Βλέπετε τις εγγραφές : 551 - 600, σε σύνολο 12265
Όρος: Amphoteric properties
Μετάφραση: Επαμφοτερίζουσες ιδιότητες
Συντομογραφία: AM
Όρος: Amplitude modulation
Μετάφραση: Διαμόρφωση εύρους
Όρος: Ampute
Μετάφραση: Ακρωτηριασμένος
Όρος: Amyl acetate or pentyl acetate or pear oil
Μετάφραση: Οξικός αμυλεστέρας ή οξικό μεθυλοβουτύλιο ή οξικό αμύλιο ή οξικό πεντύλιο ή αχλαδέλαιο ή απιδέλαιο
Όρος: amyl alcohol N-
Μετάφραση: N-Αμυλική αλκοόλη
Συντομογραφία: TAME
Όρος: Amyl methyl ether tert-, 2-methoxy-2-methylbutane
Μετάφραση: tert-αμυλο-μεθυλαιθέρας
Όρος: Amylose or corn starch
Όρος: Anaerobic biodegradation
Μετάφραση: Αναεροβική βιοαποδόμηση
Όρος: Anaerobic conditions
Μετάφραση: Αναερόβιες συνθήκες
Όρος: Anaesthesia
Μετάφραση: Αναισθησία, νάρκωση
Συντομογραφία: AoA
Όρος: Analysis of alternatives
Μετάφραση: Ανάλυση εναλλακτικών (ΑΕ)
Όρος: Analyst
Μετάφραση: Αναλυτής (ο αναλυτικός επιστήμονας)
Όρος: Analyte
Μετάφραση: Αναλυτέα ουσία ή προσδιοριζόμενο συστατικό ή αναλύτης
Όρος: Analytical chemistry
Μετάφραση: Αναλυτική χημεία
Όρος: Analytical determination
Μετάφραση: Αναλυτικός προσδιορισμός
Συντομογραφία: AG
Όρος: Analytical grade or reagent grade
Μετάφραση: Αναλυτικώς καθαρό αντιδραστήριο
Όρος: Analytical information
Μετάφραση: Αναλυτικές πληροφορίες
Όρος: Analytical method
Μετάφραση: Αναλυτική μέθοδος
Όρος: Analytical parameter
Μετάφραση: Αναλυτική παράμετρος
Όρος: Analytical problem
Μετάφραση: Αναλυτικό πρόβλημα
Όρος: Analytical procedure
Μετάφραση: Αναλυτική διαδικασία
Όρος: Analytical response
Μετάφραση: Αναλυτική απόκριση
Όρος: Analytical technique
Μετάφραση: Τεχνική ανάλυσης, αναλυτική τεχνική
Όρος: Analyzer
Μετάφραση: Αναλυτής (όργανο)
Όρος: Anchor device
Μετάφραση: Διάταξη αγκύρωσης
Όρος: Anethole or oil of aniseed or 1-methoxy-4-prop-1-enylbenzene
Μετάφραση: Ανηθόλη ή ανηθέλαιο
Όρος: Angioneurotic diseases caused by mechanical vibration
Μετάφραση: Αγγειονευρωτικές ασθένειες που προκαλούνται από μηχανικές δονήσεις
Όρος: Anhaesthetic gas
Μετάφραση: Αναισθητικό αέριο
Όρος: Anhydrous ammonia
Μετάφραση: Άνυδρη αμμωνία
Όρος: Aniline hydrochloride see anilinium chloride
Όρος: Aniline or aminobenzene or phenylamine
Μετάφραση: Ανιλίνη ή αμινοβενζόλιο ή φαινυλαμίνη
Όρος: Anilinium chloride or aniline hydrochloride
Μετάφραση: Χλωριούχο ανιλίνιο ή υδροχλωρική ανιλίνη
Όρος: Anilinium hydrogen sulfate
Μετάφραση: Όξινη θειική ανιλίνη
Όρος: animal by-products
Μετάφραση: ζωικά υποπροϊόντα
Όρος: Animal nutrition
Μετάφραση: Διατροφή των ζώων
Όρος: Anisaldehyde or p-methoxybenzaldehyde
Μετάφραση: Ανισαλδεΰδη ή p-μεθοξυβενζαλδεΰδη