Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων

Βλέπετε τις εγγραφές : 751 - 800, σε σύνολο 12273
| ( | 1 | 2 | 3 | 4 | A | B | C | D | E | F | G | H | I | J | K | L | M | N | O | P | Q | R | S | T | U | V | W | X | Y | Z | Ε
Όρος: Aryl halides
Μετάφραση: Αρυλαλογονίδια

Όρος: Arylalkanes
Μετάφραση: Αρυλαλκάνια

Όρος: Arylalkyl halides
Μετάφραση: Αρυλαλκυλαλογονίδια

Όρος: Arylamine
Μετάφραση: Αρυλαμίνη

Όρος: Arylepoxyalkanes
Μετάφραση: Αρυλεποξυαλκάνια

Όρος: Aryloxylated
Μετάφραση: Αρυλοξυλιωμένα

Όρος: as built
Μετάφραση: ως κατασκευάσθει

Συντομογραφία: ALARA
Όρος: As Low As Reasonably Achievable
Μετάφραση: Τόσο χαμηλό όσο είναι λογικά εφικτό

Συντομογραφία: ALARP
Όρος: As low as reasonably practicable
Μετάφραση:

Όρος: Asbestos
Μετάφραση: Αμίαντος

Όρος: Asbestos fibres
Μετάφραση: Ίνες αμιάντου

Όρος: Asbestos insulating board
Μετάφραση: Μονωτικές αμιαντόπλακες

Συντομογραφία: AIB
Όρος: Asbestos insulating board
Μετάφραση:

Όρος: Asbestos management
Μετάφραση: Διαχείριση αμιάντου

Συντομογραφία: ARDs
Όρος: Asbestos related diseases
Μετάφραση: Σχετιζόμενες με τον αμίαντο ασθένειες

Όρος: Asbestos textiles
Μετάφραση: Υφασμένος αμίαντος

Όρος: Asbestos waste
Μετάφραση: Απόβλητα αμιάντου

Συντομογραφία: ACM
Όρος: Asbestos –containing material
Μετάφραση: υλικά που περιέχουν αμίαντο

Όρος: Asbestos-cement
Μετάφραση: Αμιαντοτσιμέντο

Όρος: Asbestosis
Μετάφραση: Αμιάντωση

Όρος: Asbestosis
Μετάφραση: Αμιάντωση

Όρος: Ascending Paper Chromatography
Μετάφραση: Ανιούσα χρωματογραφία χάρτου

Όρος: Ascending-Descending Paper Chromatography
Μετάφραση: Ανιούσα-κατιούσα χρωματογραφία χάρτου

Όρος: Ascertain
Μετάφραση: Εξακριβώνω

Όρος: Ascorbic acid
Μετάφραση: Ασκορβικό οξύ

Όρος: Ascorbic acid or vitamin C
Μετάφραση: Ασκορβικό οξύ ή βιταμίνη C

Όρος: Aseptic technique
Μετάφραση: Ασηπτική τεχνική

Όρος: Ash
Μετάφραση: Τέφρα

Όρος: Ash dust
Μετάφραση: Σκόνη τέφρας

Όρος: Ashes and residues
Μετάφραση: στάχτες και κατάλοιπα καύσης

Όρος: Ashing
Μετάφραση: Αποτέφρωση

Όρος: Asparagine or aminosuccinamic acid
Μετάφραση: Ασπαραγίνη

Όρος: Aspartame
Μετάφραση: Ασπαρτάμη

Όρος: Aspartic acid or aminosuccinic acid
Μετάφραση: Ασπαρτικό οξύ ή αμινοηλεκτρικό οξύ

Όρος: Asphalt fume as benzene-soluble aerosol
Μετάφραση: Καπνός ασφάλτου ως αερόλυμα διαλυτό στο βενζόλιο

Όρος: Asphalt fumes
Μετάφραση: Καπνοί ασφάλτου

Όρος: Asphalt or petroleum coke or bitumen
Μετάφραση: Άσφαλτος ή κώκ πετρελαίου ή βιτουμένιο

Όρος: Asphyxiant
Μετάφραση: Ασφυξιογόνα

Όρος: Asphyxiating gas
Μετάφραση: Ασφυξιογόνο αέριo

Όρος: Asphyxiation
Μετάφραση: Ασφυξία

Όρος: Aspirate
Μετάφραση: Αναρροφώ

Όρος: Aspiration
Μετάφραση: Αναρρόφηση

Όρος: Aspiration hazard
Μετάφραση: Κίνδυνος από αναρρόφηση

Όρος: Aspiration toxicity
Μετάφραση: Τοξικότητα αναρρόφησης

Όρος: Aspirator polythene
Μετάφραση: Δοχείο με βρύση και πώμα

Όρος: Aspirin see acetylsalicylic acid
Μετάφραση:

Όρος: assault
Μετάφραση: Επίθεση

Όρος: Assault / Attack
Μετάφραση: Προσβολή/ Επίθεση

Όρος: Assay
Μετάφραση: Ποσοτικός προσδιορισμός

Όρος: Assay value
Μετάφραση: Τιμή προσδιορισμού

Ακολουθήστε μας