Βλέπετε τις εγγραφές : 301 - 350, σε σύνολο 1064
Δυστύχημα
Ορισμός 1: Συμβάν που επιφέρει σοβαρό τραυματισμό ή ακρωτηριασμό ή θάνατο ατόμου. (σύμφωνα με την παρ.1 εδ. α ́ του άρθρου 96).
Ορισμός 2: Σοβαρή βλάβη ή καταστροφή, που επιφέρει μακροχρόνια διακοπή της λειτουργίας ή εκμετάλλευσης ή χρήσης των έργων. (σύμφωνα με την παρ.1 εδ. β ́ του άρθρου 96).
Εβδομάδα
Ορισμός 1: Η περίοδος από τη Δευτέρα, ώρα 00.00, έως την Κυριακή, ώρα 24.00.
Ορισμός 2: Η χρονική περίοδος επτά ημερών με έναρξη την 00:01 ώρα της Δευτέρας και λήξη την 24:00 της επόμενης Κυριακής.
Εγγενής κίνδυνος ή Πηγή κινδύνου
Ορισμός 1: Η εγγενής ιδιότητα ενός χημικού παράγοντα που μπορεί να προκαλέσει βλάβη.
Ορισμός 2: Η δυνητική αιτία τραυματισμού ή βλάβης της υγείας.
Εγγυημένη στάθμη ακουστικής ισχύος
Ορισμός 1: Η στάθμη ακουστικής ισχύος που καθορίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος III, στην οποία συμπεριλαμβάνονται οι αβεβαιότητες λόγω διακύμανσης της παραγωγής και των διαδικασιών μέτρησης, και περί της οποίας ο κατασκευαστής, ή ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπός του, επιβεβαιώνουν ότι, σύμφωνα με τα εφαρμοζόμενα τεχνικά μέσα που αναφέρονται στον τεχνικό φάκελο, δεν σημειώνεται υπέρβασή της.
Έγκαιρη προειδοποίηση
Ορισμός 1: Η παροχή έγκαιρης ειδοποίησης και επαρκούς πληροφόρησης, μέσω των αρμόδιων φορέων, που δίνει τη δυνατότητα δρομολόγησης συγκεκριμένων δράσεων για την αποφυγή ή τη μείωση των επιπτώσεων του κινδύνου και την προετοιμασία για αποτελεσματική αντιμετώπιση.
Εγκατάσταση
Ορισμός 1: Ο χώρος όπου στεγάζονται ή/και ασκούνται εργασίες - δραστηριότητες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, όπου ασκείται οικονομική δραστηριότητα που φέρει έναν ή περισσότερους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (ΚΑΔ) και η οποία μπορεί να ταξινομηθεί ως προς τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, το περιβάλλον ή άλλες πτυχές του δημόσιου συμφέροντος. Στην έννοια της εγκατάστασης για τους σκοπούς της παρούσας νοείται και το κινητό μέσο, στο οποίο ή μέσω του οποίου ασκείται η δραστηριότητα.
Ορισμός 2: Σημαίνει μια μόνιμη, σταθερή ή κινητή κατασκευή ή ένας συνδυασμός κατασκευών διασυνδεδεμένων μόνιμα μεταξύ τους με γέφυρες ή άλλες κατασκευές, που χρησιμοποιούνται σε υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων ή σχετίζονται με τέτοιες εργασίες. Οι εγκαταστάσεις περιλαμβάνουν υπεράκτιες κινητές μονάδες ανόρυξης γεώτρησης (MODU), μόνον όταν τοποθετηθούν σε υπεράκτια ύδατα για ανόρυξη γεώτρησης, παραγωγή, ή άλλες δραστηριότητες που συνδέονται με υπεράκτιες εργασίες υδρογονανθράκων.
Εγκατάσταση
Ορισμός 1: Ο συνδυασμός μηχανημάτων ή και δικτύων που λειτουργούν μόνιμα τοποθετημένα, καθώς και η δομική κατασκευή που χρησιμοποιείται για τη στέγαση ή τοποθέτηση μηχανημάτων ή δικτύων ή οργάνων ή εργαλείων ή βοηθητικού εξοπλισμού ή υλικών κ.λπ. και που, σε κάθε περίπτωση, για την κατασκευή και λειτουργία της απαιτείται, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ειδική άδεια.
Εγκατάσταση (establishment) δραστηριότητας
Ορισμός 1: Ο συνολικός χώρος που τελεί υπό τον έλεγχο του φορέα εκμετάλλευσης όπου υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε μία ή περισσότερες μονάδες, συμπεριλαμβανομένων των κοινών ή συναφών υποδομών ή δραστηριοτήτων· οι εγκαταστάσεις κατατάσσονται σε κατώτερης ή ανώτερης βαθμίδας·
O όρος «εγκατάσταση (establishment) δραστηριότητας» διαφοροποιείται από την έννοια του όρου «εγκατάσταση−ίδρυση (installation)» όπως ορίζεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 17 (Δεύτερο Μέρος) του Ν.3982/2011 (Α΄143).
Εγκατάσταση ανώτερης βαθμίδας
Ορισμός 1: Εγκατάσταση όπου υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε ποσότητες ίσες ή μεγαλύτερες των ποσοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος 1 στήλη 3 ή στο παράρτημα Ι μέρος 2 στήλη 3, χρησιμοποιώντας, όπου έχει εφαρμογή, τον αθροιστικό κανόνα που καθορίζεται στη σημείωση 4 του παραρτήματος Ι·
Εγκατάσταση αποβλήτων
Ορισμός 1: Κάθε τόπος που επιλέγεται για τη συσσώρευση ή την εναπόθεση εξορυκτικών αποβλήτων, όπως ορίζεται στην παρ.16 του άρθρου 3 της με αριθ. 39624/2209/Ε103/25−9−2009 (ΦΕΚ 2076/Β/25−9−2009) κοινής υπουργικής απόφασης, όπως ισχύει.
Εγκατάσταση κατηγορίας Α
Ορισμός 1: Χώροι που συνήθως παραλαμβάνουν τις προμήθειες τους κατευθείαν από ένα διυλιστήριο, με πλοίο, σωληνώσεις ή σιδηρόδρομο και εκτός από παραδόσεις που κάνουν κατευθείαν στην κατανάλωση της άμεσα γειτνιάζουσας περιοχής, μπορούν να διαμετακομίσουν χύμα και συσκευασμένα προϊόντα με παράκτιο πλοίο, φορτηγίδα ποταμού, σιδηροδρομικά ή οδικά οχήματα, σε εγκαταστάσεις κατηγορίας Β’.
Σημείωση: Αυτή η ονομασία και η ονομασία της Εγκατάστασης Κατηγορίας Β βασίζονται πάνω στη συνήθεια και τη χρήση, με την πρόθεση να υπάρχει κάποιο όριο δυναμικότητας για τον όγκο αποθήκευσης που δίνεται υπό την ονομασία της Εγκατάστασης κατηγορίας Ε’.
Εγκατάσταση κατηγορίας Β
Ορισμός 1: Η εγκατάσταση αυτή συνήθως παραλαμβάνει τις προμήθειες της από διυλιστήριο ή άλλη εγκατάσταση, οδικά, σιδηροδρομικά, θαλάσσια ή από σωληνώσεις, ή με συνδυασμό αυτών των μεθόδων και παραδίδει προϊόντα κατευθείαν στην κατανάλωση στις γύρω περιοχές με την Εγκατάσταση.
Οι υποδείξεις του κανονισμού που ισχύουν για τις Εγκαταστάσεις κατηγορίας Β’ γενικά αφορούν κυρίως τους αποθηκευτικούς χώρους, για πετρελαιοειδή κατηγορίας Ι και εφόσον η δυναμικότητα εναποθήκευσης σε χύμα όλων των κατηγοριών πετρελαιοειδών δεν υπερβαίνει τα 7.000 κυβ. μέτρα
Εγκατάσταση κατώτερης βαθμίδας
Ορισμός 1: Εγκατάσταση όπου υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε ποσότητες ίσες ή μεγαλύτερες των ποσοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος 1 στήλη 2 ή στο παράρτημα Ι μέρος 2 στήλη 2, αλλά μικρότερες των ποσοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος 1 στήλη 3 ή στο παράρτημα Ι μέρος 2 στήλη 3, χρησιμοποιώντας, όπου έχει εφαρμογή, τον αθροιστικό κανόνα που καθορίζεται στη σημείωση 4 του παραρτήματος Ι·
Έγκριση
Ορισμός 1: Ως έγκριση ορίζεται κάθε πράξη της αρμόδιας αρχής ή διοικητική διαδικασία που αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη λειτουργίας μιας οικονομικής δραστηριότητας σε ορισμένο χώρο ή εγκατάσταση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και εκ των προτέρων έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές. Δεν αποτελεί έγκριση, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, η πράξη, άδεια, προϋπόθεση ή διαδικασία που απαιτείται για την πρόσβαση και την άσκηση επαγγέλματος από φυσικό πρόσωπο.
Έγκριση εκτέλεσης εργασιών
Ορισμός 1: Η διοικητική πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση εργασιών της παραγράφου 3 του άρθρου 29, ύστερα από υποβολή τεχνικής έκθεσης και δήλωσης ανάληψης επίβλεψης από αρμόδιο μηχανικό.
Έγκριση ΕΟΚ
Ορισμός 1: Η διαδικασία με την οποία ένα Κράτος μέλος διαπιστώνει, μετά από δοκιμές και βεβαιώνει ότι ένας τύπος ανυψωτικού μηχανήματος ή μηχανήματος, διακινήσεως φορτίων ή/ και στοιχείου κατασκευής ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της παρούσας και στις ισχύουσες ειδικές διατάξεις.
Έγκριση εργασιών αποπεράτωσης αυθαίρετης κατασκευής
Ορισμός 1: Η διοικητική πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση των εργασιών της παραγράφου 5 του άρθρου 107 (Ενέργειες αρμόδιων υπηρεσιών).
Έγκριση Εργασιών Δόμησης Μικρής Κλίμακας
Ορισμός 1: Η διοικητική πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση εργασιών που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 29, με προϋπολογισμό έργου έως είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000,00) ευρώ.
Έγκριση τύπου
Ορισμός 1: Η διαδικασία με την οποία η αρμόδια Αρχή πιστοποιεί ότι ένας τύπος μηχανήματος έργων, οχήματος ειδικής κατηγορίας, συστήματος, κατασκευαστικού στοιχείου ή χωριστής τεχνικής μονάδας τηρεί τις σχετικές διοικητικές διατάξεις και τεχνικές απαιτήσεις. Η έγκριση τύπου δεν είναι προσωποπαγής.
Έγκυος εργαζόμενη
Ορισμός 1: Κάθε εργαζόμενη γυναίκα που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάσταση της εφ' όσον τούτο απαιτείται για τη λήψη θετικού μέτρου υπέρ της εγκύου.
Εθνική έγκριση τύπου
Ορισμός 1: Η διαδικασία έγκρισης τύπου που ορίζεται από την ελληνική νομοθεσία και η οποία ισχύει μόνο στο έδαφος της Ελλάδας. Η εθνική έγκριση τύπου δεν είναι προσωποπαγής.
Εθνική κουλτούρα πρόληψης για την ασφάλεια και την υγεία
Ορισμός 1: Δηλώνει την κουλτούρα του σεβασμού σε όλα τα επίπεδα του δικαιώματος σ’ ένα ασφαλές και υγιές εργασιακό περιβάλλον, της δραστηριοποίησης της Κυβέρνησης, των εργοδοτών και των εργαζομένων για την εξασφάλιση ενός ασφαλούς και υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος - μέσω ενός συστήματος καθορισμένων δικαιωμάτων, ευθυνών και υποχρεώσεων - και της πρόταξης της αρχής της πρόληψης ως πρώτης προτεραιότητας.
Εθνική πολιτική
Ορισμός 1: Αναφέρεται στην εθνκή πολιτική για την ασφάλεια και την υγεία στον χώρο εργασίας, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 4 της Σύμβασης (αρ. 155) για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, 1981.
Εθνική Πολιτική Μείωσης Κινδύνου Καταστροφών
Ορισμός 1: Σχέδιο ενεργειών που καθορίζει σε εθνικό επίπεδο τους τελικούς και ενδιάμεσους στόχους για τη μείωση της διακινδύνευσης από καταστροφές, καθώς και τους αντίστοιχους δείκτες αξιολόγησης και τα χρονοδιαγράμματα. Περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες, διαδικασίες και τα προγράμματα που αφορούν όλες τις φάσεις του κύκλου καταστροφών και ειδικότερα την πρόληψη, ετοιμότητα, αντιμετώπιση, αποκατάσταση, καθώς και την ανατροφοδότηση του σχεδιασμού σε τοπικό και εθνικό επίπεδο για τη μείωση του κινδύνου και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας.
Εθνική τεχνική βιομηχανική νομοθεσία
Ορισμός 1: Αμιγώς εθνικό νομοθετικό/κανονιστικό πλαίσιο για βιομηχανικά προϊόντα ή για υπηρεσίες σχετικές με αυτά, σε τομείς που δεν καλύπτονται από ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης.
Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων
Εθνικό πρόγραμμα ασφάλειας και υγείας στην εργασία ή εθνικό πρόγραμμα
Ορισμός 1: Κάθε εθνικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει σκοπούς προς επίτευξη σύμφωνα με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα, προτεραιότητες και μέσα δράσης που θεσπίζονται με σκοπό να βελτιωθούν η ασφάλεια και η υγεία στην εργασία καθώς και τα μέσα αξιολόγησης της προόδου.
Εθνικό πρότυπο
Ορισμός 1: Πρότυπο που έχει εκδοθεί από εθνικό φορέα τυποποίησης.
Εθνικό σύστημα ασφάλειας και υγείας στην εργασία ή εθνικό σύστημα
Ορισμός 1: Δηλώνει την υποδομή που αποτελεί το βασικό πλαίσιο για την υλοποίηση της εθνικής πολιτικής και των εθνικών προγραμμάτων ασφάλειας και υγείας στην εργασία.
Εθνικός οργανισμός διαπίστευσης
Ορισμός 1: Ο εθνικός οργανισμός διαπίστευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.
Ορισμός 2: (κατά την έννοια που αποδίδεται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008) Ο μόνος οργανισμός κράτους μέλους που εκτελεί τη διαπίστευση επί τη βάσει εξουσίας που του παρέχει το κράτος αυτό. Εάν εθνικός οργανισμός διαπίστευσης μπορεί να αποδεικνύει ως αποτέλεσμα διαδικασίας αξιολόγησης από ομότιμους, ότι πληροί τις απαιτήσεις του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου (ΕΝ ISO/IEC 17011 σήμερα), τεκμαίρεται ότι πληροί τις απαιτήσεις για τους εθνικούς οργανισμούς διαπίστευσης που θέτει ο Κανονισμός 765/2008/ΕΚ.
Ορισμός 3: Οργανισμός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκτελεί τη διαπίστευση επί τη βάσει εξουσίας που του παρέχει το κράτος αυτό τον οποίο έχει ορίσει και ως μοναδικό στην άσκηση της εξουσίας. Στην Ελλάδα λειτουργεί το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης Ν.Π.Ι.Δ. (ΕΣΥΔ Ν.Π.Ι.Δ.) με βάση το ν. 4468/2017 , ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
Εθνικός φορέας τυποποίησης
Ορισμός 1: Φορέας τον οποίο έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 27 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012.
Ειδικές επιχειρήσεις
Ορισμός 1: Οι επιχειρήσεις, οι οποίες εκτελούν επί μέρους εργασίες ναυπήγησης, μετατροπής, επισκευής και συντήρησης πλοίων.
Ειδικές Ομάδες Πληθυσμού
Ορισμός 1: Ανήκουν σι ομάδες εκείνες του πληθυσμού οι οποίες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση ως προς την ομαλή ένταξή τους στην αγορά εργασίας, από οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά αίτια. Σε αυτές ανήκουν ενδεικτικά οι άνεργοι νέοι, οι άνεργες γυναίκες, οι άνεργοι άνω των πενήντα ετών, οι μακροχρόνια άνεργοι, οι αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών και τα μέλη πολύτεκνων οικογενειών, γυναίκες θύματα κακοποίησης, οι αναλφάβητοι, οι κάτοικοι απομακρυσμένων ορεινών και νησιωτικών περιοχών, τα άτομα με πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες.
Ειδική διαπραγματευτική ομάδα (ΕΔΟ)
Ορισμός 1: Η ομάδα που συνιστάται σύμφωνα με το άρθρο 54§2, προκειμένου να διαπραγματευθεί με την κεντρική διοίκηση τη σύσταση ΕΣΕ ή τη θέσπιση διαδικασίας για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 49§1.
Ειδικό πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης
Ορισμός 1: Το πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης το οποίο δύναται να αντικαταστήσει προϋπηρεσία που απαιτείται για τη λήψη άδειας άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας του Ν. 3982/2011 .
Ειδικότητα
Ορισμός 1: Εξειδίκευση αυτοτελούς τεχνικού αντικειμένου και αντίστοιχων απαιτήσεων επαγγελματικών προσόντων, εντός της ρυθμιζόμενης κατηγορίας επαγγελματικών δραστηριοτήτων.
Εισαγωγέας
Ορισμός 1: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση που διαθέτει στην αγορά της Ένωσης εξοπλισμό πλοίων προερχόμενο από τρίτη χώρα.
Ορισμός 2: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ε.Ε. που διαθέτει προϊόν τρίτης χώρας στην ενωσιακή αγορά.
Ορισμός 3: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση που διαθέτει στην ενωσιακή αγορά εκρηκτικό προερχόμενο από τρίτη χώρα.
Ορισμός 4: Kάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που διαθέτει ΗΗΕ τρίτης χώρας στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έκδηλη τοξικότητα
Ορισμός 1: Γενικός όρος που δηλώνει την εμφάνιση σαφών συμπτωμάτων τοξικότητας μετά τη χορήγηση της ελεγχόμενης ουσίας (βλ. παραδείγματα στη δημοσίευση (3)), ώστε να αναμένεται ότι η αμέσως υψηλότερη προκαθορισμένη δόση θα προκαλέσει είτε ισχυρό πόνο και διαρκή σημεία έντονης δυσφορίας ή κατάσταση ετοιμοθάνατου (τα σχετικά κριτήρια παρατίθενται στο καθοδηγητικό έγγραφο για τα τελικά σημεία ευθανασίας (8)) ή πιθανή θνησιμότητα στα περισσότερα ζώα.
Έκθεση τεχνικού ελέγχου
Ορισμός 1: Επίσημο έγγραφο, που εκδίδει ο αναγνωρισμένος φορέας ελέγχου, με το οποίο βεβαιώνεται η συμμόρφωση ή η αποτυχία συμμόρφωσης της διάταξης ψυχαγωγίας με τις τεχνικές απαιτήσεις της παρούσας απόφασης.
Εκμετάλλευση
Ορισμός 1: Το μέρος των εργασιών του έργου από την προσπέλαση του κοιτάσματος μέχρι την παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων.
Εκμεταλλευτής
Ορισμός 1: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κοινοπραξία προσώπων που έχει, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, το δικαίωμα έρευνας ή και εκμετάλλευσης στο μεταλλευτικό ή λατομικό χώρο που βρίσκεται το έργο.
Έκπλυμα
Ορισμός 1: Το διάλυμα που λαμβάνεται κατά την εργαστηριακή δοκιμή της απόπλυσης.
Εκπομπές
Ορισμός 1: Οι εκπομπές στην ατμόσφαιρα ανθρωπογενών αερίων του θερμοκηπίου από πηγές.
Εκπομπή
Ορισμός 1: Η ελευθέρωση ουσίας από σημειακή ή διάχυτη πηγή στην ατμόσφαιρα.
Ορισμός 2: Η απελευθέρωση στο περιβάλλον ουσιών, παρασκευασμάτων, οργανισμών ή μικροοργανισμών, συνεπεία ανθρώπινης δραστηριότητας.
Εκπρόσωποι των εργαζομένων
Ορισμός 1: Κατά σειρά προτεραιότητας:
i) οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων,
ii) τα συμβούλια των εργαζομένων που έχουν αναδειχθεί και λειτουργούν σε αυτές σύμφωνα με το ν. 1767/1988 «Συμβούλια Εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις - Κύρωση της 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας» (63/Α), και
iii) οι εκπρόσωποι που εκλέγονται από τους εργαζόμενους με άμεση εκλογή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 1264/1982 «Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» (79/Α) και του άρθρου 4 του ν. 1767/1988 .
Ορισμός 2: Αυτοί που ορίζονται στις διατάξεις του π.δ. 240/2006 (Α’ 252) και του ν. 1767/1988 . Προκειμένου για επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις που απασχολούν κάτω των πενήντα (50) εργαζομένων, εφόσον σ’ αυτές δεν υπάρχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι εκπροσωπούνται από τριμελή επιτροπή που εκλέγεται από αυτούς κατά ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 1767/1988 . Σε περίπτωση μεταβίβασης θαλασσοπλοούντος πλοίου, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 348 του παρόντος Κώδικα, εκπρόσωποι των εργαζομένων νοούνται αυτοί που ορίζονται στην περ. δ) του άρθρου 2 του π.δ. 190/2008 (Α’ 248) .
Εκπρόσωπος ιδιωτικού δικτύου Μέσης Τάσης
Ορισμός 1: Το νόμιμα εξουσιοδοτημένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ορίζεται από παραγωγούς σταθμών Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης ή ομάδα παραγωγών, οι οποίοι ενδιαφέρονται να κατασκευάσουν Δίκτυα Μέσης Τάσης για τη σύνδεση σταθμών Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή/και σταθμών αποθήκευσης σε Υποσταθμούς Μέσης προς Υψηλής Τάσης, σύμφωνα με το άρθρο 63 του ν. 4843/2021 (Α΄ 193).
Εκπρόσωπος κοινού αιτήματος
Ορισμός 1: Το νόμιμα εξουσιοδοτημένο από τους ενδιαφερόμενους φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ των ενδιαφερομένων και του αρμόδιου Διαχειριστή στην υποβολή του κοινού αιτήματος, την κατασκευή, τη διαχείριση, την παροχή στοιχείων στον Διαχειριστή του Συστήματος, τη συντήρηση και τη λειτουργία των κοινών έργων σύνδεσης στα κατάντη του ορίου του Συστήματος, αποκλειστικής αρμοδιότητας των ενδιαφερομένων.
Εκπρόσωπος των εργαζομένων
Ορισμός 1: Κάθε εκλεγμένο άτομο, με ειδική αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων σύμφωνα με τα άρθρα 4 (σύσταση επιτροπής υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων- εκπρόσωποι των εργαζομένων), 5 (αρμοδιότητες ΕΥΑΕ και εκπροσώπου εργαζομένων), 6 (αριθμός μελών ΕΥΑΕ - υποχρεώσεις εργοδοτών) και 7 (εκλογή μελών ΕΥΑΕ - προστασία) του παρόντος και τα άρθρα 1 (σκοπός - πεδίο εφαρμογής), 2 (όργανα εκπροσώπησης εργαζομένων), 3 (γενική συνέλευση εργαζομένων), 4 (εκλογές) και 5 (εφορευτικές επιτροπές) του Ν. 1767/1988 (ΦΕΚ 63/Α`/6.4.1988) «Συμβούλια εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις - Κύρωση της 135 διεθνούς σύμβασης εργασίας».
Ορισμός 2: Κάθε εκλεγμένο άτομο, με ειδική αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 του Ν. 1568/1985 (ΦΕΚ 177/Α`/18.10.1985), το Π.Δ. 315/1987 (ΦΕΚ 149/Α`/25.8.1987) «Σύσταση ΕΥΑΕ σε εργοτάξια οικοδομών και εν γένει τεχνικών έργων», τα άρθρα 1, 2, 3, 4 και 5 του Ν. 1767/1988 (ΦΕΚ 63/Α`/6.4.1988) «Συμβούλια εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις-κύρωση της 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας», και τα άρθρα 2 §4 και 3 του Π.Δ. 17/1996 (ΦΕΚ 11/Α`/18.1.1996) «Μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 91/383/ΕΟΚ», για να εκπροσωπεί τους εργαζόμενους, όσον αφορά τα ζητήματα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία.
Ορισμός 3: Κάθε πρόσωπο που εκλέγεται, επιλέγεται ή ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 18, κεφ. Β΄, ν. 1767/1988 «Συμβούλια εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις – Κύρωση της 135 διεθνούς σύμβασης εργασίας» (63/Α) για να εκπροσωπεί τους εργαζόμενους.
Εκρηκτικά ή εκρηκτικές ύλες
Ορισμός 1: Οι ύλες και τα αντικείμενα που θεωρούνται ως εκρηκτικά στις συστάσεις των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων και περιλαμβάνονται στην κλάση 1 των εν λόγω συστάσεων.
Ορισμός 2: Τα επικίνδυνα είδη της κλάσης «1». Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται και τα πυρομαχικά.
Εκρηκτική ατμόσφαιρα
Ορισμός 1: Μείγμα με τον αέρα, σε ατμοσφαιρικές συνθήκες, εύφλεκτων ουσιών, υπό μορφή αερίων, ατμών, συγκεντρώσεων σταγονιδίων ή σκόνης, στο οποίο, μετά από ανάφλεξη, η καύση μεταδίδεται στο σύνολο του μη καιόμενου μείγματος.