Βλέπετε τις εγγραφές : 151 - 200, σε σύνολο 1064
Απόσταση ασφαλείας
Ορισμός 1: Η ελάχιστη απόσταση που απαιτείται, μεταξύ των επικίνδυνων στοιχείων του Σταθμού, για την αποφυγή ατυχημάτων.
Απόσυρση
Ορισμός 1: Κάθε μέτρο που αποσκοπεί να αποτρέψει τη διαθεσιμότητα στην αγορά ενός προϊόντος της αλυσίδας εφοδιασμού.
Αποτελεσματικότητα αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδας
Ορισμός 1: Σημαίνει τη δυνατότητα των συστημάτων αντιμετώπισης διαρροής να λειτουργήσουν επιχειρησιακά σε περίπτωση εμφάνισης πετρελαιοκηλίδας, λαμβάνοντας υπόψη την ανάλυση της συχνότητας εμφάνισης, της διάρκειας και του χρόνου εμφάνισης των περιβαλλοντικών συνθηκών που θα καθιστούσαν αδύνατη την επιχειρησιακή λειτουργία των συστημάτων αυτών. Η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδας πρέπει να εκφράζεται ως ποσοστό του χρόνου κατά τον οποίο δεν υφίστανται τέτοιες συνθήκες και πρέπει να περιλαμβάνει περιγραφή των περιορισμών που τίθενται στη λειτουργία των εν λόγω εγκαταστάσεων ως αποτέλεσμα αυτής της εκτίμησης.
Αποτύπωμα
Ορισμός 1: Η αποτύπωση με οποιοδήποτε τεχνικό τρόπο στοιχείων χαραγμένων επί του πλαισίου ή του κινητήρα (στάμπο, φωτογραφία κ.λπ).
Απόφαση Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης
Ορισμός 1: Η Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων για έργα της κατηγορίας Α΄, η υπαγωγή σε Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις για έργα της κατηγορίας Β΄, καθώς και η απαλλαγή της περ. 6 από τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης για τα έργα που απαλλάσσονται από αυτή βάσει του ν. 4014/2011 .
Απροστάτευτη όδευση διαφυγής
Ορισμός 1: Το πρώτο τμήμα μιας όδευσης διαφυγής, που περιβάλλεται από δομικά στοιχεία χωρίς ειδικές απαιτήσεις πυραντίστασης και καταλήγει σε έξοδο κινδύνου.
Αριθμός εργαζομένων που θίγονται
Ορισμός 1: Ο αριθμός των εργαζομένων που αφορά η διαπιστωθείσα παράβαση στον ελεγχόμενο τόπο εργασίας (έδρα, υποκατάστημα, παράρτημα κτλ).
Αριθμός εργαζομένων
Ορισμός 1: Το σύνολο των εργαζομένων σε όλα τα παραρτήματα, υποκαταστήματα, χωριστές εγκαταστάσεις ή αυτοτελείς εκμεταλλεύσεις της κύριας επιχείρησης.
Ορισμός 2: Νοείται αποκλειστικά ο αριθμός όσων απασχολούνται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μόνο στον ελεγχόμενο τόπο εργασίας (έδρα, υποκατάστημα, παράρτημα, κτλ), στοιχείο που καθορίζει το μέγεθος της επιχείρησης.
Αρμόδια αρχή
Ορισμός 1: Η υπηρεσία η οποία ασκεί τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στα άρθρα 246-255 (Απόσπαση εργαζομένων) και στα άρθρα 258 (Επίβλεψη και έλεγχος εφαρμογής), 259 (Αρμόδιο όργανο παροχής υπηρεσιών) και 265 έως 270 (Διασυνοριακή εκτέλεση αποφάσεων).
Ορισμός 2: Το Υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ [Γενική Δ/νση Περιβάλλοντος (Δ/νση Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης και Θορύβου (ΕΑΡΘ)] και Γενική Γραμματεία Δημ. Έργων (Υπηρεσία Μηχανημάτων Έργων)] και το Υπουργείο Ανάπτυξης (Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας - 3η Κλαδική Δ/νση Βιομηχανικής Πολιτικής και Γενική Γραμματεία Καταναλωτή).
Ορισμός 3: Ως αρμόδια αρχή θεωρείται η Διεύθυνση Περιβάλλοντος της οικείας Περιφερειακής Ενότητας.
Ορισμός 4: Σημαίνει τη δημόσια αρχή που ορίζεται και ασκεί αρμοδιότητες κατά τον παρόντα Νόμο.
Αρμόδια επιθεώρηση εργασίας
Ορισμός 1: Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.) κατά το άρθρο 69 §1 του παρόντος (δηλ. ο έλεγχος εφαρμογής των διατάξεων του κώδικα αυτού και των πράξεων που εκδίδονται σε εκτέλεση του ανατίθενται στα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης) και για τον κλάδο των μεταλλείων - λατομείων - ορυχείων οι αρμόδιες για τον κλάδο αυτό υπηρεσίες ελέγχου.
Ορισμός 2: Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης σε θέματα τεχνικής και υγειονομικής επιθεώρησης εργασίας μέχρι 30-6-1999 και στη συνέχεια οι αρμόδιες υπηρεσίες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 8 §8 του Ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205/Α` 2.9.1998) «Ρύθμιση εργασιακών σχέσεων, σύσταση Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και άλλες διατάξεις».
Αρμόδιο πρόσωπο (ή άτομο)
Ορισμός 1: Το πρόσωπο που είναι κατάλληλο για μια ειδική εργασία, για ειδικό τύπο εργοταξίου ή εξοπλισμού που έχει πείρα ανάλογο με το αντικείμενο της εργασίας, που το καθιστά ικανό για την εκτελούμενη εργασία, και το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί κατάλληλα για να αναλάβει την εργασία αυτή.
Αρμόδιο πρόσωπο επίβλεψης των εργασιών διαχείρισης αμιάντου
Ορισμός 1: Όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 4 (Προσωπικό των Ε.Α.Κ.), παρ. 5 (Ο τεχνικός υπεύθυνος της Ε.Α.Κ., ο τεχνικός ασφάλειας και ο ιατρός εργασίας σε κάθε έργο, τα αρμόδια πρόσωπα επίβλεψης των εργασιών σε κάθε χώρο εργασίας και οι εργαζόμενοι που εκτελούν τις εργασίες διαχείρισης αμιάντου πρέπει, πριν την ανάληψη των καθηκόντων τους, να έχουν εκπαιδευτεί καταλλήλως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης.) της παρούσας απόφασης.
Αρμόδιος Διαχειριστής
Ορισμός 1: Για τους σταθμούς οι οποίοι συνδέονται στο Σύστημα απευθείας ή μέσω του Δικτύου, αρμόδιος είναι ο Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ Α.Ε.), σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 99 του ν. 4001/2011 (Α΄ 179), ενώ για τους σταθμούς οι οποίοι συνδέονται στο Δίκτυο Διανομής ο Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.), σύμφωνα με το άρθρο 127 του ν. 4001/2011. Ειδικά για σταθμούς οι οποίοι συνδέονται στο Δίκτυο των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών (Μ.Δ.Ν.), αρμόδια είναι η ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. με την ιδιότητα του Διαχειριστή Μ.Δ.Ν., σύμφωνα με το άρθρο 129 του ν. 4001/2011, ανεξαρτήτως επιπέδου τάσης.
Αρμοκόφτης
Ορισμός 1: Κινητό μηχάνημα που προορίζεται για τη δημιουργία αρμών σε σκυρόδεμα, άσφαλτο και παρόμοιες επιφάνειες οδοστρωμάτων. Το κοπτικό εργαλείο είναι δίσκος περιστρεφόμενος με υψηλή ταχύτητα. Η προς τα εμπρός κίνηση του κοπτικού αρμών είναι:
- χειροκίνητη, ή
- χειροκίνητη με μηχανική βοήθεια, ή
- μηχανοκίνητη.
(βλέπε επίσης κοπτικό αρμών).
Άρνηση εύλογων προσαρμογών
Ορισμός 1: Για τα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση νοείται ως διάκριση.
Αρχείο Λειτουργίας, Συντήρησης και Συμβάντων της διάταξης ψυχαγωγίας (amusement device log)
Ορισμός 1: Φάκελος ή/και ηλεκτρονικό αρχείο δεδομένων που περιέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση και το ιστορικό οιασδήποτε διάταξης ψυχαγωγίας.
Αρχή εποπτείας αγοράς
Ορισμός 1: Η αρχή ή οι αρχές κάθε κράτους μέλους που είναι αρμόδιες για την πραγματοποίηση της εποπτείας αγοράς στην επικράτεια του.
Αρχή στην οποία απευθύνεται το αίτημα
Ορισμός 1: Η αρμόδια σύμφωνα με τα άρθρα 258 (Επίβλεψη και ο έλεγχος εφαρμογής), 259 (Αρμόδιο όργανο παροχής υπηρεσιών) και 265 (Διασυνοριακή εκτέλεση αποφάσεων) υπηρεσία, προς την οποία υποβάλλεται αίτημα για συνδρομή για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των διατάξεων των Οδηγιών 96/71/ΕΚ και 2014/67/ΕΕ (οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το π.δ. 219/2000 , Α’ 190 και το π.δ. 101/2016, Α’ 178 ), αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων για παροχή πληροφοριών, για κοινοποίηση απόφασης επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, ή για είσπραξη επιβληθείσας διοικητικής χρηματικής κύρωσης ή προστίμου, όπως προβλέπεται στα άρθρα 265 έως 270 (Διασυνοριακή εκτέλεση αποφάσεων).
Αρχή σχεδιασμού
Ορισμός 1: Η δημόσια αρχή που προβαίνει στην εκπόνηση σχεδίου ή προγράμματος.
Στην περίπτωση που σχέδιο ή πρόγραμμα εκπονείται από ιδιωτικό φορέα τότε «αρχή σχεδιασμού» ορίζεται: α) η Διεύθυνση Σχεδιασμού Μητροπολιτικών, Αστικών και Περιαστικών Περιοχών του Υ.Π.ΕΝ, για τις μητροπολιτικές περιοχές Αθήνας και Θεσσαλονίκης και β) η Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υ.Π.ΕΝ, για τις λοιπές περιοχές της επικράτειας».
Αρχικές δοκιμές (αρχικοί έλεγχοι)
Ορισμός 1: Είναι οι δοκιμές που γίνονται πριν την έναρξη της παραγωγής οποιουδήποτε τύπου σκυροδέματος.
Περιλαμβάνουν την παρασκευή δοκιμαστικών αναμιγμάτων, σκοπός των οποίων είναι να διαπιστωθεί ότι το παραγόμενο σκυρόδεμα συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις της προδιαγραφής του σκυροδέματος. Ο αριθμός αναμιγμάτων, η διαδικασία και τα κριτήρια ελέγχου αναφέρονται στα Κεφάλαια Β5.4 και Β6.4 για το εργοστασιακό και εργοταξιακό σκυρόδεμα αντίστοιχα.
Αρχικός τεχνικός έλεγχος
Ορισμός 1: Ο έλεγχος που διενεργείται από αναγνωρισμένο φορέα ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 4 της παρούσας απόφασης.
Ασφάλεια
Ορισμός 1: Είναι η κατάσταση όπου νιώθουμε «ασφαλείς», δηλαδή πλήρως απαλλαγμένοι από την απειλή κάποιου κινδύνου που μπορεί να προκαλέσει τραυματισμό ή κάποια βλάβη στην υγεία, (κάτι που στην πράξη είναι αδύνατο να επιτευχθεί). Ως εκ τούτου, η ασφάλεια πρέπει να θεωρηθεί ως μια αξιολογική κρίση σχετικά με το επίπεδο του κινδύνου τραυματισμού ή βλάβης που θεωρείται ότι είναι αποδεκτό.
Ασφαλισμένοι
Ορισμός 1: Τα πρόσωπα που υποχρεούνται να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές από την παροχή εξαρτημένης εργασίας έναντι αμοιβής ή από την άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος ή αυτοαπασχόληση ή την άσκηση αγροτικού επαγγέλματος.
Άτομα με Αναπηρίες (ΑμεΑ)
Ορισμός 1: Τα άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, διανοητικές ή αισθητηριακές δυσχέρειες, οι οποίες σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια, ιδίως θεσμικά, περιβαλλοντικά ή εμπόδια κοινωνικής συμπεριφοράς, δύναται να παρεμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή των ατόμων αυτών στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους.
Άτομο με τεχνική επάρκεια (competent person)
Ορισμός 1: Άτομο που μπορεί να αποδείξει ότι απέκτησε μέσω της κατάρτισης, των προσόντων ή της εμπειρίας του ή συνδυασμού αυτών, τις γνώσεις και τις δεξιότητες που του επιτρέπουν να εκτελεί συγκεκριμένη εργασία.
Ατύχηµα
Ορισμός 1: Το εν τη εργασία ή εξ αφορµής ταύτης βίαιον συµβάν και την επαγγελµατικήν ασθένειαν.
Ορισμός 2: Ατύχηµα εκ βιαίου συµβάντος, επερχόµενον εις εργάτην ή υπάλληλον των εν τω άρθρω 2 εργασιών και επιχειρήσεων εν τη εκτελέσει τας εργασίας ή εξ αφορµής αυτής, παρέχει εις τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόµου δικαιούµενα πρόσωπα δικαίωµα αποζηµιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, εάν η εις τον παθόντα εκ του ατυχήµατος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκησε πλέον των τεσσάρων ηµερών, εξαιρουµένης µόνον της περιπτώσεως καθ’ ήν ο παθών εκ προθέσεως προκάλεσε το επελθόν ατύχηµα.
Ατύχημα σε κάθε έργο
Ορισμός 1: Κάθε τραυματισμός ανθρώπου που προέρχεται, από όποια αιτία στη διάρκεια της εργασίας ή λόγω της λειτουργίας του έργου ή γενικότερα λόγω της μεταλλευτικής ή λατομικής δραστηριότητας, ακόμα και μετά τη διακοπή της λειτουργίας του έργου και μέχρι τη λήψη των μέτρων του άρθρου 86 (Γενικά μέτρα για την ασφάλεια της επιφάνειας) παρ. 7 εδ. α ́(Η ευθύνη του εκμεταλλευτή για την ασφάλεια της επιφάνειας, συνεχίζεται και μετά το τέλος του έργου, μέχρι τη συμμόρφωση με τα μέτρα που θα καθορίσει η αρμόδια Επιθεώρηση Μεταλλείων.).
Ορισμός 2: Κάθε βλάβη ή καταστροφή μέρους του έργου ή γειτονικού έργου που ανήκει σε άλλον εκμεταλλευτή, που οφείλεται στις αιτίες που αναφέρονται στο παραπάνω εδάφιο και επιφέρει προσωρινή διακοπή λειτουργίας ή εκμετάλλευσης ή χρήσης τους.
Αυθόρμητη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση
Ορισμός 1: Η δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, που πραγματοποιείται χωρίς προηγούμενη συνεννόηση ή πρόσκληση, με αφορμή την επέλευση συγκεκριμένου αιφνίδιου γεγονότος, κοινωνικής σημασίας.
Αυτοαπασχολούμενος
Ορισμός 1: Κάθε άτομο, εκτός εργοδοτών και εργαζομένων όπως αυτοί ορίζονται στο άρθ.2 (§4 & 5) (βλέπε εκπρόσωπος των εργαζομένων και τόπος εργασίας) του Π.Δ. 17/1996 (ΦΕΚ 11/Α`/18.1.1996), το οποίο με την επαγγελματική του δραστηριότητα συμβάλλει στην εκτέλεση του έργου.
Αυτοαπασχολούμενος οδηγός
Ορισμός 1: Κάθε πρόσωπο, η κύρια επαγγελματική δραστηριότητα του οποίου συνίσταται στην εκτέλεση, επ' αμοιβή, οδικών μεταφορών επιβατών ή εμπορευμάτων, κατά την έννοια της κοινοτικής νομοθεσίας, βάσει κοινοτικής αδείας ή άλλης επαγγελματικής αδείας για την πραγματοποίηση των μεταφορών αυτών, το οποίο έχει την ελευθερία να εργάζεται αυτόνομα και δεν συνδέεται με εργοδότη με σύμβαση εργασίας ή με οποιαδήποτε άλλη μορφή ιεραρχικής εργασιακής σχέσης, το οποίο είναι ελεύθερο να οργανώνει τις σχετικές δραστηριότητες, του οποίου το εισόδημα εξαρτάται άμεσα από τα πραγματοποιούμενα κέρδη και το οποίο έχει την ελευθερία, ατομικά ή μέσω συνεργασίας με άλλους αυτοαπασχολούμενους οδηγούς, να έχει εμπορικές σχέσεις με διάφορους πελάτες.
Αυτοκίνητο αναδευτήρας
Ορισμός 1: Αυτοκίνητο το οποίο φέρει κεκλιμένο αναδευτήρα ελεύθερης πτώσης, ο οποίος μπορεί να εκτελεί 26 στροφές/λεπτό ή και περισσότερες, και διατηρεί την ομοιομορφία του σκυροδέματος κατά την διάρκεια μεταφοράς.
Αυτοκίνητο μεταφοράς χωρίς ανάδευση
Ορισμός 1: Φορτηγό αυτοκίνητο το κιβώτιό του οποίου πρέπει να είναι επενδεδυμένο με μη απορροφητικό υλικό, π.χ. λαμαρίνα, να μην επιτρέπει τη διαφυγή νερού ή κονίας, να διαθέτει θυρίδα ελεγχόμενης εκφόρτωσης και να μπορεί να καλυφθεί για την προστασία του σκυροδέματος από ξένα υλικά.
Αυτοκινούμενος αναμεικτήρας
Ορισμός 1: Όχημα εξοπλισμένο με τύμπανο για τη μεταφορά ετοίμου σκυροδέματος από το εργοστάσιο ανάμειξης σκυροδέματος στο εργοτάξιο. Το τύμπανο μπορεί να περιστρέφεται όταν το όχημα κινείται ή όταν ευρίσκεται σε στάση. Το τύμπανο εκκενώνεται στο εργοτάξιο με περιστροφή του. Το τύμπανο κινείται είτε από τον κινητήρα του οχήματος ή από ιδιαίτερο κινητήρα.
Αυτοκλειόμενο κούφωμα
Ορισμός 1: Κούφωμα το οποίο είναι εξοπλισμένο με κατάλληλο μηχανισμό επαναφοράς του στην κλειστή θέση.
Αυτοπιστοποίηση ΕΟΚ
Ορισμός 1: Η διαδικασία με την οποία ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα πιστοποιεί υπεύθυνα ότι κάποιο υλικό πληροί τις εναρμονισμένες προδιαγραφές της παρούσας απόφασης και των σχετικών ειδικών αποφάσεων.
Αυτοσυμπυκνούμενο σκυρόδεμα
Ορισμός 1: Είναι σκυρόδεμα πολύ μεγάλης ρευστότητας που αυτοσυμπυκνώνεται και αυτοεπιπεδώνεται χωρίς μηχανικά μέσα, με τη βοήθεια του ίδιου βάρους του.
Αυτοτελώς απασχολούμενοι
Ορισμός 1: Τα πρόσωπα που ασκούν ανεξάρτητο επάγγελμα για το οποίο υπάγονται βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων στην ασφάλιση του πρώην ΕΤΑΑ.
Αφαιρετό σύστημα μηχανικής μετάδοσης
Ορισμός 1: Κινητό δομικό στοιχείο το οποίο προορίζεται για τη μετάδοση ισχύος μεταξύ αυτοκίνητου μηχανήματος ή ελκυστήρα και άλλου μηχανήματος, και το οποίο τα συνδέει με το πρώτο σταθερό έδρανο. Όταν διατίθεται στην αγορά με τον προφυλακτήρα του, θεωρείται ένα προϊόν.
Βαθμίδα επαγγελματικών προσόντων
Ορισμός 1: Διαβάθμιση επαγγελματικών προσόντων εντός μιας κατηγορίας ή ειδικότητας.
Βαρέλι πίεσης (Pressure drum)
Ορισμός 1: Ένα συγκολλημένο, μεταφερόμενο δοχείο πιέσεων με χωρητικότητα άνω των 150 λίτρων και όχι παραπάνω από 1000 λίτρα (π.χ κυλινδρικά δοχεία εφοδιασμένα με τσέρκια (στεφάνες) σπειροειδείς, δοχεία σε πέλματα και δοχεία σε πλαίσια).
Βαρέλια (Drums)
Ορισμός 1: Επίπεδων άκρων ή κυρτών άκρων κυλινδρικές συσκευασίες κατασκευασμένες από μέταλλο, ίνα, πλαστικό, κόντρα πλακέ ή άλλα κατάλληλα υλικά. Αυτός ο ορισμός επίσης περιλαμβάνει συσκευασίες άλλων σχημάτων, π.χ. κυλινδρικές συσκευασίες με κωνικό λαιμό, ή συσκευασίες σε μορφή κάδου. Ξύλινα βαρέλια και μπιτόνια δεν καλύπτονται από αυτόν τον ορισμό.
Βαρούλκο δομικών κατασκευών
Ορισμός 1: Η προσωρινώς εγκαθιστώμενη ανυψωτική διάταξη με κινητήρα που είναι εξοπλισμένη με διατάξεις ανύψωσης και καταβίβασης ανηρτημένου φορτίου.
Βαρύ πετρέλαιο (Μαζούτ, Fuel oil)
Ορισμός 1: Πετρελαιοειδές κατηγορίας ΙΙΙ, βαρέα αποστάγματα κατάλοιπα απόστασης ή μιγμάτων αυτών, χρησιμοποιούμενα σαν καύσιμο για την παραγωγή θερμότητας ή ισχύος.
Βασικά μέτρα αποφυγής μετάδοσης του κορωνοϊού - COVID-19
Ορισμός 1: Υγιεινή χεριών, χρήση αντισηπτικών, αποφυγή χειραψιών, τήρηση σωματικών αποστάσεων, αποφυγή επαφής των χεριών με το πρόσωπο και εν γένει τήρηση μέτρων προσωπικής και αναπνευστικής υγιεινής.
Βασικές απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας
Ορισμός 1: Υποχρεωτικές διατάξεις που σχετίζονται με τον σχεδιασμό και την κατασκευή των προϊόντων που καλύπτονται από το παρόν, προκειμένου να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων και, όπου ενδείκνυται, των κατοικίδιων ζώων και η προστασία των αγαθών και, κατά περίπτωση, του περιβάλλοντος.
Βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης
Ορισμός 1: Οι όροι εργασίας και απασχόλησης που θα εφαρμόζονταν αν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση και αφορούν ιδίως:
i) στη διάρκεια του χρόνου εργασίας, στις υπερωρίες, στα διαλείμματα, στις περιόδους ανάπαυσης, στη νυκτερινή εργασία, στις άδειες και στις αργίες,
ii) στις αποδοχές.
Βεβαίωση επαγγελματικής κατάρτισης
Ορισμός 1: Η βεβαίωση του άρθρου 25 παρ. 5 του Ν. 4186/2013 , όπως αντικαταστάθηκε από την περ.8 της παρ.1 του άρθρου 11 του Ν. 4229/2014 (Α ́ 8), που λαμβάνουν οι απόφοιτοι προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης.
Βεβαίωση απευθείας συμμετοχής στην αγορά
Ορισμός 1: Η βεβαίωση που εκδίδει ο Διαχειριστής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εγγυήσεων Προέλευσης (Δ.Α.Π.Ε.Ε.Π.Α.Ε.) σε περίπτωση κατά την οποία ο κάτοχος του σταθμού, πριν τη θέση αυτού σε λειτουργία και εφόσον δεν έχει συνάψει Σύμβαση Λειτουργικής Ενίσχυσης, δηλώσει ότι δεν επιθυμεί τη σύναψη Σύμβασης Λειτουργικής Ενίσχυσης και ότι ο σταθμός θα λειτουργεί σύμφωνα με το άρθρο 12Α του ν. 4414/2016 (Α΄ 147), όπως ορίζει το άρθρο 25 του παρόντος.
Βεβαίωση Ενεργοποίησης Λειτουργίας (Β.Ε.Λ.)
Ορισμός 1: Η βεβαίωση την οποία εκδίδει ο αρμόδιος Διαχειριστής, μετά την πραγματοποίηση της προσωρινής σύνδεσης του σταθμού, σύμφωνα με το άρθρο 26.
Βεβαίωση Ηλέκτρισης (ΒΕ.ΗΛ.)
Ορισμός 1: Η βεβαίωση την οποία εκδίδει ο αρμόδιος Διαχειριστής, μετά τη σύνδεση του σταθμού και στην οποία αναγράφεται η ημερομηνία έναρξης της κανονικής ή δοκιμαστικής λειτουργίας του, σύμφωνα με το άρθρο 27.