Βλέπετε τις εγγραφές : 101 - 150, σε σύνολο 214
Ανθεκτικότητα
Ορισμός 1: Η ικανότητα ενός συστήματος ή μιας κοινωνίας, εν δυνάμει εκτεθειμένης σε πιθανούς κινδύνους, να αντιστέκεται ή να προσαρμόζεται, με στόχο να διατηρήσει ένα αποδεκτό επίπεδο λειτουργίας και συνοχής.
Ορισμός 2: Η ικανότητα των αλληλένδετων κοινωνικών, οικονομικών και οικολογικών συστημάτων να αντιμετωπίζουν ένα επικίνδυνο συμβάν ή τάση ή διαταραχή, μέσω της απόκρισης ή αναδιοργάνωσής τους με τρόπους που διατηρούν την κύρια λειτουργία, ταυτότητα και δομή τους.
Ανθιστάμενο σε πυρκαγιά
Ορισμός 1: Το υλικό που εκ της κατασκευής του ανθίσταται στο πέρασμα της φλόγας από μια άκρη στην άλλη εντός χρονικής περιόδου τουλάχιστον είκοσι λεπτών.
Ανθρακικό αποτύπωμα
Ορισμός 1: Η συνολική ποσότητα των αερίων του θερμοκηπίου, εκφρασμένων σε ισοδύναμους τόνους διοξειδίου του άνθρακα, που εκπέμπονται άμεσα ή έμμεσα από ένα ή περισσότερα άτομα, μια γεωγραφική περιοχή, έναν φορέα, ή μια παραγωγική διαδικασία.
Ανθρωπογενείς εκπομπές
Ορισμός 1: Οι ατμοσφαιρικές εκπομπές ρύπων που συνδέονται με ανθρώπινες δραστηριότητες.
Ανοικτό δοχείο
Ορισμός 1: Η χαμηλότερη θερμοκρασία στην οποία η εφαρμογή μιας μικρής φλόγας προκαλεί στο πετρελαιοειδές ανάφλεξη όταν θερμαίνεται υπό καθορισμένες συνθήκες σε ένα ανοικτό δοχείο. Σχετικές π.χ. οι μέθοδοι ΙΡ 35 και 36).
Ανοικτό εμπορευματοκιβώτιο(Open container)
Ορισμός 1: Είναι ένα εμπορευματοκιβώτιο ανοιχτής οροφής ή εμπορευματοκιβώτιο με βάση εξέδρα.
Ανοικτό όχημα (open vehicle)
Ορισμός 1: Όχημα του οποίου η εξέδρα δεν έχει υπερκατασκευή ή έχει απλώς πλευρικά και οπίσθια σανιδώματα.
Ανοργανοποίηση
Ορισμός 1: Η πλήρης αποικοδόμηση μιας οργανικής ενώσεως σε CO2, H2O υπό αερόβιες συνθήκες και CH4, CO2 και H2O υπό αναερόβιες συνθήκες. Στην παρούσα μέθοδο δοκιμής, όταν χρησιμοποιείται επισημασμένη με 14C ένωση, ανοργανοποίηση σημαίνει εκτεταμένη αποικοδόμηση κατά την οποία επισημασμένο άτομο άνθρακα οξειδώνεται με απελευθέρωση αντίστοιχης ποσότητας 14C.
Ανταλλακτικό
Ορισμός 1: Χωριστό μέρος ενός ΗΗΕ, το οποίο μπορεί να αντικαταστήσει ένα μέρος ενός ΗΗΕ. Ο ΗΗΕ δεν μπορεί να λειτουργήσει σύμφωνα με τον προορισμό του χωρίς αυτό το μέρος του ΗΗΕ. Η λειτουργικότητα του ΗΗΕ αποκαθίσταται ή βελτιώνεται όταν το μέρος αντικαθίσταται με ένα ανταλλακτικό.
Αντίδραση στη φωτιά (πυραντίδραση)
Ορισμός 1: Συμπεριφορά δοκιμίου όταν εκτίθεται σε φωτιά σε καθορισμένες συνθήκες σε μια δοκιμή φωτιάς.
Αντιμετώπιση
Ορισμός 1: Περιλαμβάνει τις δράσεις, κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά την καταστροφή, για την προστασία της ζωής και της υγείας των ανθρώπων, για την αντιμετώπιση άμεσων αναγκών διαβίωσής τους και για τη διασφάλιση παροχής αρωγής και υποστήριξης για τον μετριασμό των επιπτώσεων της καταστροφής.
Αντιμετώπιση
Ορισμός 1: Κάθε ενέργεια, η οποία αναλαμβάνεται με σκοπό την αποτροπή εκδήλωσης ή επέκτασης της ρύπανσης, τον περιορισμό των δυσμενών συνεπειών στο περιβάλλον, την καταπολέμηση ή την παρακολούθηση της κίνησης της κηλίδας.
Αντιπροσωπευτικό Δείγμα Δοκιμής
Ορισμός 1: Ένα δείγμα επαρκούς ποσότητας με σκοπό τη δοκιμή των φυσικών και χημικών ιδιοτήτων του φορτίου ώστε να ανταποκρίνεται στις καθορισμένες απαιτήσεις.
Αντιρρυπαντικό σκάφος
Ορισμός 1: Κάθε πλοίο ή σκάφος που μπορεί να διενεργήσει εργασίες πρόληψης, περισυλλογής και αντιμετώπισης ρύπανσης και είναι πιστοποιημένο σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εθνικής νομοθεσίας ή σύμφωνα με τις απαιτήσεις ενός αναγνωρισμένου από το Ελληνικό Κράτος Οργανισμού.
Αντίσταση στη δίοδο της θερμότητας (πυρομόνωση)
Ορισμός 1: Η ικανότητά ενός δομικού στοιχείου, όταν εκτίθεται σε φωτιά στη μία πλευρά, να περιορίζει την άνοδο της θερμοκρασίας στη μη εκτεθειμένη πλευρά για καθορισμένο χρονικό διάστημα, σε τυπική δοκιμή αντίδρασης σε φωτιά.
Αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου
Ορισμός 1: Κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στον ίδιο φορέα ή επιχείρηση και απασχολείται σε ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων του. Όπου δεν υπάρχει «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» στον ίδιο φορέα ή επιχείρηση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στην οικεία συλλογική σύμβαση ή όταν δεν υπάρχει τέτοια, με αναφορά στην εκάστοτε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή, εάν δεν υπάρχει, στην κείμενη νομοθεσία.
Αντλησιμότητα
Ορισμός 1: Είναι η ικανότητα του νωπού σκυροδέματος να μεταφέρεται μέσα από σωλήνες, ωθούμενο με κατάλληλη πίεση, χωρίς να χάνει την ομοιογένεια και την εργασιμότητα του.
Ανυψωτικά μέσα
Ορισμός 1: Ο όρος αυτός περιλαμβάνει γερανούς, βαρούλκα, ιστούς φορτωτήρων φορτωτήρες, ανελκυστήρες φορτίου και προσώπων, ως και κάθε άλλο μηχάνημα ή συσκευή, η οποία χρησιμοποιείται προς ανύψωση και φόρτωση ή εκφόρτωση φορτίου ή εφοδίων.
Ανυψωτικά μηχανήματα και μηχανήματα διακινήσεως φορτίων
Ορισμός 1: Όλα τα ανυψωτικά μηχανήματα ή μηχανήματα διακινήσεως φορτίων, τα οποία κινούνται με ηλεκτρική, υδραυλική ή με κάθε άλλου είδους μηχανική κίνηση, όπως ανελκυστήρες, ανελκυστήρες και αναβατόρια υλικών εργοταξίου, ανελκυστήρες φορτίων, γερανοί, μεταφορικές ταινίες και αυτοκίνητα βιομηχανικά οχήματα.
Ανυψωτική εργασία
Ορισμός 1: Εργασία μετακίνησης μοναδιαίων φορτίων που συνίστανται σε πράγματα και/ή πρόσωπα, για την οποία απαιτείται, σε δεδομένη χρονική στιγμή, μεταβολή επιπέδου.
Ανυψωτικό εξάρτημα
Ορισμός 1: Δομικό στοιχείο ή εξοπλισμός που δεν συνδέεται με το μηχάνημα ανύψωσης, επιτρέπει τη συγκράτηση του φορτίου και τοποθετείται είτε μεταξύ του μηχανήματος και του φορτίου, είτε επί του ιδίου του φορτίου, είτε προορίζεται να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του φορτίου και διατίθεται χωριστά στην αγορά˙ ως ανυψωτικά εξαρτήματα θεωρούνται επίσης οι αρτάνες και τα δομικά τους στοιχεία.
Ανυψωτικό μηχάνημα
Ορισμός 1: Είναι μηχάνημα που προορίζεται για την ανύψωση και μετατόπιση στο χώρο φορτίων αναρτημένων σε άγκιστρο ή με τη βοήθεια άλλης διάταξης ανάρτησης ή ανύψωσης.
Ανυψωτικό όχημα, με κινητήρα εσωτερική καύσης, αντισταθμιζόμενο
Ορισμός 1: Τροχοφόρο ανυψωτικό όχημα με κινητήρα εσωτερικής καύσης, με αντίβαρο και εξοπλισμό ανύψωσης (ιστός, τηλεσκοπικός βραχίονας ή αρθρωτός βραχίονας). Πρόκειται για:
- οχήματα ανωμάλου εδάφους (τροχοφόρα αντισταθμιζόμενα οχήματα που προορίζονται πρωτευόντως για λειτουργία σε μη βελτιωμένο φυσικό έδαφος και αναμοχλευμένο έδαφος, π.χ. εργοταξίων),
- λοιπά τροχοφόρα αντισταθμιζόμενα οχήματα. Εξαιρούνται τροχοφόρα αντισταθμιζόμενα οχήματα ειδικά κατασκευασμένα για τη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων.
Ανώτατη οριακή τιμή έκθεσης σε καρκινογόνο ή μεταλλαξιγόνο παράγοντα
Ορισμός 1: Η τιμή την οποία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά η μέση χρονικά σταθμισμένη έκθεση του εργαζόμενου στον καρκινογόνο ή μεταλλαξιγόνο παράγοντα, μετρημένη στον αέρα της ζώνης αναπνοής του, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δεκαπεντάλεπτης περιόδου μέσα στο χρόνο εργασίας του, έστω και αν τηρείται η οριακή τιμή έκθεσης.
Ανώτατη οριακή τιμή έκθεσης σε καρκινογόνο, μεταλλαξιογόνο παράγοντα ή σε τοξική για την αναπαραγωγή ουσία
Ορισμός 1: Η τιμή, την οποία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά η μέση χρονικά σταθμισμένη έκθεση του εργαζόμενου στον καρκινογόνο παράγοντα, μεταλλαξιογόνο παράγοντα ή στην τοξική για την αναπαραγωγή ουσία, μετρημένη στον αέρα της ζώνης αναπνοής του, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δεκαπεντάλεπτης περιόδου μέσα στο χρόνο εργασίας του, έστω και αν τηρείται η οριακή τιμή έκθεσης
Ανώτατη οριακή τιμή επαγγελματικής έκθεσης ή Ανώτατη οριακή τιμή έκθεσης σε χημικό παράγοντα
Ορισμός 1: Η τιμή την οποία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά η μέση χρονικά σταθμισμένη έκθεση του εργαζόμενου στον χημικό παράγοντα, μετρημένη στον αέρα της ζώνης αναπνοής του, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δεκαπεντάλεπτης περιόδου μέσα στο χρόνο εργασίας του, έστω και αν τηρείται η οριακή τιμή έκθεσης.
Ορισμός 2: Η τιμή την οποία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά η μέση χρονικά σταθμισμένη έκθεση του εργαζόμενου στον χημικό παράγοντα κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δεκαπεντάλεπτης περιόδου μέσα στο χρόνο εργασίας του έστω και αν τηρείται η οριακή τιμή έκθεσης.
Ορισμός 3: Η τιμή την οποία δεν επιτρέπεται να ξεπερνά η μέση χρονικά σταθμισμένη έκθεση του εργαζόμενου στον χημικό παράγοντα κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δεκάλεπτης περιόδου μέσα στο χρόνο εργασίας του, έστω και αν τηρείται η Οριακή τιμή Έκθεσης.
Ανώτατο όριο ανάφλεξης
Ορισμός 1: Σχετική παράγραφος 1.2.3. (γ) (δηλ. όπου η αναλογία των αερίων στο μίγμα είναι κάτω του 1% του όγκου το μίγμα δεν αναφλέγεται και καλείται πολύ φτωχό προς ανάφλεξη ή κάτω του κατωτέρου ορίου ανάφλεξης. Όταν η αναλογία των αερίων στο μίγμα είναι πάνω από 8% του όγκου, το μίγμα πάλι δεν αναφλέγεται αλλά καλείται πολύ πλούσιο προς ανάφλεξη ή πάνω από το ανώτερο όριο ανάφλεξης).
Ανώτατο όριο φορμαλδεΰδης
Ορισμός 1: Το όριο περιεχόμενης, ή εκλυόμενης φορμαλδεΰδης, για την κατάταξη του προϊόντος σε κλάση φορμαλδεΰδης Ε1 όπως ορίζεται στο πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 13986:2005 “Wood−based panels for use in construction – Characteristics, evaluation of conformity and marking” (Πετάσματα με βάση το ξύλο για δομική χρήση – Χαρακτηριστικά, αξιολόγηση της συμμόρφωσης και σήμανση) και προσδιορίζεται αντίστοιχα σύμφωνα με τις μεθόδους δοκιμών που αναφέρονται στο σημείο (4) (μέθοδοι δοκιμών) του παρόντος άρθρου.
Ανώτερο όριο εκτίμησης
Ορισμός 1: Το επίπεδο κάτω από το οποίο μπορεί να χρησιμοποιείται συνδυασμός σταθερών μετρήσεων και τεχνικών προσομοίωσης ή/και ενδεικτικών μετρήσεων για την εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα.
Αξιολόγηση
Ορισμός 1: Οποιαδήποτε μέθοδος υπολογισμού, πρόβλεψης, εκτίμησης ή μέτρησης της τιμής ενός δείκτη θορύβου ή των σχετικών επιβλαβών επιδράσεων.
Αξιολόγηση από ομότιμους
Ορισμός 1: Διαδικασία αξιολόγησης ενός εθνικού οργανισμού διαπίστευσης από άλλους οργανισμούς διαπίστευσης με βάση τις απαιτήσεις του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 765/2008 και, όπου είναι εφαρμοστέο, με βάση πρόσθετες τομεακές τεχνικές προδιαγραφές.
Αξιολόγηση της συμμόρφωσης
Ορισμός 1: Η διαδικασία που διεξάγεται από τους κοινοποιημένους οργανισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 15, με την οποία αποδεικνύεται κατά πόσον ο εξοπλισμός πλοίων πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση.
Ορισμός 2: Η διαδικασία με την οποία αποδεικνύεται αν πληρούνται οι ουσιώδεις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας της παρούσας σχετικά με έναν ανελκυστήρα ή ένα κατασκευαστικό στοιχείο ασφάλειας για ανελκυστήρες.
Ορισμός 3: Η διεργασία αξιολόγησης με την οποία αποδεικνύεται κατά πόσον πληρούνται οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφάλειας της παρούσας οδηγίας που αφορούν ένα εκρηκτικό.
Ορισμός 4: Η διαδικασία με την οποία αποδεικνύεται κατά πόσον πληρούνται οι ειδικές απαιτήσεις που αφορούν προϊόν, διαδικασία, υπηρεσία, σύστημα, πρόσωπο ή φορέα.
Ορισμός 5: Η διαδικασία με την οποία καταδεικνύεται κατά πόσον πληρούνται οι σχετικές με τον ΗΗΕ απαιτήσεις του παρόντος.
Αξιοπιστία υποκατάστατου
Ορισμός 1: Η πιθανότητα ότι ένας ΗΗΕ που χρησιμοποιεί ένα υποκατάστατο θα επιτελέσει μια απαιτούμενη λειτουργία χωρίς αστοχία υπό δεδομένες συνθήκες και για δεδομένη χρονική περίοδο.
Αξιοποίηση
Ορισμός 1: Το σύνολο των εργασιών του έργου που γίνονται με σκοπό την παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων από τις ορυκτές ύλες που περιλαμβάνονται στους αντίστοιχους μεταλλευτικούς ή λατομικούς χώρους καθώς και οι εργασίες, εκμετάλλευσης και διαχείρισης του γεωθερμικού δυναμικού.
Απαγορευτικό σήμα
Ορισμός 1: Κάθε σήμα που απαγορεύει κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά που μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο.
Απαεριωμένο
Ορισμός 1: Δεξαμενή, δοχείο ή περιοχή θεωρείται ότι είναι απαεριωμένη όταν η συγκέντρωση εύφλεκτου και τοξικού αερίου, που τυχόν περιέχει, είναι εντός των καθορισμένων ορίων ασφαλείας για την είσοδο ατόμων.
Απαερίωση
Ορισμός 1: Η εργασία απομάκρυνσης εύφλεκτων ή τοξικών αερίων από μια δεξαμενή, δοχείο ή περιοχή.
Απαιτούμενη αντοχή σχεδιασμού παραγωγής σκυροδέματος σε θλίψη, fασ
Ορισμός 1: Είναι η τιμή της μέσης αντοχής, για την οποία το σκυρόδεμα του έργου έχει μια ορισμένη πιθανότητα αποδοχής, όταν εξετάζεται με τα Κριτήρια συμμόρφωσης του Κανονισμού αυτού. Οι αναλογίες υλικών της μελέτης σύνθεσης πρέπει να εξασφαλίζουν μέση αντοχή τουλάχιστον ίση με την απαιτούμενη αντοχή σχεδιασμού παραγωγής fασ.
Απαλλαγή από περιβαλλοντική αδειοδότηση
Ορισμός 1: Η χορήγηση βεβαίωσης απαλλαγής από την αρμόδια περιβαλλοντική αρχή, εντός αποκλειστικής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την υποβολή του αιτήματος. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών από την υποβολή του σχετικού αιτήματος τεκμαίρεται αυτοδικαίως η απαλλαγή από την υποχρέωση περιβαλλοντικής αδειοδότησης, με την προσκόμιση από τον ενδιαφερόμενο του αριθμού πρωτοκόλλου του σχετικού αιτήματος.
Απανθρακοποίηση
Ορισμός 1: Η σταδιακή εξάλειψη της χρήσης ορυκτών καυσίμων σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Απασχόληση
Ορισμός 1: Η άσκηση δραστηριοτήτων που καλύπτουν οποιαδήποτε μορφή εργασίας ρυθμιζόμενη σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή σύμφωνα με καθιερωμένες πρακτικές για λογαριασμό ή υπό τη διεύθυνση ή/και την εποπτεία εργοδότη.
Απασχόληση υψηλής ειδίκευσης
Ορισμός 1: i) προστατεύεται με βάση την ελληνική εργατική νομοθεσία ως μισθωτός, που παρέχει γνήσια και αποτελεσματική εργασία για λογαριασμό ή υπό την καθοδήγηση άλλου, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή που έχει λάβει η σχέση αυτή,
ii) αμείβεται και
iii) έχει την απαιτούμενη επαρκή και ειδική γνώση, που αποδεικνύεται από υψηλά επαγγελματικά προσόντα, όπως αυτά ορίζονται στο παρόν Κεφάλαιο.
Απλή μελέτη
Ορισμός 1: Η μελέτη που περιλαμβάνει μία κύρια αυτοτελή μελέτη και ενδεχομένως τις απαιτούμενες υποστηρικτικές μελέτες.
Απόβλητα
Ορισμός 1: Κάθε ουσία ή αντικείμενο, το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει.
Ορισμός 2: Τα στερεά χύδην φορτία που περιέχουν ή είναι μολυσμένα με ένα ή περισσότερα συστατικά που υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα και ισχύουν για τα φορτία των τάξεων 4.1, 4.2, 4.3, 5.1, 6.1, 8 ή 9 για τα οποία δεν προβλέπεται άμεση χρήση αλλά μεταφέρονται για εκφόρτωση, αποτέφρωση ή άλλες μεθόδους διάθεσης.
Απόβλητα εκσκαφών, κατασκευών και κατεδαφίσεων (ΑΕΚΚ)
Ορισμός 1: Τα απόβλητα που προέρχονται από εκσκαφές, κατασκευές και κατεδαφίσεις.
Απόβλητα έλαια
Ορισμός 1: Τα ορυκτέλαια ή τα συνθετικά λιπαντικά ή τα βιομηχανικά έλαια που δεν είναι πλέον κατάλληλα για τη χρήση, για την οποία αρχικώς προορίζονταν, όπως τα χρησιμοποιημένα έλαια κινητήρων εσωτερικής καύσης, τα έλαια κιβωτίων ταχυτήτων, τα λιπαντικά έλαια, τα έλαια για στροβίλους και τα υδραυλικά έλαια.
Απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ή «ΑΗΗΕ»
Ορισμός 1: Ο ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός που θεωρείται απόβλητο κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχεία (α) της Υ.Α. Η.Π. 50910/2727/2003 (ΦΕΚ 1909/Β`/22.12.2003) σε συνδυασμό με την §4 του άρθρου 2 του Ν. 2939/2001 (ΦΕΚ 179/Α`/6.8.2001) συμπεριλαμβανομένων όλων των κατασκευαστικών στοιχείων, των συναρμολογημένων μερών και των αναλωσίμων, που συνιστούν τμήμα του προϊόντος κατά τον χρόνο απόρριψής του.
Απόβλητα κατασκευών και κατεδαφίσεων
Ορισμός 1: Τα απόβλητα που προέρχονται από κατασκευές και από κατεδαφίσεις.
Απόβλητα συσκευασίας
Ορισμός 1: Κάθε συσκευασία ή υλικό συσκευασίας, που καλύπτεται από τον ορισμό του αποβλήτου του άρθρου 3 εξαιρουμένων των καταλοίπων παραγωγής.
Απόβλητα υγειονομικών μονάδων (ΑΥΜ)
Ορισμός 1: Τα απόβλητα που παράγονται από Υγειονομικές Μονάδες και αναφέρονται στον κατάλογο αποβλήτων του Παραρτήματος της Απόφασης 2000/532/ΕΚ της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2000, όπως εκάστοτε ισχύει. Τα ΑΥΜ περιλαμβάνουν τις παρακάτω κατηγορίες:
i) Αστικά Στερεά Απόβλητα (ΑΣΑ) που προσομοιάζουν με τα οικιακά απόβλητα
ii) Επικίνδυνα Απόβλητα Υγειονομικών Μονάδων (ΕΑΥΜ): α. Επικίνδυνα Απόβλητα Αμιγώς Μολυσματικά (ΕΑΑΜ), β. Μικτά Επικίνδυνα Απόβλητα (ΜΕΑ), γ. Άλλα Επικίνδυνα Απόβλητα (ΑΕΑ)
iii) Ειδικά Ρεύματα Αποβλήτων