Βλέπετε τις εγγραφές : 1 - 50, σε σύνολο 50
Βαθμίδα επαγγελματικών προσόντων
Ορισμός 1: Διαβάθμιση επαγγελματικών προσόντων εντός μιας κατηγορίας ή ειδικότητας.
Βαλβίδα
Ορισμός 1: Διάταξη με την οποία μπορεί να ελέγχεται η ροή ρευστού.
Βαλβίδα αντεπιστροφής ή ελέγχου
Ορισμός 1: Αυτόματη βαλβίδα που επιτρέπει τη ροή αερίου/υγρού μόνο προς μία κατεύθυνση.
Βαλβίδα υπερχείλισης
Ορισμός 1: Βαλβίδα που διακόπτει ή περιορίζει αυτόματα τη ροή αερίου όταν η ροή αυτή υπερβαίνει την προκαθορισμένη τιμή.
Βαρέλι πίεσης (Pressure drum)
Ορισμός 1: Ένα συγκολλημένο, μεταφερόμενο δοχείο πιέσεων με χωρητικότητα άνω των 150 λίτρων και όχι παραπάνω από 1000 λίτρα (π.χ κυλινδρικά δοχεία εφοδιασμένα με τσέρκια (στεφάνες) σπειροειδείς, δοχεία σε πέλματα και δοχεία σε πλαίσια).
Βαρέλια (Drums)
Ορισμός 1: Επίπεδων άκρων ή κυρτών άκρων κυλινδρικές συσκευασίες κατασκευασμένες από μέταλλο, ίνα, πλαστικό, κόντρα πλακέ ή άλλα κατάλληλα υλικά. Αυτός ο ορισμός επίσης περιλαμβάνει συσκευασίες άλλων σχημάτων, π.χ. κυλινδρικές συσκευασίες με κωνικό λαιμό, ή συσκευασίες σε μορφή κάδου. Ξύλινα βαρέλια και μπιτόνια δεν καλύπτονται από αυτόν τον ορισμό.
Βαρούλκο δομικών κατασκευών
Ορισμός 1: Η προσωρινώς εγκαθιστώμενη ανυψωτική διάταξη με κινητήρα που είναι εξοπλισμένη με διατάξεις ανύψωσης και καταβίβασης ανηρτημένου φορτίου.
Βαρύ πετρέλαιο (Μαζούτ, Fuel oil)
Ορισμός 1: Πετρελαιοειδές κατηγορίας ΙΙΙ, βαρέα αποστάγματα κατάλοιπα απόστασης ή μιγμάτων αυτών, χρησιμοποιούμενα σαν καύσιμο για την παραγωγή θερμότητας ή ισχύος.
Βασικά μέτρα αποφυγής μετάδοσης του κορωνοϊού - COVID-19
Ορισμός 1: Υγιεινή χεριών, χρήση αντισηπτικών, αποφυγή χειραψιών, τήρηση σωματικών αποστάσεων, αποφυγή επαφής των χεριών με το πρόσωπο και εν γένει τήρηση μέτρων προσωπικής και αναπνευστικής υγιεινής.
Βασικές απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας
Ορισμός 1: Υποχρεωτικές διατάξεις που σχετίζονται με τον σχεδιασμό και την κατασκευή των προϊόντων που καλύπτονται από το παρόν, προκειμένου να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων και, όπου ενδείκνυται, των κατοικίδιων ζώων και η προστασία των αγαθών και, κατά περίπτωση, του περιβάλλοντος.
Βασικό χρονοδιάγραμμα
Ορισμός 1: Ένα σύνολο χρήσιμων πληροφοριών για την εκτίμηση του φόρτου εργασίας και για την ιχνηλάτηση των μελετών σε μια πειραματική μονάδα.
Βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης
Ορισμός 1: Οι όροι εργασίας και απασχόλησης που θα εφαρμόζονταν αν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση και αφορούν ιδίως:
i) στη διάρκεια του χρόνου εργασίας, στις υπερωρίες, στα διαλείμματα, στις περιόδους ανάπαυσης, στη νυκτερινή εργασία, στις άδειες και στις αργίες,
ii) στις αποδοχές.
Βεβαίωση επαγγελματικής κατάρτισης
Ορισμός 1: Η βεβαίωση του άρθρου 25 παρ. 5 του Ν. 4186/2013, όπως αντικαταστάθηκε από την περ.8 της παρ.1 του άρθρου 11 του Ν. 4229/2014 (Α ́ 8), που λαμβάνουν οι απόφοιτοι προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης.
Βεβαίωση απευθείας συμμετοχής στην αγορά
Ορισμός 1: Η βεβαίωση που εκδίδει ο Διαχειριστής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εγγυήσεων Προέλευσης (Δ.Α.Π.Ε.Ε.Π.Α.Ε.) σε περίπτωση κατά την οποία ο κάτοχος του σταθμού, πριν τη θέση αυτού σε λειτουργία και εφόσον δεν έχει συνάψει Σύμβαση Λειτουργικής Ενίσχυσης, δηλώσει ότι δεν επιθυμεί τη σύναψη Σύμβασης Λειτουργικής Ενίσχυσης και ότι ο σταθμός θα λειτουργεί σύμφωνα με το άρθρο 12Α του ν. 4414/2016 (Α΄ 147), όπως ορίζει το άρθρο 25 του παρόντος.
Βεβαίωση Ενεργοποίησης Λειτουργίας (Β.Ε.Λ.)
Ορισμός 1: Η βεβαίωση την οποία εκδίδει ο αρμόδιος Διαχειριστής, μετά την πραγματοποίηση της προσωρινής σύνδεσης του σταθμού, σύμφωνα με το άρθρο 26.
Βεβαίωση Ηλέκτρισης (ΒΕ.ΗΛ.)
Ορισμός 1: Η βεβαίωση την οποία εκδίδει ο αρμόδιος Διαχειριστής, μετά τη σύνδεση του σταθμού και στην οποία αναγράφεται η ημερομηνία έναρξης της κανονικής ή δοκιμαστικής λειτουργίας του, σύμφωνα με το άρθρο 27.
Βεβαίωση καταλληλότητας
Ορισμός 1: Η διαδικασία με την οποία η αρμόδια Αρχή πιστοποιεί ότι ένας τύπος μηχανήματος έργων που δεν υπάγεται σε διαδικασία έγκρισης τύπου, τηρεί τις σχετικές διοικητικές διατάξεις και τεχνικές απαιτήσεις προκειμένου να εκδοθεί δελτίο ταξινόμησης και να χορηγηθεί άδεια και πινακίδες κυκλοφορίας για τον σκοπό ταυτοποίησης του μηχανήματος. Η βεβαίωση καταλληλότητας δεν είναι προσωποπαγής.
Βεβαίωση Καταλληλότητας Γηπέδου Υποσταθμού ή Βεβαίωση Καταλληλότητας
Ορισμός 1: Η Βεβαίωση που εκδίδεται από τον Διαχειριστή του Συστήματος, σύμφωνα με την οποία το προτεινόμενο γήπεδο για την εγκατάσταση του Υποσταθμού είναι κατάλληλο.
Βεβαίωση Καταχώρησης Πολυγώνου Εξαιρούμενου Σταθμού
Ορισμός 1: Η βεβαίωση η οποία εκδίδεται από τον Φορέα Αδειοδότησης του άρθρου 20 του ν. 4685/2020 (Α΄ 92) , μετά την ενημέρωσή του από τον κάτοχο του εξαιρούμενου σταθμού σχετικά με την ακριβή θέση εγκατάστασης του σταθμού και τη γεωγραφική απεικόνιση αυτού στο γεωπληροφοριακό σύστημα του ίδιου άρθρου.
Βεβαίωση Περάτωσης Δοκιμαστικής Λειτουργίας (Β.Π.Δ.Λ.)
Ορισμός 1: Η βεβαίωση που εκδίδει ο αρμόδιος Διαχειριστής και με την οποία πιστοποιείται ότι έχουν ολοκληρωθεί οι κατασκευές του σχετικού δικτύου σύνδεσης του σταθμού και των λοιπών αναγκαίων εγκαταστάσεων του παραγωγού για την πραγματοποίηση της σύνδεσης, με τήρηση των ελάχιστων προδιαγραφών των έργων σύνδεσης ή επέκτασης, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/631 της Επιτροπής της 14ης Απριλίου 2016 «για τη θέσπιση κώδικα δικτύου, όσον αφορά τις απαιτήσεις για τη σύνδεση ηλεκτροπαραγωγών με το δίκτυο» (L 112) και τους Κώδικες Διαχείρισης του Συστήματος ή του Δικτύου ή των Μ.Δ.Ν., και ότι έχει περατωθεί η φάση της δοκιμαστικής λειτουργίας του σταθμού, σύμφωνα με το άρθρο 27 του παρόντος.
Βεβαίωση πληρότητας αίτησης
Ορισμός 1: Η βεβαίωση η οποία εκδίδεται από τον αρμόδιο Διαχειριστή, σύμφωνα με το άρθρο 5, και με την οποία πιστοποιείται η ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση του ενδιαφερομένου για χορήγηση Οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης, κατέστη πλήρης.
Βεβαίωση τεκμηρίωσης νόμιμης χρήσης
Ορισμός 1: Η βεβαίωση, η οποία εκδίδεται από δικηγόρο της επιλογής του ενδιαφερομένου έπειτα από έλεγχο της νόμιμης χρήσης του γηπέδου ή του χώρου εγκατάστασης του σταθμού Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμού αποθήκευσης, εφόσον πρόκειται για ιδιωτική έκταση.
Βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές
Ορισμός 1: Οι βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές κατά την έννοια της παρ. 10 του άρθρου 3 της υπό στοιχεία 36060/1155/Ε103/2013 (Β’ 1450) κοινής απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
Βενζίνη
Ορισμός 1: Διυλισμένο πετρελαιοειδές Κατηγορίας Ι, κατάλληλο για τη χρήση σαν καύσιμο μηχανών ανάφλεξης με σπινθήρα.
Βία και παρενόχληση
Ορισμός 1: Στον κόσμο της εργασίας αναφέρεται σε μια σειρά από απαράδεκτες μορφές συμπεριφοράς και πρακτικές, ή απειλές αυτών, είτε εκδηλώνονται μεμονωμένα ή κατ’ επανάληψη, που αποσκοπούν, οδηγούν, ή ενδέχεται να οδηγήσουν σε σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική ή οικονομική βλάβη και περιλαμβάνει την έμφυλη βία και παρενόχληση.
Βία στην εργασία
Ορισμός 1: Επιθετική συμπεριφορά, σωματική, ψυχολογική ή λεκτική βία λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου, εντός εργασιακού χώρου, κατά τη διάρκεια και εξ αφορμής της εργασίας.
Βιβλίο συμβάντων - COVID-19
Ορισμός 1: Βιβλίο (μη θεωρημένο), το οποίο περιλαμβάνει την καταγραφή περιστατικών που συνδέονται με την πρόληψη ή αντιμετώπιση πιθανού κρούσματος.
Βιοαποδομήσιμα απόβλητα
Ορισμός 1: Κάθε απόβλητο που μπορεί να υποστεί αναερόβια ή αερόβια αποσύνθεση, όπως είναι τα απόβλητα τροφών και κηπουρικής, το χαρτί και το χαρτόνι.
Βιοαποδομήσιμες (ή βιοαποικοδομήσιμες)/λιπασματοποιήσιμες πλαστικές σακούλες μεταφοράς
Ορισμός 1: Οι πλαστικές σακούλες μεταφοράς οι οποίες, στο πλαίσιο τήρησης των απαιτήσεων των υποπερ. γδ’ και γε’ της περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 87 (Όροι και προϋποθέσεις για τη διαχείριση των συσκευασιών), υπόκεινται σε ανακύκλωση μέσω βιοαποδόμησης ή λιπασματοποίησης, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 13432 «Απαιτήσεις για συσκευασία ανακτήσιμη μέσω λιπασματοποίησης και βιοαποικοδόμησης - Σχήμα δοκιμής και κριτήρια αξιολόγησης για την τελική αποδοχή της συσκευασίας» ή με άλλο ευρωπαϊκό πρότυπο.
Βιοκτόνο
Ορισμός 1: Κάθε ουσία ή μείγμα, στη μορφή υπό την οποία παραδίδεται στον χρήστη, που περιέχει, παράγει ή αποτελείται από μια ή περισσότερες δραστικές ουσίες και προορίζεται να καταστρέφει, να εμποδίζει, να καθιστά αβλαβή, να προλαμβάνει τη δράση ή να ασκεί άλλη περιοριστική δράση σε οποιονδήποτε επιβλαβή οργανισμό με οποιοδήποτε μέσο πέραν της απλής φυσικής ή μηχανικής δράσης.
Ορισμός 2: Κάθε ουσία ή μείγμα, που παράγεται από ουσίες ή μείγματα που δεν εμπίπτουν τα ίδια στην πρώτη περίπτωση, το οποίο θα χρησιμοποιείται με σκοπό να καταστρέφει, να εμποδίζει, να καθιστά αβλαβή, να προλαμβάνει τη δράση ή να ασκεί άλλη περιοριστική δράση σε οποιονδήποτε επιβλαβή οργανισμό με οποιοδήποτε μέσο πέραν της απλής φυσικής ή μηχανικής δράσης.
Ορισμός 3: Κατεργασμένο αντικείμενο που λειτουργεί κυρίως ως βιοκτόνο θεωρείται βιοκτόνο.
Βιολογικά απόβλητα
Ορισμός 1: Τα βιοαποδομήσιμα απόβλητα κήπων και πάρκων, τα απόβλητα τροφίμων και μαγειρείων από σπίτια, γραφεία, εστιατόρια, χονδρεμπόριο, κυλικεία, παρόχους υπηρεσιών εστίασης και χώρους πωλήσεων λιανικής και τα συναφή απόβλητα από εγκαταστάσεις μεταποίησης τροφίμων.
Βιολογική /Τεχνική ονομασία (Biological/ technical name)
Ορισμός 1: Κάθε ονομασία που χρησιμοποιείται επί του παρόντος σε επιστημονικά και τεχνικά εγχειρίδια, περιοδικά και κείμενα. Εμπορικές ονομασίες δεν θα χρησιμοποιούνται γι αυτό το σκοπό.
Βιολογική οριακή τιμή
Ορισμός 1: Το όριο της συγκέντρωσης, σε κατάλληλο βιολογικό μέσο, καρκινογόνου παράγοντα, μεταλλαξιογόνου παράγοντα ή τοξικής για την αναπαραγωγή ουσίας, μεταβολίτη τους ή ενός δείκτη επίδρασης.
Ορισμός 2: Το όριο της συγκέντρωσης, εντός του συγκεκριμένου βιολογικού μέσου, του εκάστοτε χημικού παράγοντα, του μεταβολίτη του, ή ενός δείκτη επίδρασης.
Βιολογικοί παράγοντες
Ορισμός 1: Οι μικροοργανισμοί, μεταξύ των οποίων και οι γενετικά τροποποιημένοι, οι κυτταροκαλλιέργειες και τα ενδοπαράσιτα του ανθρώπου, που είναι δυνατόν να προκαλέσουν οποιαδήποτε μόλυνση, αλλεργία ή τοξικότητα.
Βιολογικός παράγοντας της ομάδας 1
Ορισμός 1: Ο βιολογικός παράγοντας που είναι απίθανο να προκαλέσει ασθένεια στον άνθρωπο.
Βιολογικός παράγοντας της ομάδας 2
Ορισμός 1: Είναι ο παράγοντας που μπορεί να προκαλέσει ασθένεια στον άνθρωπο και ενδέχεται να συνιστά κίνδυνο για τους εργαζόμενους, ενώ δεν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εξαπλωθεί στο κοινωνικό σύνολο. Γενικώς υπάρχει αποτελεσματική προληπτική ή θεραπευτική αγωγή.
Βιολογικός παράγοντας της ομάδας 3
Ορισμός 1: Είναι ο παράγοντας που μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ασθένεια στον άνθρωπο και συνιστά σοβαρό κίνδυνο για τους εργαζόμενους. Ενδέχεται να υπάρχει κίνδυνος να διαδοθεί στο κοινωνικό σύνολο, αλλά, γενικώς υπάρχει αποτελεσματική προληπτική ή θεραπευτική αγωγή.
Βιολογικός παράγοντας της ομάδας 4
Ορισμός 1: Είναι ο παράγοντας που προκαλεί σοβαρή ασθένεια στον άνθρωπο και συνιστά σοβαρό κίνδυνο για τους εργαζόμενους, ενδέχεται να παρουσιάζει υψηλό κίνδυνο διάδοσης στο κοινωνικό σύνολο και για τον οποίο συνήθως δεν υπάρχει αποτελεσματική προληπτική ή θεραπευτική αγωγή.
Βιομεθάνιο
Ορισμός 1: Το ανανεώσιμο αέριο καύσιμο που προκύπτει από την αναβάθμιση βιοαερίου, το οποίο παράγεται από διάφορες βιομηχανικές ή κτηνοτροφικές μονάδες, από οργανικές ύλες όπως ανθρώπινα και ζωικά απόβλητα/λύματα, απορρίμματα τροφών, απόβλητα αποστακτηρίων ή γεωργικές ύλες κ.α. και ακολούθως υφίσταται διαδικασία ειδικού καθαρισμού ώστε να αφαιρεθεί το διοξείδιο του άνθρακα, το νερό, το υδρόθειο και τα ξένα σωματίδια, μετατρεπόμενο σε βιομεθάνιο.
Βιοµηχανικά απόβλητα
Ορισμός 1: Καλούνται ειδικώτερον τα απόβλητα υγρά των διαφόρων βιοµηχανιών ή άλλων εγκαταστάσεων, τα περιέχοντα ή µη υπολείµµατα των υπ’ αυτών χρησιµοποιουµένων ή παραγοµένων υλών, ουχί δε απόβλητα εκ χώρων εξυπηρετήσεως του προσωπικού, ως αποχωρητηρίων, λουτρών, πλυντηρίων, µαγειρείων.
Βιομηχανικά όργανα παρακολούθησης και ελέγχου
Ορισμός 1: Τα όργανα παρακολούθησης και ελέγχου που έχουν σχεδιαστεί αποκλειστικά για βιομηχανική ή επαγγελματική χρήση.
Βιομηχανικό προσωπικό (IP)
Ορισμός 1: Όλα τα άτομα που μεταφέρονται ή ενδιαιτούνται στο πλοίο για σκοπούς υπεράκτιων βιομηχανικών δραστηριοτήτων που εκτελούν άλλα πλοία ή/και υπεράκτιες εγκαταστάσεις.
Βιώσιμη ανάπτυξη
Ορισμός 1: Η ανάπτυξη που συνθέτει και σταθμίζει κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς στόχους με σκοπό την:
αα) επίτευξη διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης με τη δημιουργία ισχυρής παραγωγικής βάσης και έμφαση στην καινοτομία και την αύξηση της απασχόλησης,
ββ) εδαφική και κοινωνική συνοχή, δίκαιη κατανομή πόρων και άρση των αποκλεισμών,
γγ) προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας, του τοπίου και την αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων.
Ορισμός 2: Ορίζονται οι οικονομικές δραστηριότητες, εμπορικές ή ανταλλακτικές, που προωθούν την αειφορία του περιβάλλοντος, την κοινωνική και οικονομική ισότητα, καθώς και την ισότητα των φύλων, προστατεύουν και αναπτύσσουν τα κοινά αγαθά και προωθούν τη διαγενεακή και πολυπολιτισμική συμφιλίωση, δίνοντας έμφαση στις ιδιαιτερότητες των τοπικών κοινωνιών.
Βιώσιμη χωρική ανάπτυξη
Ορισμός 1: Οι χωρικές, εδαφικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς και αυτές που σχετίζονται με την ορθολογική οργάνωση του χώρου.
Βλάβη της υγείας
Ορισμός 1: Η μείωση της διάρκειας και της ποιότητας της ζωής που εμφανίζεται σε έναν πληθυσμό ύστερα από έκθεση, μεταξύ άλλων που οφείλεται σε αντιδράσεις των ιστών, καρκίνο και σε σοβαρές γενετικές διαταραχές.
Βοηθητικές εργασίες με αμίαντο
Ορισμός 1: Οι εργασίες οι οποίες αφενός συνδέονται με τις εργασίες διαχείρισης αμιάντου και αφετέρου εκτιμάται ότι κατά τη διάρκεια εκτέλεσής τους οι εργαζόμενοι δύναται να εκτεθούν σε σκόνη αμιάντου ή αμιαντούχων υλικών [συναρμολόγηση και αποσυναρμολόγηση σταθερών ικριωμάτων, συντήρηση αντλιών τύπου NPU (Negative Pressure Unit) στο χώρο εκτέλεσης εργασιών διαχείρισης αμιάντου, καθαρισμός του χώρου εργασίας και του εξοπλισμού εργασίας, εργασίες αποκλεισμού της περιοχής που θα εκτελεστούν οι εργασίες διαχείρισης αμιάντου, συναρμολόγηση και αποσυναρμολόγηση μονάδας απορρύπανσης και σύνδεση/αποσύνδεση αυτής με την αποκλεισμένη περιοχή διαχείρισης αμιάντου.
Βοηθός (attendant)
Ορισμός 1: Εκπαιδευμένο άτομο που εργάζεται κάτω από την επίβλεψη ενός «χειριστή» για να βοηθάει στη λειτουργία μιας διάταξης ψυχαγωγίας που διατίθεται σε χρήση για το κοινό.
Βραχεία αποκατάσταση
Ορισμός 1: Περιλαμβάνει δράσεις μετά από μία καταστροφή με στόχο την αποκατάσταση ή τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης κατά τις πρώτες ώρες και ημέρες μετά την εκδήλωσή της.
Βραχυπρόθεσμη μελέτη
Ορισμός 1: Μια μελέτη μικρής διάρκειας η οποία πραγματοποιείται με τρέχουσες τεχνικές, ευρέως χρησιμοποιούμενες.
Βρωμοχλωροδιφθορομεθάνιο (BCF)
Ορισμός 1: Ένας τύπος βαρέως αερίου που χρησιμοποιείται ως μέσο κατάσβεσης της πυρκαγιάς.