Βλέπετε τις εγγραφές : 1 - 50, σε σύνολο 136
Παθητική πυροπροστασία
Ορισμός 1: Το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται για την εξασφάλιση της έγκαιρης και ασφαλούς διαφυγής του κοινού από το κτίριο σε περίπτωση πυρκαγιάς, την αποφυγή κατάρρευσής του καθώς και την αποφυγή μετάδοσης αυτής σε άλλους χώρους ή άλλα κτίρια.
Παιδί
Ορισμός 1: Κάθε νέος ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας ή ο οποίος υπόκειται ακόμη σε υποχρεωτική σχολική φοίτηση κατά τις κείμενες περί αυτής διατάξεις.
Παραβάσεις ήσσονος σημασίας
Ορισμός 1: Μικρές ελλείψεις, παραλείψεις, αποκλίσεις ή παραβάσεις από τα οριζόμενα σε εγκεκριμένη, θεωρημένη ή αρχειοθετημένη μελέτη ή στην ισχύουσα νομοθεσία πυροπροστασίας. Ενδεικτικά και όχι περιοριστικά αναφέρονται η έλλειψη ή μη συντήρηση/καλή λειτουργία φορητών και λοιπών μέσων ενεργητικής πυροπροστασίας, καθώς και παραβάσεις ή παραλείψεις που δύναται να διορθωθούν σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Παράγοντας
Ορισμός 1: Κάθε φυσικός, χημικός και βιολογικός παράγοντας, που ενυπάρχει κατά την εργασία και μπορεί να είναι επιβλαβής στην υγεία των εργαζομένων ή επικίνδυνος από άλλη άποψη, ανεξάρτητα από τη φυσική του κατάσταση.
Παραγωγή
Ορισμός 1: Σημαίνει την υπεράκτια εξόρυξη υδρογονανθράκων από τα υπόγεια στρώματα της περιοχής αδειοδότησης, συμπεριλαμβανομένων της υπεράκτιας επεξεργασίας υδρογονανθράκων και της μεταφοράς τους μέσω συνδεδεμένης υποδομής.
Παραγωγική εγκατάσταση
Ορισμός 1: Σημαίνει εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για την παραγωγή.
Παραγωγός
Ορισμός 1: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο του οποίου η δραστηριότητα παράγει επικίνδυνα απόβλητα («αρχικός παραγωγός») ή/και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο πραγματοποιεί εργασίες προεπεξεργασίας, ανάμειξης και σύνθεσης ή άλλες, που οδηγούν σε μεταβολή της φύσης ή της σύνθεσης των αποβλήτων αυτών.
Παραγωγός αποβλήτων
Ορισμός 1: Κάθε πρόσωπο, του οποίου οι δραστηριότητες παράγουν απόβλητα, δηλαδή αρχικός παραγωγός αποβλήτων, ή κάθε πρόσωπο που πραγματοποιεί εργασίες προεπεξεργασίας, ανάμειξης ή άλλες, οι οποίες οδηγούν σε μεταβολή της φύσης ή της σύνθεσης των αποβλήτων αυτών.
Παραγωγός επεξεργασμένης ιλύος
Ορισμός 1: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει την ευθύνη λειτουργίας της εγκατάστασης επεξεργασίας της ιλύος, προκειμένου η επεξεργασμένη ιλύς να καταστεί κατάλληλη για να χρησιμοποιηθεί στη γεωργία και στην αποκατάσταση του εδάφους.
Παραγωγός πλαστικής σακούλας μεταφοράς
Ορισμός 1: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εισάγει ή κατασκευάζει πλαστικές σακούλες μεταφοράς οι οποίες, μέσω των διακινητών/διανομέων ή των εμπόρων, προορίζονται να καταλήξουν στον καταναλωτή για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή προϊόντων.
Παράκτια ζώνη
Ορισμός 1: Η γεωμορφολογική περιοχή εκατέρωθεν της ακτογραμμής, στην οποία η αλληλεπίδραση μεταξύ του θαλάσσιου και του χερσαίου τμήματος αποκτά τη μορφή πολύπλοκων συστημάτων οικολογικών στοιχείων και πόρων αποτελούμενων από βιοτικές και αβιοτικές συνιστώσες που συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν με τις ανθρώπινες κοινότητες και τις σχετικές κοινωνικοοικονομικές δραστηριότητες.
Παράνομα διαμένων πολίτης τρίτης χώρας
Ορισμός 1: Ο πολίτης τρίτης χώρας που βρίσκεται στην Ελληνική Επικράτεια ο οποίος δεν πληροί ή δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις διαμονής σε αυτήν.
Παράνομη απασχόληση
Ορισμός 1: Η απασχόληση παράνομα διαμένοντος πολίτη τρίτης χώρας.
Παρέκκλιση από το σχέδιο μελέτης
Ορισμός 1: Μια ακούσια απομάκρυνση από το σχέδιο μελέτης μετά την ημερομηνία έναρξης της μελέτης.
Παρέκκλιση ή ήσσων ανωμαλία
Ορισμός 1: Ανατομική διαφορά που θεωρείται ότι έχει μικρή ή μη επιζήμια επίδραση στο ζώο. Μπορεί να έχει μεταβατικό χαρακτήρα και να εμφανίζεται σχετικά συχνά στον πληθυσμό –μάρτυρα.
Παρενόχληση
Ορισμός 1: Κάθε ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου ενός προσώπου, με σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειάς του και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος.
Παρέχων το χώρο
Ορισμός 1: Ο ιδιοκτήτης ή ο εκμεταλλευόμενος τον χώρο ή τις εγκαταστάσεις όπου εκτελείται ναυπηγοεπισκευαστικό έργο.
Παροχή όδευσης διαφυγής
Ορισμός 1: Είναι ο αριθμός των ατόμων που είναι δυνατό να διαφύγει έγκαιρα, σε περίπτωση πυρκαγιάς, χρησιμοποιώντας αυτήν την όδευση.
Παρτίδα
Ορισμός 1: Μια συγκεκριμένη ποσότητα ή μέρος του ελεγχόμενου στοιχείου ή του στοιχείου αναφοράς που έχει παραχθεί κατά τη διάρκεια καθορισμένου κύκλου παραγωγής κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να αναμένεται ότι είναι ομοιόμορφου χαρακτήρα και θα πρέπει να θεωρείται ως τέτοιο.
Πειραματική μονάδα
Ορισμός 1: Tα άτομα, οι χώροι και ο εξοπλισμός που απαιτούνται για τη διεξαγωγή μιας μη κλινικής μελέτης για την ασφάλεια της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Για τις μελέτες που διεξάγονται σε περισσότερους από έναν τόπους, η πειραματική μονάδα περιλαμβάνει τον τόπο που εδρεύει ο διευθυντής μελέτης και όλους τους άλλους επιμέρους τόπους διεξαγωγής δοκιμών, οι οποίοι δύναται να θεωρηθούν συνολικά ή αυτοτελώς σαν πειραματικές μονάδες.
Πειραματικό σύστημα
Ορισμός 1: Οιοδήποτε βιολογικό, χημικό ή φυσικό σύστημα που χρησιμοποιείται σε μια μελέτη, καθώς και οι συνδυασμοί τους.
Πεπιεσμένο φυσικό αέριο (ΠΦΑ ή CNG)
Ορισμός 1: Κάθε προϊόν που αποτελείται από τον υδρογονάνθρακα μεθάνιο και αποθηκεύεται υπό πίεση. Το CNG πρέπει να πληροί τις σχετικές κρατικές προδιαγραφές όπως αυτές εκάστοτε ισχύουν.
Περιβαλλοντική επιθεώρηση
Ορισμός 1: Η προληπτική, τακτική ή έκτακτη επιθεώρηση που πραγματοποιείται για τον έλεγχο της τήρησης των όρων των Αποφάσεων Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ) ή των Πρότυπων Περιβαλλοντικών Δεσμεύσεων (ΠΠΔ) και της εν γένει περιβαλλοντικής νομοθεσίας (ν. 4014/2011, Α’ 209), που ιδίως περιλαμβάνει επιτόπιες επισκέψεις, έλεγχο της επίτευξης των προτύπων περιβαλλοντικής ποιότητας, εξέταση εκθέσεων και δηλώσεων περιβαλλοντικού ελέγχου, εξέταση και έλεγχο των κατ’ ιδίαν εκτελούμενων επιθεωρήσεων από ή εξ ονόματος των διοικήσεων των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων, αξιολόγηση των δραστηριοτήτων και των εργασιών που εκτελούνται στην ελεγχόμενη εγκατάσταση, έλεγχο των χώρων και του σχετικού εξοπλισμού (συμπεριλαμβανομένης της καταλληλόλητας της συντήρησής του), έλεγχο της καταλληλόλητας της επιτόπιας περιβαλλοντικής διαχείρισης και έλεγχο των σχετικών αρχείων που τηρούν οι διοικήσεις των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων, σύμφωνα με τη Σύσταση 2001/331/ΕΚ για τον καθορισμό ελάχιστων κριτηρίων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη.
Ορισμός 2: Η τακτική ή έκτακτη επιθεώρηση που πραγματοποιείται για τον έλεγχο της τήρησης των όρων των Αποφάσεων Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ) ή των Πρότυπων Περιβαλλοντικών Δεσμεύσεων (ΠΠΔ) και της εν γένει περιβαλλοντικής νομοθεσίας (ν. 4014/2011), που ιδίως περιλαμβάνει επιτόπιες επισκέψεις, έλεγχο της επίτευξης των προτύπων περιβαλλοντικής ποιότητας, εξέταση εκθέσεων και δηλώσεων περιβαλλοντικού ελέγχου, εξέταση και έλεγχο των κατ’ ιδίαν εκτελούμενων επιθεωρήσεων από ή εξ ονόματος των διοικήσεων των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων, αξιολόγηση των δραστηριοτήτων και των εργασιών που εκτελούνται στην ελεγχόμενη εγκατάσταση, έλεγχο των χώρων και του σχετικού εξοπλισμού (συμπεριλαμβανομένης της καταλληλότητας της συντήρησής του), έλεγχο της καταλληλότητας της επιτόπιας περιβαλλοντικής διαχείρισης και έλεγχο των σχετικών αρχείων που τηρούν οι διοικήσεις των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων, σύμφωνα με τη Σύσταση 2001/331/ΕΚ για τον καθορισμό ελάχιστων κριτηρίων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη.
Περιβαλλοντική ζημία
Ορισμός 1: α) η ζημία σε προστατευόμενα είδη και φυσικούς οικοτόπους, ήτοι οποιαδήποτε ζημία έχει σημαντικά δυσμενείς συνέπειες για την επίτευξη ή τη διαφύλαξη της ευνοϊκής κατάστασης διατήρησης αυτών των οικοτόπων ή ειδών. Η σημασία αυτών των συνεπειών πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με την αρχική κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα I του άρθρου 21.
Δεν υπάγονται στην έννοια της ανωτέρω ζημίας και επομένως εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος διατάγματος, οι δυσμενείς συνέπειες σε προστατευόμενα είδη και φυσικούς οικοτόπους, οι οποίες είχαν προσδιορισθεί και προβλεφθεί σε απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, μόνον αν η απόφαση αυτή είναι σύμφωνη προς τους ειδικούς όρους και προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 παρ. 2 ή στο άρθρο 14 της υπ’ αριθμ. 33318/3028/1998 κοινής υπουργικής απόφαση, όπως ισχύει, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 4 και 16 αντίστοιχα της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ ή στο άρθρο 9 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ. Τα ανωτέρω ισχύουν επίσης και όταν πρόκειται για οικοτόπους και είδη που δεν καλύπτονται από το κοινοτικό δίκαιο, αλλά από αντίστοιχες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας.
β) Ζημία των υδάτων, ήτοι οποιαδήποτε ζημία επηρεάζει δυσμενώς, την οικολογική, χημική ή/και ποσοτική κατάσταση, ή/και το οικολογικό δυναμικό των υδάτων, σύμφωνα με το ν. 3199/2003 και το π.δ. 51/2007, που εκδόθηκαν σε συμμόρφωση με την οδηγία 2000/60/ΕΚ, εξαιρουμένων των δυσμενών επιπτώσεων στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 4 παρ. 7 του ανωτέρω π.δ.
γ) Ζημία του εδάφους, ήτοι οποιαδήποτε μόλυνση του εδάφους η οποία δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο δυσμενών συνεπειών για την ανθρώπινη υγεία, ως αποτέλεσμα της άμεσης ή έμμεσης εισαγωγής εντός του εδάφους, επί του εδάφους ή στο υπέδαφος, ουσιών, παρασκευασμάτων, οργανισμών ή μικροοργανισμών.
Περιβαλλοντικός θόρυβος
Ορισμός 1: Οι ανεπιθύμητοι ή επιβλαβείς θόρυβοι στις αστικές περιοχές και στο ύπαιθρο που δημιουργούνται από ανθρώπινες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των θορύβων που εκπέμπονται από μεταφορικά μέσα, από οδικές, σιδηροδρομικές και αεροπορικές μεταφορές και από χώρους βιομηχανικής δραστηριότητας όπως ορίζονται στο παράρτημα IΙ του άρθρου 5 της υπ’ αριθ. Η.Π. 15393/2332/2002 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄ 1022).
Περιβαλλοντικός στόχος
Ορισμός 1: Η ποιοτική ή ποσοτική αναφορά στην επιθυμητή κατάσταση των διαφόρων συστατικών των θαλάσσιων υδάτων και των πιέσεων και επιδράσεων στα ύδατα αυτά, σε κάθε συγκεκριμένη
θαλάσσια υποπεριοχή. Οι περιβαλλοντικοί στόχοι καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 10 (Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια -Αντικατάσταση του άρθρου 7 του ν. 4447/2016 - Εξουσιοδοτική διάταξη).
Περίγραμμα πρατηρίου
Ορισμός 1: Η οριακή γραμμή περίφραξης του πρατηρίου, συμπληρωμένη με τη νοητή γραμμή περίφραξης της πρόσοψης του οικοπέδου ή γηπέδου αυτού, παράλληλα προς τον άξονα της οδού και σύμφωνα με τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας.
Περιέκτης ή φιάλη/κύλινδρος
Ορισμός 1: Κάθε σύστημα αποθήκευσης που χρησιμοποιείται για CNG (εφεξής καλούμενη «φιάλη» και νοείται είτε η μεμονωμένη φιάλη είτε το σύνολο των φιαλών που τοποθετούνται στο όχημα).
Περιεκτικότητα σε υγρασία
Ορισμός 1: Η αναλογία αντιπροσωπευτικού δείγματος που αποτελείται από νερό, πάγο ή άλλο υγρό, εκφραζόμενη ως ποσοστό της συνολικής υγρής μάζας του δείγματος αυτού.
Περιθώριο ανοχής
Ορισμός 1: Το ποσοστό της οριακής τιμής κατά το οποίο επιτρέπεται να γίνεται υπέρβασή της σύμφωνα με τους όρους της παρούσας οδηγίας.
Περιοδεύουσα διάταξη ψυχαγωγίας (temporarily installed amusement device)
Ορισμός 1: Διάταξη ψυχαγωγίας που έχει σχεδιαστεί για εγκατάσταση και αποσυναρμολόγηση, η περίοδος εγκατάστασης της οποίας δεν υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που ορίζει η ισχύουσα νομοθεσία.
Περιοδικός τεχνικός έλεγχος
Ορισμός 1: Ο έλεγχος που διενεργείται από αναγνωρισμένο φορέα ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 5 της παρούσας απόφασης, σε τακτά χρονικά διαστήματα, τα οποία καθορίζονται στην παρ. 7 του άρθρου 3 και στο Παράρτημα Ι της παρούσας.
Περίοδοι υποχρέωσης διαθεσιμότητας
Ορισμός 1: - οι περίοδοι πέραν των διαλειμμάτων και του χρόνου ανάπαυσης, κατά τις οποίες ο μετακινούμενος εργαζόμενος δεν οφείλει μεν να παραμένει στον τόπο εργασίας του, πρέπει όμως να είναι διαθέσιμος για να ανταποκρίνεται σε ενδεχόμενες κλήσεις για ανάληψη ή συνέχιση της οδήγησης ή για εκτέλεση άλλων εργασιών. Ειδικότερα ως περίοδοι υποχρέωσης διαθεσιμότητας νοούνται οι περίοδοι κατά τις οποίες ο μετακινούμενος εργαζόμενος συνοδεύει όχημα μεταφερόμενο με οχηματαγωγό ή με τραίνο, καθώς και οι περίοδοι αναμονής στα σύνορα και αυτές που οφείλονται σε απαγορεύσεις της κυκλοφορίας. Οι περίοδοι αυτές και η προβλεπόμενη διάρκειά τους πρέπει να γνωστοποιούνται εκ των προτέρων στον μετακινούμενο εργαζόμενο, είτε πριν από την αναχώρηση ή ακριβώς πριν από την πραγματική έναρξη της εν λόγω περιόδου, είτε σύμφωνα με τους γενικούς όρους που έχουν συμφωνηθεί με τους κοινωνικούς εταίρους ή /και σύμφωνα με τους όρους οι οποίοι ορίζονται στη κείμενη εθνική νομοθεσία,
- για τους μετακινούμενους εργαζομένους οι οποίοι οδηγούν εκ περιτροπής, ο χρόνος κατά τον οποίο ο εργαζόμενος ευρίσκεται στη θέση του συνοδηγού ή σε κουκέτα, ενώ το όχημα ευρίσκεται εν κινήσει.
Περίοδος ανάπαυσης
Ορισμός 1: Κάθε χρονική περίοδος εκτός χρόνου εργασίας.
Περίοδος εμπορίας
Ορισμός 1: Η οκταετής περίοδος για δικαιώματα που εκδίδονται από την 1η Ιανουαρίου 2013 και η δεκαετής περίοδος για δικαιώματα που εκδίδονται από την 1η Ιανουαρίου 2021, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20.
Ορισμός 2: Η οκταετής περίοδος που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 20 (Τα δικαιώματα που εκχωρούνται από την 1η Ιανουαρίου 2013 και εντεύθεν, ισχύουν για εκπομπές οκταετών περιόδων εμπορίας, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2013).
Περιορισμοί
Ορισμός 1: Οι υποχρεώσεις που τίθενται προς τους συμμετέχοντες ή και τους προτιθέμενους να συμμετάσχουν στη συνάθροιση, μέσω σχετικών, προφορικών ή γραπτών, υποδείξεων της αστυνομικής ή λιμενικής αρχής να ασκήσουν το δικαίωμά τους σύμφωνα με τις συστάσεις της. Περιορισμοί, είναι ιδίως η κατάληψη μέρους μόνον του οδοστρώματος ή άλλου δημόσιου ανοικτού μη περιτοιχισμένου χώρου, η μερική διαφοροποίηση της διαδρομής κινούμενης συνάθροισης, η αποβολή και απομάκρυνση από τον χώρο της συνάθροισης ατόμων τα οποία φέρουν αντικείμενα και εκδηλώνουν συμπεριφορές που θέτουν σε διακινδύνευση την ανθρώπινη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα ή τα περιουσιακά δικαιώματα των πολιτών ή τη δημόσια περιουσία ή εμποδίζουν την ακώλυτη άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι των συναθροισθέντων και την ομαλή εξέλιξη της συνάθροισης, καθώς και η μη παρακώλυση της κυκλοφορίας και της πρόσβασης σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς κοινής ωφέλειας και νοσηλευτικά ιδρύματα.
Περιοριστικό Επίπεδο Δόσης
Ορισμός 1: Το πιθανό ανώτατο επίπεδο των μεμονωμένων δόσεων που χρησιμοποιείται για να καθοριστεί το εύρος επιλογών που εξετάζονται κατά τη διαδικασία βελτιστοποίησης για μια δεδομένη πηγή ακτινοβολίας σε μια κατάσταση σχεδιασμένης έκθεσης.
Περιοχή αδειοδότησης
Ορισμός 1: Σημαίνει τη γεωγραφική περιοχή που καλύπτεται από την άδεια.
Περιοχή διαχείρισης εκπομπών ρύπων ή ΡΕΜΑ
Ορισμός 1: Μια περιοχή που προσδιορίζεται στο παράρτημα III, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 9 του άρθρου 3.
Περιοχή Οργανωμένης Ανάπτυξης ΥΑΠ (ΠΟΑΥΑΠ)
Περιστατικό ρύπανσης από επικίνδυνες και επιβλαβείς ουσίες
Ορισμός 1: Ένα περιστατικό ή σειρά περιστατικών που έχουν κοινή προέλευση, συμπεριλαμβανομένης και πυρκαγιάς ή έκρηξης το οποίο προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει απόρριψη, διαφυγή ή εκπομπή επικίνδυνων και επιβλαβών ουσιών και ενδέχεται να αποτελέσει απειλή για το θαλάσσιο περιβάλλον ή τις ακτές ή τα συναφή συμφέροντα ενός ή περισσοτέρων Κρατών και το οποίο απαιτεί κατεπείγουσες ενέργειες ή άμεση αντιμετώπιση.
Περιστατικό ρύπανσης από πετρέλαιο
Ορισμός 1: Ένα περιστατικό ή σειρά περιστατικών που έχουν κοινή προέλευση, το οποίο προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει απόρριψη πετρελαίου, η οποία αποτελεί ή πιθανόν να αποτελέσει απειλή για το θαλάσσιο περιβάλλον ή τις ακτές και το οποίο απαιτεί κατεπείγουσες ενέργειες ή άλλη άμεση αντιμετώπιση.
Περιστροφικός εκθαμνωτής
Ορισμός 1: Φορητή χειροκατευθυνόμενη συσκευή με κινητήρα εσωτερικής καύσης, εξοπλισμένη με περιστρεφόμενη λεπίδα από μέταλλο ή πλαστικό, που προορίζεται για την κοπή ζιζανίων, θάμνων, μικρών δένδρων και παρόμοιας βλάστησης. Η διάταξη κοπής λειτουργεί σε επίπεδο σχεδόν παράλληλο με το έδαφος.
Πετρέλαιο
Ορισμός 1: Κάθε τύπος πετρελαίου σε οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένου του αργού πετρελαίου, του καύσιμου πετρελαίου, των βαρέων καταλοίπων, των αποβλήτων πετρελαίου, των προϊόντων διύλισης αυτού, καθώς και κάθε μίγμα που περιέχει πετρέλαιο συμπεριλαμβανομένων και των απορριμμάτων με πετρέλαιο.
Πετρέλαιο θέρμανσης
Ορισμός 1: Απόσταγμα πετρελαίου ή κατάλοιπα που χρησιμοποιούνται σαν καύσιμα για την παραγωγή θερμότητας, διακρινόμενα από εκείνα που προορίζονται για την παραγωγή ισχύος.
Πηγή
Ορισμός 1: Κάθε διεργασία, δραστηριότητα ή μηχανισμός που ελευθερώνει στην ατμόσφαιρα αέριο θερμοκηπίου, αερόλυμα ή πρόδρομη ουσία αερίου θερμοκηπίου.
Ορισμός 2: Συσκευή ή ραδιενεργός ουσία ή εγκατάσταση ικανή να εκπέμπει ιοντίζουσες ακτινοβολίες ή ραδιενεργές ουσίες.
Πηγή αποβλήτων
Ορισμός 1: Ένα διακριτό τμήμα της υγειονομικής μονάδας (ΥΜ) (σημείο ή διεργασία) από το οποίο παράγονται απόβλητα.
Πηγή κινδύνου (ή παράγοντας κινδύνου)
Ορισμός 1: Η κατάσταση ή η ενέργεια με πιθανότητα πρόκλησης βλάβης από την άποψη του ανθρώπινου τραυματισμού ή της ασθένειας, ή ένας συνδυασμός αυτών, δηλαδή οτιδήποτε υπάρχει στο χώρο εργασίας που έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει τραυματισμό ή βλάβη στην υγεία των εργαζομένων (αντίστοιχα, εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια).
Ορισμός 2: H εγγενής ιδιότητα ή ικανότητα κάποιου στοιχείου (π.χ. υλικών εργασίας, εξοπλισµού, µεθόδων και πρακτικών εργασίας) που ενδέχεται να προκαλέσει βλάβη.
Ορισμός 3: Βιολογικός, χημικός, φυσικός ή ραδιολογικός παράγοντας στο νερό, ή άλλη πτυχή της κατάστασης του νερού, με δυνατότητα πρόκλησης βλάβης στην ανθρώπινη υγεία.
Πηδαλιόσχημο σήμα
Ορισμός 1: Το σύμβολο που αναφέρεται στο άρθρο 9 και παρατίθεται στο παράρτημα I ή, κατά περίπτωση, η ηλεκτρονική ετικέτα που αναφέρεται στο άρθρο 11.