Βλέπετε τις εγγραφές : 951 - 1000, σε σύνολο 1420
Οικοδομική άδεια
Ορισμός 1: Η διοικητική πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση σε οικόπεδο ή γήπεδο των οικοδομικών εργασιών που προβλέπονται στις μελέτες που τη συνοδεύουν, εφόσον οι εργασίες αυτές είναι σύμφωνες με τις ισχύουσες διατάξεις. Στην έννοια των οικοδομικών εργασιών για ανέγερση νέας οικοδομής ή προσθήκης σε υφιστάμενη οικοδομή περιλαμβάνονται και οι εργασίες που καθιστούν το κτίριο άρτιο για λειτουργία, όπως οι εργασίες για την κατασκευή περιτοιχίσεων ή περιφράξεων, βόθρων, υπογείων δεξαμενών νερού, εκσκαφών, επιχώσεων και κοπής δένδρων. Στην έννοια της οικοδομικής άδειας περιλαμβάνονται και άδειες οι οποίες δεν δημιουργούν δόμηση, ιδίως η άδεια κατεδάφισης, η άδεια αλλαγής χρήσης, η άδεια διαμορφώσεων, επισκευής, διασκευής, ενισχύσεων, η άδεια για αυτοτελείς εργασίες περιτοιχίσεων, επιχώσεων ή εκσκαφών, καθώς και κοπής δένδρων. Ως οικοδομική άδεια νοείται και η άδεια δόμησης.
Ορισμός 2: Η διοικητική πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών σε οικόπεδο ή γήπεδο σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις.
Οικοδομικό διάκενο
Ορισμός 1: Το κενό που περικλείεται από δομικά στοιχεία (συμπεριλαμβανομένης και της ψευδοροφής) ή περιέχεται μέσα σ’ ένα δομικό στοιχείο. Στα διάκενα δεν συμπεριλαμβάνονται οι αίθουσες, τα ντουλάπια, τα προστατευμένα φρεάτια, οι καπνοδόχοι και οι διάφοροι αγωγοί.
Οικονομική δραστηριότητα
Ορισμός 1: Η δραστηριότητα που ασκείται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα με σκοπό τον προσπορισμό εισοδήματος και κέρδους στο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς, όπως ενδεικτικά η παραγωγή και διακίνηση αγαθών, η παροχή υπηρεσιών, η διεξαγωγή εμπορίου και η εκτέλεση έργων.
Οικονομικοί παράγοντες σε σχέση με τις συσκευασίες
Ορισμός 1: Οι προμηθευτές υλικών συσκευασίας, οι παραγωγοί και μετατροπείς συσκευασιών, τα εμφιαλωτήρια, οι χρήστες, οι εισαγωγείς, οι έμποροι, οι διανομείς, οι δημόσιες αρχές και οι δημόσιοι οργανισμοί.
Οικονομικός φορέας
Ορισμός 1: Ο κατασκευαστής, ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, ο εισαγωγέας και ο διανομέας
Ορισμός 2: Ο κατασκευαστής, ο αντιπρόσωπος, ο εισαγωγέας και ο διανομέας.
Ορισμός 3: Ο κατασκευαστής, ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, ο εισαγωγέας, ο διανομέας και κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο που δραστηριοποιείται στην αποθήκευση, χρησιμοποίηση, μεταφορά, εισαγωγή, εξαγωγή ή εμπορία εκρηκτικών υλών.
Ολική χωρητικότητα
Ορισμός 1: Ο όγκος εκφρασμένος σε ml ενός δοχείου ανοικτού, οριζόμενος µέχρι την επιφάνεια του ανοίγµατος του.
Ολοκληρωμένη διαχείριση της παράκτιας ζώνης
Ορισμός 1: Δυναμική διαδικασία με σκοπό την αειφόρο διαχείριση και χρήση των παράκτιων ζωνών, κατά την οποία λαμβάνονται ταυτόχρονα υπόψη η ευπαθής φύση των παράκτιων οικοσυστημάτων και τοπίων, η ποικιλομορφία των δραστηριοτήτων και χρήσεων, οι αλληλεπιδράσεις τους, ο θαλάσσιος προσανατολισμός ορισμένων δραστηριοτήτων και χρήσεων και ο αντίκτυπός τους στο θαλάσσιο και το χερσαίο τμήμα.»
Ομάδα Α
Ορισμός 1: Αποτελείται από φορτία τα οποία μπορούν να ρευστοποιηθούν εάν μεταφερθούν σε περιεκτικότητα σε υγρασία που υπερβαίνει το μεταφερόμενο όριο υγρασίας τους.
Ομάδα Β
Ορισμός 1: Αποτελείται από φορτία τα οποία εμπεριέχουν χημικό κίνδυνο που μπορεί να προκαλέσουν επικίνδυνη κατάσταση στο πλοίο.
Ομάδα Γ
Ορισμός 1: Αποτελείται από φορτία τα οποία δεν υπόκεινται σε υγροποίηση (ομάδα Α) ούτε διαθέτουν χημικό κίνδυνο (ομάδα Β).
Ομάδες πρώτης (1ης) απόκρισης
Ορισμός 1: Οι κατά περίπτωση καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιοι, επιχειρησιακά, που επιλαμβάνονται πρώτοι του καταστροφικού συμβάντος.
Ομαδικές απολύσεις
Ορισμός 1: Όσες απολύσεις γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζομένους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυόμενων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της παραγράφου 2 (Τα όρια καθορίζονται από τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα).
Όμιλος επιχειρήσεων
Ορισμός 1: Κάθε όμιλος που περιλαμβάνει ελέγχουσα και ελεγχόμενες επιχειρήσεις.
Ομίχλη
Ορισμός 1: Σταγονίδια υγρού σε λεπτό διαμερισμό αιωρούμενα στον αέρα, παραγόμενα με τη συμπύκνωση αερίων ή με τη διασκόρπιση υγρών.
Ομοιογενές υλικό
Ορισμός 1: Υλικό ομοιογενούς σύστασης σε όλη τη μάζα του, ή υλικό αποτελούμενο από συνδυασμό υλικών το οποίο είναι αδύνατον να διαχωριστεί σε διαφορετικά υλικά με μηχανικά μέσα, όπως το ξεβίδωμα, η κοπή, η σύνθλιψη, το τρόχισμα και η λείανση.
Όνομα Μεταφοράς Χύδην Φορτίου (BCSN)
Ορισμός 1: Προσδιορίζει το χύδην φορτίο κατά τη θαλάσσια μεταφορά. Όταν ένα φορτίο περιλαμβάνεται στον παρόντα Κώδικα, το Όνομα Μεταφοράς Χύδην Φορτίου του φορτίου αναγνωρίζεται με κεφαλαία γράμματα στους μεμονωμένους πίνακες ή στον κατάλογο. Όταν το φορτίο είναι ένα επικίνδυνο προϊόν, όπως ορίζεται στον Κώδικα IMDG, όπως ορίζεται στον κανονισμό VII/ 1.1 της Σύμβασης SOLAS, το Ορθό Όνομα Μεταφοράς αυτού του φορτίου είναι το Όνομα Μεταφοράς Χύδην Φορτίου.
Ονομαστική χωρητικότητα δοχείου (Nominal capacity of the receptacle)
Ορισμός 1: Σημαίνει τον ονομαστικό όγκο της επικίνδυνης ουσίας που περιέχεται σε δοχείο εκφρασμένο σε λίτρα. Για κυλίνδρους συμπιεσμένων αερίων η ονομαστική χωρητικότητα θα είναι η χωρητικότητα νερού του κυλίνδρου.
Οντότητα
Ορισμός 1: Σημαίνει οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οποιαδήποτε ομάδα τέτοιων προσώπων.
Οξεία τοξικότητα από το στόμα
Ορισμός 1: Οι δυσμενείς επιδράσεις που παρατηρούνται μετά τη χορήγηση από το στόμα μιας δόσης της ουσίας εφάπαξ ή πολλών δόσεων εντός 24 ώρου.
Οξείδια του αζώτου
Ορισμός 1: Το άθροισμα της αναλογίας μείγματος κατ’ όγκον (ppbv) μονοξειδίου και διοξειδίου του αζώτου, εκφρασμένο σε μονάδες συγκέντρωσης κατά μάζα διοξειδίου του αζώτου (μg/m3).
Ορισμός 2: Το νιτρικό οξύ και το διοξείδιο του αζώτου, εκφραζόμενα ως διοξείδιο του αζώτου (ΝΟ2).
Οξοδιασπώμενες πλαστικές σακούλες μεταφοράς
Ορισμός 1: Οι πλαστικές σακούλες μεταφοράς από πλαστικά υλικά, στα οποία περιλαμβάνονται πρόσθετα που καταλύουν τη διάσπαση των πλαστικών υλικών σε μικροτμήματα.
Οξυγονοκολλητής ή ηλεκτροσυγκολλητής
Ορισμός 1: Ο εργαζόμενος ο οποίος έχει ως κύριο αντικείμενο την εκτέλεση των εργασιών οξυγονοκόλλησης ή ηλεκτροσυγκόλλησης, αντίστοιχα, οιασδήποτε σοβαρότητας, όπως οι επαγγελματικές δραστηριότητες αυτές αναλύονται στο άρθρο 16.
Όπτική ακτινοβολία
Ορισμός 1: Κάθε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία στην περιοχή μήκους κύματος μεταξύ 100nm και 1mm. Το φάσμα της οπτικής ακτινοβολίας υποδιαιρείται σε υπεριώδη ακτινοβολία, ορατή ακτινοβολία και υπέρυθρη ακτινοβολία:
i) υπεριώδης ακτινοβολία: οπτική ακτινοβολία στην περιοχή μήκους κύματος μεταξύ 100nm και 400nm. Η υπεριώδης περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος υποδιαιρείται σε UVA (315-400nm), UVB (280-315nm) και UVC (100-280nm),
ii) ορατή ακτινοβολία: οπτική ακτινοβολία στην περιοχή μήκους κύματος μεταξύ 380nm και 780nm,
iii) υπέρυθρη ακτινοβολία: οπτική ακτινοβολία στην περιοχή μήκους κύματος μεταξύ 780nm και 1mm. Η υπέρυθρη περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος υποδιαιρείται σε IRA (780-1400nm), IRB (1400-3000nm) και IRC (3000nm- 1mm).
Οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης
Ορισμός 1: Ο οργανισμός ο οποίος πραγματοποιεί δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, στις οποίες συγκαταλέγονται η δοκιμή, η βαθμονόμηση, η πιστοποίηση και η επιθεώρηση.
Ορισμός 2: Φορέας που εκτελεί δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, περιλαμβανομένων της βαθμονόμησης, της δοκιμής, της πιστοποίησης και της επιθεώρησης.
Οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση πολιτών
Ορισμός 1: Περιλαμβάνει το σύνολο των ενεργειών για την προληπτική απομάκρυνση των πολιτών που βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας της παραμονής τους πλησίον περιοχής που απειλείται από ένα καταστροφικό φαινόμενο που είναι σε εξέλιξη.
Οργανωτής
Ορισμός 1: Το φυσικό πρόσωπο ή ο νόμιμος εκπρόσωπος νομικού προσώπου ή ένωσης προσώπων που απευθύνει πρόσκληση προς το ευρύ κοινό για συμμετοχή σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση ή ο οριζόμενος ως οργανωτής στο πλαίσιο της υποχρέωσης γνωστοποίησης του άρθρου 3.
Ορθή εργαστηριακή πρακτική (ΟΕΠ)
Ορισμός 1: Ένα σύστημα ποιότητας που αφορά την οργανωτική διαδικασία και τις συνθήκες υπό τις οποίες οι εργαστηριακές μη κλινικές μελέτες για την ασφάλεια της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος σχεδιάζονται, διεξάγονται, ελέγχονται, καταγράφονται, αρχειοθετούνται και παρουσιάζονται στην συντασσόμενη τελική έκθεση.
Όρια μετανάστευσης ορισμένων στοιχείων
Ορισμός 1: Τα όρια που καθορίζονται από τα πρότυπα ΕΛΟΤ ΕΝ 71−3:1995 (Ασφάλεια παιχνιδιών − Μέρος 3: Μετανάστευση ορισμένων στοιχείων) και ΕΛΟΤ ΕΝ 71.3/Α1:2000 (Ασφάλεια παιχνιδιών – Μέρος 3: Μετανάστευση ορισμένων στοιχείων), όπως εκάστοτε ισχύουν.
Οριακές τιμές έκθεσης
Ορισμός 1: Οι τιμές που καθορίζονται βάσει βιοφυσικών και βιολογικών εκτιμήσεων, ιδιαίτερα στη βάση επιστημονικώς παγιωμένων βραχυπρόθεσμων και εντόνων άμεσων επιπτώσεων, ήτοι των θερμικών επιπτώσεων και της ηλεκτρικής διέγερσης των ιστών.
Ορισμός 2: Όρια έκθεσης σε οπτική ακτινοβολία τα οποία βασίζονται άμεσα σε διαπιστωμένες επιπτώσεις στην υγεία και σε βιολογικές μελέτες. Η τήρηση των ορίων αυτών διασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι που εκτίθενται σε τεχνητές πηγές οπτικής ακτινοβολίας προστατεύονται από όλες τις γνωστές δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία.
Οριακή δόση
Ορισμός 1: Μια δόση που αποτελεί το ανώτατο όριο για τη δοκιμή (2000 ή 5000 mg/kg).
Οριακή τιμή
Ορισμός 1: Η τιμή του Lden ή Lnight, και ενδεχομένως του Lday και Levening, όπως ορίζεται από την αρμόδια αρχή, η υπέρβαση της οποίας συνεπάγεται την παρέμβασή της καθώς και των συναρμόδιων αρχών για τη μελέτη ή την επιβολή μέτρων περιορισμού του θορύβου. Οι οριακές τιμές μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με τον τύπο θορύβου (θόρυβος οδικής, σιδηροδρομικής, αεροπορικής κυκλοφορίας, βιομηχανικοί θόρυβοι κ.λπ.), την περιοχή που εφαρμόζονται ή την διαφορετική ευαισθησία του πληθυσμού στο θόρυβο καθώς επίσης και ανάλογα με το αν αφορούν ήδη υφιστάμενες ή καινούργιες καταστάσεις (όπου υπάρχει μεταβολή συνθηκών σχετικά με την πηγή θορύβου ή τη χρήση του περιβάλλοντος)·
Ορισμός 2: Επίπεδο καθοριζόμενο βάσει επιστημονικών γνώσεων, με σκοπό να αποφεύγονται, να προλαμβάνονται ή να μειώνονται οι επιβλαβείς επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και/ή στο σύνολο του περιβάλλοντος, το οποίο πρέπει να επιτευχθεί εντός δεδομένης προθεσμίας χωρίς εν συνεχεία υπερβάσεις.
Οριακή τιμή βιολογικού δείκτη
Ορισμός 1: H ανώτερη επιτρεπόμενη συγκέντρωση ενός παράγοντα, ο οποίος μετράται απευθείας σε σωματικούς ιστούς, σωματικά υγρά ή στον εκπνεόμενο αέρα ή έμμεσα από την ειδική δράση του στον οργανισμό.
Οριακή τιμή έκθεσης
Ορισμός 1: Το ανώτερο επίπεδο έκθεσης των εργαζομένων σ’ έναν παράγοντα, το οποίο καθορίζεται κατά τις διατάξεις αυτού του κεφαλαίου ως η ανώτερη τιμή συγκέντρωσης ή έντασής του στον τόπο εργασίας, πάνω από την οποία δεν επιτρέπεται να εκτίθενται οι εργαζόμενοι.
Οριακή τιμή έκθεσης σε καρκινογόνο ή μεταλλαξιγόνο παράγοντα
Ορισμός 1: Η τιμή την οποία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά η μέση οκτάωρη χρονικά σταθμισμένη έκθεση του εργαζόμενου στον καρκινογόνο ή μεταλλαξιγόνο παράγοντα, μετρημένη στον αέρα της ζώνης αναπνοής του, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε οκτάωρης ημερήσιας και σαραντάωρης εβδομαδιαίας εργασίας του.
Οριακή τιμή επαγγελματικής έκθεσης ή Οριακή τιμή έκθεσης σε χημικό παράγοντα
Ορισμός 1: Η τιμή την οποία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά η μέση 8ωρη χρονικά σταθμισμένη έκθεση του εργαζόμενου στον χημικό παράγοντα, μετρημένη στον αέρα της ζώνης αναπνοής του, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε 8ωρης ημερήσιας και 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας του.
Ορισμός 2: Η τιμή την οποία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά η μέση 8ωρη χρονικά σταθμισμένη έκθεση του εργαζόμενου στον χημικό παράγοντα, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε 8ωρης ημερήσιας και 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας του.
Οριακή τιμή έκθεσης σε καρκινογόνο, μεταλλαξιογόνο παράγοντα ή σε τοξική για την αναπαραγωγή ουσία
Ορισμός 1: Η τιμή, την οποία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά η μέση οκτάωρη χρονικά σταθμισμένη έκθεση του εργαζόμενου στον καρκινογόνο παράγοντα, μεταλλαξιογόνο παράγοντα ή στην τοξική για την αναπαραγωγή ουσία, μετρημένη στον αέρα της ζώνης αναπνοής του, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε οκτάωρης ημερήσιας και σαραντάωρης εβδομαδιαίας εργασίας του.
Όριο ενημέρωσης
Ορισμός 1: Το επίπεδο πέραν του οποίου η βραχύχρονη έκθεση εγκυμονεί, για ιδιαίτερα ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού, κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία με αποτέλεσμα να καθίσταται απαραίτητη η άμεση και κατάλληλη πληροφόρηση.
Όριο συναγερμού
Ορισμός 1: Το επίπεδο πέραν του οποίου υπάρχει κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία του πληθυσμού εν γένει ύστερα από σύντομη έκθεση και κατά τη διαπίστωση του οποίου τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν άμεσα μέτρα.
Όριο υγρασίας Φορτίου Προς Μεταφορά (TML) που μπορεί να υγροποιηθεί
Ορισμός 1: Η μέγιστη περιεκτικότητα σε υγρασία του φορτίου που θεωρείται ασφαλής για μεταφορά σε πλοία που δεν συμμορφώνονται με τις ειδικές διατάξεις του εδαφίου 7.3.2. Καθορίζεται από τις διαδικασίες δοκιμών που έχουν εγκριθεί από αρμόδια αρχή, όπως αυτές που ορίζονται στην παράγραφο 1 του προσαρτήματος 2.
Οριστική Προσφορά Σύνδεσης
Ορισμός 1: Η προσφορά του αρμόδιου Διαχειριστή στους υποψήφιους χρήστες για σύναψη νέας σύνδεσης και στους υφιστάμενους χρήστες για τροποποίηση της υπάρχουσας.
Όροφος
Ορισμός 1: Το τμήμα του κτιρίου, το οποίο διαχωρίζεται καθ` ύψος από διαδοχικά δάπεδα, με μεταξύ τους ελάχιστη απόσταση, όπως ορίζεται από τις σχετικές διατάξεις.
Όροφος εκκένωσης
Ορισμός 1: Είναι ο όροφος του κτιρίου, από τον οποίο εξέρχονται προς ασφαλή χώρο οι οδεύσεις διαφυγής.
Όροφος εκκένωσης
Ορισμός 1: Ο όροφος του κτιρίου που περιλαμβάνει τελικές εξόδους οι οποίες οδηγούν σε ασφαλή υπαίθριο χώρο. Για τις ανάγκες του παρόντος κανονισμού, θεωρείται ότι κάθε αυτοτελές κτίριο διαθέτει έναν μόνο όροφο εκκένωσης, ο οποίος ορίζεται σαφώς στη μελέτη πυροπροστασίας ακόμα και στην περίπτωση που λόγω μορφολογίας του εδάφους είναι δυνατή η εκκένωση ορόφων του σε περισσότερα του ενός επίπεδα.
Ορυχείο
Ορισμός 1: Ο υπόγειος ή επιφανειακός χώρος εξόρυξης πρώτων υλών, κύρια, ενεργειακών ορυκτών. Στη συνολική έκταση που καταλαμβάνει ένα ορυχείο συνυπολογίζεται και η ευρύτερη έκταση της Παραχώρησης Μεταλλείου ή του χώρου που αναφέρεται στη σχετική σύμβαση εκμίσθωσης σε περίπτωση Δημόσιου Μεταλλευτικού Χώρου, εντός της οποίας δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης ορυκτών. Η νόμιμη λειτουργία του ορυχείου αποδεικνύεται με την ύπαρξη Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ) και την εγκεκριμένη τεχνική μελέτη εκμετάλλευσης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Ουσία δοκιμής
Ορισμός 1: Κάθε ουσία, αρχική ή σχετικά προϊόντα μετατροπής.
Ουσιαστική Ισότητα
Ορισμός 1: Η ισότητα των φύλων, μέσω της οποίας διευρύνεται και κατοχυρώνεται στην πράξη η τυπική νομική ισότητα και η προστατευτική και διορθωτική ή επανορθωτική διάσταση της ισότητας των φύλων διασφαλίζονται ίσες ευκαιρίες σε κάθε έκφανση του ιδιωτικού και δημόσιου βίου, αίρονται οι διακρίσεις και ανισότητες πολλαπλών μορφών και βελτιώνονται ουσιαστικά οι συνθήκες διαβίωσης των γυναικών ή των πολιτών ανεξαρτήτως φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου.
Ουσιώδης αλλαγή
Ορισμός 1: Σημαίνει:
α) ως προς την έκθεση μεγάλων κινδύνων, αλλαγή στη βάση, επί της οποίας έγινε αποδεκτή η αρχική έκθεση, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των υλικών τροποποιήσεων, της διαθεσιμότητας νέων γνώσεων ή νέας τεχνολογίας και των αλλαγών στην επιχειρησιακή διαχείριση,
β) ως προς την κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης ή συνδυασμένων εργασιών, αλλαγή στη βάση, επί της οποίας υποβλήθηκε η αρχική κοινοποίηση, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των υλικών τροποποιήσεων, της αντικατάστασης μιας εγκατάστασης με άλλη, της διαθεσιμότητας νέων γνώσεων ή νέας τεχνολογίας και των αλλαγών στην επιχειρησιακή διαχείριση.
Όχημα
Ορισμός 1: Οποιοδήποτε μηχανοκίνητο όχημα που προορίζεται για οδική χρήση, το οποίο έχει τουλάχιστον τέσσερις τροχούς και είναι σχεδιασμένο για μέγιστη ταχύτητα άνω των 25 km/h, και τα ρυμουλκούμενά του, εξαιρουμένων των οχημάτων που κινούνται επί τροχιών, των κινητών μηχανών και των γεωργικών και δασικών ελκυστήρων εφόσον δεν κινούνται με ταχύτητα μεγαλύτερη από 40 km/h όταν μεταφέρουν επικίνδυνα εμπορεύματα.
Όχημα για έκπλυση υπό υψηλή πίεση
Ορισμός 1: Όχημα εξοπλισμένο με διάταξη για τον καθαρισμό των υπονόμων ή παρόμοιων εγκαταστάσεων με την εκτόξευση ύδατος υπό υψηλή πίεση. Η διάταξη είτε είναι προσαρμοσμένη σε γυμνό πήγμα φορτηγού οχήματος ή ενσωματώνεται σε ειδικό αμάξωμα. Το μηχάνημα είναι μόνιμα στερεωμένο ή αφαιρέσιμο, όπως στην περίπτωση συστήματος εναλλάξιμου αμαξώματος.
Όχημα για έκπλυση υπό υψηλή πίεση και για αναρρόφηση
Ορισμός 1: Το όχημα που μπορεί να λειτουργεί είτε για την έκπλυση υπό υψηλή πίεση είτε για αναρρόφηση. Βλέπε: όχημα για έκπλυση υπό υψηλή πίεση, όχημα με αναρροφητήρα.