Βλέπετε τις εγγραφές : 351 - 400, σε σύνολο 740
Εργοστασιακό σκυρόδεμα (έτοιμο σκυρόδεμα)
Ορισμός 1: Λέγεται το σκυρόδεμα που παράγεται σε σταθερές εγκαταστάσεις και παραδίδεται νωπό από κάποιο άτομο ή φορέα που δεν είναι ο κατασκευαστής (χρήστης).
Στο εργοστασιακό σκυρόδεμα ο Κύριος του Έργου δια των αρμοδίων οργάνων του (Υπηρεσία, επιβλέπων μηχανικός, άλλο θεσμικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η επίβλεψη του έργου) ή ο κατασκευαστής δεν έχει δικές του πληροφορίες για τα υλικά, τις αναλογίες σύνθεσης και τη διαδικασία παραγωγής, ελέγχει δε το έτοιμο προϊόν στη θέση παράδοσής του.
Εργοστάσιο (εγκατάσταση παραγωγής, εργαστήριο)
Ορισμός 1: Είναι σχετικά αυτόνομη περιοχή, κατασκευή ή κτίριο, που στεγάζει μία ή περισσότερες μονάδες, με συναφή ή βοηθητική υποδομή, όπως:
α. Μικρό διοικητικό τμήμα
β. Ζώνες αποθήκευσης ή κατεργασίας βασικών υλών και προϊόντων
γ. Σταθμό επεξεργασίας εκροών και αποβλήτων
δ. Εργαστήριο ελέγχου ή αναλύσεων
ε. Υπηρεσία πρώτων βοηθειών ή συναφές ιατρικό τμήμα
στ. Αρχεία ή κάθε σχετική καταχώρηση που αφορά τη διακίνηση των χημικών προϊόντων που έχουν δηλωθεί και των βασικών τους υλών ή των χημικών προϊόντων που παράγονται από αυτά.
Εργοταξιακό σκυρόδεμα
Ορισμός 1: Λέγεται το σκυρόδεμα που παράγεται σε σταθερές εγκαταστάσεις στον τόπο εκτέλεσης του έργου και χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για τις ανάγκες του συγκεκριμένου έργου, δημόσιου ή ιδιωτικού. Το εργοταξιακό σκυρόδεμα παράγεται από τον κατασκευαστή (χρήστη) του έργου ή από υπεργολάβο του.
Στο εργοταξιακό σκυρόδεμα ο Κύριος του Έργου δια των αρμοδίων οργάνων του (Υπηρεσία, επιβλέπων μηχανικός, άλλο θεσμικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η επίβλεψη του έργου) θα ασκεί πλήρη έλεγχο σε όλα τα στάδια κατασκευής του έργου (συγκέντρωση των υλικών, έλεγχος των δελτίων ποιότητας των υλικών, εργαστηριακός έλεγχος των υλικών, επίβλεψη στο συγκρότημα παραγωγής, στη λήψη δοκιμίων, στη μεταφορά, τη διάστρωση και τη συντήρηση του σκυροδέματος, στον πιθανό επανέλεγχο της κατασκευής κ.λπ.). Η παρακολούθηση αυτή δεν απαλλάσσει τον κατασκευαστή (χρήστη) από την ευθύνη της ποιότητας των υλικών και του σκυροδέματος.
Εργοτάξιο ή προσωρινό ή κινητό εργοτάξιο
Ορισμός 1: Κάθε εργοτάξιο όπου πραγματοποιούνται εργασίες οικοδομικές ή/και πολιτικού μηχανικού και γενικά εκτελείται τεχνικό έργο. Στο παράρτημα Ι του άρθρου 12 περιλαμβάνεται ενδεικτικός κατάλογος τέτοιων εργασιών. (δηλ. εκσκαφές, χωματουργικές εργασίες, κατασκευές, συναρμολόγηση και αποσυναρμολόγηση προκατασκευασμένων στοιχείων, διαμόρφωση ή εξοπλισμός, μετατροπές, ανακαινίσεις, επισκευές, διαλύσεις, κατεδαφίσεις, έκτακτη συντήρηση, τακτική συντήρηση- εργασίες βαφής και καθαρισμού, εξυγίανση).
Ορισμός 2: Το σύνολο των αναγκαίων εγκαταστάσεων για την υλοποίηση δημόσιων ή ιδιωτικών τεχνικών έργων (οικοδομικών, οδοποιίας, λιμενικών, υδραυλικών, εγγείων βελτιώσεων, περιβαλλοντικών κ.ά.). Η νόμιμη λειτουργία του εργοταξίου αποδεικνύεται με την ύπαρξη της ισχύουσας άδειας δόμησης/οικοδομικής άδειας για τη συγκεκριμένη χρήση ή της σχετικής σύμβασης κατασκευής του έργου, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Ερεθισμός των οφθαλμών
Ορισμός 1: Η πρόκληση αλλοιώσεων του οφθαλμού, οι οποίες εμφανίζονται μετά την εφαρμογή της ελεγχόμενης ουσίας στην εμπρόσθια επιφάνειά του και είναι πλήρως αναστρέψιμες εντός 21 ημερών από την εφαρμογή της ουσίας.
Εστία ανάφλεξης
Ορισμός 1: Γυμνά φώτα, φωτιές, εκτεθειμένα πυρακτωμένα υλικά, ηλεκτρικά τόξα συγκόλλησης, ηλεκτρολογικός εξοπλισμός μη εγκεκριμένου τύπου ή σπίθα ή φλόγα που παράγεται από οιονδήποτε άλλο μέσο. Οιαδήποτε θερμή επιφάνεια, όπως ένας θερμός σωλήνας εξάτμισης που έχει θερμανθεί πάνω από τη θερμοκρασία ανάφλεξης ενός εύφλεκτου μίγματος αερίων πετρελαιοειδών και αέρα, μπορεί επίσης, να αποτελεί εστία ανάφλεξης.
Εσωτερικά τελειώματα
Ορισμός 1: Επιφανειακά κατασκευαστικά στοιχεία με τα οποία γίνεται η τελική διαμόρφωση των εσωτερικών επιφανειών των κτιρίων, όπως επιχρίσματα, επενδύσεις, επιστρώσεις, χρωματισμοί, αρμολογήματα, μονώσεις κ.λπ..
Εσωτερικός έλεγχος παραγωγής (αυτοέλεγχος)
Ορισμός 1: Είναι ο έλεγχος που διενεργείται από τον παραγωγό σκυροδέματος προκειμένου αυτός να αξιολογήσει τη συμμόρφωση του σκυροδέματος που παράγει με βάση αυτόν τον Κανονισμό. Γίνεται σύμφωνα με τα Κεφάλαια Β5.7 και Β6.7.
Εσωτερικός εξώστης (πατάρι)
Ορισμός 1: Είναι ο προσβάσιμος χώρος που βρίσκεται εντός άλλου χώρου, όπου η υποκείμενη επιφάνεια πληροί τις προϋποθέσεις χώρου κύριας χρήσης, έχει προσπέλαση από τον χώρο αυτόν, αποτελεί λειτουργικό παράρτημα της χρήσης αυτής, έχει συνολικό εμβαδά μικρότερο του 70% της επιφάνειας του υποκείμενου χώρου, δεν θεωρείται όροφος και δεν μπορεί να αποτελεί ανεξάρτητη ιδιοκτησία.
Ετοιμότητα
Ορισμός 1: Το σύνολο δράσεων και μέτρων που λαμβάνονται εκ των προτέρων για να διασφαλίσουν αποτελεσματική αντίδραση σε περιπτώσεις καταστροφών.
Ευάλωτες Ομάδες Πληθυσμού
Ορισμός 1: Ορίζονται οι ομάδες εκείνες του πληθυσμού που η ένταξή τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή εμποδίζεται από σωματικά και ψυχικά αίτια ή λόγω παραβατικής συμπεριφοράς. Σε αυτές ανήκουν:
α) τα άτομα με αναπηρία οποιασδήποτε μορφής (σωματική, ψυχική, νοητική, αισθητηριακή),
β) τα άτομα με προβλήματα εξάρτησης από ουσίες ή τα απεξαρτημένα άτομα,
γ) οι ανήλικοι με παραβατική συμπεριφορά, οι φυλακισμένοι/ες και αποφυλακισμένοι/ες
Εύθρυπτα αμιαντούχα υλικά
Ορισμός 1: Τα υλικά που περιέχουν ίνες αμιάντου χαλαρά συνδεδεμένες έτσι ώστε σε ενδεχόμενη διατάραξή τους μπορούν εύκολα να απελευθερώσουν ίνες αμιάντου στον αέρα (χύμα υλικό, ψεκασμένος αμίαντος, αμιαντούχες μονώσεις σωληνώσεων - λεβήτων - δεξαμενών και εναλλακτών θερμότητας, μονωτικές αμιαντόπλακες, αμιαντόχαρτο, αμιαντούχο χαρτόνι, αμιαντούχες φλάντζες και τσιμούχες, αμιαντούχα σχοινιά και κορδόνια, αμιαντούχα υφάσματα).
Εύθρυπτα υλικά µε αμίαντο
Ορισμός 1: Τα υλικά εκείνα που περιέχουν µη σταθερά εγκλωβισμένο αμίαντο έτσι ώστε σε ενδεχόμενη μηχανική καταπόνησή τους, να μπορούν εύκολα να απελευθερώνουν ίνες ή σκόνη αμιάντου στο περιβάλλον.
Εύλογες προσαρμογές
Ορισμός 1: Οι απαραίτητες και κατάλληλες τροποποιήσεις, ρυθμίσεις και ενδεδειγμένα μέτρα, που απαιτούνται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να διασφαλιστεί για τα άτομα με αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις η αρχή της ίσης μεταχείρισης, οι οποίες δεν επιβάλλουν δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος στον εργοδότη.
Εύλογη Προσαρμογή
Ορισμός 1: Κάθε απαραίτητη ή/και κατάλληλη τροποποίηση και ρύθμιση της μορφής και της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης του κτιρίου και του περιβάλλοντα χώρου του, η οποία, μπορεί να υλοποιηθεί όπου απαιτείται και ανά συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προκύπτει δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος, με στόχο την διασφάλιση της προσβασιμότητας του κτιρίου, όσον αφορά, σε άτομα με αναπηρίες και εμποδιζόμενα άτομα. Η υλοποίηση «εύλογων προσαρμογών» στοχεύει επιπροσθέτως στην απόλαυση ή άσκηση, σε ίση βάση με τους άλλους, όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών. Εύλογες προσαρμογές μπορούν να υλοποιούνται και σε εξειδικευμένες παρεμβάσεις για την ικανοποίηση ατομικών αναγκών κάποιου ατόμου, το οποίο, αν και σε προσβάσιμο περιβάλλον, έχει ανάγκη επιπλέον εξειδικευμένης προσαρμογής.
Ευπάθεια
Ορισμός 1: Οι παράγοντες που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εξέλιξη ενός κινδύνου σε καταστροφή.
Ευπαθείς Ομάδες Πληθυσμού
Ορισμός 1: Είναι οι κοινωνικές ομάδες πληθυσμού, των οποίων η συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή δυσχεραίνεται, είτε εξαιτίας κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, είτε εξαιτίας σωματικής ή ψυχικής ή νοητικής ή αισθητηριακής αναπηρίας, είτε εξαιτίας απρόβλεπτων γεγονότων, τα οποία επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία της τοπικής ή ευρύτερα περιφερειακής οικονομίας.
Ευρωπαϊκή Συνεργασία για τη Διαπίστευση, ΕΣΔ
Ορισμός 1: Είναι ο οργανισμός των Ευρωπαϊκών Εθνικών Οργανισμών Διαπίστευσης που αναγνωρίζεται από το άρθρο 14 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 765/2008.
Έχει κεντρική θέση στην εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 765/2008 με σημαντικότερα καθήκοντα την οργάνωση του συστήματος αξιολόγησης των εθνικών οργανισμών διαπίστευσης από ομότιμους καθώς και την ανάπτυξη ή την αναγνώριση τομεακών συστημάτων.
Ευρωπαϊκό πρότυπο
Ορισμός 1: Πρότυπο το οποίο έχει εκδοθεί από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης.
Ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων (ΕΣΕ)
Ορισμός 1: Το συμβούλιο που συνιστάται σύμφωνα με το άρθρο 49§1 ή σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος Γ΄, με σκοπό την υλοποίηση της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς.
Ευρωπαϊκός οργανισμός τυποποίησης
Ορισμός 1: Αυτοί που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012.
Ευστάθεια (ή φέρουσα ικανότητα)
Ορισμός 1: Είναι η ικανότητα ενός φέροντος δομικού στοιχείου να φέρει προδιαγεγραμμένο φορτίο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια τυπικής δοκιμής αντίστασης σε φωτιά.
Εύφλεκτα αέρια υπό πίεση
Ορισμός 1: Χημικά προϊόντα που σχηματίζουν αναφλέξιμα μίγματα µε τον ατμοσφαιρικό αέρα και που έχουν συμπιεσθεί ή υγροποιηθεί για τον σκοπό της μεταφοράς τους. Αέριο θεωρείται το χημικό προϊόν, που η πίεση των ατμών του υπερβαίνει τα 2,8 BAR σε θερμοκρασία 37,8 0C.
Εύφλεκτα στερεά
Ορισμός 1: Είναι τα άμεσα καύσιμα στερεά και τα στερεά εκείνα που μπορούν να προκαλέσουν φωτιά μέσω τριβής.
Εύφλεκτα υγρά
Ορισμός 1: Υγρά µε σημείο ανάφλεξης μικρότερο από 60 0C (σε δοκιμή κλειστού δοχείου).
Έφηβος
Ορισμός 1: Κάθε νέος ηλικίας τουλάχιστον 15 ετών αλλά κάτω των 18 ετών και ο οποίος έχει παύσει να υπόκειται σε υποχρεωτική σχολική φοίτηση κατά τις κείμενες περί αυτής διατάξεις.
Ζώνες κινδύνου ανάφλεξης
Ορισμός 1: Ως ζώνες κινδύνου ανάφλεξης χαρακτηρίζονται περιοχές όπου είναι πιθανή η παρουσία αναφλέξιμου μίγματος αέριου και ατμοσφαιρικού αέρα λόγω εκροής αερίου κατά τη λειτουργία. Η ταξινόμησή του γίνεται με βάση το πρότυπο ΕΝ 60079:
1 «Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 0 ή ζώνη 0»: Είναι περιοχή στην οποία υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα συνεχώς ή για μακρές περιόδους.
2 «Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 1 ή ζώνη 1»:Είναι περιοχή στην οποία είναι πιθανό να υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας.
3 «Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 2 ή ζώνη 2»: Είναι περιοχή στην οποία δεν είναι πιθανό να υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας και, αν δημιουργηθεί, θα διαρκέσει μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα.
Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 0 ή ζώνη 0
Ορισμός 1: Είναι περιοχή στην οποία υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα συνεχώς ή για μακρές περιόδους.
Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 1 ή ζώνη 1
Ορισμός 1: Είναι περιοχή στην οποία είναι πιθανό να υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας.
Ζώνη κινδύνου ανάφλεξης 2 ή ζώνη 2
Ορισμός 1: Είναι περιοχή στην οποία δεν είναι πιθανό να υπάρχει αναφλέξιμο μίγμα αέριου - αέρα υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας και, αν δημιουργηθεί, θα διαρκέσει μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα.
Ζώνη ύδρευσης
Ορισμός 1: Νοείται μια γεωγραφικά οριοθετημένη περιοχή, εντός της οποίας το νερό ανθρώπινης κατανάλωσης προέρχεται από μία ή περισσότερες πηγές και εντός της οποίας η ποιότητα του νερού μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ομοιόμορφη.
Ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός ή «ΗΗΕ»
Ορισμός 1: Ο εξοπλισμός του οποίου η ορθή λειτουργία εξαρτάται από ηλεκτρικά ρεύματα ή ηλεκτρομαγνητικά πεδία και ο εξοπλισμός για την παραγωγή, τη μεταφορά και τη μέτρηση των ρευμάτων και πεδίων αυτών, ο οποίος υπάγεται στις κατηγορίες του Παραρτήματος ΙΑ και ο οποίος έχει σχεδιασθεί για να λειτουργεί υπό ονομαστική τάση μέχρι 1000 V εναλλασσομένου ρεύματος και μέχρι 1500 V συνεχούς ρεύματος.
Ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός ή ΗΗΕ
Ορισμός 1: Ο εξοπλισμός του οποίου η ορθή λειτουργία εξαρτάται από ηλεκτρικά ρεύματα ή ηλεκτρομαγνητικά πεδία και ο εξοπλισμός για την παραγωγή, τη μεταφορά και τη μέτρηση των ρευμάτων και πεδίων αυτών, ο οποίος έχει σχεδιασθεί για να λειτουργεί υπό ονομαστική τάση έως 1 000 V εναλλασσόμενου ρεύματος ή έως 1.500 V συνεχούς ρεύματος.
Ηλεκτρομαγνητικά πεδία
Ορισμός 1: Τα στατικά ηλεκτρικά, τα στατικά μαγνητικά και τα χρονικώς μεταβαλλόμενα ηλεκτρικά, μαγνητικά και ηλεκτρομαγνητικά πεδία με συχνότητες έως 300 GHz.
Ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος συγκόλλησης
Ορισμός 1: Κάθε περιστροφική διάταξη που παράγει ρεύμα συγκόλλησης.
Ημιτελές μηχάνημα
Ορισμός 1: Σύνολο το οποίο σχεδόν αποτελεί μηχάνημα αλλά δεν μπορεί από μόνο του να εκτελέσει συγκεκριμένη εφαρμογή. Ένα σύστημα μετάδοσης είναι ημιτελές μηχάνημα. Το ημιτελές μηχάνημα προορίζεται μόνον για ενσωμάτωση ή συναρμολόγηση σε άλλα μηχανήματα ή άλλα ημιτελή μηχανήματα ή εξοπλισμό προκειμένου να σχηματιστεί μηχάνημα στο οποίο εφαρμόζεται η σχετική νομοθεσία.
Ηχητικό σήμα
Ορισμός 1: Κάθε κωδικό ηχητικό σήμα που εκπέμπεται από ειδική συσκευή χωρίς χρήση ανθρώπινης ή συνθετικής φωνής.
Θαμμένες δεξαμενές ή τελείως σκεπασμένες µε χώμα δεξαμενές
Ορισμός 1: Δεξαμενή η οποία είναι θαμμένη στο έδαφος έτσι ώστε δεν υπάρχει τμήμα της δεξαμενής στην οροφή ή στο περίβλημα που να µην είναι θαμμένο εκτός από τα εξαρτήματα που στερεώνονται στη δεξαμενή και βρίσκονται στο επίπεδο του εδάφους.
Θερμές εργασίες
Ορισμός 1:
Η ηλεκτροσυγκόλληση, η κοπή, η χρήση φλόγας ή ηλεκτρικού τόξου ή οποιουδήποτε εξοπλισμού που μπορεί να προκαλέσει θερμότητα, φλόγα ή σπινθήρα, καθώς και το καλαφάτισμα, ή στεγανοποίηση, το πελέκημα, το τρύπημα, το κάρφωμα (καθήλωση) και οποιαδήποτε άλλη εργασία παραγωγής θερμότητας, εκτός εάν εκτελείται με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρείται η θερμοκρασία των εργαλείων και της εργασίας κάτω των 100 0C.
Ορισμός 2: Οι εργασίες που παράγουν φωτιά, φλόγα, θερμότητα, σπινθήρα, ή ηλεκτρικό τόξο.
Ορισμός 3: Οι εργασίες συγκόλλησης, κοπής, πυράκτωσης και κάθε εργασία που συνεπάγεται τη χρήση των οργάνων ή συσκευών, που παράγουν φωτιά, φλόγα, θερμότητα, σπινθήρες ή ηλεκτρικά τόξα.
Θερμή εργασία
Ορισμός 1: Η εργασία συγκόλλησης, κοπής, πυράκτωσης και κάθε εργασία που συνεπάγεται τη χρήση των οργάνων ή συσκευών, που παράγουν φωτιά, φλόγα, θερμότητα, σπινθήρες ή ηλεκτρικά τόξα.
Θερμή εργασία επισκευής
Ορισμός 1: Η εργασία συγκόλλησης, κοπής, πυράκτωσης και γενικά κάθε εργασία επισκευής που συνεπάγεται τη χρήση οργάνων ή συσκευών που παράγουν φωτιά, φλόγα, σπινθήρες ή ηλεκτρικά τόξα.
Θέση εργασίας
Ορισμός 1: Το σύνολο του εξοπλισμού που περιλαμβάνει οθόνη οπτικής απεικόνισης, εφοδιασμένο ενδεχομένως με πληκτρολόγιο ή άλλη διάταξη εισόδου δεδομένων, ή/και με λογισμικό που καθορίζει τη διασύνδεση χρήστη-συσκευής, με προαιρετικά εξαρτήματα, με περιφερειακά, περιλαμβανομένων και μονάδας δισκετών, τηλεφώνου, ταλαντωτή/ αποταλαντωτή, εκτυπωτή, αναλογίου για έγγραφα, καθίσματος και τραπεζιού εργασίας ή άλλης επιφάνειας εργασίας, καθώς και το άμεσο περιβάλλον εργασίας.
Ορισμός 2: Ο τόπος όπου βρίσκεται η βασική εγκατάσταση της επιχείρησης στην οποία εκτελεί καθήκοντα ο διενεργών κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών, καθώς και οι διάφορες δευτερεύουσες εγκαταστάσεις της, είτε αυτές συμπίπτουν είτε όχι με την έδρα της επιχείρησης ή τις βασικές της εγκαταστάσεις, το όχημα το οποίο χρησιμοποιεί ο εκτελών κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών όταν εκτελεί καθήκοντα και κάθε άλλος χώρος όπου εκτελούνται οι δραστηριότητες που συνδέονται με τη διενέργεια της μεταφοράς.
Θέση σε λειτουργία
Ορισμός 1: Η πρώτη χρησιμοποίηση του προϊόντος από τον τελικό χρήστη μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Θετικά μέτρα
Ορισμός 1: Πράξεις και αποφάσεις που λαμβάνονται από τη διοίκηση οι οποίες αποσκοπούν στην εξάλειψη των έμφυλων ανισοτήτων, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος.
Θετικές δράσεις
Ορισμός 1: Η ανάληψη κάθε πρωτοβουλίας των αρμόδιων κρατικών ή αυτοδιοικητικών οργάνων για την πρόληψη των έμφυλων ανισοτήτων και για την ευαισθητοποίηση του κοινωνικού συνόλου σε σχέση με αυτές.
Θεωρητικός πληθυσμός
Ορισμός 1: Είναι ο τεχνικός (θεωρητικός) υπολογισμός των ατόμων του καταστήματος ως βάση υπολογισμού για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων και μέσων πυροπροστασίας, χωρίς να αποτελεί κριτήριο του μέγιστου πληθυσμού που δύναται να συγκεντρωθεί.
Θεωρητικός πληθυσμός
Ορισμός 1: Ο τεχνικός υπολογισμός των ατόμων του χώρου, ο οποίος είναι η βάση υπολογισμού για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων και μέσων πυροπροστασίας, χωρίς να αποτελεί κριτήριο του μέγιστου πληθυσμού που δύναται να συγκεντρωθεί. Ο υπολογισμός του γίνεται με βάση τη χρήση του χώρου και τις καθαρές επιφάνειες.
Ιδιαίτερα καταχρηστικοί όροι εργασίας
Ορισμός 1: Όροι εργασίας, συμπεριλαμβανομένων όσων οφείλονται σε διακρίσεις λόγω φύλου ή άλλες διακρίσεις, οι οποίοι είναι κατάφωρα δυσανάλογοι προς τους όρους εργασίας των νόμιμα απασχολούμενων εργαζομένων, έχοντας επίπτωση, για παράδειγμα, στην υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ιεράρχηση μέτρων
Ορισμός 1: Ιεράρχηση των μέτρων ανάλογα με την αποτελεσματικότητά τους και τις γενικές αρχές πρόληψης, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 7 του Κ.Ν.Υ.Α.Ε. (Ν. 3850/2010 ) και στα άρθρα 3, 5 και 6 του Π.Δ. 186/1995 «Προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες του Συμβουλίου 90/679/ΕΟΚ και 93/88/EOK» (97/Α).
Ίζημα
Ορισμός 1: Μίγμα ανόργανων και οργανικών χημικών συστατικών, εκ των οποίων τα οργανικά συστατικά περιέχουν ενώσεις με υψηλή περιεκτικότητα σε άνθρακα και άζωτο, ενώ ταυτοχρόνως διαθέτουν και υψηλή μοριακή μάζα. Αποτίθεται από φυσικά ύδατα και σχηματίζει επιφάνεια επαφής (διεπαφή) με τα εν λόγω ύδατα.