Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Πρωτεύουσες καρτέλες
Βλέπετε τις εγγραφές : 851 - 900, σε σύνολο 12273
Όρος: Audiometric equipment
Μετάφραση: Ακοομετρική συσκευή
Όρος: Audiometric testing
Μετάφραση: Ακοομέτρηση
Όρος: Audiometry
Μετάφραση: Ακοομετρία
Όρος: Audit
Μετάφραση: Επιθεώρηση, έλεγχος
Όρος: audit
Μετάφραση: Επιθεώρησης
Όρος: Audit (auditor's) report
Μετάφραση: Έκθεση ελέγχου
Όρος: Audit evidence
Μετάφραση: Ελεγκτική μαρτυρία
Όρος: Audit firm
Μετάφραση: Ελεγκτικός οίκος
Όρος: Audit program
Μετάφραση: Πρόγραμμα ελέγχου
Όρος: Audit risk
Μετάφραση: Ελεγκτικός κίνδυνος
Όρος: Audit samples
Μετάφραση: Εξωτερική δειγματοληψία ελέγχου
Όρος: Audit sampling
Μετάφραση: Ελεγκτική δειγματοληψία
Όρος: Audit test
Μετάφραση: Έλεγχος επιθεωρήσεως
Όρος: Auditee
Μετάφραση: Επιθεωρούμενος
Όρος: Auditor
Μετάφραση: Ελεγκτής, επιθεωρητής
Όρος: Auditory danger signal
Μετάφραση: Ακουστικό σήμα κινδύνου
Όρος: Authorisation
Μετάφραση: Αδειοδότηση
Όρος: Authorisation application
Μετάφραση: Αίτηση αδειοδότησης
Όρος: Authorisation List
Μετάφραση: Κατάλογος αδειοδότησης
Όρος: Authorised representative
Μετάφραση: Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος
Όρος: Authoritarian
Μετάφραση: αυταρχικό εργαζόμενο
Όρος: Authority
Μετάφραση: Αρμοδιότητα / εξουσία, αρχή
Όρος: Authorization
Μετάφραση: Άδεια, αδειοδότηση, εξουσιοδότηση
Όρος: Auto-ignition
Μετάφραση: Αυτανάφλεξη
Όρος: Autoclaved aerated concrete
Μετάφραση: Αυτόκλειστο κυψελωτό σκυρόδεμα
Όρος: Autocontrol
Μετάφραση: Αυτοέλεγχος
Όρος: Autogenous welding machine
Μετάφραση: Μηχανή αυτογενούς συγκόλλησης
Όρος: Autoimmune disease
Μετάφραση: Αυτοάνοσο νόσημα
Όρος: Automated assembly lines
Μετάφραση: Αυτόματες γραμμές συναρμολόγησης
Όρος: Automated function
Μετάφραση: Αυτοματοποιημένη λειτουργία
Όρος: Automatic circuit breaker
Μετάφραση: Αυτόματος διακόπτης
Όρος: Automatic follow up
Μετάφραση: Αυτόματη παρακολούθηση
Όρος: Automation
Μετάφραση: Αυτοματισμοί (-ος)
Όρος: Automotive diesel
Μετάφραση: Πετρέλαιο κίνησης
Όρος: Auxiliary blowing agents
Μετάφραση: Βοηθητικά διογκωτικών
Όρος: Auxiliary contact
Μετάφραση: Επαφή βοηθητική
Όρος: Availability of a substance
Μετάφραση: Διαθεσιμότητα μιας ουσίας
Όρος: Average
Μετάφραση: Μέσος όρος
Όρος: Average deviation
Μετάφραση: Μέση απόκλιση
Όρος: Average dose
Μετάφραση: Μέση δόση
Όρος: Average molecular weight
Μετάφραση: Μέσο μοριακό βάρος
Όρος: Average value
Μετάφραση: Μέση τιμή
Όρος: Averaging
Μετάφραση: Μεσοτίμηση
Συντομογραφία: ATF
Όρος: aviation turbine fuel
Μετάφραση: Κηροζίνη
Όρος: Avoid
Μετάφραση: Αποφεύγω
Όρος: Avoid breathing dust/fume/gas/mist/vapours/spray
Μετάφραση: Aποφεύγετε να αναπνέετε σκόνη/ αναθυμιάσεις/αέρια/ συγκεντρώσεις σταγονιδίων / ατμούς/ εκνεφώματα
Όρος: Avoid contact during pregnancy/while nursing
Μετάφραση: Aποφεύγετε την επαφή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης/ γαλουχίας
Όρος: Avoid contact during pregnancy/while nursing
Μετάφραση: Aποφεύγετε την επαφή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης/ γαλουχίας
Όρος: Avoid contact with eyes
Μετάφραση: Αποφεύγετε την επαφή με τα μάτια.
Όρος: Avoid contact with eyes
Μετάφραση: Αποφεύγετε την επαφή με τα μάτια