Βλέπετε τις εγγραφές : 351 - 400, σε σύνολο 1399
Διαπίστευση
Ορισμός 1: Η διαπίστευση, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.
Ορισμός 2: (κατά την έννοια που αποδίδεται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008) Βεβαίωση από εθνικό οργανισμό διαπίστευσης ότι ένας οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης πληροί τις απαιτήσεις που έχουν τεθεί με εναρμονισμένα πρότυπα και, όπου είναι εφαρμοστέο, τις τυχόν πρόσθετες απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών που καθορίζονται στα αντίστοιχα τομεακά συστήματα, για να εκτελεί μια συγκεκριμένη δραστηριότητα αξιολόγησης της συμμόρφωσης.
Διάρκεια ζωής
Ορισμός 1: Είναι η χρονική περίοδος, κατά την οποία η επιτελεστικότητα του σκυροδέματος στην κατασκευή θα τηρηθεί σε ένα επίπεδο συμβατό με την εκπλήρωση των απαιτήσεων επιτελεστικότητας του δομήματος, με την προϋπόθεση ότι αυτό συντηρείται κατάλληλα. Σχετίζεται με τη διάρκεια ζωής σχεδιασμού κατά ΕΛΟΤ ΕΝ 1990.
Διάστημα εμπιστοσύνης 95%
Ορισμός 1: Το σύνολο τιμών εντός του οποίου είναι 95% πιθανό να βρίσκεται η τιμή μιας στατιστικά εκτιμούμενης ποσότητας, όπως μιας ποσότητας που εκτιμάται μέσω μιας διαδικασίας μέτρησης.
Διαστρωτήρας οδοποιίας
Ορισμός 1: Tο κινητό μηχάνημα οδοποιίας που χρησιμοποιείται για την επιφανειακή διάστρωση υλικών, όπως ασφαλτικού μείγματος, σκυροδέματος και αδρανών. Οι διαστρωτήρες οδοποιίας μπορεί να είναι εφοδιασμένοι με πήχη υψηλής εξομάλυνσης.
Διασυνοριακή διακίνηση αποβλήτων
Ορισμός 1: Οποιαδήποτε μεταφορά αποβλήτων από μια περιοχή που υπάγεται στην εθνική δικαιοδοσία μιας χώρας προς ή μέσω μιας περιοχής υπό την εθνική δικαιοδοσία άλλης χώρας ή προς ή μέσω μιας περιοχής που δεν υπάγεται στην εθνική δικαιοδοσία οποιασδήποτε χώρας, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον δύο χώρες εμπλέκονται στη διακίνηση.
Διασφάλιση της ποιότητας
Ορισμός 1: Όλες οι προγραμματισμένες και συστηματικές ενέργειες που απαιτούνται προκειμένου να διασφαλισθεί επαρκώς ότι μια δομή, σύστημα, εξάρτημα, ή διαδικασία θα λειτουργεί ικανοποιητικά τηρώντας τα συμφωνημένα πρότυπα. Ο έλεγχος ποιότητας αποτελεί μέρος της διασφάλισης της ποιότητας.
Διατάξεις ασφαλείας
Ορισμός 1: Διατάξεις οι οποίες διασφαλίζουν ότι η πίεση εξόδου, η οποία ορίζεται στις υπουργικές αποφάσεις Δ3/Α ́/οικ.6598/20-03-2012 (ΦΕΚ 976/Β́/2012) και Δ3/Ά/17013/22-08-2006 (ΦΕΚ 1552/Β́/2006) υπουργική απόφαση, δεν θα υπερβεί τις καθορισμένες τιμές.
Διάταξη ψυχαγωγίας (amusement device)
Ορισμός 1: Η διάταξη που έχει ως αποτέλεσμα την επιθυμητή επίδραση διασκέδασης ή ψυχαγωγίας όταν ο επιβαίνων κινείται μέσω αυτής ή πάνω σε αυτή, είτε με δική του δράση είτε μέσω οποιουδήποτε άλλου συστήματος που δεν καλύπτεται από τον όρο «εξοπλισμός ψυχαγωγίας».
Διατάραξη
Ορισμός 1: Η εξαιτίας της συνάθροισης σοβαρή παρεμπόδιση της κίνησης των πολιτών και γενικά η διασάλευση της ομαλής κοινωνικής και οικονομικής ζωής μιας περιοχής.
Διαχείριση αναλωθέντων καυσίμων
Ορισμός 1: Όλες οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τον χειρισμό, την αποθήκευση, την επανεπεξεργασία ή τη διάθεση αναλωθέντων καυσίμων, εξαιρουμένης της μεταφοράς εκτός εγκατάστασης.
Διαχείριση αποβλήτων
Ορισμός 1: Η συλλογή, μεταφορά, ανάκτηση, συμπεριλαμβανομένης της διαλογής, και διάθεση αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων της εποπτείας των εργασιών αυτών και της μετέπειτα φροντίδας των χώρων διάθεσης, καθώς και των ενεργειών στις οποίες προβαίνουν οι έμποροι ή οι μεσίτες.
Διαχείριση ραδιενεργών αποβλήτων
Ορισμός 1: Όλες οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τον χειρισμό, την προεπεξεργασία, την επεξεργασία, την προετοιμασία, την αποθήκευση ή τη διάθεση ραδιενεργών αποβλήτων, εξαιρουμένης της μεταφοράς εκτός εγκατάστασης.
Διαχείριση ύποπτου κρούσματος COVID-19
Ορισμός 1: Η διαδικασία που περιγράφεται στο Παράρτημα ΙΙΙ της παρούσας, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας.
Διαχειριστές ΑΕΚΚ
Ορισμός 1: Οι ανάδοχοι των δημόσιων ή ιδιωτικών έργων ή ο κύριος του έργου, εφόσον δεν έχει αναθέσει το έργο σε ανάδοχο.
Διεθνείς νομικές πράξεις
Ορισμός 1: Οι διεθνείς συμβάσεις, αποφάσεις και εγκύκλιοι του ΔΝΟ για την εφαρμογή των εν λόγω συμβάσεων, σύμφωνα με την επικαιροποιημένη τους έκδοση, και τα πρότυπα δοκιμών.
Διεθνείς συμβάσεις
Ορισμός 1: Οι ακόλουθες συμβάσεις, καθώς και τα οικεία πρωτόκολλα και κώδικες υποχρεωτικής εφαρμογής, που εκδίδονται υπό την αιγίδα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΔΝΟ), οι οποίες έχουν τεθεί σε ισχύ και καθορίζουν ειδικές απαιτήσεις για την έγκριση από το κράτος της σημαίας του εξοπλισμού που πρόκειται να τοποθετηθεί σε πλοία:
— η σύμβαση του 1972 για τους διεθνείς κανονισμούς για την πρόληψη των συγκρούσεων στη θάλασσα (Colreg),
— η Διεθνής σύμβαση του 1973 για την πρόληψη της ρύπανσης από πλοία (Marpol),
— η Διεθνής σύμβαση του 1974 για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (Solas).
Διεθνές πρότυπο
Ορισμός 1: Πρότυπο το οποίο έχει εκδοθεί από διεθνή φορέα τυποποίησης.
Διεθνής Κώδικας Ασφάλειας Πλοίων και Λιμενικών Εγκαταστάσεων (ISPS)
Ορισμός 1: Ο Διεθνής Κώδικας για την Ασφάλεια των Πλοίων και των Λιμενικών Εγκαταστάσεων που αποτελείται από το Μέρος Α (οι διατάξεις του οποίου πρέπει να θεωρούνται ως υποχρεωτικές) και από το Μέρος Β (οι διατάξεις του οποίου πρέπει να θεωρούνται χαρακτήρα σύστασης), όπως υιοθετήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2002 με την απόφαση 2 της Διάσκεψης των Συμβαλλομένων Κυβερνήσεων στη Διεθνή Σύμβαση για την Ασφάλεια Ζωής στη Θάλασσα του 1974 όπως μπορεί να τροποποιηθεί από τον Οργανισμό.
Διεθνής φορέας τυποποίησης
Ορισμός 1: Ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ISO), η Διεθνής Ηλεκτροτεχνική Επιτροπή (IEC) και η Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ITU).
Διείσδυση υγρασίας
Ορισμός 1: Η μετακίνηση υγρασίας που περιέχεται σε ένα φορτίο μέσω της καθίζησης και της σταθεροποίησης του φορτίου λόγω των κραδασμών και της κίνησης του πλοίου. Το νερό μετατοπίζεται προοδευτικά, γεγονός που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ορισμένα τμήματα ή όλο το φορτίο να αναπτύσσουν κατάσταση ροής.
Διευθυντής μελέτης
Ορισμός 1: Το άτομο που έχει την ευθύνη για τη συνολική διεξαγωγή της μη κλινικής μελέτης για την ασφάλεια της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος.
Δικαίωμα
Ορισμός 1: Δικαίωμα εκπομπών ενός τόνου ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα κατά τη διάρκεια καθορισμένης περιόδου εμπορίας, το οποίο ισχύει μόνον για τους σκοπούς της τήρησης των απαιτήσεων της παρούσας απόφασης και το οποίο μπορεί να μεταβιβάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας.
Δίκτυο
Ορισμός 1: Ένα διασυνδεδεμένο σύστημα σταθμών επεξεργασίας και σταθερών, κινητών και φορητών σταθμών μέτρησης των τιμών της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας.
Δίκτυο δομών
Ορισμός 1: Για την εφαρμογή των διατάξεων του Πρώτου Μέρους (άρθρα 1 έως 30) τα Συμβουλευτικά Κέντρα Γυναικών, οι Ξενώνες φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών και η 24ωρη πανελλαδική τηλεφωνική γραμμή SOS 15900, αποτελούν «Δίκτυο Δομών.».
Διοίκηση της πειραματικής μονάδας
Ορισμός 1: Το ή τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα που έχουν την τυπική ευθύνη της οργάνωσης και λειτουργίας της πειραματικής μονάδας σύμφωνα με τις αρχές της ορθής εργαστηριακής πρακτικής.
Διοίκηση του τόπου δοκιμών
Ορισμός 1: Το ή τα άτομα που είναι αρμόδια για να διασφαλίσουν την τήρηση των αρχών της ορθής εργαστηριακής πρακτικής κατά τη διεξαγωγή της ή των φάσεων της μελέτης για τις οποίες είναι υπεύθυνα.
Δισκοπρίονο εργοταξίου
Ορισμός 1: Τροφοδοτούμενο με τα χέρια μηχάνημα, βάρους μικρότερου των 200 kg, εξοπλισμένο με μία μόνο δισκοειδή πριονολεπίδα (όχι λεπίδα δημιουργίας αυλακών) ελαχίστης διαμέτρου 350 mm και μεγίστης διαμέτρου 500 mm, η οποία δεν μετακινείται κατά την συνήθη λειτουργία πριονίσματος, και οριζόντιο τραπέζι σταθερό, όλο ή εν μέρει, κατά τη διάρκεια του πριονίσματος. Η πριονολεπίδα είναι τοποθετημένη σε οριζόντιο μη ανακλινόμενο άξονα, η θέση του οποίου παραμένει σταθερή κατά τη λειτουργία. Το μηχάνημα ενδέχεται να διαθέτει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
- δυνατότητα κατακόρυφης μετατόπισης της πριονολεπίδας δια μέσου του τραπεζιού,
- το πλαίσιο της μηχανής κάτω από το τραπέζι μπορεί να είναι ανοικτό ή κλειστό,
- το πριόνι ενδέχεται να είναι εξοπλισμένο με πρόσθετο, χειροκίνητο, τραπέζι (όχι κοντά στην πριονολεπίδα).
Διυλισμένο πετρελαιοειδές (ή προϊόντα)
Ορισμός 1: Πετρελαιοειδή που παράγονται, σε εμπορική κλίμακα, από το αργό πετρέλαιο, σε ένα διυλιστήριο.
Δοκιμασία επάρκειας
Ορισμός 1: Δοκιμασία που αφορά αποκλειστικά τις επαγγελματικές γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες του αιτούντος και διενεργείται ή αναγνωρίζεται από την αρχή του άρθρου 54 "Αρμόδιες αρχές" με σκοπό να αξιολογηθεί η ικανότητα του αιτούντος να ασκήσει νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα στην Ελλάδα.
Δοκίμιο
Ορισμός 1: Οποιοδήποτε υλικό που λαμβάνεται από ένα πειραματικό σύστημα για εξέταση, ανάλυση ή διατήρηση.
Δοκίμιο του έργου
Ορισμός 1: Είναι το δοκίμιο που έχει τις διαστάσεις του συμβατικού δοκιμίου, αλλά το οποίο παρέμεινε δίπλα στο έργο και συντηρήθηκε όπως αυτό, για τον έλεγχο της συντήρησης και της εν γένει προόδου της σκλήρυνσης.
Δομικό στοιχείο
Ορισμός 1: Κάθε στοιχείο που είναι σταθερά ενσωματωμένο στο κτίριο (ή στο δομικό έργο ή κατασκευή) κατά τρόπο μόνιμο. Το σύνολο των δομικών στοιχείων απαρτίζουν το δομικό έργο ή κτίριο ή κατασκευή.
Τα δομικά στοιχεία διαχωρίζονται σε φέροντα και μη φέροντα, ανάλογα με το αν προορίζονται ή όχι να παραλαμβάνουν τις ασκούμενες πάνω στο κτίριο δράσεις, όπως αυτές καθορίζονται από τη στατική μελέτη του κτιρίου.
Δομικό στοιχείο ασφαλείας
Ορισμός 1: Δομικό στοιχείο:
— το οποίο εξυπηρετεί τη λειτουργία ενός χαρακτηριστικού ασφαλείας, και
— το οποίο διατίθεται χωριστά στην αγορά, και
— του οποίου η βλάβη ή/και η δυσλειτουργία θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια προσώπων, και — το οποίο δεν είναι απαραίτητο για τη λειτουργία του μηχανήματος, ή το οποίο μπορεί να αντικαθίσταται από συνηθισμένα δομικά στοιχεία για τη λειτουργία του μηχανήματος.
Δονητικές πλάκες και δονητικοί κριοί
Ορισμός 1: Βλέπε μηχανήματα συμπύκνωσης.
Δόση
Ορισμός 1: Η χορηγούμενη ποσότητα ελεγχόμενης ουσίας, εκφράζεται σε βάρος ουσίας (g, mg) ή σε βάρος ουσίας του πειραματόζωου (π.χ. mg/kg) ή σε σταθερές συγκεντρώσεις στο σιτηρέσιο (ppm).
Δοσολογία
Ορισμός 1: Γενικός όρος που περικλείει τη δόση, τη συχνότητα χορήγησης και τη διάρκεια της δόσης.
Δοχείο αερολύματος (Aerosol dispenser)
Ορισμός 1: Κάθε μη επαναγεμιζόμενο δοχείο από μέταλλο, γυαλί ή πλαστικό, το οποίο περιέχει υπό πίεση ένα αέριο ή ένα μείγμα αερίων, με ή χωρίς ένα στερεό, πολτό ή σκόνη και με ενσωματωμένη συσκευή απελευθέρωσης που επιτρέπει την εκτίναξη των περιεχομένων του ως στερεά ή υγρά σωματίδια σε εναιώρηση σε αέριο, ως αφρός, πολτός ή σκόνη ή σε υγρή ή αέρια κατάσταση.
Δραστηριότητα ανοικτής θάλασσας
Ορισμός 1: Η δραστηριότητα η οποία εκτελείται κυρίως επάνω σε εγκαταστάσεις ανοικτής θάλασσας (στις οποίες περιλαμβάνονται τα θαλάσσια γεωτρύπανα) ή από αυτές, και συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την αναζήτηση, την εξόρυξη ή την εκμετάλλευση των ορυκτών πόρων, συμπεριλαμβανομένων των υδρογονανθράκων, καθώς και τις καταδύσεις που συνδέονται με αυτές τις δραστηριότητες, είτε γίνονται από εγκαταστάσεις ανοικτής θαλάσσης είτε από πλοίο.
Δραστηριότητα όπου υπεισέρχονται χημικοί παράγοντες
Ορισμός 1: Κάθε εργασία στην οποία χρησιμοποιούνται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθούν χημικοί παράγοντες σε οποιαδήποτε διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής, του χειρισμού, της αποθήκευσης, της μεταφοράς ή της εξάλειψης και της επεξεργασίας, ή που προκύπτουν από τέτοια εργασία.
Δραστηριότητες εφοδιαστικής
Ορισμός 1: Είναι ιδίως: Η συλλογή, φόρτωση, μεταφορά, μεταφόρτωση, εκφόρτωση και παράδοση αγαθών και εμπορευμάτων, η ομαδοποίηση (consolidation) και ο διαχωρισμός (deconsolidation) αγαθών και εμπορευμάτων, η αποθήκευση και η διαχείριση της απογραφής εμπορευμάτων, η διαχείριση επιστροφών εμπορευμάτων και φθαρμένων ή κατεστραμμένων εμπορευμάτων (reverse logistics) ή ακατάλληλων εμπορευμάτων ή υλικών συσκευασίας και η διαχείριση και επεξεργασία της πληροφορίας που αφορά όλες αυτές τις δραστηριότητες (κύριες δραστηριότητες).
Η συσκευασία, η ανασυσκευασία, η ετικετοποίηση, ο έλεγχος της ποιότητας, η συναρμολόγηση ή οι μικρές τροποποιήσεις, οι εκτελωνιστικές εργασίες και η έκθεση και ο δειγματισμός προϊόντων (δευτερεύουσες − συμπληρωματικές δραστηριότητες). Προκειμένου οι δευτερεύουσες δραστηριότητες να εντάσσονται στο πλαίσιο άσκησης δραστηριότητας Εφοδιαστικής, απαιτείται η κατά κύριο λόγο άσκηση μίας τουλάχιστον κύριας δραστηριότητας.
Δραστική ουσία
Ορισμός 1: Ουσία ή μικροοργανισμός που δρα επί ή κατά επιβλαβών οργανισμών.
Δυναμική δοκιμή
Ορισμός 1: Δοκιμή που συνίσταται στη θέση σε λειτουργία του ανυψωτικού μηχανήματος σε όλες τις δυνατές διαμορφώσεις, με το μέγιστο φορτίο χρήσης πολλαπλασιαζόμενο επί τον κατάλληλο συντελεστή δυναμικής δοκιμής, λαμβανομένης υπόψη της δυναμικής συμπεριφοράς του ανυψωτικού μηχανήματος, προκειμένου να εξακριβωθεί η καλή λειτουργία του.
Δυνητική έκθεση
Ορισμός 1: Η έκθεση που δεν αναμένεται με βεβαιότητα, αλλά που δύναται να προκύψει από ένα περιστατικό ή μια αλληλουχία περιστατικών πιθανολογικής φύσης, συμπεριλαμβανομένων αστοχιών εξοπλισμού και σφαλμάτων χειρισμού.
Δυσμενής επίδραση
Ορισμός 1: Κάθε απόκλιση από τη βασική γραμμή, που συνδέεται με την αγωγή και μειώνει την ικανότητα ενός οργανισμού να επιζεί, να αναπαράγεται ή να προσαρμόζεται στο περιβάλλον του.
Δυσμενής επίδραση
Ορισμός 1: Κάθε αλλαγή σε σχέση με το φυσιολογικό επίπεδο, η οποία επέρχεται ως αποτέλεσμα της έκθεσης και η οποία μειώνει την ικανότητα επιβίωσης, αναπαραγωγής ή προσαρμογής στο περιβάλλον ενός οργανισμού. Σε σχέση με την αναπτυξιακή τοξικολογία, λαμβανομένη στην ευρεία της έννοια, ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει κάθε επίδραση η οποία παρεμβαίνει στη φυσιολογική ανάπτυξη του κυήματος, τόσο πριν όσο και μετά τη γέννηση.
Δυσπλασία ή μείζων ανωμαλία
Ορισμός 1: Ανατομική διαφορά που θεωρείται ως επιζήμια για το ζώο (μπορεί να είναι και θανατηφόρα) και είναι, συνήθως, σπάνια.
Δυστύχημα
Ορισμός 1: Συμβάν που επιφέρει σοβαρό τραυματισμό ή ακρωτηριασμό ή θάνατο ατόμου. (σύμφωνα με την παρ.1 εδ. α ́ του άρθρου 96).
Ορισμός 2: Σοβαρή βλάβη ή καταστροφή, που επιφέρει μακροχρόνια διακοπή της λειτουργίας ή εκμετάλλευσης ή χρήσης των έργων. (σύμφωνα με την παρ.1 εδ. β ́ του άρθρου 96).
Εβδομάδα
Ορισμός 1: Η περίοδος από τη Δευτέρα, ώρα 00.00, έως την Κυριακή, ώρα 24.00.
Ορισμός 2: Η χρονική περίοδος επτά ημερών με έναρξη την 00:01 ώρα της Δευτέρας και λήξη την 24:00 της επόμενης Κυριακής.
Εβδομαδιαία στάθμη έκθεσης σε θόρυβο (LΧ,8h)
Ορισμός 1: Χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή των ημερήσιων σταθμών έκθεσης σε θόρυβο για εβδομάδα πέντε οκτάωρων εργάσιμων ημερών όπως ορίζεται από το διεθνές πρότυπο ISO 1999:1990, σημείο 3.6 (υποσημείωση 2).
Εγγενής κίνδυνος ή Πηγή κινδύνου
Ορισμός 1: Η εγγενής ιδιότητα ενός χημικού παράγοντα που μπορεί να προκαλέσει βλάβη.
Ορισμός 2: Η δυνητική αιτία τραυματισμού ή βλάβης της υγείας.