Βλέπετε τις εγγραφές : 8501 - 8550, σε σύνολο 12265
Όρος: Personnel downsizing
Μετάφραση: Μείωση του προσωπικού
Όρος: Personnel selection
Μετάφραση: Επιλογή του προσωπικού
Όρος: Personnel turnover
Μετάφραση: Κινητικότητα προσωπικού
Όρος: Persons with special needs
Μετάφραση: Άτομα με ειδικές ανάγκες
Όρος: Persulfates
Μετάφραση: Υπερθειικά άλατα
Συντομογραφία: PHED
Όρος: Pesticide handler exposure database
Όρος: Petrol stations
Μετάφραση: Πρατήρια καυσίμων
Όρος: Petroleum coke see asphalt
Όρος: Petroleum ether
Μετάφραση: Πετρελαϊκός αιθέρας
Όρος: Petroleum or gas oil
Όρος: Petroleum products
Μετάφραση: Πετρελαϊκά προϊόντα, Παράγωγα πετρελαίου
Όρος: Petroleum spirit
Μετάφραση: Πετρελαϊκός αιθέρας
Όρος: pH neutraliser
Μετάφραση: Εξουδετερωτής pH
Συντομογραφία: PCM
Όρος: Phase contrast microscopy
Μετάφραση: Μικροσκοπία αντίστροφης φάσης
Όρος: Phase-in substance
Μετάφραση: Σταδιακά εισαγόμενη ουσία
Όρος: Phenazone or antipyrine
Μετάφραση: Φαιναζόνη ή αντιπυρίνη
Όρος: Phenetole or ethyl phenyl ether
Μετάφραση: Φαινετόλη ή αιθυλοφαινυλοαιθέρας
Όρος: Phenic acid see phenol
Όρος: Phenol or hydroxybenzene or phenic acid or carbolic acid, phenylalcohol, monohydroxybenzene
Μετάφραση: Φαινόλη ή υδροξυβενζόλιο ή φαινικό οξύ ή καρβολικό οξύ
Όρος: Phenolic derivatives
Μετάφραση: Φαινολικά παράγωγα
Όρος: Phenolphthalein
Μετάφραση: Φαινολοφθαλεϊνη
Όρος: Phenolphthalein powder
Μετάφραση: Φαινολοφθαλεϊνη σκόνη
Όρος: Phenothiazine, 2,3:5,6-dibenzo-1,4-thiazine
Όρος: Phenyl acetate
Μετάφραση: Οξικός φαινυλεστέρας
Όρος: Phenyl benzoate
Μετάφραση: Βενζοϊκό φαινύλιο
Όρος: Phenyl butene
Μετάφραση: Φαινυλοβουτένιο
Όρος: Phenyl carbitol
Μετάφραση: Φαινυλοκαρβιτόλη
Όρος: Phenyl cyanide see benzonitrile
Όρος: Phenyl ether
Μετάφραση: Διφαινυλαιθέρας
Όρος: Phenyl ether see diphenyl ether
Συντομογραφία: PGE
Όρος: Phenyl glycidyl ether, 2,3-epoxypropyl phenyl ether, 1,2-epoxy-3-phenoxypropane
Μετάφραση: Φαινυλoγλυκιδυλαιθέρας εποξύ-3-φαινοξυπροπάνιον 1,2-
Όρος: Phenyl isocyanate or carbanyl
Μετάφραση: Φαινυλοϊσοκυανίδιο ή καρβανύλιο
Όρος: Phenyl isothiocyanate
Μετάφραση: Φαινυλοϊσοθειοκυανικό
Όρος: Phenyl mercaptan
Μετάφραση: Φαινυλoμερκαπτάνη
Όρος: Phenyl methyl propanol
Μετάφραση: Φαινυλομεθυλοπροπανόλη
Όρος: Phenyl naphthylamine
Μετάφραση: Φαινυλοναφθυλαμίνη
Όρος: phenyl-2-propanone 1- see benzyl methyl ketone
Όρος: Phenylacetaldehyde or phenylethanal
Μετάφραση: Φαινυλακεταλδεΰδη ή φαινυλαιθανάλη
Όρος: Phenylacetic acid or phenylethanoic acid
Μετάφραση: Φαινυλοξικό οξύ ή φαινυλαιθανοϊκό οξύ
Όρος: Phenylacetonitrile or benzyl cyanide
Μετάφραση: Φαινυλακετονιτρίλιο ή βενζυλοκυανίδιο