Βλέπετε τις εγγραφές : 151 - 200, σε σύνολο 1420
Αντίσταση στη δίοδο της θερμότητας (πυρομόνωση)
Ορισμός 1: Η ικανότητά ενός δομικού στοιχείου, όταν εκτίθεται σε φωτιά στη μία πλευρά, να περιορίζει την άνοδο της θερμοκρασίας στη μη εκτεθειμένη πλευρά για καθορισμένο χρονικό διάστημα, σε τυπική δοκιμή αντίδρασης σε φωτιά.
Αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου
Ορισμός 1: Κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στον ίδιο φορέα ή επιχείρηση και απασχολείται σε ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων του. Όπου δεν υπάρχει «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» στον ίδιο φορέα ή επιχείρηση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στην οικεία συλλογική σύμβαση ή όταν δεν υπάρχει τέτοια, με αναφορά στην εκάστοτε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή, εάν δεν υπάρχει, στην κείμενη νομοθεσία.
Αντλησιμότητα
Ορισμός 1: Είναι η ικανότητα του νωπού σκυροδέματος να μεταφέρεται μέσα από σωλήνες, ωθούμενο με κατάλληλη πίεση, χωρίς να χάνει την ομοιογένεια και την εργασιμότητα του.
Ανυψωτικά μέσα
Ορισμός 1: Ο όρος αυτός περιλαμβάνει γερανούς, βαρούλκα, ιστούς φορτωτήρων φορτωτήρες, ανελκυστήρες φορτίου και προσώπων, ως και κάθε άλλο μηχάνημα ή συσκευή, η οποία χρησιμοποιείται προς ανύψωση και φόρτωση ή εκφόρτωση φορτίου ή εφοδίων.
Ανυψωτικά μηχανήματα και μηχανήματα διακινήσεως φορτίων
Ορισμός 1: Όλα τα ανυψωτικά μηχανήματα ή μηχανήματα διακινήσεως φορτίων, τα οποία κινούνται με ηλεκτρική, υδραυλική ή με κάθε άλλου είδους μηχανική κίνηση, όπως ανελκυστήρες, ανελκυστήρες και αναβατόρια υλικών εργοταξίου, ανελκυστήρες φορτίων, γερανοί, μεταφορικές ταινίες και αυτοκίνητα βιομηχανικά οχήματα.
Ανυψωτική εργασία
Ορισμός 1: Εργασία μετακίνησης μοναδιαίων φορτίων που συνίστανται σε πράγματα και/ή πρόσωπα, για την οποία απαιτείται, σε δεδομένη χρονική στιγμή, μεταβολή επιπέδου.
Ανυψωτικό εξάρτημα
Ορισμός 1: Δομικό στοιχείο ή εξοπλισμός που δεν συνδέεται με το μηχάνημα ανύψωσης, επιτρέπει τη συγκράτηση του φορτίου και τοποθετείται είτε μεταξύ του μηχανήματος και του φορτίου, είτε επί του ιδίου του φορτίου, είτε προορίζεται να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του φορτίου και διατίθεται χωριστά στην αγορά˙ ως ανυψωτικά εξαρτήματα θεωρούνται επίσης οι αρτάνες και τα δομικά τους στοιχεία.
Ανυψωτικό μηχάνημα
Ορισμός 1: Είναι μηχάνημα που προορίζεται για την ανύψωση και μετατόπιση στο χώρο φορτίων αναρτημένων σε άγκιστρο ή με τη βοήθεια άλλης διάταξης ανάρτησης ή ανύψωσης.
Ανυψωτικό όχημα, με κινητήρα εσωτερική καύσης, αντισταθμιζόμενο
Ορισμός 1: Τροχοφόρο ανυψωτικό όχημα με κινητήρα εσωτερικής καύσης, με αντίβαρο και εξοπλισμό ανύψωσης (ιστός, τηλεσκοπικός βραχίονας ή αρθρωτός βραχίονας). Πρόκειται για:
- οχήματα ανωμάλου εδάφους (τροχοφόρα αντισταθμιζόμενα οχήματα που προορίζονται πρωτευόντως για λειτουργία σε μη βελτιωμένο φυσικό έδαφος και αναμοχλευμένο έδαφος, π.χ. εργοταξίων),
- λοιπά τροχοφόρα αντισταθμιζόμενα οχήματα. Εξαιρούνται τροχοφόρα αντισταθμιζόμενα οχήματα ειδικά κατασκευασμένα για τη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων.
Ανώτατη οριακή τιμή έκθεσης σε καρκινογόνο ή μεταλλαξιγόνο παράγοντα
Ορισμός 1: Η τιμή την οποία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά η μέση χρονικά σταθμισμένη έκθεση του εργαζόμενου στον καρκινογόνο ή μεταλλαξιγόνο παράγοντα, μετρημένη στον αέρα της ζώνης αναπνοής του, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δεκαπεντάλεπτης περιόδου μέσα στο χρόνο εργασίας του, έστω και αν τηρείται η οριακή τιμή έκθεσης.
Ανώτατη οριακή τιμή έκθεσης σε καρκινογόνο, μεταλλαξιογόνο παράγοντα ή σε τοξική για την αναπαραγωγή ουσία
Ορισμός 1: Η τιμή, την οποία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά η μέση χρονικά σταθμισμένη έκθεση του εργαζόμενου στον καρκινογόνο παράγοντα, μεταλλαξιογόνο παράγοντα ή στην τοξική για την αναπαραγωγή ουσία, μετρημένη στον αέρα της ζώνης αναπνοής του, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δεκαπεντάλεπτης περιόδου μέσα στο χρόνο εργασίας του, έστω και αν τηρείται η οριακή τιμή έκθεσης
Ανώτατη οριακή τιμή επαγγελματικής έκθεσης ή Ανώτατη οριακή τιμή έκθεσης σε χημικό παράγοντα
Ορισμός 1: Η τιμή την οποία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά η μέση χρονικά σταθμισμένη έκθεση του εργαζόμενου στον χημικό παράγοντα, μετρημένη στον αέρα της ζώνης αναπνοής του, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δεκαπεντάλεπτης περιόδου μέσα στο χρόνο εργασίας του, έστω και αν τηρείται η οριακή τιμή έκθεσης.
Ορισμός 2: Η τιμή την οποία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά η μέση χρονικά σταθμισμένη έκθεση του εργαζόμενου στον χημικό παράγοντα κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δεκαπεντάλεπτης περιόδου μέσα στο χρόνο εργασίας του έστω και αν τηρείται η οριακή τιμή έκθεσης.
Ορισμός 3: Η τιμή την οποία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά η μέση χρονικά σταθμισμένη έκθεση του εργαζόμενου στον χημικό παράγοντα κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δεκάλεπτης περιόδου μέσα στο χρόνο εργασίας του, έστω και αν τηρείται η Οριακή τιμή Έκθεσης.
Ανώτατο όριο ανάφλεξης
Ορισμός 1: Σχετική παράγραφος 1.2.3. (γ) (δηλ. όπου η αναλογία των αερίων στο μίγμα είναι κάτω του 1% του όγκου το μίγμα δεν αναφλέγεται και καλείται πολύ φτωχό προς ανάφλεξη ή κάτω του κατωτέρου ορίου ανάφλεξης. Όταν η αναλογία των αερίων στο μίγμα είναι πάνω από 8% του όγκου, το μίγμα πάλι δεν αναφλέγεται αλλά καλείται πολύ πλούσιο προς ανάφλεξη ή πάνω από το ανώτερο όριο ανάφλεξης).
Ανώτατο όριο φορμαλδεΰδης
Ορισμός 1: Το όριο περιεχόμενης, ή εκλυόμενης φορμαλδεΰδης, για την κατάταξη του προϊόντος σε κλάση φορμαλδεΰδης Ε1 όπως ορίζεται στο πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 13986:2005 “Wood−based panels for use in construction – Characteristics, evaluation of conformity and marking” (Πετάσματα με βάση το ξύλο για δομική χρήση – Χαρακτηριστικά, αξιολόγηση της συμμόρφωσης και σήμανση) και προσδιορίζεται αντίστοιχα σύμφωνα με τις μεθόδους δοκιμών που αναφέρονται στο σημείο (4) (μέθοδοι δοκιμών) του παρόντος άρθρου.
Ανώτερο όριο εκτίμησης
Ορισμός 1: Το επίπεδο κάτω από το οποίο μπορεί να χρησιμοποιείται συνδυασμός σταθερών μετρήσεων και τεχνικών προσομοίωσης ή/και ενδεικτικών μετρήσεων για την εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα.
Αξιολόγηση
Ορισμός 1: Οποιαδήποτε μέθοδος υπολογισμού, πρόβλεψης, εκτίμησης ή μέτρησης της τιμής ενός δείκτη θορύβου ή των σχετικών επιβλαβών επιδράσεων.
Αξιολόγηση από ομότιμους
Ορισμός 1: Διαδικασία αξιολόγησης ενός εθνικού οργανισμού διαπίστευσης από άλλους οργανισμούς διαπίστευσης με βάση τις απαιτήσεις του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 765/2008 και, όπου είναι εφαρμοστέο, με βάση πρόσθετες τομεακές τεχνικές προδιαγραφές.
Αξιολόγηση της συμμόρφωσης
Ορισμός 1: Η διαδικασία που διεξάγεται από τους κοινοποιημένους οργανισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 15, με την οποία αποδεικνύεται κατά πόσον ο εξοπλισμός πλοίων πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση.
Ορισμός 2: Η διαδικασία με την οποία αποδεικνύεται αν πληρούνται οι ουσιώδεις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας της παρούσας σχετικά με έναν ανελκυστήρα ή ένα κατασκευαστικό στοιχείο ασφάλειας για ανελκυστήρες.
Ορισμός 3: Η διεργασία αξιολόγησης με την οποία αποδεικνύεται κατά πόσον πληρούνται οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας που αφορούν ένα εκρηκτικό.
Ορισμός 4: Η διαδικασία με την οποία αποδεικνύεται κατά πόσον πληρούνται οι ειδικές απαιτήσεις που αφορούν προϊόν, διαδικασία, υπηρεσία, σύστημα, πρόσωπο ή φορέα.
Ορισμός 5: Η διαδικασία με την οποία καταδεικνύεται κατά πόσον πληρούνται οι σχετικές με τον ΗΗΕ απαιτήσεις του παρόντος.
Αξιοπιστία υποκατάστατου
Ορισμός 1: Η πιθανότητα ότι ένας ΗΗΕ που χρησιμοποιεί ένα υποκατάστατο θα επιτελέσει μια απαιτούμενη λειτουργία χωρίς αστοχία υπό δεδομένες συνθήκες και για δεδομένη χρονική περίοδο.
Αξιοποίηση
Ορισμός 1: Το σύνολο των εργασιών του έργου που γίνονται με σκοπό την παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων από τις ορυκτές ύλες που περιλαμβάνονται στους αντίστοιχους μεταλλευτικούς ή λατομικούς χώρους καθώς και οι εργασίες, εκμετάλλευσης και διαχείρισης του γεωθερμικού δυναμικού.
Απαγορευτικό σήμα
Ορισμός 1: Κάθε σήμα που απαγορεύει κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά που μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο.
Απαεριωμένο
Ορισμός 1: Δεξαμενή, δοχείο ή περιοχή θεωρείται ότι είναι απαεριωμένη όταν η συγκέντρωση εύφλεκτου και τοξικού αερίου, που τυχόν περιέχει, είναι εντός των καθορισμένων ορίων ασφαλείας για την είσοδο ατόμων.
Απαερίωση
Ορισμός 1: Η εργασία απομάκρυνσης εύφλεκτων ή τοξικών αερίων από μια δεξαμενή, δοχείο ή περιοχή.
Απαιτούμενη αντοχή σχεδιασμού παραγωγής σκυροδέματος σε θλίψη, fασ
Ορισμός 1: Είναι η τιμή της μέσης αντοχής, για την οποία το σκυρόδεμα του έργου έχει μια ορισμένη πιθανότητα αποδοχής, όταν εξετάζεται με τα Κριτήρια συμμόρφωσης του Κανονισμού αυτού. Οι αναλογίες υλικών της μελέτης σύνθεσης πρέπει να εξασφαλίζουν μέση αντοχή τουλάχιστον ίση με την απαιτούμενη αντοχή σχεδιασμού παραγωγής fασ.
Απαλλαγή από περιβαλλοντική αδειοδότηση
Ορισμός 1: Η χορήγηση βεβαίωσης απαλλαγής από την αρμόδια περιβαλλοντική αρχή, εντός αποκλειστικής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την υποβολή του αιτήματος. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών από την υποβολή του σχετικού αιτήματος τεκμαίρεται αυτοδικαίως η απαλλαγή από την υποχρέωση περιβαλλοντικής αδειοδότησης, με την προσκόμιση από τον ενδιαφερόμενο του αριθμού πρωτοκόλλου του σχετικού αιτήματος.
Απανθρακοποίηση
Ορισμός 1: Η σταδιακή εξάλειψη της χρήσης ορυκτών καυσίμων σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Απασχόληση
Ορισμός 1: Η άσκηση δραστηριοτήτων που καλύπτουν οποιαδήποτε μορφή εργασίας ρυθμιζόμενη σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή σύμφωνα με καθιερωμένες πρακτικές για λογαριασμό ή υπό τη διεύθυνση ή/και την εποπτεία εργοδότη.
Απασχόληση υψηλής ειδίκευσης
Ορισμός 1: i) προστατεύεται με βάση την ελληνική εργατική νομοθεσία ως μισθωτός, που παρέχει γνήσια και αποτελεσματική εργασία για λογαριασμό ή υπό την καθοδήγηση άλλου, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή που έχει λάβει η σχέση αυτή,
ii) αμείβεται και
iii) έχει την απαιτούμενη επαρκή και ειδική γνώση, που αποδεικνύεται από υψηλά επαγγελματικά προσόντα, όπως αυτά ορίζονται στο παρόν Κεφάλαιο.
Απλή μελέτη
Ορισμός 1: Η μελέτη που περιλαμβάνει μία κύρια αυτοτελή μελέτη και ενδεχομένως τις απαιτούμενες υποστηρικτικές μελέτες.
Απόβλητα
Ορισμός 1: Κάθε ουσία ή αντικείμενο, το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει.
Ορισμός 2: Τα στερεά χύδην φορτία που περιέχουν ή είναι μολυσμένα με ένα ή περισσότερα συστατικά που υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα και ισχύουν για τα φορτία των τάξεων 4.1, 4.2, 4.3, 5.1, 6.1, 8 ή 9 για τα οποία δεν προβλέπεται άμεση χρήση αλλά μεταφέρονται για εκφόρτωση, αποτέφρωση ή άλλες μεθόδους διάθεσης.
Απόβλητα εκσκαφών, κατασκευών και κατεδαφίσεων (ΑΕΚΚ)
Ορισμός 1: Τα απόβλητα που προέρχονται από εκσκαφές, κατασκευές και κατεδαφίσεις.
Απόβλητα έλαια
Ορισμός 1: Τα ορυκτέλαια ή τα συνθετικά λιπαντικά ή τα βιομηχανικά έλαια που δεν είναι πλέον κατάλληλα για τη χρήση, για την οποία αρχικώς προορίζονταν, όπως τα χρησιμοποιημένα έλαια κινητήρων εσωτερικής καύσης, τα έλαια κιβωτίων ταχυτήτων, τα λιπαντικά έλαια, τα έλαια για στροβίλους και τα υδραυλικά έλαια.
Απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ή «ΑΗΗΕ»
Ορισμός 1: Ο ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός που θεωρείται απόβλητο κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχεία (α) της Υ.Α. Η.Π. 50910/2727/2003 (ΦΕΚ 1909/Β`/22.12.2003) σε συνδυασμό με την §4 του άρθρου 2 του Ν. 2939/2001 (ΦΕΚ 179/Α`/6.8.2001) συμπεριλαμβανομένων όλων των κατασκευαστικών στοιχείων, των συναρμολογημένων μερών και των αναλωσίμων, που συνιστούν τμήμα του προϊόντος κατά τον χρόνο απόρριψής του.
Απόβλητα κατασκευών και κατεδαφίσεων
Ορισμός 1: Τα απόβλητα που προέρχονται από κατασκευές και από κατεδαφίσεις.
Απόβλητα συσκευασίας
Ορισμός 1: Κάθε συσκευασία ή υλικό συσκευασίας, που καλύπτεται από τον ορισμό του αποβλήτου του άρθρου 3 εξαιρουμένων των καταλοίπων παραγωγής.
Απόβλητα υγειονομικών μονάδων (ΑΥΜ)
Ορισμός 1: Τα απόβλητα που παράγονται από Υγειονομικές Μονάδες και αναφέρονται στον κατάλογο αποβλήτων του Παραρτήματος της Απόφασης 2000/532/ΕΚ της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2000, όπως εκάστοτε ισχύει. Τα ΑΥΜ περιλαμβάνουν τις παρακάτω κατηγορίες:
i) Αστικά Στερεά Απόβλητα (ΑΣΑ) που προσομοιάζουν με τα οικιακά απόβλητα
ii) Επικίνδυνα Απόβλητα Υγειονομικών Μονάδων (ΕΑΥΜ): α. Επικίνδυνα Απόβλητα Αμιγώς Μολυσματικά (ΕΑΑΜ), β. Μικτά Επικίνδυνα Απόβλητα (ΜΕΑ), γ. Άλλα Επικίνδυνα Απόβλητα (ΑΕΑ)
iii) Ειδικά Ρεύματα Αποβλήτων
Αποδέσμευση
Ορισμός 1: Η απαλλαγή ραδιενεργών ουσιών, υλικών ή ραδιενεργών αποβλήτων από περαιτέρω έλεγχο, εφόσον είτε η συνολική ραδιενέργεια τους είτε η συγκέντρωσή της δεν υπερβαίνουν τις τιμές των αντιστοίχων επιπέδων αποδέσμευσης.
Αποδοχές πολίτη τρίτης χώρας που διαμένει παράνομα
Ορισμός 1: Το ημερομίσθιο ή ο μισθός ή οποιοδήποτε άλλο αντάλλαγμα, σε μετρητά ή σε είδος, που λαμβάνει ο εργαζόμενος άμεσα ή έμμεσα, σε σχέση με την απασχόλησή του, από τον εργοδότη του, που ισοδυναμεί με τις απολαβές εργαζομένων παρόμοιου επιπέδου οι οποίοι εργάζονται με σχέση νόμιμης απασχόλησης.
Αποδοχή
Ορισμός 1: Όσον αφορά την έκθεση μεγάλων κινδύνων, σημαίνει τη γραπτή ενημέρωση εκ μέρους της Αρμόδιας Αρχής προς το διαχειριστή ή τον ιδιοκτήτη Μ.Π.Εγκ. ότι η έκθεση, εάν εφαρμοστούν όσα προβλέπει, ικανοποιεί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου. Η αποδοχή δεν συνεπάγεται, τη, με οποιονδήποτε τρόπο, μεταβίβαση στην Αρμόδια Αρχή ευθύνης για τον έλεγχο των μεγάλων κινδύνων.
Αποθήκευση
Ορισμός 1: Η παρουσία ποσότητας επικίνδυνων ουσιών με σκοπό την αποθήκευση (warehousing), την παράδοση (depositing) για ασφαλή φύλαξη ή την φύλαξή τους ως απόθεμα (keeping in stock).
Ορισμός 2: Η διατήρηση αναλωθέντων καυσίμων ή ραδιενεργών αποβλήτων σε εγκατάσταση με πρόθεση επανάκτησης.
Ορισμός 3: Πλήθος κατάλληλων δοχείων που είναι σχεδιασμένα για την αποθήκευση και στην σταδιακή αποδέσμευση του πεπιεσμένου φυσικού αερίου, για την πλήρωση των οχημάτων.
Αποθήκευση
Ορισμός 1: Η παρουσία ποσότητας επικίνδυνων ουσιών με σκοπό την αποθήκευση (warehousing), την παράδοση (depositing) για ασφαλή φύλαξη ή την φύλαξή τους ως απόθεμα (keeping in stock)·
Αποκατάσταση εδάφους
Ορισμός 1: Η χρησιμοποίηση επεξεργασμένης ιλύος για τη βελτίωση της ποιότητας του εδάφους, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης διαταραχθέντων δασικών εδαφών ήτοι, του ευρύτερου διαταραχθέντος δασικού χώρου, κατόπιν ολοκλήρωσης του σκοπού επέμβασης ή στην περίπτωση εγκατάλειψης του εξυπηρετούντος σκοπού, όπως ορίζει ειδικώς η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 12 του άρθρου 45 του ν. 998/1979 (Α΄ 289).
Αποκλειστικά δίκτυα
Ορισμός 1: Τα Δίκτυα Μέσης ή Υψηλής Τάσης, τα οποία κατασκευάζονται για τη σύνδεση των σταθμών Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης με το Δίκτυο ή το Σύστημα είτε από τους ίδιους τους παραγωγούς σταθμών Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης είτε από τον αρμόδιο Διαχειριστή και στα οποία δεν συνδέονται καταναλωτές.
Αποκλειστική χρήση (Exclusive use)
Ορισμός 1: Η μοναδική χρήση από έναν αποστολέα ενός μεταφορικού μέσου ή μεγάλου εμπορευματοκιβωτίου με το οποίο η αρχική, ενδιάμεση και τελική φόρτωση και εκφόρτωση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις οδηγίες του αποστολέα ή παραλήπτη.
Απολύμανση
Ορισμός 1: Όλες οι εργασίες οι οποίες επιτρέπουν σε συσκευές, αντικείμενα, υλικά ή υγρά που έχουν μολυνθεί από PCB να χρησιμοποιηθούν εκ νέου, να ανακυκλωθούν ή να διατεθούν υπό συνθήκες ασφαλείας, και οι οποίες ενδέχεται να περιλαμβάνουν την αντικατάσταση, ήτοι τις εργασίες δια των οποίων τα PCB αντικαθίστανται από κατάλληλα υγρά που δεν περιέχουν PCB.
Ορισμός 2: Η διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται η αδρανοποίηση ή καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών αλλά όχι των ανθεκτικών τους μορφών (π.χ. σπόροι) με χημικές ουσίες (π.χ. αλκοόλη) ή φυσικές μεθόδους (π.χ. θερμοκρασία) σε αντικείμενα, εργαλεία και επιφάνειες.
Απόμιξη
Ορισμός 1: Είναι ο διαχωρισμός των χονδρόκοκκων από τα λεπτόκκοκα συστατικά του νωπού σκυροδέματος.
Απομονωμένος οικισμός
Ορισμός 1: Ο οικισμός:
- με 500 το πολύ κατοίκους ανά δημοτική κοινότητα ή οικισμό και με πέντε το πολύ κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο και
- στον οποίον η απόσταση από την πλησιέστερη αστική περιοχή με 250 τουλάχιστον κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο είναι το λιγότερο 50 χιλιόμετρα, ή ο οποίος έχει δύσκολη πρόσβαση οδικώς προς τέτοιες πλησιέστερες αστικές περιοχές, λόγω δυσμενών μετεωρολογικών συνθηκών για εκτεταμένη περίοδο του έτους.
Απόρριψη
Ορισμός 1: Η τοποθέτηση αποβλήτων σε χώρο εναπόθεσης ή σε συγκεκριμένο τόπο χωρίς πρόθεση ανάκτησής τους, καθώς και η εγκεκριμένη άμεση απελευθέρωση των υγρών και αερίων ραδιενεργών αποβλήτων σε φυσικούς αποδέκτες, με σκοπό την τελική διασπορά τους.
Απορροφήσεις
Ορισμός 1: Οι απορροφήσεις από την ατμόσφαιρα ανθρωπογενών αερίων του θερμοκηπίου από καταβόθρες.
Απορροφούμενη δόση (D)
Ορισμός 1: Η ενέργεια που απορροφάται ανά μονάδα μάζας D = dE/dm
Όπου:
dE είναι η μέση ενέργεια που εναποτίθεται από τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες στην ύλη μέσα σε ένα , , στοιχείο όγκου.
dm είναι η μάζα της ύλης που περιέχεται μέσα σε αυτό το στοιχείο όγκου.
Ως απορροφούμενη δόση λαμβάνεται η μέση δόση σε ιστό ή όργανο. Η μονάδα για την απορροφούμενη δόση είναι το Gray (Gy).