Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 401 - 450, σε σύνολο 12273
| ( | 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Allergic rhinitis
Μετάφραση: Αλλεργική ρινίτιδα

Όρος: Allergic rhinitis caused by the inhalation of substances consistently recognised as causing allergies and inherent to the type of work
Μετάφραση: Ρινίτιδες αλλεργικής φύσης προκαλούμενες από την εισπνοή αλλεργιογόνων ουσιών οι οποίες έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιες και είναι εγγενείς στο είδος της εργασίας

Όρος: Allergy
Μετάφραση: Αλλεργία

Όρος: Allitol
Μετάφραση: Αλλιτόλη

Όρος: Allocation of functions
Μετάφραση: Ανάθεση καθηκόντων

Συντομογραφία: AS
Όρος: Allometric scaling
Μετάφραση:

Όρος: Allopyranose
Μετάφραση: Αλλοπυρανόζη

Όρος: Alloy
Μετάφραση: Κράμα

Όρος: Allyl
Μετάφραση: Αλλύλιο

Συντομογραφία: AA
Όρος: Allyl alcohol or propen-1-ol-3
Μετάφραση: Αλλυλική αλκοόλη ή προπεν-1-όλη-3

Όρος: Allyl bromide or 3-bromopropene or 3-bromopropylene
Μετάφραση: Αλλυλοβρωμίδιο ή 3-βρωμοπροπένιο ή 3-βρωμοπροπυλένιο

Όρος: Allyl chloride or 3-chloropropene or 3-chloropropylene or 3-chloro-1-propene
Μετάφραση: Αλλυλοχλωρίδιο ή 3-χλωροπροπένιο ή 3-χλωροπροπυλένιο ή 3-χλωρο-1-προπένιο ή χλωριούχο αλλύλιο

Όρος: Allyl cyanide
Μετάφραση: Αλλυλoκυανίδιο ή κυανιούχο αλλύλιο

Συντομογραφία: AGE
Όρος: Allyl glycidyl ether, allyl 2,3-epoxypropyl ether, prop-2-en-1-yl 2,3-epoxypropyl ether
Μετάφραση: Αλλυλογλυκιδυλαιθέρας

Όρος: Allyl haloprene
Μετάφραση: Αλλυλοαλοπρένιο

Όρος: Allyl phenoxy-acetate
Μετάφραση: Φαινοξυοξικό αλλύλιο

Όρος: Allyl propyl disulfide, 2-propenyl propyl disulfide
Μετάφραση: Αλλυλοπροπυλο δισουλφίδιο

Όρος: Allylbenzene or 3-phenylpropene
Μετάφραση: Αλλυλοβενζόλιο ή 3-φαινυλοπροπένιο

Όρος: Allylic hydrogen
Μετάφραση: Αλλυλικό υδρογόνο

Όρος: Almond oil
Μετάφραση: Αμυγδαλέλαιο

Όρος: Alpha-Linolenic Acid octadec-cis-9,cis-12,cis-15-trienoic acid
Μετάφραση: Λινολενικό οξύ 9,12,15-δεκαοκτατριενοϊκό οξύ

Όρος: Altaric acid
Μετάφραση: Αλταρικό οξύ

Όρος: Alteration
Μετάφραση: Μετατροπή

Όρος: alternative (Non-animal) Methods for chemicals testing
Μετάφραση: Εναλλακτικές (Χωρίς τη χρήση ζώων) Μέθοδοι για Χημικές Δοκιμές

Όρος: Alternative chemical name
Μετάφραση: Εναλλακτική χημική ονομασία

Όρος: Alternative current
Μετάφραση: Εναλλασσόμενο ρεύμα·

Όρος: Alternative employment
Μετάφραση: Εναλλακτικές θέσεις απασχόλησης, εναλλακτικές μορφές απασχόλησης

Όρος: Alternative energy sources
Μετάφραση: Εναλλακτικές πηγές ενέργειας

Όρος: Alternative hypothesis
Μετάφραση: Εναλλακτική υπόθεση

Όρος: Alternative method
Μετάφραση: Εναλλακτική μέθοδος

Όρος: Alternatives
Μετάφραση: Εναλλακτικές μορφές

Όρος: Alternator
Μετάφραση: Εναλλάκτης

Όρος: Altrose
Μετάφραση: Αλτρόζη

Όρος: Alumina see aluminium oxide
Μετάφραση:

Όρος: Aluminium
Μετάφραση: Αργίλιο ή αλουμίνιο

Όρος: Aluminium acetate
Μετάφραση: Οξικό αργίλιο

Όρος: Aluminium alkyl
Μετάφραση: Αλκύλιο του αργιλίου

Όρος: Aluminium bromide
Μετάφραση: Βρωμιούχο αργίλιο (

Όρος: Aluminium chloride
Μετάφραση: Χλωριούχο αργίλιο

Όρος: Aluminium chloride hexahydrate
Μετάφραση: Χλωριούχο εξαϋδρικό αργίλιο

Όρος: Aluminium cobalt oxide
Μετάφραση: Οξείδιο κοβαλτίου αργιλίου

Όρος: Aluminium fillings
Μετάφραση: Ρινίσματα αργιλίου

Όρος: Aluminium fluoride
Μετάφραση: Φθοριούχο αργίλιο

Όρος: Aluminium foil
Μετάφραση: Αλουμινόχαρτο

Όρος: Aluminium glycinate
Μετάφραση: Γλυκινικό αργίλιο

Όρος: Aluminium hydroxide
Μετάφραση: Υδροξείδιο του αργίλιου

Όρος: Aluminium iodide
Μετάφραση: Ιωδιούχο αργίλιο

Όρος: Aluminium isopropoxide or aluminium isopropylate
Μετάφραση: Ισοπροποξείδιο του αργιλίου

Όρος: Aluminium nitrate
Μετάφραση: Νιτρικό αργίλιο

Όρος: Aluminium oxide or alumina
Μετάφραση: Οξείδιο του αργιλίου ή αλουμίνα ή αργιλία

Ακολουθήστε μας