 71 ομολόγων, οφείλουν να έχουν ολοκληρώσει και δημοσιεύσει την πλήρη μελέτη με την οποία θα προσδιορίζεται η έκταση του κάθε ενός από τα μεταβιβαστέα οικόπεδα και η αξία αυτού, καθώς και η ενδεχόμενη κατανομή των οικοπέδων σε ζώνες. Η μελέτη αυτή θα αποτελεί περιεχόμενο της συμβατικής δέσμευσης των εταιρειών έναντι των κομιστών των ομολόγων.
2. Οι ως άνω εταιρείες εξαιρούνται των διατάξεων περί πράξεων εφαρμογής του ν. 1337/1983 καθώς και της εισφοράς του άρθρου 9 του ν. 1337/1983, εφ’ όσον εκτελούν τα βασικά κοινόχρηστα πολεοδομικά έργα.
Τα αναφερόμενα στο άρθρο 71 του παρόντος ομόλογα, σχετικά με την αναφερόμενη στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού αρχική αξία διάθεσής τους, θα τελούν υπό την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Επιφυλασσόμενης της ισχύος του άρθρου 74 του διατάγματος της 11/ 12-11-1929 «περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων», η εκ προθέσεως παραβίαση των εκ των ανωτέρω ομολόγων συμβατικών υποχρεώσεων από τα διοικητικά συμβούλια των ως άνω εταιρειών συνιστά την κατά τον Ποινικό Κώδικα απάτη, διαπραττόμενη από τα μέλη αυτών τόσο κατά των κομιστών των ομολόγων, όσο και κατά του Δημοσίου, που διώκεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) ετών, άνευ δικαιώματος εξαγοράς της επιβληθείσας ποινής. Για τους δημόσιους υπαλλήλους, μέλη των Δ.Σ. των ανωτέρω εταιρειών, η ως άνω παραβίαση συνιστά και πειθαρχικό παράπτωμα, τιμωρούμενο και με απόλυση αυτών από τη θέση του δημόσιου υπαλλήλου.
Το Ελληνικό Δημόσιο, καταβάλλον ως εγγυητής στους κομιστές των ομολόγων οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, ανάγεται υποχρεωτικά για το ποσό αυτό κατά των υπαιτίων μελών των Δ.Σ. των εταιρειών, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καταλογιστική της εντεύθεν ζημίας του.
1. Ειδικότεροι κανονιστικοί όροι σχετικά με την έκδοση, τη μεταβίβαση ή την εξόφληση των ως άνω ομολόγων ή σχετικά με τη διαδικασία κλήρωσης και μεταβίβασης των οικοπέδων, δύναται να καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Επιφυλασσόμενης της ειδικής αποσβεστικής προθεσμίας του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 71 του παρόντος νόμου, κάθε αξίωση από τα ομόλογα του παρόντος νόμου παραγράφεται μετά πέντε (5) έτη από την αναγραφόμενη σε αυτά λήξη τους.
1. Το προϊόν από τη διάθεση των ομολόγων αποτελεί δημόσιο έσοδο εγγραφόμενο στον Προϋπολογισμό με ιδιαίτερο κωδικό.
2. Το Δημόσιο χρηματοδοτεί απευθείας ή μέσω της Κ.Ε.Δ. τις ανώνυμες εταιρείες του άρθρου 69 του παρόντος για την κάλυψη των δαπανών πραγματοποίησης του έργου που αναφέρεται στα άρθρα 69 και 72 του παρόντος.
Αυξάνεται το κεφάλαιο της εταιρείας με την επωνυμία «Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης Α.Ε.» (ν.1241/ 1985- Β) κατά 50.000.000 δραχμές ήτοι κατά 1000 κοινές ονομαστικές μετοχές των 25.000 δραχμών. Για την απόκτηση μιας μετοχής ο νέος μέτοχος θα καταβάλλει προς την Ε.Ε.Τ.Α.Α. δρχ. 50.000.
Οι νέες αυτές μετοχές διατίθενται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Εθνικής Οικονομίας σε οργανισμούς του άρθρου 8 του καταστατικού της εταιρείας και σε δήμους και κοινότητες ως εξής:
Σε φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης 450 μετοχές, σε φορείς του δημόσιου τομέα και τράπεζες 450 μετοχές και σε κοινωνικούς φορείς 100 μετοχές. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών συγκαλείται η γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας με τη νέα της σύνθεση με θέματα την τροποποίηση του καταστατικού αυτής και την εκλογή διοικητικού συμβουλίου.
1. Στο Υπουργείο Οικονομικών συνιστάται γνωμοδοτική επιτροπή, η οποία γνωμοδοτεί για οποιοδήποτε θέμα που παραπέμπεται σε αυτήν από τους Υπουργούς Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας και αναφέρεται στις λεπτομέρειες εφαρμογής του ν. 27/1975 και του ν. 29/1975.
2. Η σύνθεση της γνωμοδοτικής επιτροπής προκειμένου περί εξετάσεως θεμάτων αναφερόμενων στην εφαρμογή του ν. 27/1975 ορίζεται ως ακολούθως:
α. Από τον αρμόδιο προϊστάμενο της Διεύθυνσης Φορολογίας ή άλλο ανώτερο υπάλληλο με βαθμό τουλάχιστον Α’ αρμοδιότητας Διεύθυνσης Φορολογίας, ως προέδρου.
β. Από τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ποντοπλοΐας και Ναυτιλιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας ή το νόμιμο αναπληρωτή του.
γ. Από έναν εκπρόσωπο της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών προτεινόμενο μετά του αναπληρωτή του από το διοικητικό συμβούλιο αυτής.
3. Στην επιτροπή μετέχει ως εισηγητής άνευ ψήφου ο αρμόδιος για τη φορολογία των πλοίων προϊστάμενος του τμήματος ή άλλος ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών. Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της αρμόδιας διεύθυνσης του ίδιου υπουργείου.
Όταν εξετάζονται θέματα που αναφέρονται στην εφαρμογή του ν. 29/1975, στην επιτροπή μετέχουν επίσης και οι:
α. Ο διευθυντής του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου της Διεύθυνσης Εισφορών και Πόρων ή ο νόμιμος αναπληρωτής του και β. Εκπρόσωπος του Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος προτεινόμενος μετά του αναπληρωτή του από το διοικητικό συμβούλιο αυτού.
4. Τα μέλη της επιτροπής και ο γραμματέας μετά των αναπληρωτών της καθώς και ο εισηγητής διορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας και εφαρμόζονται ως προς τη συγκρότηση, απαρτία, πλειοψηφία, αναπλήρωση, λήψη αποφάσεων και γενικά τη λειτουργία της επιτροπής οι διατάξεις του π.δ. 284/1988.
5. Δραστηριότητες γραφείων ή υποκαταστημάτων αλλοδαπών επιχειρήσεων, όπως αυτές αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 28 του ν. 814/1978 (ΦΕΚ Α’ 144), αφορούν πλοία άνω των 500 κόρων ολι-κής χωρητικότητας. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου.
6.α. Το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας τη σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και την έκταση του περιορισμού της ευθύνης ή της οφειλής του πλοιοκτήτη.
β. Με την επιφύλαξη των διατάξεων διεθνών συμβάσεων, τις οποίες έχει κυρώσει ή στις οποίες έχει προσχωρήσει η Ελληνική Πολιτεία, αποφάσεις αλλοδαπών δικαστηρίων που επιδικάζουν αποζημιώσεις για ζημιές προερχόμενες από ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος κηρύσσονται εκτελεστές στην Ελλάδα στο βαθμό που δεν υπερβαίνουν το καθοριζόμενο από την ελληνική νομοθεσία ή διεθνή σύμβαση ισχύουσα στην Ελλάδα όριο της ευθύνης ή της οφειλής του πλοιοκτήτη.
7α. Κυρώνεται και έχει ισχύ νόμου από τότε που ίσχυσε η κοινή απόφαση με αριθμ. 3232/41/27-4-1989 των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, μετά του συνημμένου σ’ αυτήν παραρτήματος, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 400/Β/26-5-1989 και 527/Β/29-6-1989, εκτός από το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής, που καταργείται.
7β. Στο τέλος του άρθρου 2 της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως προστίθεται η εξής περίοδος:
« Η θητεία των μελών της επιτροπής είναι διετής».
8α. 1. Με αποφάσεις του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας μετά γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Ν.Α.Τ. μπορεί να προσδιορίζονται ο τύπος και τα είδη του ναυτολογίου ή ναυτολογίων, η διάρκειά τους, η διαδικασία εκκαθάρισής τους, ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής των εισφορών προς το Ν.Α.Τ. και τα λοιπά κεφάλαια, ταμεία ή νομικά πρόσωπα για τα οποία το Ν.Α.Τ. εισπράττει εισφορές, ο τρόπος κατανομής των πόρων αυτών μεταξύ των πιο πάνω ταμείων, κεφαλαίων ή νομικών προσώπων και ο τρόπος εκκαθαρίσεως των μεταξύ τους σχέσεων, ο τύπος των προσωρινών ή οριστικών φύλλων εκκαθαρίσεως και όλες οι άλλες συναφείς λεπτομέρειες. Τον ειδικότερο προσδιορισμό ορισμένων από τις πιο πάνω λεπτομέρειες ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας μπορεί να αναθέσει στη Διοίκηση του Ν.Α.Τ..
2. Με μεταβατική διάταξη στις πιο πάνω αποφάσεις ο υπουργός μπορεί να προσδιορίσει τον τρόπο εκκαθαρίσεως των ναυτολογίων, που έχουν λήξει μέχρι το χρόνο της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου και να ορίσει ότι, για όσα ναυτολόγια δεν έχει γίνει μέχρι τότε εκκαθάριση, η εκκαθάριση αυτών ή ορισμένων κατηγοριών πλοίων μπορεί να γίνει με βάση τη νόμιμη σύνθεση, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τυχόν υπεράριθμοι ναυτικοί και πρόσθετες εισφορές εκ της αναδρομικής εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων, χωρίς όμως να μπορούν να αναζητηθούν καταβολές που έχουν γίνει ήδη για τα ναυτολόγια αυτά με βάση την πραγματική σύνθεση.
8β. 1. Για τα μεταφερόμενα με πλοία αυτοκίνητα μεταξύ ελληνικών λιμένων καθιερώνεται τέλος υπέρ του Ν.Α.Τ., καταβαλλόμενο από τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου στον εκδίδοντα το αποδεικτικό μεταφοράς του αυτοκινήτου. Το ύψος του τέλους προσδιορίζεται και μπορεί να αναπροσαρμοστεί με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας.
Η διαδικασία είσπραξης και απόδοσης του τέλους ορίζεται και μπορεί να αναπροσαρμόζεται με αποφάσεις του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας μετά γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Ν.Α.Τ. ή, σε περίπτωση που η είσπραξη ή απόδοση ή ο έλεγχος αυτών γίνεται από υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας.
2. Το εισπραττόμενο τέλος αυτοκινήτων, καθώς και ποσοστό 75% των εσόδων του Κεφαλαίου Ασφαλίσεως Επιβατών εξ ασφαλίστρων, αποτελούν πόρο του Ν.Α.Τ..
3. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τον χρόνο που προσδιορίζεται με προεδρικό διάταγμα.
1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και του οικείου υπουργού, επιτρέπεται η σύσταση μιας ή περισσότερων γενικών διευθύνσεων, αναλόγως των οργανωτικών και λειτουργικών αναγκών των υπουργείων ή αυτοτελών δημόσιων υπηρεσιών ή ν.π.δ.δ., ως μονάδων συντονισμού των διευθύνσεων ή άλλης ονομασίας υπηρεσιών που υπάγονται σ’ αυτές. Η σύσταση γενικών διευθύνσεων δεν αποκλείει τη διατήρηση αυτοτελών διευθύνσεων ή άλλης ονομασίας υπηρεσιών υπαγόμενων απευθείας σε υπερκείμενα της γενικής διευθύνσεως όργανα.
2. Οι γενικοί διευθυντές έχουν ως έργο:
α. Τον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων και το συντονισμό της λειτουργίας των μονάδων που υπάγονται σ’ αυτές, καθώς και την αξιολόγηση του κόστους και της ποιότητας των αποτελεσμάτων τους.
β. Την εξειδίκευση, συγκριτική ανάλυση και αξιολόγηση της ακολουθούμενης πολιτικής στο χώρο ευθύνης τους και τη διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων και εισηγήσεων προς τα υπερκείμενα όργανα.
γ. Την εξασφάλιση συνεργασίας και συντονισμού με άλλα υπουργεία και λοιπούς φορείς του δημόσιου τομέα.
δ. Την αξιολόγηση των προϊσταμένων των διευθύνσεων και την εκτίμηση, με ειδική σημείωση, της αξιολόγησης από τους τελευταίους των προϊσταμένων των τμημάτων, καθώς και την αξιοποίηση και ανάπτυξη του υπηρετούντος προσωπικού.
ε. Την άσκηση οποιωνδήποτε άλλων καθηκόντων που τους ανατίθενται από τα υπερκείμενα αυτών όργανα.
3. Οι γενικοί διευθυντές προσυπογράφουν τα έγγραφα που υπογράφονται από τα υπερκείμενα αυτών όργανα.
4. Γενικός διευθυντής τοποθετείται με απόφαση του οικείου υπουργού μόνιμος υπάλληλος της κατηγορίας ΠΕ που συγκεντρώνει τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις που ορίζονται στις επόμενες παραγράφους, μετά από κρίση και πρόταση ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου. Η τοποθέτηση γίνεται για θητεία τριών ετών, που μπορεί να ανανεώνεται μετά από γνώμη του ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου δύο το πολύ φορές ακόμη. Λήξη της θητείας του γενικού διευθυντή επιτρέπεται με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση του ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου μετά από εμπεριστατωμένη εισήγηση του αρμόδιου υπουργού για λόγους ακαταλληλότητας ή αδυναμίας εκπληρώσεως των καθηκόντων του. Η οργανική θέση του κλάδου στον οποίο ανήκει ο τοποθετούμενος σε θέση γενικού διευθυντή παραμένει κενή καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του και επιστρέφει αυτοδικαίως σ’ αυτή με τη λήξη της θητείας του.
5. Δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας για τοποθέτηση σε θέση γενικού διευθυντή έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι των κλάδων της κατηγορίας ΠΕ που προσδιορίζονται κατά περίπτωση με τα προεδρικά διατάγματα της παρ.1, εφ’ όσον έχουν συμπληρώσει κατά την ημέρα της υποβολής του ερωτήματος του οικείου υπουργού προς το ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο εικοσαετή τουλάχιστον πραγματική δημόσια υπηρεσία, από την οποία τριετή τουλάχιστο σε θέση προϊσταμένου διευθύνσεως ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας έχουν οι υπηρετούντες μόνιμοι υπάλληλοι, οι οποίοι κατά την έναρξη της ισχύος (1-4-1986) του ν. 1586/1986 είχαν τον 3ο ή 2ο βαθμό του Υπαλληλικού Κώδικα (π.δ. 611/1977) ή τουλάχιστον αντίστοιχο και έχουν συμπληρώσει εικοσαετή τουλάχιστον πραγματική δημόσια υπηρεσία κατά τη δημοσίευση του παρόντος. Ειδικώς προκειμένου περί υποψηφίων για θέσεις γενικού διευθυντή πληροφορικής, δικαίωμα υποβολής έχουν οι συμπληρώσαντες δεκαετή τουλάχιστον πραγματική δημόσια υπηρεσία κατά τη δημοσίευση του παρόντος. Η αίτηση υποψηφιότητας που συνοδεύεται και από πλήρες βιογραφικό σημείωμα υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία που τάσσεται από τον οικείο υπουργό και η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 10 ημερών.
6. Προσόντα για την επιλογή γενικών διευθυντών είναι η άρτια επαγγελματική και επιστημονική κατάρτιση του υποψηφίου, το προσήκον ήθος, η δραστηριότητα στην υπηρεσία και η ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών και ευθυνών, ως και η ικανότητά του να επιβάλλεται και υποκινεί το προσωπικό σε δημιουργική δράση. Επίσης, συνεκτιμώνται η τυχόν συγγραφική εργασία σε συναφή για τη λειτουργία ή τη δραστηριότητα της Δημόσιου; Διοίκησης θέματα, η συμμετοχή σε προγράμματα μετεκπαίδευσης, η καλή γνώση μιας ή περισσότερων ευρωπαϊκών γλωσσών από τις πλέον διαδεδομένες, ως και τυχόν μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών που συνδέονται με τα αντικείμενα της υπηρεσίας.
7. Το ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο για την επιλογή γενικών διευθυντών εδρεύει στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης και συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης από:
α. Τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως πρόεδρο.
β. Ένα Σύμβουλο του Συμβουλίου της Επικράτειας.
γ. Έναν Αρεοπαγίτη.
δ. Τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
ε. Τον Πρόεδρο της Α.Δ.Ε.Δ.Υ..
στ. Έναν καθηγητή Διοικητικού Δικαίου Α.Ε.Ι., εν ενεργεία ή συνταξιούχο.
ζ. Έναν καθηγητή Διοικητικής Επιστήμης Α.Ε.Ι., εν ενεργεία ή συνταξιούχο.
Όταν το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο κρίνει για επιλογή γενικών διευθυντών των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Εμπορίου και Τουρισμού, το υπό στοιχείο ζ’ μέλος αντικαθίσταται από καθηγητή Οικονομικού Πανεπιστημίου ή Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης ή Διοίκησης Επιχειρήσεων Α.Ε.Ι. εν ενεργεία ή συνταξιούχο και όταν κρίνει για επιλογή γενικών διευθυντών των Υπουργείων Γεωργίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Μεταφορών και Επικοινωνιών, με εξαίρεση τις γενικές διευθύνσεις που καλύπτονται από υπαλλήλους διοικητικών μόνο ή και οικονομικών κλάδων, το υπό στοιχείο ζ’ μέλος αντικαθίσταται από καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, εν ενεργεία ή συνταξιούχο.
Γραμματέας του ειδικού συμβουλίου ορίζεται, με τον αναπληρωτή του, υπάλληλος βαθμού Α’ της Κατηγορίας ΠΕ του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης. Οι δικαστές προτείνονται. στον Υπουργό Προεδρίας της Κυβέρνησης από τον πρόεδρο του οικείου δικαστηρίου, οι δε εν ενεργεία καθηγητές των Α.Ε.Ι. από τη Σύγκλητο των Α.Ε.Ι..
Στο συμβούλιο εισηγούνται τα οριζόμενα κάθε φορά από τον πρόεδρο μέλη του.
Η αμοιβή του προέδρου, των μελών, των εισηγητών και του γραμματέα του ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των ν. 1256/1982 και ν. 1505/ 1984.
8. Ο γενικός διευθυντής λαμβάνει το βασικό μισθό του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κατά την τοποθέτησή του, προσαυξημένο κατά 50%, το επίδομα συντονιστή του άρθρου 12 του ν. 1586/1986 καθώς και τα επιδόματα του ν. 1505/1984.
9. Οι διοικητικοί τομείς και οι θέσεις των ειδικών γραμματέων καταργούνται εφ’ όσον οι οργανικές μονάδες που τους συγκροτούν υπάγονται ολικώς ή μερικώς σε συνιστώμενες γενικές διευθύνσεις.
10. Για τα Υπουργεία Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Εξωτερικών μπορεί να ορίζεται με τα προεδρικά διατάγματα της παρ. 1, ότι η θέση γενικού διευθυντή καλύπτεται με ανάθεση καθηκόντων από μέλη Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι. ή Ε.Π. Τ.Ε.Ι. ή από εκπαιδευτικό λειτουργό με βαθμό Α’ της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που έχει υπερεικοσαετή υπηρεσία ή ανώτερο υπάλληλο του Διπλωματικού Σώματος, αντιστοίχως.
11. Για τα Υπουργεία Δημόσιας Τάξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, ο συντονισμός των υπηρεσιακών μονάδων γίνεται από κλαδάρχες, που τοποθετούνται με απόφαση του οικείου υπουργού με βάση τις διατάξεις περί ιεραρχίας και προαγωγών των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας.
1. Στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης συνιστώνται Γενικές Διευθύνσεις (α) Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών και (β) Κατάστασης Προσωπικού.
2. Σκοπός των συνιστώμενων γενικών διευθύνσεων είναι η εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής για τον εκσυγχρονισμό των φορέων του δημόσιου τομέα και ειδικότερα:
α) Της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών, η οργανωτική δομή και λειτουργία, η ανάπτυξη του αποκεντρωτικού διοικητικού συστήματος, η αύξηση της παραγωγικότητας, η στέγαση των υπηρεσιών, ο προγραμματισμός του ανθρώπινου δυναμικού και η αξιολόγηση των θέσεων, οι συνθήκες και η οργάνωση εργασίας, η κωδικοποίηση νομικών πληροφοριών, η απλούστευση των διαδικασιών και η βελτίωση των σχέσεων κράτους - πολίτη.
β) Της Γενικής Διεύθυνσης Κατάστασης Προσωπικού, η υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού, η καθιέρωση και παρακολούθηση της εφαρμογής συστημάτων και διαδικασιών πρόσληψης του προσωπικού και η εκπαίδευση και επιμόρφωση του προσωπικού.
3. Οι γενικές διευθύνσεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν επίσης ως αποστολή το συντονισμό, την παρακολούθηση και αξιολόγηση της λειτουργίας των υπηρεσιακών μονάδων των φορέων του δημόσιου τομέα που είναι αρμόδιες σε θέματα αντίστοιχα με τα αναφερόμενα στις περιπτώσεις α’ και β’ της προηγούμενης παραγράφου. Στο πλαίσιο της αποστολής τους οι ανωτέρω γενικές διευθύνσεις παρέχουν οδηγίες και εκδίδουν αποφάσεις που προσδιορίζουν και εναρμονίζουν το έργο των υπηρεσιακών μονάδων των φορέων του δημόσιου τομέα.
Οι μονάδες αυτές, οι οποίες ασκούν καθήκοντα αντίστοιχα προς τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, στον τομέα ευθύνης τους, έχουν επίσης ως έργο την επεξεργασία των σχεδίων κανονιστικών πράξεων του φορέα, με στόχο την απλούστευση των διαδικασιών και την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
4. Οι συνιστώμενες γενικές διευθύνσεις συγκροτούνται από τις υπηρεσιακές μονάδες του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης που είναι αρμόδιες για τα αντίστοιχα κατά περίπτωση θέματα.
5. Η Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών, οι υπηρεσιακές μονάδες που τη συγκροτούν, καθώς και οι αντίστοιχες υπηρεσιακές μονάδες των υπουργείων και των γενικών γραμματειών υπουργείων στελεχώνονται από υπαλλήλους διυπουργικών κλάδων, που συνιστώνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 1586/1986. Στους υπαλλήλους των διυπουργικών αυτών κλάδων χορηγείται ειδικό επίδομα προσέλκυσης και παραμονής κατά τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 1836/1989 «Προώθηση της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 79 Α).
6. Των Γενικών Διευθύνσεων α) Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών και β) Κατάστασης Προσωπικού προΐστανται γενικοί διευθυντές υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικής Οργάνωσης ή ΠΕ Ειδικών Εισηγητών του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης. Μετά τη σύσταση του οικείου διυπουργικού κλάδου, της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών γενικός διευθυντής ορίζεται υπάλληλος του κλάδου αυτού αντίστοιχης ειδικότητας.
7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών συνιστώνται στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού, διυπουργικού χαρακτήρα, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, για την αντιμετώπιση θεμάτων οργάνωσης, διαδικασιών και πληροφορικής. Οι συγκεκριμένες ειδικότητες των προσλαμβανομένων καθορίζονται κάθε φορά με την προκήρυξη πλήρωσης κενών θέσεων.
8. Με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης μπορεί να ανατίθεται σε ιδιώτες ειδικούς επιστήμονες ή σε γραφεία μελετών και οργάνωσης η διενέργεια ερευνών, η εκπόνηση μελετών και η εκτέλεση ειδικών εργασιών στο πλαίσιο της δραστηριότητας των φορέων του δημόσιου τομέα σε θέματα της παραγράφου 2 του παρόντος, καθώς και σε θέματα πληροφορικής. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται το ύψος της αποζημίωσης των απασχολουμένων και κάθε άλλη σχετική με την εκτέλεση του έργου λεπτομέρεια.
1. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εθνικής Οικονομίας και του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργού, συνιστώνται στα υπουργεία μονάδες στρατηγικού σχεδιασμού και ανάλυσης πολιτικής.
2. Σκοπός των συνιστώμενων μονάδων είναι η ενίσχυση του επιτελικού έργου των αρμόδιων υπουργείων στη στρατηγική σχεδίαση, χάραξη, παρακολούθηση και αξιολόγηση της δημόσιας πολιτικής στον τομέα ευθύνης τους, η τεχνική υποστήριξη των καθ’ ύλην αρμόδιων υπηρεσιών των υπουργείων στην ιεράρχιση των στόχων τους και στη λειτουργική διασύνδεσή τους με τη γενική κυβερνητική πολιτική, η πρακτική εναρμόνιση και συνοχή της λειτουργίας των υπουργείων μέσω της προγραμματικής ενότητας των δραστηριοτήτων τους, η σχεδίαση ανανεωτικών πρωτοβουλιών και η συνολική αξιολόγηση των επί μέρους τομέων της ακολουθούμενης δημόσιας πολιτικής.
3. Οι μονάδες στρατηγικού σχεδιασμού και ανάλυσης πολιτικής υπάγονται απευθείας στον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος καθορίζει τις κατευθύνσεις και τους γενικούς στόχους του έργου τους. Οι Υπουργοί Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών από κοινού μπορούν να αναθέτουν στις μονάδες στρατηγικού σχεδιασμού και ανάλυσης πολιτικής των υπουργείων τη μελέτη θεμάτων της γενικότερης κυβερνητικής πολιτικής που προϋποθέτουν διυπουργικές προσεγγίσεις.
4. Οι συνιστώμενες μονάδες στελεχώνονται από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους, από αποσπώμενους σ’ αυτές υπαλλήλους φορέων του δημόσιου τομέα, ιδιαίτερης εμπειρίας και γνώσης, και από ειδικό επιστημονικό προσωπικό, που προσλαμβάνεται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ο αριθμός των θέσεων και τα προσόντα των υπαλλήλων και του ειδικού επιστημονικού προσωπικού καθορίζονται για κάθε υπουργείο με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται προτάσει του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργού.
Στο προσωπικό των μονάδων στρατηγικού σχεδιασμού και ανάλυσης πολιτικής χορηγείται ειδικό επίδομα προσέλκυσης και παραμονής κατά τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 1836/1989.
5. Σε κάθε μονάδα στρατηγικού σχεδιασμού και ανάλυσης πολιτικής συνιστάται μία θέση προϊσταμένου διευθυντή. Η θέση αυτή καλύπτεται με ειδικό επιστήμονα που προσλαμβάνεται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου διάρκειας τριών ετών, που μπορεί να ανανεώνεται. Μπορεί επίσης να καλύπτεται με απόσπαση υπαλλήλου φορέα του δημόσιου τομέα ή με ανάθεση καθηκόντων σε μόνιμο ή με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπάλληλο του οικείου υπουργείου. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται η συνδρομή των προσόντων της παρ. 1 του άρθρου 26 του π.δ. 194/1988 (ΦΕΚ 84/Α/1988).
6. Στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης συνιστάται :
α. Μονάδα Τραπέζης Πληροφοριών και β. Μονάδα Κρατικής Ταινιοθήκης.
Η στελέχωση των μονάδων αυτών γίνεται με προεδρικό διάταγμα προτάσει των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών. Την ευθύνη του τρόπου οργάνωσης των πιο πάνω μονάδων την έχει η Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών.
7α. Οι αρμοδιότητες, που προβλέπονται στα τμήματα τύπου και δημοσίων σχέσεων των νομαρχιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του π.δ. 41/89 (ΦΕΚ 19 Α/89), και αφορούν στους τομείς ενημέρωσης, πληροφόρησης και επικοινωνίας για τις κρατικές υπηρεσίες, την κάλυψη γεγονότων γενικού ενδιαφέροντος, τις σχέσεις με τον τοπικό τύπο και τη ραδιοτηλεόραση, ως και την πλήρη ενημέρωση του νομάρχη και της κεντρικής υπηρεσίας της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών, μεταφέρονται στο εξής στα κατά τόπους γραφεία τύπου και πληροφοριών των νομαρχιών ως και του Υπουργείου Μακεδονίας - Θράκης, που έχουν συσταθεί και λειτουργούν βάσει των κειμένων διατάξεων και υπουργικών αποφάσεων υπό τη διοίκηση και εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών. Οι αρμοδιότητες δημοσίων σχέσεων, η μέριμνα για την οργάνωση επίσημων τελετών, ως και οι σχέσεις με τους αντιπροσώπους ξένων κρατών, παραμένουν στο τμήμα δημοσίων σχέσεων των νομαρχιών.
β. Με αποφάσεις της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών καθορίζονται ο τρόπος λειτουργίας, η διάρθρωση και τοποθέτηση του προσωπικού, ο ορισμός προϊσταμένου και κάθε άλλη λειτουργική αρμοδιότητα των γραφείων τύπου και πληροφοριών.
γ. Η διοικητική και οικονομική εποπτεία των γραφείων τύπου και πληροφοριών εσωτερικού ασκείται αποκλειστικά από τη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών. Ο έλεγχος της λειτουργίας και της αποδοτικότητός τους ως υπηρεσιακής μονάδας ανήκει στον αρμόδιο Υπουργό Μακεδονίας - Θράκης και στους νομάρχες, όπως ισχύει για τις αποκεντρωμένες υπηρεσίες όλων των υπουργείων.
1. Προς το σκοπό της ενίσχυσης της αποκέντρωσης με τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από ιεραρχικά προϊστάμενα σε ιεραρχικά υφιστάμενα όργανα της διοίκησης, κάθε διοικητική πράξη ή έγγραφο δεν επιτρέπεται να φέρει πάνω από δύο προσυπογραφές και την τελική υπογραφή του αρμόδιου οργάνου.
2. Με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να εξαιρούνται από τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου αυτού συγκεκριμένες διοικητικές πράξεις ή έγγραφα ή κατηγορίες διοικητικών πράξεων ή εγγράφων, εφ’ όσον ειδικοί λόγοι, που αναφέρονται υποχρεωτικά στην απόφαση αυτήν, επιβάλλουν την εξαίρεση αυτή.
3. Με την ίδια απόφαση της παρ. 2 του άρθρου αυτού περιορίζονται στον απολύτως αναγκαίο αριθμό οι προσυπογραφές που φέρει κάθε εξαιρούμενη διοικητική πράξη ή έγγραφο ή κατηγορία διοικητικών πράξεων ή εγγράφων.
4. Οι αποφάσεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού εκδίδονται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τεσσάρων μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
5. Η ισχύς της παρ. 1 του άρθρου αυτού αρχίζει τέσσερις μήνες μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
1. Η συμμετοχή των δημόσιων πολιτικών υπαλλήλων και των υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, που υπάγονται στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (Π.Δ. 611/1977), σε προγράμματα εισαγωγικής εκπαίδευσης ή επιμόρφωσης ή εξειδίκευσης ή μετεκπαίδευσης, που οργανώνονται είτε από τα οικεία υπουργεία είτε από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης, είναι υποχρεωτική.
2. Όταν τα προγράμματα της προηγούμενης παραγράφου εκτελούνται εκτός ωραρίου εργασίας, οι υπάλληλοι που συμμετέχουν σ’ αυτά δικαιούνται ημερήσιου επιδόματος, που καθορίζεται με απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών. Το επίδομα αυτό είναι ανεξάρτητο από τυχόν έξοδα μετακίνησης ή εκτός έδρας αποζημίωση που τυχόν δικαιούνται οι υπάλληλοι οι οποίοι δεν υπηρετούν στον τόπο εκτελέσεως των προγραμμάτων.
3. Η ανελλιπής παρακολούθηση των προγραμμάτων από τους υπαλλήλους που συμμετέχουν σ’ αυτά και ο βαθμός επίδοσης ή ενεργός συμμετοχή, πιστοποιούμενα με βεβαίωση του οικείου φορέα, αποτελούν πρόσθετο στοιχείο κρίσεως, που συνεκτιμάται υποχρεωτικώς από το υπηρεσιακό συμβούλιο κατά τις προαγωγές ή τις επιλογές προϊσταμένων οργανικών μονάδων.
1. Με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης μπορεί να προκηρύσσεται διαγωνισμός μεταξύ των υπαλλήλων όλων ή ορισμένων φορέων του δημόσιου τομέα για τη βράβευση μελετών και προτάσεων σε θέματα οργάνωσης της εργασίας, απλούστευσης των διαδικασιών και της διοικητικής δράσης.
Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι προϋποθέσεις συμμετοχής στο διαγωνισμό, η διαδικασία του διαγωνισμού, οι όροι που πρέπει να πληρούν οι σχετικές μελέτες, ο τρόπος και η διαδικασία δημοσιότητας της απόφασης και κάθε σχετική λεπτομέρεια.
2. Οι υποβαλλόμενες κατά την ανωτέρω διαδικασία μελέτες και προτάσεις αξιολογούνται από επιτροπή αποτελούμενη από αντίστοιχης ή συναφούς κατεύθυνσης μέλη του Διδακτικού- Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και υπαλλήλους φορέων του δημόσιου τομέα, ειδικούς σε θέματα οργάνωσης, όπως ειδικότερα ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης.
3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο επιτροπή προτείνει την απονομή κατά φορέα βραβείων που συνοδεύονται από χρηματικά έπαθλα.
Η διαδικασία χορήγησης των βραβείων, η τάξη των βραβείων, το ύψος των χρηματικών ποσών και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης.
Οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν, προκειμένου για μελέτες υπαλλήλων, δημόσιων υπηρεσιών και ν.π.δ.δ., τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης και, προκειμένου για υπαλλήλους των λοιπών φορέων του δημόσιου τομέα, τους προϋπολογισμούς των αντίστοιχων φορέων.
4. Τα βραβεία απονέμονται με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης.
5. Στους υπαλλήλους που απονέμεται οποιοδήποτε από τα βραβεία της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού χορηγείται το μεθεπόμενο του κατεχόμενου κατά το χρόνο απονομής της βράβευσης μισθολογικό κλιμάκιο.
6. Κυρώνεται και έχει ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκε η αριθ. ΔΙ- ΣΚΠΟ/Φ.17/14028/16-5-1990 απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης «προκήρυξη διαγωνισμού για τη βράβευση μελετών», που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 326/1990).
7. Καταργείται το άρθρο 6 του ν. 51/1975 (άρθρ.204 του π.δ. 611/1977).
1. Στην αρμοδιότητα του Σώματος Ελεγκτών της Δημόσιας Διοίκησης, που προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 17 του ν. 1735/1987, υπάγονται οι υπηρεσίες όλων των φορέων του δημόσιου τομέα, με εξαίρεση τις διοικητικές υπηρεσίες των δικαστηρίων, τις στρατιωτικές, αστυνομικές και λιμενικές υπηρεσίες και τις υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών, οι οποίες υπάγονται μόνο κατά το μέρος που αφορά θέμα σχέσεών τους προς τους πολίτες.
2. Η έρευνα καταγγελιών, που προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 17 του ν.1735/1987, γίνεται με εντολή του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και εκτείνεται και σε καταγγελίες που δεν προέρχονται από νομαρχιακό συμβούλιο, εφ’ όσον αφορούν στα κατονομαζόμενα στην ίδια διάταξη θέματα. Η έκθεση της έρευνας υποβάλλεται στον Υπουργό Προεδρίας της Κυβέρνησης, ο οποίος αποφασίζει για τις παραπέρα ενέργειες.
3. Με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης επιτρέπεται η τοποθέτηση υπαλλήλων του Σώματος Ελεγκτών της Δημόσιας Διοίκησης και σε νομαρχίες του κράτους για χρονικό διάστημα που ορίζεται στην απόφαση τοποθέτησης.
Με απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Δικαιοσύνης δύναται να ανατίθεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο η διενέργεια ελέγχου της οικονομικής διαχείρισης ή επί μέρους διοικητικών, οικονομικών και διαχειριστικών πράξεων, του κράτους και των νομικών προσώπων και οργανισμών του δημόσιου τομέα, όπως αυτός επαναοριοθετείται με το άρθρο 51 του παρόντος, ως και η διενέργεια ανακρίσεων. Ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ορίζει τους δικαστές ή υπαλλήλους που θα διενεργούν τον έλεγχο ή την ανάκριση.
Αντίγραφο του πορίσματος διαβιβάζεται στον αρμόδιο κατά περίπτωση υπουργό, ως και στους Υπουργούς Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών.
Κατά τη διενέργεια του ελέγχου εφαρμόζονται οι διατάξεις του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αρμόδιο δε για τον καταλογισμό όργανο, όταν συντρέχει περίπτωση, είναι το κλιμάκιο αυτό.
1. Σε όσες περιπτώσεις για την από μέρους των υπουργείων υλοποίηση των κυβερνητικών αποφάσεων ή μέτρων ή την έκδοση πράξεων για την εφαρμογή κειμένων διατάξεων απαιτείται η συνδρομή υπηρεσιών άλλων υπουργείων ή ν.π.δ.δ. ή λοιπών φορέων του δημόσιου τομέα, πλην των Ο.Τ.Α., είτε με την παροχή στοιχείων είτε με τη διενέργεια προπαρασκευαστικών πράξεων ή ενεργειών, ειδικότερα δε όταν αυτά απαιτούνται για την άσκηση του συντονιστικού έργου του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης ή Εθνικής Οικονομίας ή Οικονομικών είτε μεμονωμένα είτε από κοινού με άλλα υπουργεία, η μη έγκαιρη αποστολή στα υπουργεία των απαιτούμενων στοιχείων ή μη έγκαιρη διενέργεια των αναγκαίων προπαρασκευαστικών πράξεων ή ενεργειών μέσα στις προθεσμίες που τίθενται από τα υπουργεία ή από το νόμο, «ανεξαρτήτως της φύσεώς τους ως αποκλειστικών ή ενδεικτικών, αποτελεί για τα αρμόδια υπηρεσιακά όργανα του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των λοιπών φορέων του δημόσιου τομέα σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα, που διώκεται κατά τις οικείες διατάξεις υποχρεωτικώς. Ειδικώς για τους υπεύθυνους προϊσταμένους διευθύνσεων και τμημάτων ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων ή τομέων ευθύνης, οι οποίοι υποπίπτουν στο ανωτέρω πειθαρχικό παράπτωμα, επιβάλλεται πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών δεκαπέντε ημερών έως και τριών μηνών.
2. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση τοποθετήσεως μηχανής σημάνσεως της παρουσίας του προσωπικού του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των λοιπών φορέων του δημόσιου τομέα, πλην των ο.τ.α., στις περιπτώσεις που η υποχρέωση τοποθετήσεως μηχανής σημάνσεως παρουσίας επιβάλλεται από το Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης, ως και η μη πιστή παρακολούθηση της τηρήσεως του ωραρίου εργασίας, αποτελεί για τα αρμόδια όργανα σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα, που διώκεται κατά τις οικείες διατάξεις υποχρεωτικώς. Ειδικώς για τους υπεύθυνους προϊσταμένους οργανικών μονάδων, οι οποίοι υποπίπτουν στο ανωτέρω πειθαρχικό παράπτωμα, επιβάλλεται πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών δεκαπέντε ημερών έως και τριών μηνών,
3. Δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι ή όργανα διοίκησης ν.π.δ.δ. και των λοιπών φορέων του δημόσιου τομέα, πλην των ο.τ.α., οι οποίοι χρησιμοποιούν υπηρεσιακά αυτοκίνητα, για τα οποία όφειλαν να έχουν καταθέσει, σύμφωνα με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, τις πινακίδες κυκλοφορίας και να έχουν ακινητοποιηθεί, καταλογίζονται υποχρεωτικώς με το κόστος χρήσεως του αυτοκινήτου για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα προσαυξημένο κατά 100% και διώκονται για παράβαση καθήκοντος σύμφωνα με το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα κατ’ έγκληση του οικείου υπουργού ή του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης ή του εξουσιοδοτημένου υπ’ αυτού οργάνου. Ο καταλογισμός ενεργείται από κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο οποίο παραπέμπονται οι υπεύθυνοι υποχρεωτικώς από τα όργανα του προηγούμενου εδαφίου. Ο τρόπος υπολογισμού του κόστους χρήσεως του αυτοκινήτου και κάθε σχετική λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, η οποία θα έχει αναδρομική ισχύ από της χρονολογίας της επιβολής της υποχρεώσεως καταθέσεως των πινακίδων κυκλοφορίας.
Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, τα αυτοκίνητα όλων των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών θεωρούνται ότι ανήκουν στο Υπουργείο Προεδρίας και ότι οι δαπάνες κινήσεως και συντηρήσεως πραγματοποιούνται για λογαριασμό του.
4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 255 του υπ’αριθμ. 611/1977 Πρ. Δ/τος «περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον υπό τίτλον «Υπαλληλικός Κώδιξ» των ισχυουσών διατάξεων των αναφερομένων εις την κα¬τάσταση, των υπαλλήλων του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ» αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Παρελθούσης απράκτου εξαμήνου προθεσμίας από της υποβολής της η παραίτησις θεωρείται ως γενομένη δεκτή και λύεται αυτοδικαίως η υπαλληλική σχέσις».
1. Η παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 1104/1980 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Επιτρέπεται η απόσπαση δημόσιων υπαλλήλων και υπαλλήλων φορέων του δημόσιου τομέα, είτε ως εθνικών εμπειρογνωμόνων σε υπηρεσίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είτε για απασχόλησή τους σε υπηρεσίες των Ε.Κ. ή των χωρών-μελών της Ε.Ο.Κ. στο πλαίσιο προγραμμάτων για την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ της εθνικής διοίκησης και των κοινοτικών υπηρεσιών ή των διοικήσεων των χωρών— μελών της Ε.Ο.Κ.. Η απόσπαση γίνεται με κοινή απόφαση του υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και του οικείου υπουργού μετά από γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Στους αποσπώμενους καταβάλλονται και τα έξοδα διαμονής σε ξενοδοχείο και ημερήσια εκτός έδρας αποζημίωση μέχρι τριάντα κατ’ ανώτατο όριο διανυκτερεύσεις ή ημέρες αντίστοιχα, κατά το μέρος που δεν καλύπτονται από κοινοτική ή άλλη επιχορήγηση οποιασδήποτε μορφής. Μετά την πάροδο των τριάντα ημερών καταβάλλεται επίδομα αλλοδαπής που καθορίζεται με την απόφαση απόσπασης, κατ’ αντιστοιχία ή αναλογία προς το παρεχόμενο στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, κατά το μέρος που δεν καλύπτεται από κοινοτική ή άλλη επιχορήγηση οποιασδήποτε μορφής. Η διάρκεια της απόσπασης ορίζεται μέχρι δύο έτη, επιτρεπόμενης της παράτασής της για ένα ακόμη έτος.
Ο χρόνος της απόσπασης λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στη θέση .του κατέχουν οργανικά οι υπάλληλοι, περιλαμβανόμενων και των τακτικών τους αποδοχών.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι του δημόσιου τομέα, που διατίθενται σε υπηρεσίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τοποθετούνται με βαθμούς Α1 έως και Α5 της κλίμακας της ιεραρχίας του Κανονισμού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπηρετούν επί τετραετία, η οποία δύναται να παραταθεί επί τέσσερα ακόμα έτη μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Ο χρόνος της διάθεσης αυτής λογίζεται για κάθε συνέπεια, πλην της λήψεως αποδοχών, ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στη θέση που κατέχουν οργανικά οι υπάλληλοι.
Οι διατάξεις του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και στους ήδη υπηρετούντες ή υπηρετήσαντες εθνικούς εμπειρογνώμονες αναδρομικά από της ημερομηνίας ισχύος της απόφασης της επιτροπής της 26ης Ιουλίου 1988 (Π.Ε.Ε./894/88) είτε οι πράξεις διάθεσης έγιναν βάσει των διατάξεων του ν. 1104/1980 είτε βάσει των διατάξεων της απόφασης της επιτροπής».
2. Η παράγραφος Α4 του άρθρου 40 του ν. 1884/1990 (ΦΕΚ Α81) αντικαθίσταται ως εξής:
«Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδίδονται εφάπαξ εντός αποκλειστικής προθεσμίας 4 μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση οποιωνδήποτε περιορισμών που προκύπτουν από γενικές ή ειδικές διατάξεις, ο επανακαθορισμός της συγκρότησης των συλλογικών οργάνων της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, με συμμετοχή, εκτός των τυχόν προβλεπόμενων από τις οικείες διατάξεις αιρετών μελών ή μελών υποδεικνυόμενων από τις επαγγελματικές οργανώσεις ή τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και μελών με γνώσεις ή εμπειρίες σε θέματα οικονομικά, διοίκησης και οργάνωσης. Από τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου εξαιρούνται τα αιρετά συλλογικά όργανα, τα νομαρχιακά συμβούλια της νομαρχίας και τα περιφερειακά συμβούλια της περιφέρειας».
Οι ανάδοχοι έργων πληροφορικής στο δημόσιο τομέα θα υποχρεούνται, εκτός των άλλων συμβατικών τους ευθυνών και υποχρεώσεων, να εκπαιδεύσουν προσωπικό του φορέα της προμήθειας, για την αξιοποίηση του έργου, ανάπτυξη εφαρμογών και αυτοδύναμο περαιτέρω σχεδίασμά κάλυψης των αναγκών του φορέα και αυτάρκη λειτουργία και εφαρμογή των απαιτούμενων λύσεων. Η παρούσα διάταξη, ανεξάρτητα αν ρητά αναφέρεται, θα θεωρείται ότι περιλαμβάνεται σε όλες τις διακηρύξεις δημόσιων διαγωνισμών, όρους ανάθεσης και συμβάσεις για έργα πληροφορικής όλων των φορέων του δημόσιου τομέα.
1. Οι προμήθειες των ειδών πληροφορικής (υλικού, λογισμικού και υπηρεσιών) από φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982, εκτελούνται αποκεντρωτικά από τους φορείς, ανεξάρτητα από τον προϋπολογισμό, τον οποίο βαρύνει η δαπάνη εκτέλεσής τους. Οι παραπάνω προμήθειες εξαιρούνται από την έγκριση της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 1797/1988.
2. Οι προμήθειες των παραπάνω περιπτώσεων, που έχουν υποβληθεί για την ανωτέρω αναφερόμενη έγκριση και ευρίσκονται στα συναρμόδια Υπουργεία Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Εμπορίου, υπάγονται και αυτές στη ρύθμιση της εξαίρεσης και με τη δημοσίευση του παρόντος διακόπτεται κάθε περαιτέρω επ’ αυτών διαδικασία.
1. Καταργείται το τμήμα διπλωματικής κατεύθυνσης της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, που προβλέπεται από την παράγραφο 4β του άρθρου 14 του ν. 1388/1983. όπως αυτός τροποποιήθηκε με τους ν. 1586/1986 και 1735/1987.
2. Επαναφέρονται σε ισχύ οι διατάξεις του ν. 962/1979 "»Για την ίδρυση στο Υπουργείο Εξωτερικών Κέντρου Διπλωματικών Σπουδών και την τροποποίηση διατάξεων του ν. 419/1976 «περί Οργανισμού Υπουργείου Εξωτερικών» (ΦΕΚ Α’ 202). Επί μέρους διατάξεις του ν. 962/1979, που ορίζουν τα μαθήματα των εισαγωγικών εξετάσεων, δύνανται να τροποποιηθούν με προεδρικό διάταγμα εκδιδόμενο με πρόταση του Υπουργού Εξωτερικών.
3. Οι σπουδαστές της Δ’ εκπαιδευτικής σειράς διορίζονται στο Υπουργείο Εξωτερικών, ως δόκιμοι ακόλουθοι, μετά επιτυχή δοκιμασία σε ειδικό διαγωνισμό στα μαθήματα που καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, η δε μεταξύ τους σειρά αρχαιότητας στην επετηρίδα των διπλωματικών υπαλλήλων καθορίζεται από τη σειρά επιτυχίας τους.
Οι σπουδαστές της Ε’ εκπαιδευτικής σειράς εισέρχονται στο Κέντρο Διπλωματικών Σπουδών του Υπουργείου Εξωτερικών ύστερα από επιτυχή εξέταση στις δύο υποχρεωτικές γλώσσες, όπως προβλέπεται στα άρθρα 5 και επόμενα του ν. 962/1979.
4. Η διαδικασία και ο χρόνος διεξαγωγής των εξετάσεων, η εξεταστική επιτροπή και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5. Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργείται η υπ’ αριθ. ΔΙΔΑΔ/Φ. 12/2/8411 από 7 Απριλίου 1989 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εξωτερικών «Ρύθμιση θεμάτων υπηρεσιακής κατάστασης αποφοίτων Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης που διορίζονται στο Διπλωματικό Κλάδο» (ΦΕΚ 243/Β’), που κυρώθηκε με το άρθρο 8 του ν. 1878/1990 (ΦΕΚ 33 της 20 Μαρτίου 1990, τ.Α’).
Ο Υπουργός Πολιτισμού δύναται με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, να καθορίζει εντός των αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων οικισμών ζώνες, στις οποίες, κατά περίπτωση, θα απαγορεύεται παντελώς η δόμηση (ζώνη Α’) ή θα επιτρέπεται (ζώνη Β’) υπό όρους και περιορισμούς που ορίζονται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων κατά τις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Πολιτισμού.
Η διαδικασία της οριοθετήσεως των ζωνών και του καθορισμού των όρων και περιορισμών δόμησης, κατά τ’ ανωτέρω, πρέπει να ολοκληρούται εντός εξαμήνου από της υποβολής της σχετικής προτάσεως από την αρμόδια Αρχαιολογική Εφορεία.
1. Στο άρθρο 3 του ν.1797/1988 προστίθεται παράγραφος 21, που έχει ως εξής:
«21. Επίσης απευθείας ανάθεση γίνεται από τον Υπουργό Πολιτισμού όταν πρόκειται για καλλιτεχνικές - πολιτιστικές εργασίες ή για προμήθεια ή μεταφορά έργων τέχνης που απαιτούν ειδικές ικανότητες. Η ανάθεση γίνεται με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού έπειτα από γνώμη τριμελούς επιτροπής αποτελούμενης από τον αρμόδιο γενικό γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού ως πρόεδρο, τον προϊστάμενο της οικείας διεύθυνσης και μία προσωπικότητα ανεγνωρισμένου κύρους υποδεικνυόμενη από τον υπουργό.
2. Οι διατάξεις των παραγράφων Α5 και Α6 του άρθρου 40 του ν. 1884/1990 εφαρμόζονται για τους διευθυντές με θητεία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, Εθνικού θεάτρου, Κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδος, Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Εθνικής Πινακοθήκης και Μουσείου Αλ. Σούτσου, Κρατικής Σχολής Ορχηστρικής Τέχνης και Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών.
3- Η παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 966/1979 αντικαθίσταται ως εξής:
’2. Αυτοί που αποχώρησαν και αποζημιώθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού δεν δύνανται να επαναπροσληφθούν στα ανωτέρω κρατικά θέατρα, για μια πενταετία, με εξαίρεση τους μονωδούς της Εθνικής Λυρικής Σκηνής».
Στο άρθρο 6 του ν.δ. 165/1973 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:
«2α. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών κατόπιν γνώμης του διοικητικού συμβουλίου του Ο.Τ.Ε., μπορεί να ανατεθεί η οργάνωση και η εκμετάλλευση των κινητών επικοινωνιών και των υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας με προσπέλαση στο δίκτυο της εταιρείας και σε άλλους κρατικούς ή ιδιωτικούς φορείς».
Στο άρθρο 2 του ν. 1780/1988 προστίθεται εδάφιο (ε), που έχει ως εξής:
«ε) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζονται υπέρ του Δημοσίου παράβολα και τέλη λειτουργίας για τους ραδιοσταθμούς C.B.».
1. Μετά την παράγραφο 7 του άρθρου 15 του ν.δ. 797/1971 «περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων» προστίθενται παράγραφοι 8 και 9 ως εξής:
«8. Μετά την πάροδο της προθεσμίας των είκοσι ημερών, που προβλέπεται στο άρθρο αυτό, για τη διενέργεια της προεκτίμησης του απαλλοτριούμενου ακινήτου, δύναται να γίνεται η προεκτίμηση αυτή από μηχανικό του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, που θα ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.
9. Εάν στην περιοχή που βρίσκεται το απαλλοτριούμενο ακίνητο εφαρμόζεται το κατά τις ισχύουσες διατάξεις σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, η κατά την παράγραφο 1 προεκτίμηση παραλείπεται.»
2. Σε περίπτωση που ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριούμενου ακινήτου αποδέχεται προ του, κατά το άρθρο 18 του ν.δ. 797/1971, προσωρινού προσδιορισμού της αποζημίωσης, την κατά τις κείμενες διατάξεις καθορισθείσα αντικειμενική αξία, ως οριστική τιμή λαμβάνεται η αντικειμενική αυτή αξία και παρέλκει η διαδικασία καθορισμού τιμής μονάδας κατά τα άρθρα 17, 18 και 19 του ν.δ. 797/1971. Η μεταβίβαση της κυριότητας υπέρ του Δημοσίου πραγματοποιείται, για τους ιδιοκτήτες που έχουν τίτλους κυριότητας ή έχουν αναγνωρισθεί ως δικαιούχοι της αποζημίωσης, με σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, καθορίζονται η διαδικασία καταβολής της αποζημίωσης και μεταβίβασης της κυριότητας, τα όργανα ελέγχου των τίτλων ιδιοκτησίας, τα της πρόσκλησης των ενδιαφερομένων και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.
4. Η υπό του άρθρου 24 του ν.δ. 797/1971 «περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων» προβλεπόμενη κτηματογράφηση μπορεί να λαμβάνει χώρα αμέσως μετά την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, με έναρξη της προεργασίας και προ της κήρυξης.
5. Ο υπό του άρθρου 18 του ν.δ. 797/1971 προβλεπόμενος προσωρινός προσδιορισμός της αποζημίωσης γίνεται βάσει του αρχικού κτηματολογίου ή βάσει της κτηματογράφησης, εφ’ όσον αυτή έχει περαιωθεί.
6. Στις περιπτώσεις που είναι περαιωμένη η κτηματογράφηση μπορεί με αίτηση του Δημοσίου να γίνεται ο προσωρινός προσδιορισμός της αποζημίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 18, και η αναγνώριση των δικαιούχων σύμφωνα με το άρθρο 27 του ν.δ. 797/71 με την ίδια δικαστική απόφαση.
7. Για τις εκτός σχεδίου περιοχές η παρ. 6 του άρθρου 11 του ν.δ. 797/1971 αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Προ της παρόδου έξι μηνών από της ανακλήσεως της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, δεν χωρεί νέα τοιαύτη απαλλοτρίωση του απαλλοτριωθέντος δια τον αυτό σκοπό, χωρίς τη θέληση του ιδιοκτήτη.»
8. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 1 του α.ν. 229/1967 (ΦΕΚ 235Α/1967) προστίθεται το παρακάτω εδάφιο:
«Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και για διανοίξεις ή διευρύνσεις επαρχιακών και εθνικών οδών που κείνται σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως.»
9. Στο τέλος του εδαφίου α’ της παρ. 7 του άρθρου 2 του ν.880/ 1979 (ΦΕΚ 58Α) προστίθεται δεύτερο εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαλλοτριώσεις για την εφαρμογή πολεοδομικών σχεδίων έχουν συντελεστεί με την καταβολή ή παρακατάθεση της αποζημίωσης από το Δημόσιο ή τους δήμους και κοινότητες, επιτρέπεται η ανάκληση της παρακατάθεσης της αποζημίωσης προκειμένου να γίνει δεκτή η εφαρμογή του παρόντος άρθρου υπό τον όρο να μην έχει εισπραχθεί η αποζημίωση από τους ιδιοκτήτες και να μην έχει παρέλθει η διετία από τη διαμόρφωση του χώρου».
10. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 1 του από 7-5-1936 διατάγματος (ΦΕΚ 205Α/1936) «Περί εκτελέσεως της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν.5269/1931» προστίθεται η τέταρτη παράγραφος, που έχει ως εξής:
«Οι διατάξεις του παρόντος διατάγματος εφαρμόζονται και για τις διανοίξεις ή διαπλατύνσεις οδών, οι οποίες αποτελούν όρια των εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων».
1. Η χρήση και εκμετάλλευση δημόσιων έργων (μισθώσεις χώρων υπόγειων διαβάσεων κ.λ.π) γίνεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, είτε με ίδιο προσωπικό είτε με εκμίσθωση και τα έσοδα αποδίδονται, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, στο Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας (Τ.Ε.Ο) και στο Ειδικό Ταμείο Μονίμων Οδοστρωμάτων Αθηνών (Ε.Τ.Μ.Ο.Α.) κατά περίπτωση.
2. Οι οφειλές των παρόδιων ιδιοκτητών, που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 653/1977 με επισπεύδον το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, βεβαιώνονται στα αρμόδια δημόσια ταμεία, εισπράττονται με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων και αποδίδονται στο Τ.Ε.Ο, Ε.Τ.Μ.Ο.Α. και Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής· Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων (Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ.).
3. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων καθορίζονται ο τρόπος και η διαδικασία απόδοσης των κατά την παράγραφο 1 εσόδων, ο τρόπος και η διαδικασία κατανομής των στο Τ.Ε.Ο και στο Ε.Τ.Μ.Ο.Α. και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.
4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, καθορίζονται ο τρόπος και η διαδικασία βεβαίωσης των κατά την παράγραφο 2 οφειλών, ο τρόπος και η διαδικασία κατανομής τους στο Τ.Ε.Ο, Ε.Τ.Μ.Ο.Α. και Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ. και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.
5. Η Ελληνική Βιομηχανία Αλουμίνας, φορέας επένδυσης του έργου κατασκευής του εργοστασίου αλουμίνας στη Θίσβη Βοιωτίας, εξαιρείται από την εφαρμογή των διατάξεων για την εκτέλεση δημόσιων έργων (ν. 1418/1984 και π.δ. 609/1985). Αναθέσεις και εκτέλεση των έργων για την κατασκευή του εργοστασίου αλουμίνας θα ρυθμίζονται και διενεργούνται σύμφωνα με τους κανονισμούς ανάθεσης και εκτέλεσης έργων της Ελληνικής Βιομηχανίας Αλουμίνας Α.Ε., όπως εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο αυτής.
6. Με απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας καθορίζονται ο τρόπος, οι όροι και η διαδικασία έκδοσης οικοδομικών αδειών για την ανέγερση από την Ελληνική Βιομηχανία Αλουμίνας Α.Ε. του εργοστασίου αλουμίνας στην κτηματική περιφέρεια της κοινότητας θίσβης του νομού Βοιωτίας κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων.
7. Η παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1418/1984 «Δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ 23 Α’) τροποποιείται και αναδιατυπώνεται ώς εξής:
«1.0 νόμος αυτός εφαρμόζεται σε όλα τα έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από φορείς του δημόσιου τομέα, όπως προσδιορίζονται με το άρθρο 51 του νόμου για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη.
Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του εκάστοτε αρμόδιου υπουργού, είναι δυνατό έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα να εξαιρούνται διατάξεων του παρόντος».
8. Στο άρθρο 2 του ν. 1418/1984 «Δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ 23 Α") προστίθεται νέα παράγραφος ως παράγραφος 3, η οποία έχει ως εξής:
«3. Διακηρύξεις διαγωνισμών και συμβάσεις εκτέλεσης έργων, που διακηρύχθηκαν ή υπογράφηκαν αντίστοιχα από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που είχαν υπαχθεί στη διάταξη της παρ. 2 της κοινής υπουργικής απόφασης αριθμ. 1154/13.4.1988 (ΦΕΚ 256 Β'), όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 2334/3.5.1989 (ΦΕΚ 416 Β") όμοια, καθώς και στις διατάξεις της προϊσχύσασας αριθμ. 2968/ 21.9.1987 (ΦΕΚ 507 Β') είναι έγκυρες και ως προς τους όρους που αποκλίνουν από το ν. 1418/1984».
1. Μετά την παράγραφο 5 του άρθρου 6 του ν. 960/1979 «Περί επιβολής υποχρεώσεων προς δημιουργία χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων...κ.λπ.» (ΦΕΚ 194 Α'), όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 5 του ν. 1221/1981 (ΦΕΚ 292 Α’), προστίθενται παράγραφοι 7, 8, 9, 10, 11 και 12 ως εξής:
«7. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, ύστερα από εκτίμηση των κυκλοφοριακών και πολεοδομικών συνθηκών, και μετά γνώμη του οικείου Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, ορίζονται περιοχές, εντός των οποίων, για την κατασκευή υπέργειων εστεγασμένων χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων άνω των 80 θέσεων, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του ν.880/1979«Περϊ καθορισμού ανωτάτου ορίου συντελεστού δομήσεως ... κ.λπ.» (ΦΕΚ 58 Α’). Οι κατά τα ανωτέρω χώροι στάθμευσης καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφαρμοζόμενης της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης (σ.δ.) μέχρι εξασφάλισης για τη» αντίστοιχη περιοχή συνολικού αριθμού θέσεων στάθμευσης, κατά τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, ίσου προς το 3% του συνόλου του πληθυσμού του οικείου δήμου ή κοινότητας βάσει της απογραφής του 1981. Με τις αυτές αποφάσεις είναι δυνατό να καθορίζεται κατά περίπτωση και ο μέγιστος επιτρεπόμενος αριθμός θέσεων στάθμευσης. Προκειμένου για τους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης, όπου ανωτέρω αναφέρεται γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, νοείται γνώμη της Εκτελεστικής Επιτροπής των Οργανισμών Αθήνας και Θεσσαλονίκης αντιστοίχως.
8. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργέ Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, καθορίζεται κάθε θέμα αναγόμενο στα κριτήρια καθορισμού των χώρων στάθμευσης, στα της διαδικασίας, του ποσοστού και του τρόπου υπολογισμού του προς μεταφορά συντελεστή δόμησης, στα των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη για την κατασκευή και λειτουργία του σταθμού, καθώς και κάθε άλλη για την εφαρμογή του παρόντος λεπτομέρεια.
9. Με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και δημόσιων Έργων, που εκδίδονται ύστερα από εκτίμηση των κυκλοφορικών και πολεοδομικών συνθηκών και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι δυνατή η δημιουργία δημόσιας χρήσης υπογείων χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων και των απαιτούμενων για εξυπηρέτηση αυτών υπέργειων εγκαταστάσεων σε προβλεπόμενους από τα εγκεκριμένα σχέδια κοινόχρηστους χώρους καθώς και σε χώρους που προορίζονται για την ανέγερση κτιρίων ή εγκαταστάσεων κοινή ωφέλειας και ανήκουν στο Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Επίσης είναι δυνατή η δημιουργία υπόγειων διαβάσεων κάτωθεν κοινοχρήστων χώρων, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η διακίνηση πεζών και οχημάτων από και προς .υπέργειους ή υπόγειους χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων. Οι υπόγειες αυτές διαβάσεις εγκρίνονται, για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος.
10. Κατά την ανάθεση, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας περί εκτελέσεως δημόσιων έργων, από το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλο αρμόδιο φορέα, της κατασκευής σταθμού αυτοκινήτων κάτω από τους κατά την παράγραφο 9 χώρους, μπορεί να συνιστώνται, κατά την έννοια των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα και του ν.3741/1929, διηρημένες ιδιοκτησίες επί διακεκριμένων τμημάτων του σταθμού, στις οποίες θα αντιστοιχεί ανάλογο ποσοστό συγκυριότητας επί εκείνου αποκλειστικά του εδάφους, που βρίσκεται κάτω από το σταθμό και να συμφωνείται ότι ως αντάλλαγμα του αναδόχου για την κατασκευή με δικές του δαπάνες του σταθμού περιέρχονται σ’ αυτόν τέτοιες διηρημένες ιδιοκτησίες, που μπορούν να μεταβιβάζονται σε τρίτους.
11. Τα καθαρά έσοδα, μετά την αφαίρεση των εξόδων διαχείρισης από εκμίσθωση σταθμών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης που έχουν ανεγερθεί ή ανεγείρονται από οποιονδήποτε φορέα του Ελληνικού Δημοσίου επί οικοπέδων κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου ή κάτωθεν των κατά την παράγραφο 9 χώρων, περιέρχονται από την ισχύ της παρούσας διάταξης στο Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων (Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ.) και διατίθενται αποκλειστικά για τη δημιουργία δημόσιας χρήσης χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων, όπως ειδικότερα προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 960/1979. Τα έσοδα αυτά, όπως και οποιαδήποτε άλλα έσοδα του Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ., μέχρις ότου διατεθούν για την εκπλήρωση των σκοπών του, δύνανται, με απόφαση του διοικητικού του. συμβουλίου και έγκριση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, να κατατίθενται σε έντοκους τραπεζικούς λογαριασμούς.
12.0 τρόπος, η διαδικασία, οι όροι διάθεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο εσόδων και κάθε συναφής λεπτομέρεια καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων».
2. Η παράγραφος 5 του άρθρου 23 του ν. 1577/1985 «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός» (ΦΕΚ 210 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Σε περίπτωση οποιοσδήποτε προσθήκης, η συνολική εκμετάλλευση δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ισχύοντα συντελεστή δόμησης της περιοχής, κατά το χρόνο χορήγησης της άδειας οικοδομής.»
3. Οικοδομικές άδειες που έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου κατ’ εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 23 του ν.1577/1985, εκτελούνται όπως εκδόθηκαν. Επίσης, εάν έχει υποβληθεί στην αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία ο πλήρης φάκελος για την έκδοση άδειας οικοδομής μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, βάσει της ίδιας διατάξεως, η άδεια εκδίδεται σύμφωνα με τη διάταξη αυτή.
4. Στο τέλος του άρθρου 13 του ν. 3188/1955 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ν. 2312/1953» (ΦΕΚ 95 Α') προστίθενται τα εξής:
«Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η ανοικοδόμηση σε τρίτους, σύμφωνα με τις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις, σε γήπεδα που βρίσκονται μεταξύ ακτίνας 200 έως 500 μέτρα από τη βάση του ιστού του Ραδιοφωνικού Σταθμού Χανιών Κρήτης. Το μέγιστο ύψος των κτιρίων αυτών δεν μπορεί να υπερβεί τα 7,50 μέτρα και σε περίπτωση κατασκευής στέγης τα 9,00 μέτρα.
Επιτρέπεται επίσης η συντήρηση, χωρίς αύξηση του όγκου τους, κτισμάτων που βρίσκονται στην ίδια περιοχή και σε ακτίνα μέχρι 200 μέτρων από τη βάση του ιστού του Ραδιοφωνικού Σταθμού Χανιών.»
1. Η περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.1337/ 1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις» (ΦΕΚ 33 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Η ένταξη σε πολεοδομικό σχέδιο περιοχών για την εξυπηρέτηση άλλων χρήσεων πλην της κατοικίας.»
2. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983 προστίθενται τα ακόλουθα:
«Στην περίπτωση αυτήν, η επιπλέον έκταση που οφείλει να εισφέρει μειώνεται κατά τμήμα γης, για το οποίο θα αποζημιώνονταν από τους κατά νόμο υπόχρεους ιδιοκτήτες βάσει των διατάξεων του ν.δ/τος της 17-7-1923 (ΦΕΚ 228 Α’) και η αποζημίωση που αντιστοιχεί στο τμήμα αυτό καταβάλλεται στον οικείο Ο.Τ.Α.. Για το υπόλοιπο της υποχρέωσης έχει εφαρμογή η παρ. 7 του άρθρου αυτού.
Σε περίπτωση που ιδιοκτησία εμπίπτει στις ζώνες των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού και ρυμοτομείται, αντί δε της καταβολής αποζημίωσης δίδεται με την πράξη εφαρμογής άλλο ακίνητο, τότε ο οικείος ο.τ.α. υποκαθιστά τον ιδιοκτήτη στα δικαιώματα που αυτός έχει έναντι τρίτων υπόχρεων για την αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας.
Τα ποσά που εισπράττονται από τους ο.τ.α. διατίθενται αποκλειστικούς για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων και χώρων κοινωφελών χρήσεων και σκοπών.»
3. Στο τέλος της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 8 του ίδιου άρθρου 8, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν.1647/ 1986, προστίθενται τα ακόλουθα:
«Με τη σχετική πράξη εφαρμογής, με την οποία πραγματοποιείται η παραχώρηση του νέου οικοπέδου, το παλαιό εντός σχεδίου πόλεως ρυμοτομούμενο οικόπεδο περιέρχεται αυτοδικαίως στην κυριότητα του οικείου Ο.Τ.Α, ο οποίος υποκαθιστά επίσης τον ιδιοκτήτη στα δικαιώ¬ματα έναντι τρίτων υπόχρεων για την αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Στην περίπτωση αυτήν, καθώς και στην περίπτωση της παραγράφου 2, όπως συμπληρώνεται ανωτέρω, εάν ο οικείος Ο.Τ.Α. εντός τριών/ (3) ετών από την ως άνω παραχώρηση του νέου οικοπέδου δεν εισπράξει από τους τρίτους την οφειλόμενη αποζημίωση; τότε το Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ. υποκαθιστά τον Ο.Τ.Α. στα δικαιώματα έναντι των τρίτων, δυνάμενο να συνεχίσει τη σχετική διαδικασία.
Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η διαδικασία και ο τρόπος παρέμβασης του Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ. για την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών και κάθε αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος λεπτομέρεια.»
4. Στο τέλος του ίδιου άρθρου 8 προστίθεται παράγραφος 12 ως εξής:
«12. Κοινόχρηστοι χώροι της προηγούμενης παραγράφου και του άρθρου 28 του νόμου αυτού, που καταργούνται με την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο ή την αναμόρφωσή της λόγω υπαγωγής της περιοχής στις διατάξεις του άρθρου 13, μπορεί μετά την εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν.δ/τος 690/1948, με την πράξη εφαρμογής να διατίθενται περαιτέρω σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου αυτού».
5. το τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του ν.1337/1983, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν.1772/1988, προστίθενται τα ακόλουθα:
«Με προεδρικό διάταγμα, που προτείνεται από τους Υπουργούς Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, μπορεί να ορίζονται η καταβολή της εισφοράς αυτής σε δόσεις, ο χρόνος έναρξης καταβολής των δόσεων και κάθε σχετική λεπτομέρεια.»
6. Από την πρώτη σειρά της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του ν.1337/1983 διαγράφεται η λέξη «κρατικού». Οι παράγραφοι 8, 9 και 10 του ίδιου άρθρου 10 καταργούνται.
7. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του ν.1337/1983 προστίθενται τα εξής:
«Όποιος ιδιοκτήτης διαφωνεί ως προς το ισάξιον του παλαιού προς το νέο ακίνητο, που του δίνεται με την πράξη εφαρμογής, μπορεί να προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια, όπως προβλέπεται από το ν.δ. 797/ 1971, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 6 μηνών από την κύρωση της πράξης εφαρμογής, για να καθορισθεί δικαστικώς η αξία των ακινήτων, χωρίς στο διάστημα αυτό να αναστέλλεται η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.»
8. Στο τέλος της περίπτωσης β’ της παραγρ. 7 του ίδιου άρθρου 12, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν.1772/1988, προστίθενται τα εξής:
«Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και για τυχόν νέα ακίνητα από εισφορές γης που διαμορφώθηκαν με την πράξη εφαρμογής και δεν διατέθηκαν σύμφωνα με αυτήν. Τα ακίνητα αυτά καταλαμβάνονται από τον οικείο Ο.Τ.Α., ο οποίος νομιμοποιείται να ασκήσει τα πιο πάνω δικαιώματα, φυλάσσονται από αυτόν και απαγορεύεται κάθε χρήση τους μέχρι την οριστική τους διάθεση για τους σκοπούς του άρθρου 8.».
9. Μετά την παράγραφο 10 του άρθρου 12 προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής:
«11. Mε προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, κανονίζονται όλα τα θέματα που αναφέρονται στον υπολογισμό της εισφοράς σε γη του ν. 1337/1983 ή της επιβάρυνσης για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων κατά τις προϊσχύουσες διατάξεις στα κοινά όρια περιοχών με τα πιο πάνω διαφορετικά συστήματα υπολογισμού των υποχρεώσεων αυτών, όπως και τα θέματα που αναφέρονται στο συνυπολογισμό στην εισφορά σε γη των επιβαρύνσεων των ιδιοκτησιών στις οποίες τυχόν έχουν υποβληθεί σύμφωνα με το ν.653/1977 (ΦΕΚ 214 Α’) για τη διάνοιξη οδών εκτός σχεδίου. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα μπορεί να ορίζεται η υποκατάσταση των O.J.A. στα δικαιώματα ή υποχρεώσεις από πράξεις αναλογισμού ή την πράξη εφαρμογής, να κανονίζεται ο τρόπος συμμετοχής στη συνεισφορά σε γη τμημάτων καταλαμβανόμενων από κοινόχρηστους χώρους ανάλογα με το αν κατεβλήθη γι’ αυτά ή όχι η σχετική αποζημίωση και γενικά κάθε λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για το συνδυασμό εφαρμογής των διαφόρων συστημάτων επιβαρύνσεων σε γη.»
10. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 13 του ν.1337/1983 προστίθενται τα εξής:
«Ως ιδιοκτησία νοείται το άθροισμα των ιδιοκτησιών γης ενός και του αυτού ιδιοκτήτη, που βρίσκεται στα όρια της περιοχής του άρθρου αυτού, κατά την ημερομηνία έκδοσης του κατά το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου 2 προεδρικού διατάγματος, εφ’ όσον αυτό προηγείται, ή του προεδρικού διατάγματος έγκρισης της σχετικής πολεοδομικής μελέτης.»
11. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 42 του αυτού ν.1337/1983 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η πολεοδόμηση αυτή γίνεται με τις προϋποθέσεις ότι ο συνεταιρισμός ή ο οργανισμός;»
12. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 30 του ν.1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» (ΦΕΚ 160/Α), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 της υπ’ αριθμ.10 της 19ης Ιανουάριου 1988 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία κυρώθηκε με το ν. 1788/1988 «Κύρωση της αριθμ. 10 της 19ης Ιανουάριου 1988 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ 11/Α") και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 131/Α'), προστίθενται τα εξής:
«Κατά των αποφάσεων, με τις οποίες επιβάλλονται τα κατά τις προηγούμενες παραγράφους πρόστιμα, επιτρέπεται προσφυγή στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, μέσα σε 45 ημέρες από την ημέρα κοινοποίησης αυτών στον παραβάτη. Οι παραπάνω διαφορές διέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, όπως εκάστοτε ισχύουν».
13. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζονται διακριτικά σήματα αναγνώρισης αυτοκινήτων αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 37 και την παρ. 5 του άρθρου 42 του ν.1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 43 Α')», όπως ισχύει κάθε φορά και άλλων κατηγοριών αυτοκινήτων, ανάλογα με τα καύσιμα που χρησιμοποιούν και τους ρύπους που προκαλούν. Με την ίδια απόφαση, καθορίζονται επίσης η μορφή του σήματος, ο τρόπος και η διαδικασία προμήθειας του από τους ενδιαφερομένους, η θέση του αυτοκινήτου, στην οποία τίθεται το σήμα αυτό υποχρεωτικά, διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση που το αυτοκίνητο δεν φέρει το σχετικό σήμα και κάθε σχετική λεπτομέρεια.
14. Μετά την παράγραφο 6 του άρθρου 6 του ν.1337/1983 προστίθεται η εξής παράγραφος 7, η δε παράγραφος 7 αριθμείται ως παράγραφος 8:
«7. Δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος του 2,4 ο συντελεστής δόμησης και του 14 ο συντελεστής κατ όγκον εκμετάλλευσης στις περιοχές επεκτάσεων σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του παρόντος, όπως ισχύει, στις οποίες προβλέπονται χρήσεις γης σύμφωνα με τα άρθρα 5, 6 και 7 του π.δ/τος της 23-2/6-3-1987 «Κατηγορίες και περιεχόμενο χρήσεων γης» (ΦΕΚ 166 Δ'), όπως ισχύει κάθε φορά, ή τα άρθρα 6 και 7 του π.δ/τος 81/1980 «Περί ειδικών χρήσεων γης και ανώτατων μεγεθών επιτρεπόμενης εκμετάλλευσης οικοδομήσιμων χώρων» (ΦΕΚ 27 Α')».
15. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν.1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» (ΦΕΚ 160 Α") αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο συντελεστής δόμησης για τις βιομηχανικές δραστηριότητες δε μπορεί να υπερβαίνει το 2,4 και ο συντελεστής κατ’ όγκον εκμετάλλευσης το 14 και για τις τουριστικές δραστηριότητες ο συντελεστής δόμησης το 0,6».
16. Στο τέλος του άρθρου 26 του ν. 1337/1983, όπως ισχύει, προστίθενται τα εξής:
«Επίσης με π.δ/γμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περ,. βάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων κατά τις διατάξεις του ν.δ/τος από 17-7/18-8-1923 «Περί σχεδίων πόλεων κ.λπ.», μπορεί να εγκρίνεται τοπικό ρυμοτομικό σχέδιο για την πολεοδόμηση ιδιοκτησιών που ανήκουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και βρίσκονται εκτός εγκεκριμένων γενικών πολεοδομικών σχεδίων ή εκτός εγκεκριμένη σχεδίων πόλεων ή εκτός ορίων οικισμών προ του έτους 1923 καθώς να ορίζονται γενικώς οι όροι και περιορισμοί δόμησής τους».
1. Μετά την περίπτωση στ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του ν.1349/1983 «Σύσταση Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (Ο.Α.Σ.Π.) και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 52 Α’) προστίθενται τα ακόλουθα:
«ζ. Λεωφόρος Ελευσίνας - Σταυρού - Λαυρίου (τμήμα Σταυρού - Λαυρίου).
η.. Εθνική Οδός Αθηνών (από εκβολές Κηφισού ποταμού) -Λαμίας.
θ. Οδός από Επιβατικό Λιμάνι Πειραιά (Ακτή Κονδύλη) - Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας - Λεωφόρος Ποσειδώνος - Παραλιακή Λεωφόρος (μέχρι Βούλα) - Βάρη - Βάρκιζα - Σούνιο - Λαύριο.
ι.Λεωφόρος Αθηνών (από Λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως) - Κόρινθου.
ια. Οδός από Επιβατικό Λιμάνι Πειραιά (Ακτή Κονδύλη) - Δραπετσώνα - Λιμάνι Κερατσινίου - Σχιστό - Σκαραμαγκά - Δυτική Περιφερειακή Αιγάλεω (από Λεωφόρο Αθηνών - Κορίνθου μέχρι συναντήσεως της Εθνικής Οδού Ελευσίνας - Σταυρού).
ιβ. Νέα Εθνική Οδός Ελευσίνοις - θηβών (μέχρι συναντήσεώς της με τη Νέα Εθνική Οδό Αθηνών - Λαμίας).
ιγ. Περιφερειακή Υμηττού (από Βάρη μέχρι Σταυρό) με τις επεκτάσεις:
α. Προς δυσμάς μέχρι συναντήσεως της Λ. Ελευσίνας - Σταυρού - Λαυρίου.
β. Προς ανατολάς μέχρι συναντήσεως της Λ. Ελευσίνας - Σταυρού - Λαυρίου και επέκταση μέχρι Ραφήνα (Νέα Οδός).
ιδ. Οδός Μεγάρων - Σαλαμίνας - Γρ. Λαμπράκη - Π. Ράλλη - Χαμοστέρνας - Λαγουμιτζή - Επέκταση προς Λ. Βουλιαγμένης (με σύνδεση με Λ. Βουλιαγμένης) - Λ. Βουλιαγμένης (μέχρι Βουλιαγμένη).
ιε. Σύνδεση Αεροδρομίων Ελληνικού - Σπάτων μέσω σήραγγος Υμηττού».
Οι παραπάνω προστιθέμενες αρτηρίες καθορίζονται και ως εθνικές οδοί, εξειδικεύονται με απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και αποτυπώνονται σε χάρτη με κατάλληλη κλίμακα.
2. Σε εντός ή εκτός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου περιοχές, εφ όσον πολεοδομικές ή κυκλοφοριακές παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας το απαιτούν (σταθμοί τρένου, μετρά, κυκλοφοριακοί κόμβοι και αρτηρίες, μεγάλοι χώροι στάθμευσης, βιομηχανικά και βιοτεχνικά πάρκα, κλπ.), μπορεί με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων μετά από σχετική ενημέρωση ή πρόταση του οικείου δήμου ή κοινότητας, να καθορίζονται Ζώνες Ελεγχόμενης Ανάπτυξης (Ζ.Ε.Λ.).
Στις ζώνες αυτές μπορεί, με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μ* πρόταση του Υπουργού. Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων κατά τη διαδικασία του ν.δ. της 17/7/1923 «Περί σχεδίων πόλεων κ.λπ.», να τροποποιείται το εγκεκριμένο σχέδιο, να ορίζονται χρήσεις γης, όροι και περιορισμοί δόμησης και οποιαδήποτε άλλη απαραίτητη πολεοδομική ρύθμιση για την εξασφάλιση του ελέγχου της περιοχής. Προκειμένου για τους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης, όπου κατά τη διαδικασία αυτή απαιτείται γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, νοείται γνώμη της εκτελεστικής επιτροπής των Οργανισμών Αθήνας και Θεσσαλονίκης.
3. Η τροποποίηση εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, ο καθορισμένη τροποποίηση όρων και περιορισμών δόμησης, ο καθορισμός χρήσης εκατέρωθεν των αξόνων του βασικού οδικού δικτύου των νομού Αττικής και Θεσσαλονίκης εγκρίνονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων κατά τη διαδικασία του ν.δ. της 17/7/1923 «Περί σχεδίων πόλεων κλπ». Όπου κατά τη διαδικασία αυτή απαιτείται γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, νοείται γνώμη της εκτελεστικής επιτροπής του Οργανισμού Αθήνας.
4. Ως βασικό οδικό δίκτυο νοείται το σύνολο των οδικών αξόνων. Με απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., που εκδίδεται μία φορά, δυνάμενη να τροποποιηθεί μία ακόμη φορά, ύστερα από γνωμοδότηση της εκτελεστικής επιτροπής του Οργανισμού Αθήνας και του Οργανισμού Θεσσαλονίκης και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προσδιορίζονται οι οδικοί αυτοί άξονες και αποτυπώνονται σε χάρτες με κατάλληλη κλίμακα.
1. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν.1512/1985 (ΦΕΚ 4 Α'), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του ν.1647/1986 (ΦΕΚ 141 Α’), προστίθενται τα εξής:
«Στο ως άνω απόσπασμα επισυνάπτεται κτηματογραφικός χάρτης του ακινήτου επί του οποίου βεβαιώνονται από την υπηρεσία και τα στοιχεία που απαιτούνται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ν. 651/1977 (ΦΕΚ 207 Α’), μη απαιτουμένης της προσκόμισης στο συμβολαιογράφο ετέρου τοπογραφικού διαγράμματος».
2. Μετά την ανωτέρω παράγραφο 2 προστίθεται νέα παράγραφος 3, όπως παρακάτω και οι επόμενες παράγραφοι 3, 4 και 5 αριθμούνται 4, 5 και 6 αντίστοιχα.
«3. Για την έκδοση του αποσπάσματος των κτηματογραφικών στοιχείων της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλεται εφ’ άπαξ ανταποδοτικό τέλος υπέρ του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (Ο.Κ.Χ.Ε.) για την κάλυψη των δαπανών σύνταξης και τήρησης του Εθνικού Κτηματολογίου. Το τέλος αυτό καταβάλλεται από τον αιτούντα την έκδοση του πρώτου αποσπάσματος κτηματογραφικών στοιχείων κάθε ακινήτου. Για κάθε επόμενη, μετά την πρώτη, έκδοση αποσπάσματος κτηματογραφικών στοιχείων για το ίδιο ακίνητο, καταβάλλεται επίσης παράβολο υπέρ του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (Ο.Κ.Χ.Ε.). Σε περίπτωση που εντός εικοσαετίας από την προθεσμία που ορίζει η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου δεν εκδοθεί κανένα απόσπασμα κτηματογραφικών στοιχείων λόγω μη μεταβίβασης καθ’ οιονδήποτε τρόπο ακινήτου τινός, το αναλογούν ανταποδοτικό τέλος καταβάλλεται από τον κύριο του ακινήτου και εισπράττεται κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Ο τρόπος βεβαιώσεως και εισπράξεως του ανταποδοτικού τέλους και του παράβολου, καθώς και κάθε συναφής λεπτομέρεια, καθορίζονται με “προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονο¬μικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, μετά από γνωμοδότηση του διοικητικού συμβουλίου του Ο.Κ.Χ.Ε..
Το ύψος του ανταποδοτικού τέλους και του παράβολου καθορίζονται κατά περιοχή με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, που εκδίδεται μετά από γνωμοδότηση του διοικητικού συμβουλίου του Ο.Κ.Χ.Ε. το Δεκέμβριο εκάστου έτους και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ισχύει δε από της 1ης Ιανουάριου του επόμενου έτους. Για τον προσδιορισμό των ανωτέρω λαμβάνεται υπόψη και η αξία των ακινήτων.
1. Ανώνυμες εταιρείες, των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν, ολικώς ή μερικώς, τα αφορολόγητα αποθεματικά διαφόρων αναπτυξιακών νόμων, με εξαίρεση τα αποθεματικά του άρθρου 18 του α.ν. 942/1949 (ΦΕΚ Α’ 96) και το αποθεματικά της παραγράφου 4 του άρθρου 10 του α.ν.148/ 1967 (ΦΕΚ Ά 173).
2. Τα αποθεματικά που κεφαλαιοποιούνται φορολογούνται με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%), χωρίς καμιά άλλη επιβάρυνση. Ο φόρος που οφείλεται αποδίδεται στο Δημόσιο με δήλωση, η οποία πρέπει να υποβληθεί μέσα σ’ ένα μήνα από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Υπουργού Εμπορίου που εγκρίνει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και καταβάλλεται σε τέσσερις (4) ίσες τριμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης.
Ο φόρος αυτός βαρύνει την εταιρεία και δεν εκπίπτεται από τα ακαθάριστα έσοδά της κατά τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών ούτε συμψηφίζεται με το φόρο εισοδήματος που οφείλεται από την εταιρεία ή τους μετόχους.
3. Με την καταβολή του φόρου που οφείλεται σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος της εταιρείας και των μετόχων της για τα αποθεματικά που κεφαλαιοποιήθηκαν.
4. Σε περίπτωση που πριν από την πάροδο δέκα (10) ετών από την κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών διαλυθεί η ανώνυμη εταιρεία ή μειωθεί το μετοχικό της κεφάλαιο με σκοπό επιστροφής των αποθεματικών στους μετόχους, τα κεφαλαιοποιηθέντα αποθεματικά δε λογίζονται φορολογικούς ως μετοχικό κεφάλαιο που έχει καταβληθεί και φορολογούνται με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τη φορολογία εισοδήματος κατά το χρόνο της διάλυσης της εταιρείας ή μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου μετά την αφαίρεση του φόρου που καταβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Η διάταξη της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζεται αν η εταιρεία διαλυθεί με σκοπό τη συγχώνευσή της με άλλη επιχείρηση και ίδρυση νέας ανώνυμης εταιρείας ή σε περίπτωση εξαγοράς ή απορρόφησής της από άλλη ανώνυμη εταιρεία.
5. Οι διατάξεις του άρθρου 16 του ν.δ. 3843/1958 και του ν. 4125/1960 (ΦΕΚ Α’202) εφαρμόζονται ανάλογα και στο φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
6. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 876/1979 (ΦΕΚ Α’ 48).
7. Ο προβλεπόμενος από την παράγραφο 2 του άρθρου 13 του ν. 1473/1984 (ΦΕΚ Α’ 127) συντελεστής φορολογίας για την κεφαλαιοποίηση αφορολόγητων αποθεματικών από ανώνυμες εταιρείες που δεν έχουν μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης μειώνεται από είκοσι τοις εκατό (20%) σε δέκα τοις εκατό (10%).
8. Ανώνυμες εταιρείες που έχουν σχηματίσει αποθεματικά, είτε από υπεραξία μετοχών που προέρχεται από απόσχιση κλάδου ή από συγχώνευση εταιρειών στις οποίες συμμετέχει, είτε από την αύξηση της αξίας των συμμετοχών της εταιρείας ή από διανομή μετοχών με βάση τις διατάξεις του άρθρου 1 του α.ν. 148/1967, του ν. 542/1977, του ν.1249/1982 και του ν.1839/1989 κατόπιν κεφαλαιοποιήσεως της υπεραξίας που προέκυψε από την αναπροσαρμογή πάγιων περιουσιακών στοιχείων θυγατρικής εταιρείας ή άλλης εταιρείας στην οποία συμμετέχουν, μπορούν να προβούν σε κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών αυτών με σκοπό διανομής νέων μετοχών-στους μετόχους τους.
Η κεφαλαιοποίηση αυτή δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος.
9. Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των κεφαλαιοποιούμενων αποθεματικών της προηγούμενης παραγράφου.
10. Ως βιομηχανικές επιχειρήσεις θεωρούνται και οι επιχειρήσεις έκδοσης εφημερίδων και περιοδικών που παράγονται (στοιχειοθεσία - φωτοστοιχειοθεσία - εκτύπωση) σε εγκαταστάσεις τρίτων, η δε καταχώριση δημοσιευμάτων επ’ αμοιβή είναι πώληση αγαθών.
Οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή επί των πραγματοποιούμενων εσόδων που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30-12-1990.
1. Το άρθρο 12 του ν.1473/1984 (ΦΕΚ Α’ 127) αντικαθίσταται ως εξής:
Άρθρο 12
Ειδικές δαπάνες ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και γραφείων γενικού τουρισμού
1. Στις ημεδαπές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και στα γραφεία γενικού τουρισμού του ν. 393/1976 (ΦΕΚ Α’ 199), ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής τους, αναγνωρίζεται δικαίωμα έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδά τους, για την κάλυψη εξόδων προβολής και διαφήμισης, ποσού χωρίς δικαιολογητικά, που υπολογίζεται για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) στα έσοδα που προέρχονται από αλλοδαπούς πελάτες και για τα γραφεία γενικού τουρισμού σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) στο σύνολο του συναλλάγματος που δραχμοποιούν. Στα έσοδα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, προκειμένου να υπολογισθεί η πιο πάνω έκπτωση, περιλαμβάνονται και τα έσοδα του κυλικείου και εστιατορίου που προέρχονται από αλλοδαπούς πελάτες.
Αν τα έσοδα από αλλοδαπούς πελάτες δεν προκύπτουν από τα βιβλία της επιχείρησης, υπολογίζονται με επιμερισμό του συνόλου των εσόδων του ξενοδοχείου, κυλικείου και εστιατορίου με βάση τις διανυκτερεύσεις των αλλοδαπών και ημεδαπών πελατών. Ως ξενοδοχειακή επιχείρηση για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού θεωρείται και η επιχείρηση CAMPING.
2. Η ζημιά, που τυχόν προκύπτει στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και τα γραφεία γενικού τουρισμού μετά τη διενέργεια της έκπτωσης που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος του παρόντος άρθρου, δεν συμψηφίζεται με τα κέρδη άλλων κλάδων της επιχείρησης ή με τα κέρδη από συμμετοχή σε άλλες επιχειρήσεις ή τα εισοδήματα από άλλες πηγές. Η ζημιά αυτή, στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, μπορεί να μεταφέρεται για συμψηφισμό με τα κέρδη από την εκμετάλλευση του ξενοδοχείου, κυλικείου και εστιατορίου και στα γραφεία γενικού τουρισμού με τα κέρδη από τη δραστηριότητά τους στις επόμενες πέντε συνεχείς χρήσεις με την προϋπόθεση ότι και στις χρήσεις αυτές η επιχείρηση τηρεί ειλικρινή βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων. Ο συμψηφισμός της ζημιάς αυτής, για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που έχουν και άλλους κλάδους εκμετάλλευσης, ενεργείται στα κέρδη που προέρχονται από την εκμετάλλευση του ξενοδοχείου, κυλικείου και εστιατορίου. Σε περίπτωση αδυναμίας λογιστικού διαχωρισμού των καθαρών κερδών που προκύπτουν από κάθε κλάδο, τα κέρδη αυτά υπολογίζονται με επιμερισμό του συνόλου των καθαρών κερδών της επιχείρησης με βάση τα ακαθάριστα έσοδα κάθε κλάδου.
3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1ης Ιανουάριου 1990 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1991».
2. Στην περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του ν.δ. 3323/1955 προστίθεται υποπερίπτωση εε’, που έχει ως εξής:
«εε. Τα ποσά τα οποία διατίθενται από τις επιχειρήσεις ραδιοφωνίας και τηλεόρασης για την κάλυψη ειδικών δαπανών, για τις οποίες λόγω της φύσεώς τους δεν είναι εφικτή η λήψη αποδεικτικών στοιχείων. Το εκπιπτόμενο ποσό ορίζεται σε ποσοστό τρία τοις εκατό (3%), υπολογιζόμενο επί των ακαθάριστων εσόδων που προέρχονται από διαφημίσεις».
3. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 35 του ν.δ. 3323/1955 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Επίσης, στις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες στην αλλοδαπή, αναγνωρίζεται χωρίς δικαιολογητικά έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα για την αντιμετώπιση ειδικών δαπανών με βάση τα ποσοστά που προβλέπονται από την παράγραφο αυτή για τους εξαγωγείς προϊόντων και που υπολογίζονται μόνο στα έσοδα που προέρχονται από παρεχόμενες υπηρεσίες στην αλλοδαπή»,
4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για υπηρεσίες που παρέχονται στην αλλοδαπή από 1ης Ιανουάριου 1990 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1991.
1. Οι διατάξεις του Παραρτήματος ΙΙΑ - ΑΓΑΘΑ του ν.1642/ 1986 (ΦΕΚ Α' 125), όπως αυτές ισχύουν, τροποποιούνται και συμπληρώνονται ως εξής:
α) Η παράγραφος 64α καταργείται και στη θέση αυτής τίθενται νέες παράγραφοι 64α, 64α 1, 64β, 64γ, 64δ και 64ε, οι οποίες έχουν ως εξής:
«64α. Προϊόντα συμπύκνωσης, πολυσυμπύκνωσης και πολυπροσθήκης, τροποποιημένα ή μη, πολυμερισμένα ή μή, γραμμικά ή μή (φαινοπλάστες, αμινοπλάστες, αλκύδια, πολυεστέρες αλλυλικοί και άλλοι ακόρεστοι πολυεστέρες, σιλικόνες, κ.λπ.), σε κόκκους (Δ.Κ.ΕΧ.39.01).
64α1. Προϊόντα πολυμερισμού και συμπολυμερισμού (πολυαιθυλένιο, πολυτετραλογοναιθυλένια, πολυϊσοβουτυλένιο, πολυστυρόλη, χλωριούχο πολυβινύλιο, οξικό πολυβινύλιο, χλωροξικό πολυβινύλιο και άλλα πολυβινυλικά παράγωγα, παράγωγα πολυακρυλικά και πολυμεθακρυλικά, ρητίνες κουμαροϊνδενίου, κλπ.) σε κόκκους. Πλαστικά φύλλα κατάλληλα για κάλυψη θερμοκηπίων (Δ.Κ.ΕΧ.39.02).
64β. Αναγεννημένη κυτταρίνη, νιτρικοί, οξικοί και άλλοι εστέρες της κυτταρίνης, αιθέρες και άλλα χημικά παράγωγα της κυτταρίνης, πλαστικοποιημένα ή μή (σελλοειδίνη και κολλόδια, κυτταρινοειδές, κ.λπ.), κυτταρίνη βουλκανισμένη, σε κόκκους (Δ.Κ.ΕΧ.39.03).
64γ. Λευκοματώδεις ύλες σκληρυμένες (σκληρυμένη καζεΐνη, σκληρυμένη ζελατίνα κ.λπ.), σε κόκκους. Τεχνητά έντερα (Δ.Κ. ΕΧ.39.04).
64δ. Ρητίνες φυσικές που έχουν τροποποιηθεί σε λιώσιμο (γόμες λιωμένες), ρητίνες τεχνητές που αποκτώνται από εστεροποίηση φυσικών ρητινών και ρητινικών οξέων (γόμες - εστέρες), παράγωγα χημικά του φυσικού καουτσούκ (καουτσούκ χλωριωμένο, υδροχλωριωμένο, κυκλοποιημένο, οξειδωμένο, κ.λπ.), σε κόκκους (Δ.Κ.ΕΧ.39.05).
64ε. Άλλα υψηλά πολυμερή, ρητίνες τεχνητές και πλαστικές ύλες τεχνητές, στα οποία περιλαμβάνονται και το αλγινικό οξύ, καθώς και τα άλατα και οι εστέρες αυτού, λινοξύνη, σε κόκκους (Δ.Κ.ΕΧ.39.06)».
β) Μετά την παράγραφο 64θ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 5 του ν.1676/1986, τίθεται νέα παράγραφος 64Θ1, η οποία έχει ως εξής:
«64Θ1. Γάντια για τη χειρουργική (Δ.Κ.ΕΧ.40.13)».
γ) Μετά την παράγραφο 82α3 τίθεται νέα παράγραφος εδάφιο 82α4, η οποία έχει ως εξής:
«82α4. Προστατευτικά κράνη μοτοσυκλεττιστών (Δ.Κ.ΕΧ.65.06)».
δ) Μετά την παράγραφο 86 τίθενται δύο νέοι παράγραφοι 86α και 86β, οι οποίες έχουν ως εξής:
«86α. Αυτόματες μηχανές επεξεργασίας πληροφοριών και μονάδες (στοιχεία) αυτών. Μαγνητικές ή οπτικές διατάξεις ανάγνωσης, μηχανές εγγραφής των πληροφοριών-σε υπόθεμα με κωδικοποιημένη μορφή και μηχανές επεξεργασίας των πληροφοριών αυτών, που δεν κατονομάζονται ή δεν περιλαμβάνονται αλλού, με εξαίρεση τις αυτόματες μηχανές επεξεργασίας πληροφοριών και μονάδες (στοιχεία) αυτών, που προορίζονται για πολιτικά αεροσκάφη, τις αυτόματες μηχανές επεξεργασίας πληροφοριών και μέρη αυτών, τις διατρητικές, επαληθευτικές και υπολογιστικές μηχανές (Δ.Κ. ΕΧ. 84.53).
86β. Μέρη και εξαρτήματα των μηχανών της κλάσης 84.53 (Δ.Κ. ΕΧ. 84.55).»..
ε) Μετά την παράγραφο 95α προστίθεται νέα παράγραφος 95α1, η οποία έχει ως εξής :
«95α1. Υποθέματα εγγραφής, όπως δίσκοι, κύλινδροι, κεριά, λουρίδες, ταινίες, σύρματα κλπ., γραμμένα, που φέρουν δεδομένα ή οδηγίες, άλλα από εγγραφές εικόνων ή ήχου, του τύπου που χρησιμοποιείται στις αυτόματες μηχανές επεξεργασίας πληροφοριών (Δ.Κ. ΕΧ. 92.12)».
2. Οι διατάξεις του Παραρτήματος ΙΙΒ - ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ του ν. 1642/1986 «για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλες διατάξεις», όπως αυτές ισχύουν, τροποποιούνται και συμπληρώνονται ως εξής:
α) Η παράγραφος 7 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Εργασίες εργολάβων καθαριότητας, απολύμανσης, εκκένωσης βόθρων και λοιπών χώρων συγκέντρωσης λυμάτων, καθώς και εργασίες απόφραξης αποχετευτικών αγωγών».
β) Η παράγραφος 22 αντικαθίσταται ως εξής:
«22. Εργασίες συντήρησης και επισκευής ανελκυστήρων και καυστήρων.»
γ) Μετά την παράγραφο 34 προστίθενται νέες παράγραφοι ως εξής:
«35. Εργασίες πραγματογνωμόνων γενικά.
36. Συνδρομές για υπηρεσίες οδικής βοήθειας».
δ) Η παράγραφος 11 τροποποιείται και συμπληρώνεται ως εξής:
«11. Διαφημίσεις, διακηρύξεις, αγγελίες και δημοσιεύματα εν γένει, καθώς και μεταφράσεις».
3. Η παράγραφος 16 του Παραρτήματος ΠΙΑ - ΑΓΑΘΑ του ν.1642/1986, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«16. Δέρματα ερπετών, κροκοδείλων, σαυροειδών και άγριων ζώων γενικά, καθώς και πτηνών, ψαριών και θαλάσσιων ζώων γενικά, κατεργασμένα ή μη. Εξαιρούνται τα δέρματα δορκάδων (Δ.Κ. ΕΧ.41.01, ΕΧ.41.05, ΕΧ.41.06 και ΕΧ.41.08).».
4. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού αρχίζει από 1 Ιανουάριου 1991.
5. Η αληθινή έννοια της περίπτωσης α’ της παραγράφου 4 του άρθρου 26 του ν. 1642/1986 είναι ότι αγαθά επένδυσης νοούνται και εκείνα που εκμεταλλεύονται, σύμφωνα με το σκοπό τους, οι εταιρείες του άρθρου 2 του ν. 1665/1986.
6. Παρατείνεται για μια δεκαετία, από την κατά περίπτωση λήξη του, ο χρόνος επιβολής του ειδικού τέλους ύδρευσης και αποχέτευσης που επιβάλλεται από τις παρακάτω διατάξεις, όπως ισχύουν:
α. ν.δ.2916/1954 (ΦΕΚ Α’ 155) β. ν.δ.3843/1958, άρθρο 20, παρ.9 (ΦΕΚ Α' 148) γ. ν. 814/1978, άρθρο 67 (ΦΕΚ Α' 144) δ. ν. 1799/1988, άρθρο 5, παρ.8 (ΦΕΚ Α' 167) ε. ν. 890/1979, άρθρο 12 (ΦΕΚ Α’ 80) και π.δ. 990/1979 (ΦΕΚ Α’ 277) στ. ν.δ. 787/ 1970, άρθρο 10, παρ.5 (ΦΕΚ Α' 292) και ν. 59/1975, άρθρα 4 και 5, παρ.1 (ΦΕΚ Α’ 130).
ζ. ν. 1069/1980, άρθρο 12 (ΦΕΚ Α' 191).
7. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ιζ" του άρθρου 44 του ν. 1828/1989, όπως αντκαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 49 του ν. 1832/1989 (ΦΕΚ 54 Α), το οποίο προστέθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 24 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α), αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά για τα κάθε φύσης και μορφής κέντρα και καταστήματα όλων των περιπτώσεων της παραγράφου 6 του άρθρου 26 του παρόντος, που λειτουργούν μέσα σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις κάθε λειτουργικής μορφής και κατηγορίας, η τελευταία αυτή διάταξη αρχίζει να ισχύει από 1 Ιανουάριου 1992».
8. Η αληθινή έννοια της διατάξεως του άρθρου 6 εδ.β’ του ν. 1881/1990 είναι ότι στη ρύθμιση αυτή εμπίπτουν και υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων.
9. Η χωρίς αντάλλαγμα μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτων σε Π.Α.Ε., αθλητικά σωματεία ή ανώνυμες εταιρείες, που έχουν αποκλειστική επιδίωξη την εξυπηρέτηση αθλητικών σκοπών, απαλλάσεται από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων και κάθε άλλο φόρο, δικαίωμα ή τέλος υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου, εφ' όσον συντρέχουν αθροιστικώς οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η χρησιμοποίηση τούτων από τον αποκτώντα θα γίνεται μόνο για αθλητικούς σκοπούς και πάντοτε μη κερδοσκοπικώς, β) οι επ’ αυτών αθλητικές εγκαταστάσεις είναι αξιόλογες και η λειτουργική δυναμικότητα του όλου ακινήτου, μαζί με τις εγκαταστάσεις του, το καθιστά - προδήλως - υποδομή αναγκαία για την προετοιμασία Ολυμπιακών Αγώνων, σύμφωνα με πλήρως αιτιολογημένη για αυτά διαπιστωτική απόφαση της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού και γ) η μεταβίβαση αυτή γίνεται με τον όρο, ότι η χρήση των ακινήτων και εγκαταστάσεων τούτων θα παραχωρείται στην Γ.Γ.Α., εφ’ όσον τούτο κρίνεται από αυτήν αναγκαίο για την εκτέλεση προγράμματος προπαρασκευής Ολυμπιακών Αγώνων.
Η μη τήρηση κατά την κατάρτιση της σύμβασης δωρεάς ή η παραβίαση μετά από αυτήν των πιο πάνω προϋποθέσεων συνεπάγεται υποχρέωση καταβολής του φόρου και των λοιπών επιβαρύνσεων, από τις οποίες απαλλάχτηκε η σύμβαση κατά την κατάρτισή της, που προσδιορίζονται με βάση την αξία των μεταβιβασθέντων αντικειμένων, κατά το χρόνο της παραβίασης.
10. Στο άρθρο 15 του ν. 1642/1986 (ΦΕΚ 125 Α') προστίθεται νέα παράγραφος 7 ως εξής:
«7. Ειδικά στην πώληση εισιτηρίων αστικών συγκοινωνιών, των οποίων προβλέπεται η ακύρωση σε ειδικά μηχανήματα, ως φορολογητέα βάση λαμβάνεται η τιμή λιανικής πώλησης των εισιτηρίων χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας. Ο φόρος που αναλογεί για τις πωλήσεις αυτές καταβάλλεται από τους εκμεταλλευτές των μέσων μεταφοράς κατά το χρόνο έκδοσης του σχετικού φορολογικού στοιχείου.
Οι υποκείμενοι στο φόρο, που μεσολαβούν στη διάθεση των εισιτηρίων στο κοινό, δεν έχουν τις υποχρεώσεις του νόμου αυτού για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Η διάταξη αυτή ισχύει από 1.8.1990.»
Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου, εφ' όσον από αυτές δεν ορίζεται διαφορετικά, αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή τους ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 31 Ιουλίου 1990
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 31 Ιουλίου 1990
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ